in Γαμησιολογία

‘όποιος γράφει, γαμάει· όποιος διαβάζει, γαμιέται’

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Ο τίτλος του σημερινού σημειώματος καταγράφει τη δομή ενός μεγάλου αριθμού ελληνικών και λατινικών επιγραφών, μερικές από τις οποίες και θα εξετάσουμε. Το σημείωμα αποτελεί εισαγωγή στο αυριανό, αντικείμενο του οποίου θα είναι η υιοθέτηση της γραφής από τους πλούσιους και ισχυρούς αριστοκράτες της αρχαϊκής Ελλάδας (750-500 π. Χ.). Θα απαντήσουμε στο εξής κομβικό ερώτημα: Για ποιο λόγο άρχισαν, γύρω στο 750 π. Χ.,  να χρησιμοποιούν τη γραφή οι αριστοκράτες; 

ΠΟΛΛΕΣ πτυχές του ζητήματος της γραφής δεν είχαν, και δεν έχουν, αποσαφηνιστεί και κατανοηθεί. Η αιτία ήταν η προσήλωση των ερευνητών αποκλειστικά και μόνο στη γραφή. Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες το ενδιαφέρον στράφηκε στην ανάγνωση, αν και υπήρχε αλλά ήταν περιθωριακό και καταχωνιασμένο, με αποτέλεσμα να κατανοηθούν και πτυχές που αφορούσαν τη γραφή. Ένα από τα βασικά πορίσματα των ερευνών για την ανάγνωση τους πρώτους αιώνες της χρήσης της γραφής ήταν το εξής: οι αρχαίοι Έλληνες διάβαζαν υψηλόφωνα μέχρι και τα μέσα του 4ου π. Χ. αιώνα· ο Αριστοτέλης ήταν από τους πρώτους που άρχισαν να διαβάζουν σιωπηλά και ήταν ο πρώτος μανιώδης αναγνώστης. Γιατί διάβαζαν υψηλόφωνα, ηχηρά;

  ΣΤΟ ερώτημα αυτό θα απαντήσουμε παρακάτω. Αν δεν το έχετε διαβάσει, στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του σουηδού Jesper Svenbo Φρασίκλεια. Ανθρωπολογία της ανάγνωσης στην αρχαία Ελλάδα (Πατάκης, μτφρ. Στέφανος Οικονόμου, 2000) θα διαβάσετε πολλά και ενδιαφέροντα για τη γραφή και την ανάγνωση στην αρχαϊκή, κυρίως, Ελλάδα. Το βιβλίο αυτό μου τακτοποίησε πολλές σκέψεις, μια τάξη στις σκέψεις χρειάζεται ενίοτε, και σε αυτό  βρήκα τις επιγραφές που θα εξετάσουμε σήμερα. Να σημειώσω μόνο ότι ο συγγραφέας αφιερώνει ένα κεφάλαιο, το τελευταίο, για να δείξει ότι τη σχέση του γραφέα με τον αναγνώστη την είδαν ως σχέση εραστή και ερωμένου. Γιατί όμως;

ΕΙΜΑΣΤΕ βέβαιοι ότι μέχρι το 500 έγραφαν και διάβαζαν μόνο οι αριστοκράτες –  αναφέρομαι στην Αθήνα λόγω ύπαρξης μαρτυριών. Από το 500 μέχρι το 400 ο αριθμός που γνώριζαν να γράφουν και να διαβάζουν αυξήθηκε σημαντικά αλλά η κοινωνία της Αθήνας δεν έπαυσε να είναι μια προφορική κοινωνία, μια κοινωνία με αναλφαβητισμό πάνω από το 70-80%. Τι έγραφαν όμως και τι διάβαζαν αυτοί οι αριστοκράτες τους δύο πρώτους αιώνες; Έγραφαν αναθηματικές επιγραφές (αφιερώσεις σε θεούς) και επιτύμβιες επιγραφές. Εάν συγκεντρώσουμε όλες τις λέξεις αυτών των δύο πρώτων αιώνων που γράφτηκαν, θα παρατηρήσουμε ότι η συντριπτική πλειονότητα είναι ανδρικά ονόματα! 

