in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους, θεωρία επανάστασης, κοινωνικός πόλεμος

γιατί δεν μπορέσαμε, γιατί δεν μπορούμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία; θα μπορέσουμε;

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΚΑΤΑ τη διάρκεια της μετάβασης από έναν τρόπο σκέψης (ιστορική Αριστερά) σε έναν άλλον, σε μια άλλη Αριστερά, θα εγερθούν πάρα πολλά καινοφανή ερωτήματα. Η διάρκεια της μετάβασης θα είναι μεγάλη λόγω της κοινωνικής αδράνειας – τουτέστιν: η αλλαγή ενός τρόπου σκέψης (ιδεών, αξιών, αντιλήψεων, πρακτικών, γνώσεων, ιδεολογιών) γίνεται πολύ πιο αργά από την αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ενώ έχουμε νέα δεδομένα, εμείς συνεχίζουμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε με αυτά του παρελθόντος. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα απολύτως για να αλλάξουμε αυτό το φαινόμενο – μόνο να το αντιληφθούμε, να το κατανοήσουμε, να το συνειδητοποιήσουμε. Ένα από τα πολλά ερωτήματα θα είναι κι αυτό του τίτλου του σημερινού σημειώματος, στο οποίο θα απαντήσουμε απλά, ευθέως και σαφώς.

ΠΡΙΝ  αρχίσω, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη παρέκβαση, να εξετάσω δύο επιχειρήματα κατά της παντοδυναμίας του Θεού, η οποία δεν είναι παρά η προβολή της επιθυμίας της παντοδυναμίας του επίγειου Κυρίου. Αυτό σημαίνει ότι ο σχετικά αδύναμος Κύριος και Θεός να γίνει πάλι σχετικά αδύναμος θα είναι. Το πρώτο: τα πάντα είναι τέλεια, δημιουργημένα από έναν τέλειο Θεό. Είναι τόσο τέλεια (θα διαφωνούσε σφόδρα ο Πλάτων), που ο Θεός δεν μπορεί να τα κάνει πιο τέλεια. Θα μου πείτε, μα αν κάτι είναι τέλειο, δεν μπορεί εγγενώς να γίνει πιο τέλειο!  Την απάντηση σε αυτή την ένσταση τη διατυπώνει το δεύτερο επιχείρημα:η ύπαρξη του Διαβόλου – ο οποίος δεν είναι άλλος από τους Υποτελείς Παραγωγούς. Ή εν γένει το Κακό, η ατέλεια! Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, πάλι στους Υποτελείς επιστρέφουμε!

Ο Διάβολος, ο συκοφάντης, θα δούμε τι και γιατί συκοφαντεί, προκαλεί τον Θεό κι αυτός είναι υποχρεωμένος να δεχτεί την πρόκληση! Δεν μπορεί να μην την δεχτεί – εάν δεν την δεχτεί θα αποδειχτεί ότι είναι δειλός, άρα δεν είναι παντοδύναμος. Την δέχεται αλλά είναι βέβαιος ότι θα νικήσει – και όντως πάντα νικά!  Τι γίνεται όμως μετά τη νίκη του Θεού; Έχουμε ένα ανώτερο επίπεδο τελειότητας – χάριν του Διαβόλου! Άρα, αύξησης της παντοδυναμίας. Ο Θεός δεν μπορεί από μόνος του να αυξήσει την τελειότητα, μόνο ο Διάβολος και η σύγκρουση μαζί του μπορεί να την αυξήσει!   Εάν τώρα στρέψουμε το βλέμμα μας στην κυριαρχική σχέση και στη σχέση  του καπιταλισμού-Θεού με  τον Διάβολο – Υποτελείς, θα δούμε ότι κάθε σύγκρουση μεταξύ Θεού και Διαβόλου έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ισχύος του Θεού, του Κυρίου, του καπιταλισμού. Η Θεολογία τα λέει αυτά – θα πρέπει να την παίρνουμε στα πολύ σοβαρά όταν ασχολούμαστε με την πολιτική, την έννοια της Κυριαρχίας, τον καπιταλισμό, τον κοινωνικό πόλεμο. Χωρίς την Θεολογία, τον λόγο περί της Ισχύος, τον λόγο περί της προβολής της επιθυμίας αύξησης της Ισχύος και της φαντασιακής της πραγματοποίησης, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε την Κυριαρχία γενικά ούτε την καπιταλιστική Κυριαρχία ειδικότερα. Ο φασίστας Καρλ Σμίτ (Πολιτική Θεολογία) το είχε αντιληφθεί ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αν και υπήρξαν κι άλλοι πιο μπροστά από αυτόν (Χομπς [Hobbes] , Μπουρκ [ Burke] και άλλοι).

ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ τρεις απαντήσεις στα δύο πρώτα ερωτήματα του τίτλου. Δεν μπορέσαμε, δεν μπορούμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία και την Κυριαρχία γενικά διότι: α) ο Κύριος καπιταλιστής είναι πιο ισχυρός, σε όλα τα επίπεδα και δη το πολεμικό, αν η καπιταλιστική Κυριαρχία καταλύεται με τα όπλα στα χέρια· β) δεν θέλουμε να την καταλύσουμε, άσχετα εάν δεν μπορούμε ή δεν θα μπορούμε· γ) δεν μπορούμε – όχι γιατί ο Κύριος είναι πιο ισχυρός αλλά γιατί εμείς είμαστε ανίκανοι, κατεστραμμένοι, ως παράγωγα της καπιταλιστικής Κυριαρχίας.

ΤΩΡΑ αρχίσουμε να κατανοούμε την πρώτη απάντηση, αν και το θέμα είχε αρχίσει να λήγει με την κατασκευή των αεροπλάνων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και είχε τελειώσει με την ρίψη των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι το 1945. Έχουν περάσει 70 χρόνια από το 1945 κι ακόμα υπάρχουν πολλοί και πολλές που θεωρούν ότι μπορούμε να νικήσουμε με τα όπλα τους καπιταλιστές, εφόσον βέβαια τους τα πάρουμε γιατί μόνοι μας δεν μπορούμε να τα κατασκευάσουμε. Αγνοούν ότι, ακόμα και κατά την μακραίωνη περίοδο της σχετικής οπλικής και στρατιωτικής ισορροπίας,  μία νίκη μας αντιστοιχούσε σε εκατό ήττες, τουλάχιστον. Μέσα στο επόμενα δέκα είκοσι χρόνια θα γίνει κοινός τόπος, κοινό κτήμα, common sense, η συνείδηση ότι δεν μπορούμε να νικήσουμε τον Κύριο καπιταλιστή με τα όπλα – εάν δεν έχει γίνει ήδη.

ΜΗΠΩΣ δεν θέλαμε και δεν θέλουμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία; Κατά τους πρώτους αιώνες της επέκτασης του καπιταλισμού, η αντίσταση ήταν μεγάλη και συλλογική. Η πλειονότητα δεν τον ήθελε τον καπιταλισμό. Όταν εξαναγκάστηκαν (ήττα) να απαχθούν και να φυλακιστούν στα κάτεργα των εργοστασίων, η πρώτη γενιά των αγροτών που έγιναν προλετάριοι δεν τον ήθελαν τον καπιταλισμό – ο οποίος αναγκάστηκε να προβεί σε μεταρρυθμίσεις για να αφομοιώσει την δυσθυμία και την άρνησή τους. Η δεύτερη γενιά είχε προσαρμοστεί και το μένος κατά του καπιταλισμού μετριάστηκε. Μέχρι που σχεδόν εξαφανίστηκε. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, ας πούμε μετά τη λήξη του Β΄ Πολέμου και την έναρξη της πιο μεγαλειώδους εποχής του καπιταλισμού (1945-1973) αυξάνει ο αριθμός αυτών που θέλει τον καπιταλισμό. Σήμερα, ο αριθμός αυτών  που θέλουν τον καπιταλισμό είναι πολύ μεγάλος – οι περισσότεροι τον θέλουν. Η βούληση αυτή θα γίνει πιο σαφής όταν σε λίγα χρόνια θα δούμε τις περισσότερες κυβερνήσεις της Ευρώπης να είναι ακροδεξιές κυβερνήσεις. Οι ακροδεξιοί και οι σοσιαλδημοκράτες και οι περισσότεροι αριστεροί θέλουν καπιταλισμό! Με την διαρκή κρίση και την επερχόμενη συρρίκνωση  του καπιταλισμού, με την επιδείνωση όλων των παγκόσμιων προβλημάτων, ο αριθμός αυτών που δεν (θα) θέλουν τον καπιταλισμό (θα) γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος.

