φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Βρέθηκα κάποτε στη Νέα Υόρκη και πήγα μια μέρα σε ένα σούπερ μάρκετ να ψωνίσω κάτι να φάω. Ξέρετε, στη Νέα Υόρκη, στο Αμέρικα, είναι όλα μεγάλα, πολύ μεγάλα, παθαίνεις ψυχικό πέρα δώθε. Πάω λοιπόν και βρίσκω στο ράφι κρέας ελέφαντα. Αγοράζω τι είναι να αγοράσω, αγοράζω και μια κονσέρβα με κρέας ελέφαντα.
Πάω εκεί που κοιμόμουνα, την ανοίγω και δεν βλέπω τίποτα απολύτως μέσα! Τίποτα, μάγκες μου, τίποτα. Παίρνω τη κονσέρβα και πάω να διαμαρτυρηθώ εντόνως. Πολύ εντόνως. Και πάω και αντιλαμβάνομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου τι είναι η διαμαρτυρία και κατανοώ γιατί δεν πρέπει διαμαρτύρομαι. Εγώ, όχι εσείς. Εσείς να διαμαρτύρεστε, εγώ δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ για τίποτα. Για τίποτα. Θυμήθηκα και τη μάνα μου και τον παππού μου που μου έλεγαν , Νιάσιου (Θανάση), να μη ζητάς ποτέ!
{Κάποτε έτρωγα μόνο ληγμένα γιαουρτάκια και όταν έπιασα κάποιες δραχμές στα χέρια μου, αγόρασα να φάω ένα κανονικό γιαουρτάκι κι έπαθα δηλητηρίαση, μα το τσουτσούνι του Χριστούλη μας! }
Πάω και βρίσκω τον διευθυντή του σούπερ μάρκετ. Τότε, εκείνη τη μέρα, κατανόησα, ότι όλα τα στελέχη, όλα τα διευθυντικά στελέχη, όλοι οι διοικητές, όλοι οι διευθυντές είναι στρατιωτικοί, πολέμαρχοι. Ένας διευθυντής εφημερίδας, ας πούμε, είναι ένας στρατηγός – η εφημερίδα του είναι ο στρατός του και οι δημοσιογράφοι οι στρατιώτες του. Του λέω τι έγινε, του δείχνω την κονσέρβα, τη κοιτάζει, σκέφτεται και μου λέει:
Λυπάμαι, Κύριε, αλλά είστε άτυχος!
Άτυχος; τον ρωτάω.
Ναι, μου λέει, είστε άτυχος.
Μα, πώς; Είναι δυνατόν η κονσέρβα να είναι άδεια;
Ασφαλώς και είναι δυνατόν, λέει.
Τον κοιτάζω στα μάτια όλος απορία περιμένοντας μια σοβαρή απάντηση. Η απάντησή του ήταν κάτι παραπάνω από σοβαρή:
Είστε άτυχος, μου λέει, σας έτυχε η κωλοτρυπίδα του ελέφαντα.
Η πρόταση αυτή μου άλλαξε τη ζωή. Η ζωή μου άλλαξε εφτά φορές, εφτά προτάσεις μου άλλαξαν τη ζωή. Θα σας αφηγηθώ την πρώτη.
Είμαι δεκαέξι χρονών, το 1974, σε καφετέρια με παρέα, στο Χαλάντρι και συζητάμε για μουσική και πάω γω να κάνω τον έξυπνο και λέω ότι ο μεγαλύτερος συνθέτης είναι ο Μπετόβεν. Την ώρα που πάμε να φύγουμε, με πλησιάζει ένας μεγάλος, μου φαινόταν πολύ μεγάλος αλλά τώρα θυμάμαι ότι δεν ήταν πάνω από 35, και μου λέει:
Μπορώ να σου πω κάτι;
Ναι, του λέω, βεβαίως!
Έχεις ακούσει Μπετόβεν;
Τον κοίταξα στα μάτια· δεν είπα τίποτα· συνήλθα μετά από μια βδομάδα σκέψης. Δεν θα τον ξεχάσω μέχρι να πεθάνω.
Απομένουν άλλες πέντε προτάσεις που μου άλλαξαν τη ζωή, μια μέρα θα σας τις πω. Μέχρι τότε, σας παρακαλώ, θα ήθελα να θυμηθείτε εσείς κάποια πρόταση που σας άλλαξε τη ζωή. Για να θυμηθείτε κάποιον που ήταν μεγάλος δάσκαλος αλλά εσείς δεν το έχετε καταλάβει ακόμα και τώρα.
Σχολιάστε ελεύθερα!