Το καράβι από τη Λέσβο, μετά από μια βδομάδα, έφερε τρία κατσίκια, κατσικάκια ήταν, κακά τα ψέματα, και μισό τσουβάλι κριθάρι. Το καράβι από τη Χίο με δυο προβατίνες και ένα τσουβάλι, με φακές όταν το φόρτωναν, με ξερή μαστίχα όταν το άνοιξαν. Ο Κάλχας κούνησε το κεφάλι του. Το κούνησε κι ο Αγαμέμνονας. Πενήντα νοματαίοι, μια βδομάδα, τρία κατσικάκια, μισό τσουβάλι κριθάρι. Το βασικό αξίωμα του ηρωισμού στα πόδια του, κουρέλια. Συντρίμμια. Ερείπια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ντροπή από το να κάνεις μια μακράς διάρκειας επιδρομή και να γυρίζεις με άδεια χέρια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση από μια αιφνίδια επιδρομή που αποφέρει πλουσιότατη λεία. Investment: πολιορκία και επένδυση. Το πλιάτσικο είναι επένδυση, η πολιορκία είναι επένδυση, η επένδυση είναι πολιορκία, η επένδυση είναι πλιάτσικο, investment means investment, το δόρυ είναι μέσον αρπαγής, το χρήμα είναι μέσον αρπαγής, το δόρυ είναι χρήμα, οι έξι οβολοί ήταν, παραμένουν, στο Νομισματικό Μουσείο, αιχμηρά βλήματα, το χρήμα είναι οξύ, αιχμηρό, οξύνου, οξυδερκές, διεισδυτικό, διαπεραστικό, το χρήμα είναι δόρυ, το χρήμα είναι πυρηνικά όπλα. Δε θ’ αργήσει ο ήρωας, η βία και η απάτη σε σώμα ένα, δεν θ’ αργήσει να αντικαταστήσει το δόρυ με το χρήμα, τη βία με την απάτη, το δόρυ με το χρήμα. Στη Τσαντιλιάδα θα διαβάσετε πως έγινε αυτό. Ο Κάλχας κούνησε το κεφάλι του. Πολύ χαμηλή αρπακτική παραγωγικότητα, μουρμούρισε. Ο Αγαμέμνονας
συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. Δεν σκέφτηκαν καν να αποδώσουν ευθύνες. Είχαν βαθύτατη επίγνωση των αντιφάσεων της βίαιης αρπακτικής πρακτικής. Εάν συμμετέχουν λίγοι, το κόστος της επένδυσης θα είναι μικρό, θα φάνε λίγες προβατίνες, αλλά μικρή και η αρπακτική παραγωγικότητα, λίγες θα κουβαλήσουν, εάν μπορέσουν να κάμψουν την αντίσταση των χωρικών – δεν θα μπορέσουν πενήντα νοματαίοι. Εάν συμμετέχουν πολλοί, πέντε, δέκα καράβια, θα είναι ισχυρότεροι από τους χωριάτες, αλλά θα καταναλωθεί και πολλή λεία. Ξέρετε τι τρώνε δέκα καράβια; Πεντακόσιοι νοματαίοι; Από μια μπριζόλα να φάνε, θέλουμε πεντακόσιες μπριζόλες. Πεντακόσιες μπριζόλες είναι κοντά εκατόν εβδομήντα κιλά κρέας, καθαρό, είναι δεκαπέντε προβατίνες. Τους φτάνει μια μπριζόλα τη μέρα; Θέλουν τουλάχιστον δυο τρεις. Πενήντα προβατίνες