in Σχετικά με τη Σχολή

Λάκης Λαζόπουλος: από τη γελοιοποίηση στην εξύμνηση των ηλιθίων και των απατεώνων

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΩΣ μαρξιστής οικοδομογεωργός κριτικός γράφω: εάν τα τούβλα του ποιητή είναι οι λέξεις, τα τούβλα του σατιρικού συγγραφέα ή ποιητή είναι η φράση. Αυτή η φράση πρέπει να τρυπά την ψυχή όπως ο ασβέστης τρυπά και καίει τη σάρκα – ή όπως το υδροχλωρικό οξύ με το οποίο καθαρίζουμε τις οικιακές αποχετεύσεις. Εάν το οξύ αυτό αφήνει σημάδι στο κορμί, η επιγραμματική, κοφτή και αιχμηρή φράση του σατιρικού αφήνει σημάδια στη ψυχή και στη μνήμη. Εάν δεν αφήνει, δεν είναι οξύ, δεν είναι σάτιρα, ενώ νομίζει ότι είναι. Θα δούμε τι είναι. Θα σας θυμίσω την πιο γνωστή σατιρική φράση κι αν μου θυμίσετε εσείς μια πιο γνωστή, να είναι όμως εξίσου, τουλάχιστον, καυστική, εγώ θα σας αγαπάω σε όλη μου τη ζωή – αν πεθάνω αύριο, θα σας αγαπάω μέχρι αύριο: panem et circenses, άρτον και θεάματα. Την έχει γράψει ο δαιμονικά καυστικότερος,  μέχρι τώρα τουλάχιστον, σατιρικός συγγραφέας, ο ρωμαίος Γιουβενάλης, και προέρχεται από την Σάτιρα 10 –  ένας εξαίσιος, νηφάλιος και ευγενικός  στοχασμός πάνω στη ματαιότητα της ανθρώπινης ελπίδας.

 ΕΙΜΑΙ ερωτευμένος με τα σατιρικά κείμενα. Ο έρωτας μου είναι σαν την αγάπη του παιδιού προς τη μάνα του: ξεκινάει από τη Γη και φθάνει μέχρι ψηλά ψηλά στον ουρανό. Με αρέσει η σάτιρα πολύ. Δεν διευκρινίζω η καλή – η σάτιρα ή είναι καλή ή δεν υπάρχει. Μία από τις μεγάλες μου αγάπες είναι ο Λουκιανός. Τον διαβάζω και αντιλαμβάνομαι ότι είναι καλός άνθρωπος – όχι μόνο είναι καλός αλλά αγαπάει και τους ανθρώπους. Τυπικά, ο Λουκιανός δεν είναι σατιρικός, μιας και η σάτιρα είναι ρωμαϊκό είδος έκφρασης, το μοναδικό άλλωστε που επινόησαν. Δεν ξεχνώ όμως ότι δεν υπήρξε κοινωνία πάνω σε αυτόν τον πλανήτη που οι άνθρωποι να μη στηλίτευαν και λοιδορούσαν την ηλιθιότητα, την κακία, την κακουργία και την απατεωνιά των άλλων. Ως λογοτεχνικό είδος όμως βγήκε μέσα από τα έντερα του ρωμαϊκού πολιτισμού. Η δε λέξη σάτιρα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τους σάτυρους, με το αττικό σατυρικό δράμα. Συγγενεύει με το ρήμα saturare που σημαίνει διαποτίζω, γεμίζω· η δε λέξη σάτιρα δηλώνει ένα  συνονθύλευμα πολλών πραγμάτων – θα δούμε ποια είναι αυτά. Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι προέρχεται από την ετρουσκική λέξη satir που σημαίνει λόγος. 

