in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

‘προτιμώ να πεθάνω από πείνα στο δρόμο παρά να πάω να ζήσω σε χωριό’

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΜΕ το σημερινό σημείωμα συνεχίζω, μετά το τι θα κάνω αν πεθάνει η μάνα μου; μια σειρά σημειωμάτων διατύπωσης σκέψεων και σχολίων σε προτάσεις που έχω ακούσει, που ακούω, από φίλους και φίλες, συγγενείς, γνωστούς και αγνώστους. Την πολύ σοφή πρόταση του σημερινού τίτλου την άκουσα από την κόρη μου Χριστίνα Αμαρυλλίς, 35 Μαρτίων. Και λέω πολύ σοφή διότι τη λένε, κι ας μην την ακούμε, όλοι οι κάτοικοι των πόλεων, μικρών και μεγάλων, επαρχιακών και κοσμοπόλεων, όλου του πλανήτη, όλων των κοινωνιών, όλων των εποχών. Ο Χέρμαν Μπροχ, στο Βιργιλίου θάνατος, μας έχει χαρίσει απίστευτης ομορφιάς σελίδες επί αυτού του ζητήματος, όταν περιγράφει μια πολυπληθή και άθλια και βρόμικη ρωμαϊκή πόλη.

Η ρήση μας παρακινεί να εικάσουμε ότι αυτός που την εκστομίζει δεν θέλει (να πάει) να ζήσει σε χωριό – όταν λέω χωριό θα εννοώ την ύπαιθρο, τη φύση.  Θα δείξω σήμερα ότι αυτό το δεν θέλει είναι προσχηματικό – δεν μπορεί να ζήσει σε χωριό. Το αντικείμενο λοιπόν του σημερινού σημειώματος θα είναι αυτή η ανικανότητα, η οποία εμφανίζεται ως απροθυμία. Η δε επιθυμία που διατυπώνεται από πολλούς και πολλές, για φυγή από την πόλη είναι κάλπικη – ουδέποτε πραγματοποιείται. Μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι των πόλεων έχουν μια κλίση προς την αυτοεξαπάτηση, όπως οι οδηγοί των αυτοκινήτων προς την αυτοεκμετάλλευση, που ενώ εργάζονται χωρίς να πληρώνονται (οδηγούν), πληρώνουν κιόλας!

ΚΑΙ ενώ οι οδηγοί των αυτοκινήτων κινούνται, με τις ώρες, με μεγάλες ταχύτητες ακινητοποιημένοι, οι χρήστες των υπολογιστών ακινητοποιούνται κινούμενοι,με τις ώρες, πάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια του πλανήτη με ασύλληπτες ταχύτητες. Λέω ασύλληπτες διότι ξεπερνούν τα τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα την ώρα, που είναι η ταχύτητα του περπατήματος. Ο χρήστης του υπολογιστή δεν περπατά – εάν περπατήσει, θα περπατήσει πάνω στον διάδρομο του γυμναστηρίου. Το οποίο γυμναστήριο υποκαθιστά πλήρως την χειρωνακτική εργασία της υπαίθρου. Πόσες πιπεριές θα είχε σκαλίσει μια γυναίκα που αθλείται μέσα στο υποκατάστατο της φύσης!  Προτιμά όμως το γυμναστήριο παρά τον κήπο. Προτιμά να στάζουν ξένες σταγόνες από την οροφή του γυμναστηρίου πάνω στο κορμί της παρά οι δικές της πάνω στη μητέρα Γη. Δεν την παρεξηγώ ούτε την κατηγορώ, όχι, κατά κανένα τρόπο, σας ορκίζομαι στην κλειτορίδα της Παναγίας της Ελεούσας.

ΘΑ αντιληφθήκατε ήδη, φίλες και φίλοι, ότι θα εστιάσω την προσοχή μου σε δύο ζητήματα – δεν θα είναι ασφαλώς τα μόνα. Η πόλη δεν είναι φύση – άρα είναι ένταση, διαρκής εγρήγορση. Αυτά είναι τα δύο ζητήματα που θα με απασχολήσουν. Αφού πιω όμως πρώτα ένα καφεδάκι. Μην την πάθω σαν εκείνη την κοπέλα που έβαλε το ταμπόν στο φλιτζάνι του τσαγιού και το φακελάκι του τσαγιού στο μουνί της!