τη μέρα, τουλάχιστον. Τη προβατίνα για να τη κουβαλήσεις στο καράβι, πρέπει να τη φορτωθείς. Μόνη της δεν έρχεται. Δε μπορείς να τη τραβήξεις. Εάν το μαντρί είναι δέκα χιλιόμετρα από την παραλία, πρέπει να πας εκεί, να τη φορτωθείς και να τη φέρεις. Πάει η νύχτα. Τη μέρα δεν μπορείς ν’ αρπάξεις πρόβατα. Δεν πιάνονται, βόσκουν σκόρπια. Θα περιμένεις να τα μαντρώσουν. Ούτε κατσίκια. Τα κατσίκια μέρα νύχτα βόσκουν, όπου βρουν σκιά τη πέφτουν κάνα δυο ωρίτσες και δρόμο πάλι. Ξέχνα τα τα κατσίκια. Θα κουβαληθούν πεντακόσιες προβατίνες; Όχι βέβαια. Εκατό, εκατόν πενήντα νοματαίοι θα μείνουν στα καράβια – τις προάλλες τους τα κάψανε. Οι λουφαδόροι; Άλλοι τόσοι. Τη πέφτουν για ύπνο και την άλλη μέρα πάνε και τρώνε αυτά που έφεραν οι άλλοι. Πόσα μαντριά θα βρουν; Θα είναι αφύλακτα; Ας υποθέσουμε ότι είναι. Πόσες προβατίνες θα φορτωθείς; Μία. Φορτώσου μια προβατίνα τριάντα κιλά και περπάτα δέκα χιλιόμετρα μέσα στη νύχτα! Θα σου φύγει η μαγκιά, θα σου φύγει ο τσαμπουκάς, θα σου φύγει ο ηρωισμός. Και τι θα κάνεις μόλις φτάσεις, πρωί πρωί; Δε θα σφάξεις να φας; Θα σφάξεις! Δε θα σφάξεις για πεντακόσια άτομα; Θα σφάξεις. Θα φτάσουν; Ας πούμε ότι φτάνουν. Πόσες θα περισσέψουν, πόσο θα είναι το κέρδος; Πόσα θα είναι τα κεφάλια που θα κεφαλαιοποιηθούν; Το κεφάλι της προβατίνας, caput, capitis. Das Kapital. Κεφάλια προβατίνων το αρχικό κεφάλαιο. Pecus, το πρόβατο· pecunia, τα χρήματα. Πόσα κεφάλια θα είναι η λεία, το κέρδος; Το κέρδος είναι λεία. Κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι, κάποιος, κάποιοι κερδίζουν, εξασφαλίζουν λεία. Κάθε φορά που αγοράζουμε κάτι, πέφτουμε θύμα αρπαγής. Με μέσο το χρήμα. Πόσες προβατίνες θα περισσέψουν; Πενήντα; Εκατό; Θα φας το πρωί και θα τη πέσεις για ύπνο. Θα περιμένεις να νυχτώσει, να μαντρώσουν τα πρόβατα. Μόλις ξυπνήσεις, πριν φύγεις, δεν θα φας; Τι θα φας; Θα φτάσουν οι προβατίνες που έμειναν; Θα βρεις άλλα μαντριά; Εάν δεν βρεις; Όλα αυτά οι ήρωες τα γνώριζαν. Είχαν διατάξει να επιστρέφουν με το παραμικρό κέρδος. Αλλά τα τσιράκια τους δεν επέστρεφαν. Καλύτερα να τρως προβατίνες στον καθαρό αέρα, παρά να ζεις μέσα στα σκατά. Χίλιες φορές ζωοκλέφτης, παρά πολεμιστής. Επέστρεφαν μετά από δέκα μέρες, αφού είχαν φάει όλες τις προβατίνες. Τα γνώριζαν όλα αυτά οι ήρωες, τα γνώριζαν, από πρώτο χέρι.