 ΕΠΕΙΔΗ ο Λουκιανός είναι καλός άνθρωπος και αγαπάει τους ανθρώπους (εγώ δεν ξέρω αν είμαι καλός αλλά τους ανθρώπους τους αγαπάω, πάω, πάω) δεν μπορεί να μην είναι ευγενικός, δεν μπορεί να μην είναι εύθυμος, δεν μπορεί να μην είναι απογοητευμένος, δεν μπορεί να μην αναφωνεί, αυτοί οι θνητοί, τι ηλίθιοι που είναι! Ναι, φίλες και φίλοι, το αναφώνησε, και επί λέξει και με κάθε του διάλογο. Σε ποιο λογοτεχνικό είδος να εντάξουμε τους διαλόγους του; Δεν γνωρίζω. Μπορούμε; Δεν μπορούμε! Μοιάζει με κανένα άλλο κείμενο της ελληνικής και ρωμαϊκής γραμματείας; Δεν νομίζω! Συνδυάζει τον πλατωνικό διάλογο, την αριστοφανική φαντασία και την μεταγενέστερη ρωμαϊκή σάτιρα. Αθάνατος: τον βλέπουμε να σουλατσάρει σφυρίζοντας αδιάφορα στο έργο του Ραμπελέ, του Σουίφτ, του Σιρανό ντε Μπερζεράκ και σε πολλούς πολλούς άλλους μεταγενέστερους.

Η καυστική υδροχλωρική φράση ήταν το οικοδομικό υλικό των πρώτων σατυρικών συγγραφέων. Η σάτιρα εμφανίστηκε τον 2ο π. Χ. αιώνα, όταν τεράστιος πλούτος – και πάμφθηνοι δούλοι, τους πουλούσαν με τη σέσουλα – συνέρρεε στη Ρώμη και μαζί με αυτήν η ξετσιπωσιά και η κοινωνική αναλγησία. Ο Λουκίλιος θεωρείται ο πρώτος σατιρικός αλλά δεν έχει διασωθεί ούτε μια πρόταση. Ακολούθησε ο γνωστός μας για την έξοχη ερωτική του ποίηση Οράτιος (πέθανε λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο καλός μας Χριστούλης)· τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες γράφουν οι Πέρσιος και Γιουβενάλης: ο δεύτερος λίγο πριν αρχίσει να γράφεται η Καινή Διαθήκη, τον δεύτερο αιώνα. Την εποχή εκείνη η Ρώμη είναι μια πολυάνθρωπη πόλη με πολύ ψηλές πολυκατοικίες, που συχνά κατέρρεαν με πολλά θύματα, ναι, ναι, και ο Γιουβενάλης στη Σάτιρα 3 (δεκαέξι είναι συνολικά οι Σάτιρες – δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έχουν μεταφραστεί στη νεοελληνική γλώσσα – τόσο ενοχλητικές είναι; ) ξερνάει φαρμάκι αξέχαστο σχολιάζοντας τη φρίκη της ζωής στη Ρώμη.

Η φράση είναι το τούβλο της σάτιρας και του Πετρώνιου, στο γνωστό μας Σατυρικόν. Εδώ ο Πετρώνιος σατιρίζει έναν αμόρφωτο έμπορο, παρουσιάζοντας τον να μιλάει τη γλώσσα του. Εάν θέλετε να διαβάσετε, εάν δεν την έχετε διαβάσει, μια έξοχη ανάλυση του ύφους του, ανοίξτε το έργο του Έριχ Άουερμπαχ,  Μίμησις.  Κάθε φράση του έμπορου είναι και μια σταγόνα οξέος. Που πονάει και αφήνει σημάδια. Διότι, φίλες και φίλοι, ο σατιρικός δεν είναι γιατρός, δεν είναι ψυχοθεραπευτής, δεν είναι ψυχολόγος, δεν είναι κοινωνικός λειτουργός, δεν είναι ψυχίατρος να μας κάνει καλά. Έχει πάρει τη βαριά, τη βαριοπούλα και βαράει τοίχους, κεφάλια, αξίες, αντιλήψεις, οράματα, σκέψεις, πρακτικές, ινδάλματα, πρότυπα – είναι καταστροφέας. Ο σατιρικός σε αρρωσταίνει διότι θεωρεί ότι εάν δεν αρρωστήσεις δεν πρόκειται να γίνεις καλά. Σε αποδιοργανώνει πνευματικά και ψυχικά, σε βάζει δύσκολα, σε ενοχλεί, σε παρενοχλεί, δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, εμφυτεύει την αμφιβολία, όλα αυτά αστειευόμενος – ο σατιρικός είναι ο κατ΄ εξοχής σπουδαιογελοίος, γελώντας λέει την αλήθεια: ridentem dicere verum.

