Τα πρώτα γινωμένα βερίκοκα έπεσαν στο κεφάλι μου, στα μακριά κατάξανθα, σιταρένια μαλλιά μου, στολισμένα με κροταφιαίους βοστρύχους, τον Ιούνιο του 1986, στο Μούλκι Κορινθίας. Μαζεύαμε βερίκοκα, κοιμόμασταν στο προαύλιο της εκκλησίας, φρικιά από όλη την Ελλάδα, άνεργοι εργάτες, πρεζάκια, φοιτητές για χαρτζιλίκι, άλλοι που είχαν εγκαταλείψει τις σπουδές τους. Εγώ είχα εγκαταλείψει σπίτι, γυναίκα, παιδί, Πανεπιστήμιο, δουλειά – δίδασκα σε Φροντιστήριο – πατέρα, μάνα, αδερφό, φίλους – τα πάντα και τους πάντες. Τόσο δυστυχισμένος ήμουν.
Κάθε φορά που έπεφτε ένα, το απομάκρυνα από τα μαλλιά μου αλλά έτσι το πίεζα και ένα μέρος της σάρκας κόλλαγε πάνω στα μαλλιά και στο κρανίο μου. Τη πρώτη μέρα έκανα μια προσπάθεια να πλυθώ αλλά ήταν μάταιη. Κι έτσι δεν λούστηκα ξανά. Κι αφού δεν μπορούσα να λουστώ και να χτενιστώ, είχαν γίνει κετσές, τα χρησιμοποιούσα και σαν πετσέτα να σκουπίζω τα χέρια μου. Μετά τα βερίκοκα, ο κετσές μου εμπλουτίστηκε και με καρπούζι της Βάρδας, με ντομάτες Γαστούνης και Ορχομενού, με χώμα και με σκόνη.
Τέλη Οκτωβρίου, μόλις τελείωσαν τα μήλα στη Ζαγορά Πηλίου, έφυγα με το σπίτι μου, μια Μπεμβέ με καλάθι, R 52, του 1952, για Κρήτη, να ξεχειμωνιάσω, στο Σκηνέ, κοντά στα Χανιά.
Δεν ήθελα να πάω στην Κρήτη με αυτά τα μαλλιά. Στον Βόλο οι κουρείς με έδιωχναν, στη Λαμία εξέφρασαν τον αποτροπιασμό τους, στην Άμφισσα την αηδία τους, στο Αγρίνιο φώναζαν ‘έξω, έξω’, στο Μεσολόγγι γέλασαν, στην Πάτρα με έβρισαν, στον Πύργο με κυνήγησαν, στην Καλαμάτα με εξευτέλισαν, στη Σπάρτη έφριξαν μέχρι που έφτασα στο Γύθειο, να πάρω το καράβι για Κρήτη.
Πήγα στο πρώτο κουρείο που είδα, μπαίνοντας στη πόλη δεξιά. Έγραφε ΚΟΥΡΕΙΟΝ και από κάτω ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ με ένα κεφαλαίο γράμμα μπροστά αλλά δεν θυμάμαι ποιο ήταν – Σ, Γ, Δ; Βγάζω όλα τα λεφτά που είχα, του λέω, κρατάω τα ναύλα κι όλα τα άλλα δικά σου. Δε δέχτηκε κανένας να με κουρέψει, σε όλη τη Νότια Ελλάδα. Σε παρακαλώ, δεν θέλω να πάω στη Κρήτη με αυτά τα μαλλιά. Κάθισε μου λέει. Δεν μου πήρε δραχμή παραπάνω.
Έβλεπα στον καθρέπτη πως με κούρευε σαν πρόβατο. Τούφα δεν έπεσε κάτω. Κάθε χιλιοστό που προχωρούσε η κουρευτική μηχανή ένιωθα και ελαφρύτερος. Αυτό που έπεσε κάτω στο πάτωμα ήταν μια περούκα, μια περούκα από κετσέ.
Πήγα στην παραλία, βρήκα νερό από ένα κοντινό σπίτι, άναψα φωτιά, το ζέστανα στη κατσαρόλα και το έχυσα πάνω στο κρανίο μου. Σαπουνίστηκα τρεις φορές, ξεβγάλθηκα τρεις φορές.
Ω, οποία χαρμάνα! Οποία ηδονή της αναμονής!
Γράφε καλύτερα μικρές ιστορίες. Σου πάει περισσότερο σαν στυλ από το να τραβάς επιχειρήματα από τα μαλλιά 🙂