Ο ήρωας Αγαμέμνονας δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Μέτρησε μέχρι και πεντακόσια προβατάκια, τίποτα. Χειρότερα ήταν. Γύρισε πλευρά. Το πάφλασμα της πολυφλοίσβοιο θαλάσσης έφτασε στα άπλυτα αυτιά του, δεν τον νανούριζε. Εάν μπορούσε να σηκωθεί να πάει να της πει να το βουλώσει, θα το έκανε. Μα τη Παναγία! Θα ήθελε πολύ να μπορούσε να το κάνει. Η καριόλα! Πλατς πλουτς, πλατς πλουτς, μέρα νύχτα, μέρα νύχτα, του είχε σπάσει τ΄ αρχίδια. Η σπασαρχίδω η θάλασσα, γαμώ το μουνί που την πέταγε. Έτσι του ‘ρχεται να πάρει ένα μαστίγιο και πάει να τη μαστιγώσει. Καλά έλεγε ο άλλος, κάθε φορά που πλησιάζεις τη θάλασσα, να κρατάς κι ένα μαστίγιο. Πυρ, γυνή και θάλασσα. Δεν τιθασεύεται η γαμιόλα, δε τιθασεύεται, το Θεό μπάρμπα να ‘χεις. Η πίπα δε τον έπιασε. Είχε εθιστεί. Με το παραμικρό άγχος, ο ήρωας καταφεύγει στη πίπα, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς πίπα, είναι το ψυχοφάρμακό του. Να μη μπορείς να κοιμηθείς, τι κατάρα! Δύσκολα, πολύ δύσκολα κοιμάται ο ήρωας. Ο ήρωας πάσχει από αϋπνίες. Ο ήρωας πρώτος άρχισε να μετράει προβατάκια για να κοιμηθεί. Πολύ άγχος. Κάθε μείωση της ισχύος προκαλεί απερίγραπτο άγχος. Κάποιος ήρωας είχε εφτά δις εβρά, έχασε το πέντε, του έμειναν δύο, κι αυτοκτόνησε. Με δύο δις ζούνε βασιλικά πέντε χιλιάδες τετραμελείς οικογένειες για είκοσι χρόνια. Κι αυτοκτόνησε! Άγγλος ήρωας. Τι ταπείνωση η απώλεια! Ήττα η απώλεια. Ήττα η ταπείνωση. Ταπείνωση η ήττα. Απώλεια ο θάνατος. Θάνατος η απώλεια. Ήττα ο θάνατος. Θάνατος η ήττα. Απώλεια της λείας; Απώλεια της λείας, απώλεια της ζωής. Απώλεια της λείας, απώλεια της ισχύος, απώλεια του πλούτου, απώλεια της φήμης. Αυξάνω τη λεία, άρα υπάρχω. Χάνω τη λεία, άρα δεν υπάρχω, είμαι νεκροζώντανος. Τους πήραν τις κοπέλες, ξέμειναν από μουλάρια, νερό και ξύλα δε μπορούν να κουβαλήσουν, το μαντρί έξω από το καλύβι άδειο, τα καράβια έρχονται άδεια. Δε λύνονται τα προβλήματα με τη πίπα. Όχι, δε λύνονται. Εσύ όρθιος, αυτή γονατιστή, με το μαχαίρι στο λαιμό μην σου τον κόψει, πάλι δε λύνονται. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Βροντή ακούστηκε από μακριά. Θα βρέξει. Αυτό μας έλειπε. Θα πνιγούμε πάλι. Κι αυτή η λασπουριά! Δε μπορείς να περπατήσεις, δε μπορείς να τρέξεις, δε μπορείς να περπατήσεις. Οι χωριάτες παρακαλούν να βρέξει, να φτιάξει ο καιρός, ο ήρωας παρακαλάει να μη χαλάσει ο καιρός, να μη βρέξει. Βροχή! Ζωή! Παλιόκαιρος! Παλιοζωή! Λάσπη! Πόσο μισεί ο ήρωας τη λάσπη! Πόσο μισεί το χώμα! Α, θα δείτε σεις! Μια μέρα θα καλύψω όλη τη γη με τσιμέντο κι άσφαλτο, θα το εξαφανίσω το χώμα, θα τα εξαφανίσω τα μικρόβια, θα την εξαφανίσω τη ζωή, ο καιρός δε θα χαλάσει ποτέ πια. Θα έχουμε μόνο καλό καιρό. Δε θα βρέχει. Όταν θα βρέχει, θα βρέχει πάνω σε τσιμέντο κι άσφαλτο. Θα δείτε σεις! Ο συνδυασμός πίπας και απειλής απέβη αποτελεσματικός, όπως πάντα. Ο ήρωας Αγαμέμνονας άρχισε να ροχαλίζει. Όσοι κοιμόντουσαν στα κοντινά καλύβια, ξύπνησαν κι άρχισαν τις χριστοπαναγίες. Μια κουκουβάγια πέταξε μακριά. Δυο σκυλιά ξύπνησαν, σήκωσαν το κεφάλι κι άρχισαν να γαβγίζουν τρομαγμένα, μέχρι που κατάλαβαν, δεν άργησαν. Τα ψάρια απομακρύνθηκαν από το γιαλό.