ΜΠΟΡΕΙ να θέλαμε, να θέλουμε, αλλά δεν μπορέσαμε και δεν μπορούμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία. Δεν μπορέσαμε και δεν μπορούμε γιατί είμαστε εγγενώς ανίκανοι. Η Κυριαρχία γενικά και η καπιταλιστική ειδικότερα παράγουν υποκείμενα τα οποία είναι κατεστραμμένα, αναπηρωμένα – δεν μπορούν να συνεννοηθούν, να συνομιλήσουν, να συνεργαστούν, να συμβιώσουν, να δουν κάτι πέραν του υπάρχοντος, να σχηματίσουν μια γενική εικόνα της παγκόσμιας κοινωνικής κατάστασης, η δημιουργική τους φαντασία είναι ανύπαρκτη  –  κι όλα αυτά γιατί υπάρχει μια απόσταση μεταξύ των Υποτελών που την επιβάλλει και την αναπαραγάγει ο Κύριος, η οποία εμφανίζεται ως εγωισμός, ως κτητικός ατομικισμός, ως απομόνωση, ως αποβλάκωση. Οπότε το ερώτημα παίρνει την εξής μορφή: μπορούμε να αποκαταστήσουμε αυτή την καταστροφή   – και πως; Άλλοι απαντούν ότι δεν μπορούμε κι άλλοι πως μπορούμε. Συντάσσομαι με τους δεύτερους. Αγαπώ τους ανθρώπους και τους έχω εμπιστοσύνη, ό,τι κι αν έκαναν κι ό, τι κι αν κάνουν, ό,τι κι αν μου έκαναν, ό,τι κι αν μου κάνουν. Να διευκρινίσω μόνο ότι η διάρκεια αυτής της αποκατάστασης θα είναι πολύ μεγάλη, τόσο μεγάλη που αναρωτιέμαι αν θα προλάβουμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία πριν καταρρεύσει κάτω από το επαχθές και επονείδιστο και μη βιώσιμο βάρος των προβλημάτων της.

ΝΑ και το τελευταίο ερώτημα. Με τα όπλα δεν θα μπορέσουμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία. Είναι συντριπτικά περισσότεροι αυτοί που θέλουν τον καπιταλισμό αν και θα αυξάνει ο αριθμός αυτών που δεν (θα) τον θέλουν. Αυτοί που δεν τον θέλουν και δεν θα τον θέλουν είναι κατεστραμμένοι, ως παράγωγα της καπιταλιστικής Κυριαρχίας, αλλά υπάρχουν σήμερα και συνθήκες και προϋποθέσεις αυτή η καταστροφή να αποκατασταθεί και οι άνθρωποι να γίνουν ικανοί να συνεργάζονται και να συμβιώνουν – μόνο που η διαδικασία αυτή θα είναι πολύ βραδεία.

