in Κυριαρχική, κοινωνικός πόλεμος

η σταθερή τιμή πώλησης ως σθεναρή διαταγή

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΠΑΜΕ στο σούπερ μάρκετ και αγοράζουμε ένα λίτρο γάλα. Το παίρνουμε από το ράφι, όπου αναγράφεται η τιμή, πάμε στο ταμείο, πληρώνουμε ένα εβρό και δέκα, και φεύγουμε. Η τιμή είναι σταθερή και όταν αλλάξει, εν αγνοία μας, θα το αντιληφθούμε. Ποιος θα την αλλάξει;  Ο ιδιοκτήτης του σούπερ μάρκετ, ο καπιταλιστής. Γνωρίζουμε καλά το γιατί θα την αλλάξει. Θα μας ρωτήσει;  Όχι, βέβαια, αυτό έλειπε! Είναι αυθαιρεσία η σταθερότητα ή η αλλαγή της τιμής; Όχι, είναι κάτι πολύ φυσιολογικό. Κάθε προϊόν έχει μία σταθερή τιμή και για κάποιους λόγους αυτή η τιμή αλλάζει, συνήθως προς τα πάνω.

ΕΜΕΝΑ, επαναλαμβάνω, εμένα, δεν μου φαίνεται καθόλου φυσιολογικό. Μπορεί να μην είμαι καλά, δεν ξέρω, ίσως να έχω κάποιο πρόβλημα, και ίσως πρέπει να πάω σε κάνα ψυχίατρο –  τι να μου κάνει ο ψυχολόγος;! Νιώθω πολύ άσχημα κάθε φορά που αγοράζω κάτι. Νιώθω ότι πέφτω θύμα κλοπής. Εάν ο ψυχίατρος με ρωτήσει  που αποδίδω αυτή την ιδιόμορφη δυστυχία μου, θα του πω ότι πέφτω θύμα κλοπής λόγω του κέρδους –  η πρώτη σημασία της λέξης ήταν η λεία που αποφέρει η απάτη. Με εξαπατούν κάθε φορά που αγοράζω κάτι, με κλέβουν. Εάν ο ψυχίατρος είναι μαρξιστής, θα δείξει κατανόηση.

ΔΕΝ νιώθω μόνο εξαπατημένος αλλά και ταπεινωμένος. Έχω την αίσθηση, που έγινε εμμονή με το πέρασμα του χρόνου, ότι κάθε φορά που αγοράζω κάτι, κάποιος, μπορεί και το ίδιο το προϊόν, με διατάζει –  και δεν με αρέσει να με διατάζουν. Και με κλέβουν και με διατάζουν –  αθλιότητα, σκέτη αθλιότητα, είμαι ένας αξιοθρήνητος και αξιολύπητος άθλιος!  Με κλέβουν με το κέρδος και με διατάζουν με την σταθερή τιμή. Ώστε η σταθερή τιμή είναι διαταγή;  Ναι, είναι διαταγή και ευθύς αμέσως διατυπώνω το επιχείρημά μου.

ΘΑ μου πείτε, καλά, αν δεν αγοράσεις γάλα, πώς αλλιώς θα το έχεις; Τι να σας πω, όταν ήμουν μικρός είχαμε πάντα δυο τρεις κατσίκες και πίναμε γάλα για έξι μήνες το χρόνο. Μην γελάτε, δεν σας προτείνω να εκτρέφετε κατσικούλες στο διαμέρισμά σας, για όνομα της Ζωής! Κι εδώ στο χωριό που ζω το αγοράζουμε το γάλα. Το να ζήσουμε σήμερα πέραν του εμπορεύματος και του χρήματος δεν είναι εύκολο, ίσως ούτε και επιθυμητό. Το να πουλάς και να αγοράζεις είναι κάτι πολύ πρόσφατο στον άνθρωπο –  η ιστορία του εμπορεύματος και του χρήματος δεν είναι πολύ μεγάλη. Ας αφήσουμε όμως στην άκρη αυτό το ακανθώδες ζήτημα κι ας πάμε στο άλλο. Εάν το εμπόρευμα και το χρήμα έχει μια ηλικία που δεν ξεπερνά τις δύο χιλιάδες χρόνια, με μια μακράς διάρκειας παρένθεση (μεσαίωνας), η ηλικία του φαινομένου της σταθερής τιμής μόλις που ξεπερνάει τα 150 χρόνια!

ΤΟ πρώτο κατάστημα λιανικής που άρχισε να πουλά εμπορεύματα σε σταθερή τιμή άνοιξε στο Παρίσι το 1856, λίγα χρόνια μετά την ήττα των εξεγέρσεων του 1848 που συντάραξαν όλη σχεδόν την Ευρώπη –  θα εξηγήσω παρακάτω για ποιο λόγο κάνω αυτή τη συσχέτιση. Τι γινόταν μέχρι τότε; Το γνωρίζουμε όλοι και όλες πολύ καλά, μιας και η προτέρα κατάσταση επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο με την επέκταση του καπιταλισμού: το παζάρι, το παζάρεμα –  για τις εκπτώσεις θα γράψω παρακάτω.