ΟΙ αναθηματικές και επιτύμβιες (ταφικές) επιγραφές μας παρωθούν να συμπεράνουμε ότι η γραφή αυτής της περιόδου ήταν ένας μηχανισμός παραγωγής και διαιώνισης του κλέους, της φήμης που αποκτά κάποιος λόγω της ισχύος του και του πλούτου του. Το κλέος όμως παράγεται μόνο με την υψηλόφωνη ανάγνωση της επιγραφής: ο αναγνώστης διαβάζει υψηλόφωνα και οι άλλοι ακούν για το κλέος του ζωντανού ή νεκρού ισχυρού και πλούσιου αριστοκράτη. Ο γραφέας (αριστοκράτης) χρησιμοποιεί εργαλειακά τη φωνή του αναγνώστη για να αυξήσει, να διαδώσει το κλέος του. Ο γραφέας είναι ενεργητικός, ο αναγνώστης παθητικός. Η σχέση όμως αυτή δεν διαφέρει ούτε στο ελάχιστο από τη σχέση του εραστή ενήλικου άνδρα (πολίτη, οπλίτη) με τον από τον αγένειο έφηβο  ερώμενο.  Ο οποίος πρέπει να είναι πιστός στον εραστή του. Όταν δεν ήταν, ο εραστής συνήθιζε να κατηγορεί τον ερώμενο γράφοντας το όνομά του σε δημόσιους χώρους (γκράφιτι) και δίπλα το λέξη ΚΑΤΑΠΥΓΩΝ, ‘ξεκωλιάρης’.

ΑΣ δούμε τώρα μερικές επιγραφές που παραθέτει ο Svenbro. Η πρώτη προέρχεται από τη δωρική Γέλα της Σικελίας και έχει γραφτεί πάνω σε κρασοπότηρο, περί τα μέσα στου 5ου αιώνα. Κάποιος Πόρκος στέλνει αυτό το κρασοπότηρο στους συγγενείς κάποιου που πρόκειται να παντρευτεί τη Φρύνα, με την οποία είναι ερωτευμένος. Να τι γράφει:

Αυτό εδώ το κρασοπότηρο (τούτον τον σκύφον) τον δίνει δώρο ο Πόρκος (Πόρκος αποδίδωτι) στους συγγενείς του νεόνυμφου (ες τον θίασον των παών). Αν αυτός αγαπάει τη Φρύνα (αι δ΄εφίλει Φρύναν), κανένας άλλος δεν θα την παντρευτεί (ουκ άλλος κ΄άγ΄). Αυτός όμως που γράφει αυτή την επιγραφή (ο δε γράψας), θα ξεκωλιάσει τον αναγνώστη (τόν αννέμοντα πυγίξει).

Πυγίζω σημαίνει ξεκωλιάζω (πυγή, ο πρωκτός, ο κώλος  –  καλλίπυγος, με τον ωραίο κώλο).

ΑΣ δούμε και δυο λατινικές επιγραφές. Η πρώτη: amat qui scribet, pedicatur qui leget . . .: αυτός που γράφει, γαμάει· αυτός που διαβάζει, γαμιέται. Μία άλλη: ego qui lego pedicor, εγώ που διαβάζω, γαμιέμαι, πηδιέμαι. Η δομή αυτού του τύπου των επιγραφών εντοπίζεται και σε ένα στίχο του Κάτουλλου (Carmina, 16), που απευθύνεται σε δύο κακόπιστους αναγνώστες του: pedicado ego vos, σας ξεκωλιάζω.

ΜΕ την επικράτηση της σιωπηλής ανάγνωσης η σχέση γραφέα με αναγνώστη έπαψε να προσλαμβάνεται ως σχέση ενεργητικού/ παθητικού, εραστή/ερωμένου. Η ανάγνωση, μας είπαν πολλοί και πολλές κατά τον 20ό κυρίως μ. Χ. αιώνα, δεν είναι μια παθητική πράξη, κάθε άλλο μάλιστα. Το ενδιαφέρον στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις –  να μία εξ αυτών: ο συγγραφέας δημιουργεί κοινότητα.

Για αυτό όμως το ζήτημα ένα άλλο πρωινό.

Σχολιάστε ελεύθερα!