Ανεβήκαμε στο τρένο μια μέρα του Ιουνίου, του 1969, η μάνα μου, εγώ και ο αδερφός μου. Με δυο μπόγους, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Θα πήγαινα στην Έκτη, ο αδερφός μου στην Τετάρτη. Όχι όμως στους Πετράδες – στην Παλιά Πεντέλη, στην Αθήνα. Το τρένο ήταν σχεδόν άδειο αλλά μέχρι τη Ξάνθη είχε γεμίσει, με γυναικόπαιδα και μπόγους. Όλοι για την Αθήνα. Το ανδρικό προλεταριάτο περίμενε.
Μέχρι τους Πετράδες το τρένο είχε περάσει από λίγους σταθμούς, δεν είχε πολύ κόσμο και έκανα μια βόλτα στο βαγόνι, από κουπέ σε κουπέ. Στο διπλανό, είδα δύο ανθρώπους, κάθονταν απέναντι, κοντά στο τζάμι, τόσο παράξενους, τόσο αλλόκοτους, τόσο ήρεμους, τόσο γλυκούς, θα τους θυμάμαι μέχρι να πεθάνω, που μια δύναμη με τράβηξε κοντά τους. Ήταν νεαροί άνδρες, με πολύ μακριά μαλλιά, μεγάλη γενειάδα, δεν θα είχαν τριανταρίσει, με ρούχα παρδαλά και πολύχρωμα, πουκάμισα και σαλβάρια, με πολλά κοσμήματα στα χέρια και στο στήθος. Πήγα και κάθισα κοντά τους. Δεν θα παρεξήγησαν το ερευνητικό και
γεμάτο με απορίες και ξάφνιασμα βλέμμα μου, δεν θα το θεώρησαν ούτε αδιάκριτο ούτε επιτιμητικό, παιδί ήμουν. Ήμασταν στο Σουφλί όταν μου μίλησαν και έτσι έμαθα την πρώτη μου αγγλική λέξη: Μου έδειξαν τις εκτάσεις με τις μουριές και ο ένας από αυτούς, που καθόταν δεξιά, με ρώτησε, φρούιτς, φρούτς; κάνοντας τη χειρονομία της μεταφοράς της τροφής με τα δάχτυλα στο στόμα. ΚΙ εγώ με παντομίμα και χειρονομίες τους είπα ότι με τα φύλλα αυτών των δένδρων ταΐζουμε σκουλήκια από τα οποία παίρνουμε κλωστή και φτιάχνουμε ρούχα, δείχνοντας τους το φανελάκι μου. Κατάλαβαν, κάτι είπαν και χαμογέλασαν.
Έφευγα από το κουπέ τους και ξαναγύριζα. Στην Ξάνθη το τρένο είχε γεμίσει, παίζαμε με άλλα παιδιά, βγάζαμε το κεφάλι από το παράθυρο για να γίνουμε μαύροι, καρβουνιάρης ήταν, μας μάλωνι μάναμ, μη βγάζτι του κιφάλτσας έξου, θα λιρουθίτι, να σας φαν τα σκλιά να σας φαν. Στο Νέστο, οι μηχανοδηγοί έκαναν το λάθος να σταματήσουν για να πάρουν νερό από μια πηγή στις όχθες του ποταμού. Τους πήρανε χαμπάρι και σε λίγο όλο το τρένο είχε κατεβεί για να γεμίσει τα μπουκάλια του με δροσερό νερό, αυτό που είχαμε είχε βράσει. Μείναμε εκεί ώρες! Στα Φαρσαλα πουλούσαν χαλβά, στο Λιανοκλάδι και στη Λειβαδιά καλαμάκια, σουβλάκια, αλλού κουλούρια και παγωτό, το τρένο έφευγε, οι πωλητές έτρεχαν να πουλήσουν και οι επιβάτες του τρένου τους πετούσαν τα νομίσματα στο χώμα.
Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί ήταν έτσι ντυμένοι, από που έρχονταν, που πήγαιναν;
Πέρασαν πολλά χρόνια για να απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις. Ήταν χίπηδες, θα έρχονταν από την Καμπούλ μέσω Ίσταμπουλ και θα επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Με το αεροπλάνο από Αθήνα; Θα πήγαιναν πρώτα στα Μάταλα; Θα συνέχιζαν με το τρένο μέσω Σαλονίκης για Ευρώπη;
Φαντάστηκα ότι θα είχαν κοιμηθεί στη σπηλιά όπου κοιμόμουν κι εγώ, ένα ανοιξιάτικο βράδυ, στα Μάταλα, περαστικός από Χανιά για Ιεράπετρα, να φορτώσω ντομάτες. 1986.
Το φως του φεγγαριού έλουζε τα γαλήνια νερά της θάλασσας. Το κερί φώτιζε μια ανάγλυφη μαργαρίτα που είχαν σκαλίσει πάνω στο βράχο της σπηλιάς οι χίπηδες. Από κάτω, από την ταβέρνα ακούγονταν οι φωνές της παρέας των μεθυσμένων Άγγλων και Ιρλανδών φρηκιών, που μόλις είχα αφήσει.