ΠΡΙΝ το 1856, φίλες και φίλοι, η αγοραπωλησία ήταν μια εμπειρία του δημόσιου χώρου. Ήταν μια μάχη του κοινωνικού πολέμου, μια σύγκρουση, μια διαφωνία. Το επίδικο αντικείμενο αυτού του πεδίου μάχης ήταν η τιμή –  η αρχική σημασία της λέξης ήταν φόρος σε είδος. Ο πωλητής, ο έμπορος, ήθελε να κερδίσει όσο γίνεται περισσότερα κι αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο αγοραστής. Ο μεν πωλητής προσπαθούσε να πουλήσει το προϊόν του όσο γίνεται σε μεγαλύτερη τιμή και ο αγοραστής να τη μειώσει, όσο γίνεται. Υπήρχε ένα κατώτατο κατώφλι το οποίο ο πωλητής δεν ξεπερνούσε, προτιμούσε να μην το πουλήσει. Κι αυτό το γνώριζε ο αγοραστής. Η μάχη διαρκούσε αρκετή ώρα: ο πωλητής εξυμνούσε την ποιότητα, για να δικαιολογήσει την υψηλή τιμή, ενώ ο αγοραστής προσπαθούσε να βρει ελαττώματα για να την μειώσει. Ο πωλητής πάντα υποχωρούσε και ο αγοραστής τον πίεζε να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο. Ο σκοπός του αγοραστή ήταν να μειώσει την κλοπή, του πωλητή να την αυξήσει. Η μάχη του κοινωνικού πολέμου στο πεδίο της αγοραπωλησίας του εμπορεύματος έληγε με συμφωνία ή με διακοπή, ανακωχή θα έλεγα. Ο πωλητής προσδοκούσε ότι θα πουλήσει το προϊόν σε άλλον, ο αγοραστής ότι θα το βρει πιο φθηνά αλλού.

Η σταθερή τιμή ήταν μια μονομερής ενέργεια, εκδήλωση της διαθέσιμης ισχύος των καπιταλιστών μετά το 1848. Πρόκειται για απόφαση, άρα για διαταγή. Η επιβολή της σταθερής τιμής ήταν μια διαδικασία πολλών δεκαετιών. Η καθιέρωσή της κατάργησε ένα πεδίο μάχης του κοινωνικού πολέμου. Κατάργησε την ίδια τη μάχη, τη σύγκρουση, τη διαφωνία. Με άλλα λόγια, επέβαλε την παθητικότητα. Την διαρκή ήττα δηλαδή. Κάθε διαταγή επιβάλλει την παθητικότητα. Διότι, φίλες και φίλοι, όπως θα δούμε αύριο, η παθητικότητα είναι η έκφραση κάποιας ιστορικής ήττας.

ΟΙ εκπτώσεις εμφανίστηκαν μετά την καθιέρωση της σταθερής τιμής και παραπέμπουν στην μάχη της αγοραπωλησίας.  Είναι μια μονομερής ενέργεια του πωλητή να μειώσει την τιμή χωρίς να υπάρξει μάχη, μόνο και μόνο για να αυξήσει το κέρδος του χωρίς να αναβιώσει η σύγκρουση ή να διασαλευτεί πρόσκαιρα.

Η επιβολή της σταθερής τιμής είναι εκδήλωση δύο γενικότερων φαινομένων. Το πρώτο είναι η μαζική παραγωγή μεγάλου αριθμού προϊόντων, εμπορευμάτων. Όσο πιο πολλά είδη εμπορευμάτων παράγονταν και όσο σε μεγαλύτερες ποσότητες, τόσο επιβαλλόταν η σταθερή τιμή. Αυτός είναι ο λόγος που το παζάρεμα επιβιώνει σε κοινωνίες που ο καπιταλισμός δεν έχει γενικευτεί και επεκταθεί.

ΤΟ δεύτερο φαινόμενο είναι αυτό της επιβολής της παθητικότητας στους Υποτελείς στον δημόσιο χώρο που άρχισε μετά την ήττα των εξεγέρσεων του 1848. Η σταθερή τιμή ήταν απλά μια εκδήλωση αυτής της μακραίωνης διαδικασίας, κληρονόμοι της οποίας είμαστε εμείς σήμερα. Για την επιβολή όμως αυτής της παθητικότητας θα γράψουμε αύριο.

ΒΡΗΚΑ πολλλή κοπριά, ένα παρατημένο μαντρί,  και μόλις ξημερώσει θα κάνω ένα δρομολόγιο. Πρώτα όμως θα πάω για κάστανα, τελευταία μέρα σήμερα.

Σχολιάστε ελεύθερα!