Κάθε φορά που επισκέπτομαι την Αθήνα, κάνα δυο φορές το χρόνο, όλο λέω να ανηφορίσω προς την Παλιά Πεντέλη, όπου έζησα την εφηβεία μου, αλλά ποτέ δεν το τολμώ. Δεν θέλω να κλάψω.
‘Ο,τι και να σας πω, δεν θα μπορέσετε να φανταστείτε πώς ήταν η Παλιά Πεντέλη το 1970, όταν μου συνέβη αυτό που θα σας αφηγηθώ. Μερικοί σκόρπιοι οικισμοί μέσα στο πευκοδάσος και στη πλατεία, της Αγίας Τριάδας, έξι ταβέρνες, από τις οποίες πέρασα ως βοηθός και ως σερβιτόρος, από το 1970 μέχρι το 1978.
Στην πλατεία, έξω από το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, υπήρχε μια κρήνη με τέσσερις κρουνούς που έτρεχε καθαρότατο και δροσερό νερό. Μπροστά της είχε σχηματιστεί μια μικρή, αβαθή λιμνούλα, χάριν της αδιαφορίας των κοινοτικών υπαλλήλων να καθαρίσουν τον σωλήνα από τον οποίο απομακρυνόταν το νερό. Απέναντι ήταν οι αφετηρίες των λεωφορείων για Πειραιά και Αθήνα. Εκεί έψαχνα να βρω δεκάρες και εικοσάρες, που έπεφταν από τους επισκέπτες της Κυριακής, για να μαζέψω μια δραχμή να αγοράσω τον Μικρό Καουμπόι και τον Μπλέηκ.
Το σπίτι μας ήταν στα Βλάχικα, ένας οικισμός λατόμων που είχαν μαζευτεί εκεί από όλην την Ελλάδα, κοντά στο 414 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στις παρυφές του δάσους. Από τα Βλάχικα μέχρι την πλατεία ήταν κατηφόρα, η οδός Αναστασίου Σκούφου. Αυτήν κατηφορίζαμε με τα ποδήλατα, χωρίς φρένα, το παπούτσι μας για φρένο και όποιον πάρει ο Χάρος.
Μια μέρα, για να μην πέσω πάνω σε λεωφορείο, στρίβω όλο αριστερά προς τη λιμνούλα. Καλύτερα μέσα στο νερό παρά πάνω στη λαμαρίνα. Δεν έπεσα όμως εγώ πάνω στο νερό. Στη λιμνούλα είχε γονατίσει ένας πατέρας με μωρό στην αγκαλιά, λίγων μηνών, και κάτι του έδειχνε, χαρούμενοι και αμέριμνοι. Έπεσα πάνω του, τον χτύπησα πισώπλατα και τον έριξα μέσα στο νερό. Ήταν Κυριακή.
Έτρεξαν και τον βοήθησαν να σηκωθεί. Μόλις συνήλθε, γύρισε να δει τον δράστη, που θα έφευγε, σίγουρα, σίφουνας με το ποδήλατό του, με την ελπίδα ίσως τον προλάβει. Αλλά του δράστη τα πόδια ήταν πολύ βαριά, ήταν κολλημένα στη Γη, μια ισχυρή δύναμη τον τράβαγε και δεν τον άφηνε να κουνηθεί. Τον είδε ακίνητο, με τα χέρια κολλημένα στο κορμί, σαν φανταράκι σε στάση προσοχής, τον είδε ακίνητο να περιμένει.
Θυμάμαι ακόμα, και θα το θυμάμαι μέχρι να πεθάνω, το βλέμμα του. Χαρά και θλίψη. Χαρά γιατί θα μου τις έβρεχε. Και θλίψη γιατί θα μου τις έβρεχε.
Ήταν τόσο δυνατό και ηχηρό το ένα και μοναδικό χαστούκι που από την απέναντι ταβέρνα (Ο Τέλης) πετάχτηκαν οι σερβιτόροι και κάποιος από αυτούς ρώτησε, τι έγινε ρε παιδιά, τρακάρισμα;
Σχολιάστε ελεύθερα!