ΚΑΤΑΛΗΓΩ λοιπόν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 21ο αιώνα δεν θα μπορέσουμε να καταλύσουμε την καπιταλιστική Κυριαρχία. Άρα ούτε κατά τις δυο τρεις δεκαετίες, κατά τις οποίες μπορεί να είμαι ζωντανός ακόμα. Εάν προλάβουμε, μπορεί να μπορέσουμε κατά τον 22ο αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μας αφορά σήμερα. Απλά σκεφτόμαστε και εικάζουμε. Μία μόνο λύση απομένει: να ζήσουμε σήμερα κομμουνιστικά, όπως και όσο μπορούμε – δεν θα ζήσουμε με τα βουνά, είναι πολύ σύντομη η ζωή. Το θέμα δεν είναι να έχεις πάντα καλό χαρτί, αλλά να παίξεις καλά το κακό χαρτί που έχεις ήδη στα χέρια:

ΕΧΟΥΜΕ πει στα παιδιά μας ότι η αρρώστια τους μας προσθέτει πολλή εργασία στην ήδη πολλή υπάρχουσα και να φροντίσουν  να περνάνε όσο γίνεται καλύτερα όταν αρρωσταίνουν: ξάπλα, ησυχία, ξεκούραση, διάβασμα, μουσική, καμιά καλή ταινία. Όχι γκρίνια, όχι κλάψες, όχι φόβο, όχι διαμαρτυρία – ειδάλλως καμιά απολύτως φροντίδα! Να σηκωθείς μόνος σου, μόνη σου να φτιάξεις φιδέ, καθαρματάκια της κοινωνίας!

ΟΙ βροχές σταμάτησαν, ανεβαίνω σήμερα στο βουνό να κόψω ξύλα!  Θα είμαι μόνος, θα ζήσω μόνος την ομορφιά του δάσους και του βουνού, θα κουραστώ πολύ, αλλά δεν με πειράζει. Μπορεί του χρόνου τον Μάρτη (1-10) να έχω παρέα, μπορεί μέχρι τότε η καταστροφή του Υποτελούς να έχει αποκατασταθεί, μερικώς έστω!   

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Νομίζω, ότι και οι 3 απαντήσεις είναι σωστές και δεν μπορώ να προσθέσω ή να αφαιρέσω τίποτα.
    Διαφωνώ με την θεολογική θεώρηση κυρίου και υποτελούς, καθώς είναι η διαδεδομένη του καθεστώτος των κυρίαρχων. Η πραγματική θεώρηση είναι η λύση που προτείνεις κι εσύ κι ακόμα πιο ριζοσπαστική: ακτημοσύνη, κοινοκτημοσύνη= έμπρακτη αγάπη και αυτοθυσία=γλέντι, αποκοτιά ενάντια στο θάνατο. Τέλος νομίζω ότι οι πιθανότητες να νικήσουμε είναι ελάχιστες και αν το καταφέρναμε θα οδηγούσαμε τους εαυτούς μας πάλι στο ίδιο σημείο, μόλις βγαίναμε από τη σπηλιά και μετριόμασταν πάνω από δέκα. Όπως κι αν ονομάζεται, το σύστημα που υπηρετούμε σαν υποτελείς του από την προιστορία ακόμα, δημιουργήθηκε για λόγους όχι μόνο οικονομικούς και εξουσιαστικούς αλλά και δημογραφικούς. Νομίζω λοιπόν ότι για την ατέλεια ευθύνεται ο Δημιουργός, Αυτός έφτιαξε κάτι ατελές, θνησιγενές και οδυνηρό, ίσως γιατί μόνο κάτι ατελές δημιουργεί χαρά και όχι ανία. Οι υποτελείς αντίθετα μάχονται με τις περιορισμένες δυνάμεις τους να οργανώσουν το χάος και να το κάνουν τέλειο. Και νομίζω ότι καλά τα έχουμε πάει ως τα τώρα.
    Μόλις Τον δούμε, να Του τα χώσουμε. ΟΚ;