Ο Αγαμέμνονας πετάχτηκε από το κρεβάτι, από τα παλιοτόμαρα, και κοίταξε γύρω του. Που βρισκόταν; Α, στο καλύβι του, στο λημέρι. Έμεινε για λίγο σκεφτικός. Να γιατί ήθελε να κοιμηθεί. Όχι για να ξεκουραστεί, όχι! Οι ήρωες δεν κοιμούνται για να ξεκουραστούν, όχι. Κοιμούνται για να ονειρευτούν. Περιμένουν πως και πως να δουν κάποιο όνειρο. Κάποιο όνειρο της προκοπής. Τις προάλλες είδε ότι του έκανε πίπα ο Μενέλαος! Ο αδελφός του! Του έκανε πίπα ο αδελφός του! Είδε στον ύπνο του να τον γαμάει ο Μενέλαος. Να τον γαμάει ο Μενέλαος, ο αδελφός του! Σε ποιον να το πει; Θα το κρατήσει για πάντα μυστικό! Εάν έβλεπε μπάλα, εάν έβλεπε γκολ, τέτοια όνειρα δε θα έβλεπε. Βλέπουν τέτοια όνειρα οι οπαδοί του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού; Όχι! Όχι! Ποτέ! Ο Αγαμέμνονας όμως δεν έβλεπε ποδόσφαιρο. Άκουγε τους μεγαλύτερους που λέγανε, θα σου εξηγήσω το όνειρο, μα δεν καταλάβαινε. Μετά τα τριανταπέντε θα το δεις και συ, του είπε ένας γερο-ήρωας, και το είδε. Είδε να γαμάει τον Μενέλαο! Τον αδερφό του! Όχι, όχι, δεν ήθελε να βλέπει τέτοια όνειρα. Άλλα όνειρα ήθελε να βλέπει. Έβλεπε μια όμορφη κοπέλα, ψηλή, νταρντάνα. Την είδε το βράδυ. “Είμαι η Επιθυμία της Αύξησης της Ισχύος”, του είπε. “Όταν είσαι ξύπνιος, εγώ κοιμάμαι. Όταν εσύ κοιμάσαι, εγώ ξυπνάω. Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις, θα υπάρχω, σκλάβα τη ζωή σου θα ‘χω. Ζω μέσα στο μυαλό σου, μέσα στη ψυχή σου, μέσα στη καρδιά σου, μέσα στα σωθικά σου, μέσα στο αίμα σου. Όταν είσαι ξύπνιος, έχεις τόσες σκοτούρες, που δε με αντιλαμβάνεσαι. Άκου τι θα σου πω και βάλτο καλά μες το μυαλό σου. Το δίλημμα είναι σαφές: ή φεύγεις ή τη πέφτεις στη Τροία. Εσύ τι κάνεις; Ούτε φεύγεις, ούτε τη Τροία πατάς. Με λίγα λόγια, είσαι κόπανος, μαλάκας, πολύ μεγάλος μαλάκας. Ξέρεις ότι το ανεπίλυτο δίλημμα είναι η κύρια αιτία του καρκίνου; Το δίλημμα δεν πρέπει να διαρκεί πολύ. Εάν διαρκεί, χάνεται ισχύς. Τι σημαίνει είμαι αμείλικτος; Σημαίνει, δεν είμαι