ΤΟ δράμα του σατιρικού είναι το εξής: είναι και φιλικός και εχθρικός προς τον αναγνώστη. Μου αρέσουν οι φιλικοί προς τον αναγνώστη συγγραφείς – ο Ραμπελέ, ο Θερβάντες – πόσο δροσερές αύρες σάτιρας υπαινικτικής φυσούν στον Δον Κιχότη! Ο σατιρικός δεν είναι εχθρικός επειδή είναι σχολαστικός, πυκνός, βαρύς αλλά επειδή είναι πολύ ζωντανός, δεν υποκρίνεται, δεν κρύβει την προσωπικότητά του, εκτίθεται και κινδυνεύει, είναι αθυρόστομος, πολύ συχνά αισχρά αισχρός, αυτοσχεδιάζει, είναι επίκαιρος, δεν κρύβει κάτω από το χαλί, τα φέρνει μπροστά. Είναι φιλικός και εχθρικός μαζί γιατί στηλιτεύει, λοιδορεί,  επιτίθεται κατά του ηλιθίου γενικευμένου πνεύματος, κατά της διαφθοράς, της αναλγησίας, της ξεδιαντροπιάς, της ξετσιπωσιάς. Μόνο ένας συνδυασμός ευφυΐας και αφοβίας μπορεί να τα κάνει όλα αυτά: ο Αριστοφάνης είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα!

Ο σατιρικός ποιητής είναι ενοχλητικός· σατιρικοί συγγραφείς δολοφονήθηκαν (Ζε σουί Σαρλί), ξυλοκοπήθηκαν, μπήκαν φυλακή, εξορίστηκαν, απειλήθηκαν, χλευάστηκαν, λοιδορήθηκαν, εξυβρίστηκαν. Να οι δύο επιλογές που έχει: ή να σταματήσει να γράφει σάτιρα (Οράτιος!) ή να βάλει πολύ νερό στο υδροχλωρικό οξύ, τόσο ώστε να κάνει γαργάρες με αυτό. Σε αυτή την περίπτωση, η καυστική φράση γίνεται ανούσια φλυαρία και σχοινοτενής καταγγελία. Στους Δέκα μικρούς Μήτσους το οικοδομικό υλικό του Λαζόπουλου είναι η φράση. Ο φίλος Θόδωρας Μπασιάκος παρατήρησε προ αμνημονεύτων ετών ότι ο πιο καυστικός, ο πιο βιτριολικός τυπάς ήταν ένας μεθύστακας αλλά ο Λαζόπουλος πολύ γρήγορα τον εξαφάνισε – ή αυτολογοκρινόμενος ή κατόπιν υποδείξεως. Σήμερα το οικοδομικό υλικό του Λαζόπουλου είναι τα μπάζα, τα άχρηστα μπάζα, υπάρχουν και πολύ χρήσιμα μπάζα. Εδώ και δεκαετίες όσο πιο πολύ νερό προσθέτει στο οξύ, τόσο πιο πολύ φουσκώνει ο λογαριασμός του στην Τράπεζα. Πόσο θα ήθελα να ξέρω πόσα εβρά έχει ο Νταλάρας και ο Λαζόπουλος! Πολλά εβρά! Κι αυτό χάριν της εξυπνακίστικης φλυαρίας, της αγωνιστικής γλοιώδους καταγγελίας, της σεξιστικής βάναυσης βωμολοχίας.

Ο κίνδυνος που διατρέχει κάθε σατιρικός συγγραφέας είναι να αφήσει την αρνητική κοινωνική κριτική κατά μέρος και να εστιάσει την προσοχή του σε αυτό από το οποίο πηγάζει η αρνητική κριτική – στη διάθεση και βελτίωση της κοινωνίας. Εάν τονίσει αυτό το σημείο, τότε η ηθικολογική κατρακύλα είναι αναπόφευκτη, αναπόφευκτος και ο διδακτισμός και ο πολιτικαντισμός, αναπόφευκτο και το νανουριστικό κήρυγμα.  Όλα αυτά δεν εκφράζονται με την τσουχτερή φράση μα με τον γλυκανάλατο καταγγελτικό λόγο.

ΣΥΡΙΖΑ και Λαζόπουλος, πιασμένοι χέρι χέρι, κυκλοφορούν στον πάτο της κατρακύλας και  βλέπουμε πολύ καθαρά τι κάνουν εκεί: γλείφουν τα ίδια αρχίδια και γαμάν τουν ίδγιου πούτσου. Εάν θέλετε να μάθετε πχιανού ίνι πούτσους, ρουτίστι τουν Κύριου Μπόμπουλα ή τουν Κύριου Βαρδινογιάννη.

Σχολιάστε ελεύθερα!