  2. Προβλέψεις για τον 21ο αιώνα δε νιώθω ικανός να κάνω, Αθανάσιε. Δεν ξέρω αν θα έχουμε κατορθώσει να ξεφύγουμε (και σε ποιον βαθμό) από την κατάσταση της κυριαρχίας και της υποτέλειας, ούτε αν θα έχουμε κατορθώσει να ξεπεράσουμε (και σε ποιο βαθμό) τη σύμφυτη με αυτές ανθρωπολογική αναπηρία, την οποία περιγράφεις πολύ παραστατικά. Θα ήθελα όμως να σου θυμίσω τη δική σου διαπίστωση ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει μπει σε φάση συρρίκνωσης. Νομίζω ότι πρόκειται για σωστή διαπίστωση. Δεν ξέρω αν ο όρος “συρρίκνωση” είναι ακριβής, διότι κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια διαδικασία απο-εμπορευματοποίησης, που δε διαφαίνεται ως ορατή τάση, προς το παρόν τουλάχιστον. Με αυτή την έννοια, ίσως θα ήταν προτιμότερη η ορολογία του Βαλλερστάιν, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός εισήλθε σε φάση δομικής αστάθειας μάλλον, παρά συρρίκνωσης. Όσο για μένα, νομίζω ότι η καλύτερη περιγραφή θα ήταν να πούμε ότι γινόμαστε μάρτυρες της διαδικασίας αποδιάρθρωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά δεν είμαστε σε θέση να περιγράψουμε πώς θα μπορούσε να είναι ο κόσμος μετά τον καπιταλισμό.

    Μου φαίνεται πάντως ότι δύο είναι οι πιθανότερες εκβάσεις. Η πρώτη είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε “κομμουνισμό”, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να δώσουμε μια θετική περιγραφή. Μπορούμε ωστόσο να συμφωνήσουμε ότι θα πρόκειται για μια κατάσταση πραγμάτων όπου το ανθρώπινο είδος δε θα μοχθεί για να εξασφαλίσει τα προς το ζην και όπου θα χαιρόμαστε από κοινού την ομορφιά (και την οδύνη) της ζωής. Η δεύτερη έκβαση είναι αυτό που προσωπικά, μη έχοντας καλύτερη ονομασία, αποκαλώ “κομμουνισμό των τριών ορόφων” (ή “κομμουνισμό των αφεντικών”). Στο πλαίσιο ενός σχολίου δεν είναι δυνατόν να επεκταθώ περισσότερο, αλλά υπόσχομαι ότι σύντομα θα σου στείλω κάτι να το ανεβάσεις εδώ. Θεωρώ πάντως σχεδόν βέβαιο ότι, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, θα υπάρξει μια γενιά ανθρώπων που θα τους είναι ακατανόητη η φράση “Δεν έχω λεφτά να πάρω παπούτσια στα παιδιά μου”. Αυτό δε σημαίνει ντε και καλά ότι όλα τα παιδιά θα έχουν παπούτσια. Μόνο στην πρώτη από τις δύο εκβάσεις θα συμβαίνει αυτό. Στη δεύτερη έκβαση τα ξυπόλητα παιδιά μάλλον θα είναι περισσότερα από σήμερα. Το ακατανόητο της φράσης θα έγκειται στο ότι, για να πάρουν παπούτσια, κάποτε οι άνθρωποι χρειάζονταν λεφτά. (Ενδεχομένως να είναι ακατανόητο και το ότι, τον παλιό εκείνο τον καιρό, κάποιος έλεγε “το παιδί μου”…)

  3. Φιλίστωρ, θα χαρώ πολύ, είμαι βέβαιος ότι θα χαρούν και άλλοι, φίλες και φίλοι, να δημοσιεύσουμε και να διαβάσουμε το κείμενό σου. Αδημονώ.