ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
1996, είμαι τριάντα εφτά χρονών
Μετά από μερικές βδομάδες μελέτης των ραψωδιών Ι και Τ, λέξη προς λέξη, κώλον προς κώλον, στίχο προς στίχο, το τελευταίο εικοσιτετράωρο το πέρασα διαβάζοντας δυνατά μία την Ι, μία την Τ, μία την Ι, μία την Τ, ώσπου κάποτε πείνασα. Το γνωστό δρομολόγιο. Από τον Νέο Κόσμο μέχρι το Μοναστηράκι θα περνούσα από καμιά εικοσαριά τηλεφωνικούς θαλάμους. Εάν ήμουν τυχερός θα έβρισκα καμιά κάρτα που άξιζε. Βρήκα τέσσερις, οι δύο για πέταμα. Οι άλλες δύο άξιζαν δύο κουλούρια. Τα έσπασα στη μέση και τα έβαλα στη τσέπη του μπουφάν. Πάμε τώρα στην άλλη άκρη. Ναι, και πάλι τυχερός: αυγό πάπιας στον Εθνικό κήπο, φρεσκότατο.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το τηγάνι, προς το αυγό μάτι, σκεφτόμουν ότι μόνο αν με στήσουν στον τοίχο θα δεχτώ ότι ο συνθέτης της Ι, αυτού του συγκλονιστικού αρρωστουργήματος, κάποιος ιδιοφυής αριστοκράτης, που πρέπει να έζησε λίγο πριν εμφανιστεί η τραγωδία, είναι αυτός που συνέθεσε το μπάζο που λέγεται ραψωδία Τ.
Λάδι δεν είχα, είχε μείνει όμως μια κουταλιά βιτάμ, Νέο. Τo αυγό μάτι είναι πιο νόστιμο με βιτάμ.
ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
1994, είμαι τριάντα πέντε χρονών
Με παίρνει τηλέφωνο η Ντόρι από το Βερολίνο και μου λέει, δεν είμαι καλά. Έρχομαι, της λέω. Μέσα σε δυο ώρες σπρώχνω πενήντα γραμμάρια κοκό, πρώτο χέρι, άκοφτη, και διακόσια πενήντα σοκολάτα, μαροκάνικο, βγάζω τριακόσια καφετιά, τριακόσιες χήνες (300.000 δραχμές) και την κάνω. Πάτρα, Αγκόνα, Μόναχο, Βερολίνο. Της τα δίνω όλα, κρατάω την επιστροφή, κάθομαι καμιά βδομάδα, πάμε σε ρώσικο εστιατόριο, φωτοτυπώ μια πολύ καλή εισαγωγή στη σουμερική γλώσσα, γνωρίζω την Ελπίδα, είκοσι δύο χρονών, με ακούει έκπληκτη να της λέω ότι πιο πολλές ώρες έχω κάνει γλειφομούνι παρά έχω δουλέψει, το επιβεβαιώνει, με παρατάει τρομοκρατημένη, και φεύγω. Ένα κιλό ψωμί και ένα μπουκάλι νερό για το ταξίδι της επιστροφής. Το ψωμί το έφαγα τις πρώτες πέντε ώρες.
Και μετά από τρεις μέρες φτάνω στην Αθήνα, κοντά στα Εξάρχεια, στου Αντώνη και της Ειρήνης. Μου έβγαλε η Ειρήνη κεφτεδάκια τηγανητά και ντοματοσαλάτα και μπίρα παγωμένη. Κι άρχισα να γελώ από τη χαρά μου και γελούσα και γελούσα, χόρταινα με αυτό που έβλεπα, χόρταινα και με το γέλιο.
Μπόρεσα και έφαγα μετά από πολλές ώρες.
Άπαιχτος !