Η πόλη δεν είναι φύση. Είναι δημιούργημα της Τεχνικής, η πρωτογενής πράξη της οποίας ήταν το σπάσιμο του οστού του φονευθέντος θηράματος για να φαγωθεί το μεδούλι – Τεχνική σημαίνει αποτελεσματικότητα. Από το σπάσιμο του οστού φτάσαμε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Η Τεχνική είναι μια διαρκής τάση για αύξηση της αποτελεσματικότητας, το απώτατο σημείο της οποίας είναι η πλήρης και ολική ακινητοποίηση, εν κινήσει ή εν στάσει. Η πόλη λοιπόν, ως δημιούργημα της Τεχνικής,  είναι η πλήρης ακινητοποίηση εν κινήσει. Η χρήση των υπολογιστών το επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο. Η οποία ακινητοποίηση δεν είναι φύση. Και μιας και μιλάμε για τάση, ας δούμε και την παρακάτω: εάν η τάση είναι η συγκέντρωση όλου του πληθυσμού του πλανήτη στις πόλεις, θα έρθει μια μέρα που όλος ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ζει στις πόλεις, αφού τον τραβάνε όπως ο μαγνήτης τα ρινίσματα του σιδήρου, όπως τα σκατά τις μύγες. Και τότε θα επέλθει το τέλος, εν μέσω ερημοποιημένης υπαίθρου. Οι κάτοικοι των πόλεων θα προτιμήσουν να πεθάνουν από την πείνα  – όχι, δεν θα πεθάνουν από την πείνα, δεν είναι μαλάκες! Θα φάνε τους άλλους – βαδίζουμε ολοταχώς προς μια ανθρωπότητα ανθρωποφάγων, κινούμαστε (εν στάσει) προς την επιστροφή στην προανθρώπινη κατάσταση, η οποία ήταν αλληλοφαγική. Γίναμε άνθρωποι επειδή σταματήσαμε την αλληλοβορά. Όταν θα την ξαναρχίσουμε, θα γίνουμε προάνθρωποι, που θα έχουν όμως επίγνωση του θανάτου – ένας συνδυασμός αδιανόητος και τόσο μα τόσο οδυνηρός.

 ΚΑΙ ενώ η πόλη δεν είναι φύση, δεν υπάρχει καθαρός αέρας, καθαρό νερό, καθαρή τροφή, άρα η πόλη είναι συνώνυμη της ασθένειας, άρα η Τεχνική είναι τελικά συνώνυμη της ασθένειας, κάθε τι το φυσικό προκαλεί τρόμο και αποστροφή στους κατοίκους της πόλης. Βροχή, χιόνι, ζέστη, κρύο; Απαπαπά! Αιρκοντίσιον, 22 βαθμούς όλο το χρόνο! Λάσπη, χώμα; Αηδία, σιχασιά! Περπάτημα; Συμφορά! Τεκνοποίηση; Θεός φυλάξοι! Μεγάλωμα παιδιών – Καταστροφή! Μαγείρεμα; Βάρος δυσβάστακτον! Οσμές του σώματος; Αποσμητικό μουνιού! Σχέσεις; – μαλάκας, μαλάκω είσαι!  (Η τελευταία ερωτοαπάντηση συνοψίζει όλον τον Ίψεν – έτσι δεν είναι;). Χειρωνακτική εργασία; Βαρβαρότητα!  Η ελάχιστη δυνατή: το κούνημα ολίγων δακτύλων επί δωδεκάωρο και δεκατετράωρο πάνω στο πληκτρολόγιο – ο χρήστης του υπολογιστή είναι η σύγχρονη μορφή του προλετάριου του 19ου αιώνα, της βιομηχανικής επανάστασης, όπως άλλωστε και ο οδηγός του αυτοκινήτου, μόνο που δεν το αισθάνονται, δεν το αντιλαμβάνονται, δεν το συνειδητοποιούν, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Και νομίζουν ότι έχουν πιάσει τον Πάπα από τα αρχίδια!

ΚΑΙ εφόσον η πόλη δεν είναι φύση και οι κάτοικοι απεχθάνονται κάθε τι το φυσικό, είναι σαφές ότι έχουν απομακρυνθεί από τους ρυθμούς της φύσης. Εάν ζούσαν στη φύση από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου δεν θα εργάζονταν – τώρα όμως εργάζονται, δουλεύουν. Το καλοκαίρι στις δώδεκα το πολύ θα αναζητούσαν ισκιανό (ίσκιο) και παγωμένο τσιπουράκι ή δροσερή μπίρα. Όχι, προτιμούν δωδεκάμηνη απασχόληση ή δωδεκάμηνη απραξία!  Η σύγχρονη Τεχνική είναι συσσωρευμένη αποτελεσματικότητα και αποτελεσματικότητα σημαίνει ένταση, σημαίνει διαρκή εγρήγορση. Μέσα στο περιβάλλον της Τεχνικής δεν μπορεί να υπάρξει τεμπελιά, αεργία, άραγμα, χουζούρι, αραλίκι – η ένταση έχει διαποτίσει όλη την ύπαρξη, μόνο που δεν γίνεται αντιληπτό. Η κατάσταση αυτή χαρίζει τον κάτοικο της πόλης μια ευφυΐα που δεν διαθέτει ο χωριάτης, μόνο που η ένταση, η διαρκής εγρήγορση είναι και η πηγή της δημιουργικής στειρότητας. Να γιατί δεν υπάρχει Τέχνη και Λογοτεχνία – και δεν πρόκειται να υπάρξει.Υπήρξε, υπήρχε κατά τη διάρκεια της συγκρότησης των πόλεων –  τώρα πια είναι πολύ αργά, όσο για το μέλλον, άστο καλύτερα. Ώστε έχει διαμορφωθεί ένας συνδυασμός ευφυΐας και στειρότητας ο οποίος είναι παντελώς άγονος, αν και συνδυασμός.