αναποφάσιστος. Τι σημαίνει δεν είμαι αναποφάσιστος; Σημαίνει κάνω τούτο ή το άλλο, χωρίς χρονοτριβή. Εσύ κάθεσαι εδώ και το έχεις ρίξει στις πίπες. Δυο μέτρα άνδρας! Έχεις γίνει ρεζίλι των σκυλιών. Κοσμογυρισμένε, κοσμοξεφτιλισμένε! Να φύγεις, ξέχασέ το. Θα γυρίσεις στο σπίτι σου μέσα καλοκαιριού; Ρόμπα θα γίνεις. Οι χωριάτες θερίζουν. Αύριο, θα αλωνίσουν. Τα κοφίνια θα γεμίσουν με σιτάρι και κριθάρι. Ποιος θα τους τα πάρει; Ο γείτονας; Εσύ θα τα πάρεις. Θα έχεις να περάσεις το καλοκαίρι. Πολιορκείς τη Τροία. Πόσο θα αντέξει; Ποιος θα πολεμήσει; Αυτοί είναι λελέδες. Υπερπόντιο εμπόριο, εισαγωγές, εξαγωγές, ξενοδοχεία, αίθουσες συνεδριάσεων, δεξιώσεις, ταξιδάκια, σεμινάρια, χορτοφαγία, συναυλίες, θέατρο, γκουρμέ εστιατόρια, ψυχανάλυση. Τσουτσέκια! Βλέπουν δόρυ και σκατώνουν το σώβρακό τους. Περίμενε λίγες μέρες να αλωνίσει ο κόσμος, κάνε ντου, πάρε ότι μπορείς να κουβαλήσεις, σιτάρι, κριθάρι, ζώα, γυναίκες, παιδιά, άνδρες, πήγαινέ τους στη Λήμνο, δώσ’ τους και πάρε κρασί, θα έχεις να φας και πιεις όλο το καλοκαίρι. Δυο πύλες έχει όλες κι όλες η Τροία. Τώρα είναι η καλύτερη στιγμή να τους τη πέσεις. Αν δε τη πάρεις τώρα, δεν πρόκειται να τη πάρεις ποτέ.” Τα λόγια της έσβησαν τις βροντές, έσβησαν το πολύβουο κύμα, έσβησαν τις χτεσινές βρισιές και απειλές, εγώ θα δε παρακαλέσω, μουνόπανο; Θα πάρω τη Τροία, θα γεμίσω τα καράβια με χρυσό και χαλκό, με γυναίκες, με κύπελλα ασημένια, σαν αυτό που παίρνει ο νικητής στο μουντιάλ, με χαλιά, με δέρματα, με ζωγραφικούς πίνακες, με κοσμήματα, με χρυσά ρολόγια, κι εσύ θα πάρεις ένα αρχίδι, μουνόπανο, θα με βλέπεις να τα φορτώνω και θα γίνεται κομμάτια η καρδιά σου, θα παρακαλάς ν’ ανοίξει η γη να σε καταπιεί, τσογλάνι του κερατά. Κωλοπαίδι, γαμώ το μουνί που σε πέταγε, γαμώ!
Σηκώθηκε όρθιος, βγήκε στη είσοδο και φώναξε δυνατά:
─ Κάλχα, Κάλχα!
Απάντησε δε πήρε, Ξαναφώναξε:
─Κάλχα, που είσαι, γαμώ της μάνας σου το κωλαράκι, που είσαι;
[Ιανουάριος 2005]
Σχολιάστε ελεύθερα!