Ο συνδυασμός ευφυΐας και στειρότητας, προϊόν της έντασης και της διαρκούς εγρήγορσης, εξαναγκάζει τα θύματα των πόλεων να αποζητούν τις διακοπές, την ψυχαγωγία, τη διασκέδαση. Ολιγοήμερες προφανώς διακοπές. Διότι εάν θέλεις να τιμωρήσεις κάποιον κάτοικο της πόλης πολύ αυστηρά, ζήτησέ του να μείνει σε παραλία νησιού του Αιγαίου τέσσερις μήνες – με όλα τα έξοδα πληρωμένα! Εάν δεν αυτοκτονήσει, εγώ θα κόψω την πούτσα μου και θα τη φάω. Θα προτιμήσει να αυτοφυλακιστεί σε στενόχωρο διαμέρισμα του δέκατου ορόφου – ένας νοτιοκορεάτης πέθανε από τρίμηνη ασιτία μπροστά στον υπολογιστή του. Ένα άλλο ζευγάρι δημιούργησε ένα εικονικό μωρό και το φρόντιζε και ξέχασε το ζωντανό μωρό, αυτό όμως δεν ξέχασε να πεθάνει!  Αυτός που πάει διακοπές, που διασκεδάζει, που ψυχαγωγείται δεν γίνεται να μην κουβαλάει την πόλη μαζί του ή το σπίτι του ή τον υπολογιστή του – αόρατα καλώδια τον συνδέουν. Πέρα από το οικείο περιβάλλον του νιώθει τόση αμηχανία που μοιάζει με νεκρός.

ΚΙ άλλα πολλά έχω σκεφτεί κι έχω να γράψω αλλά θα σταματήσω, κουράστηκα, το δίωρο είναι το όριο για μένα. Αύριο το πρωί θα γράψω άλλες σοφές μαλακίες.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. [η κόρη σου υφαντουργός Χριστίνα Αμαρυλλίς που ζει στο Μαρούσι]δεν υποπτευεται καν ποσο υπουλα κατευθυνομενες ειναι οι προθεσεις της συγχρονης πολεοδομιας αλλα μολις φαει τη λαμπα μαζι με το φυτιλι-που δεν της το ευχομαι-δεν θα ξερει πουθε να σαξει κατα παν’ ή κατα κατ’…επισης η πεινα στο μυαλο της ειναι συνωνυμο της διαιτας μαλλον,μεγαλη κουβεντα ειπε η επιστημονισα,εχουμε ακουσει κι αλλες κλπ κλπ

  2. Η προς εξέταση πρόταση, θα μπορούσε ανασκευασμένη να διατυπωθεί ως εξής : προτιμώ να πεθάνω από πείνα παρά να μην καθρεφτίζομαι…” Η ζωή στην πόλη με όλα τα συνεπακόλουθα τα οποία καλώς εντοπίζει ο συντάκτης Αθανάσιος, πρωταρχικά απαντάει πιο αξιόπιστα στην ναρκισσιστική φύση του ανθρώπου… γι’ αυτό και είναι τόσο δύσκολη μια “επιστροφή στη Φύση”…
    Η δε χωριάτικη ευφυΐα διαφέρει από την αστική ως προς τούτο: το άτομο έχει πολύ λιγότερες ευκαιρίες για να καθρεφτίζεται, αυτοθαυμάζεται, αυτοεπιβεβαιώνεται, σε πολύ λιγότερα αντι-κείμενα και πολύ πιο κοπιαστικά.

    Απομένει, κατά την ταπεινή μου άποψη, να σκεφτούμε μήπως, στις σημερινές συνθήκες το σάλπισμα για επιστροφή στη Φύση , εξυπηρετεί κι αυτό, πρωτίστως και μέσω άλλης οδού, την ίδια ακριβώς ανάγκη… και δευτερευόντως την επιβίωση…