in μαρτυρίες

ιστορίες πείνας (3)

 

ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ

Νέος Κόσμος, 1996, είμαι τριάντα εφτά

Κυριακή, έβρεχε, σκοτεινιά. Τράβηξα το συρτάρι του τραπεζιού να πάρω το μπρίκι, να πιω το πρωινό μου τσάι, πευκοβελόνες με φλούδα μανταρινιού, και πως μου ήρθε, σήκωσα το πλαστικό και βρήκα από κάτω ένα ξεθωριασμένο, ποιος ξέρει πόσα χρόνια ξεχασμένο, φακελάκι νες καφέ. Πιο ευτυχεσμένος άνθρωπος πάνω στον πλανήτη δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή. Ζεσταίνω στα γρήγορα νερό, χτυπάω στα γρήγορα τον καφέ και τη ζάχαρη, είχα, ωραία είπα, θα διαβάσω. Ουδέποτε υπήρξε τόσο ταχεία μετάβαση από την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη δυστυχία: ο καφές λύσσα αλμυρός. Φτιάχνω το τσάι, καίγεται η λάμπα, δεν μπορώ να διαβάσω.
Φοράω το συγγραφικό μου κουστούμι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, μαύρο σακάκι, και φεύγω. Κάπου στη Σόλωνος, έξω από έναν φούρνο, μου απλώνει το χέρι ένας ζητιάνος. Μετράω πάνω στην παλάμη του 850 δραχμές, αρκετά σουβλάκια, αρκετά μπιρόνια. Μου περνάει από το μυαλό να τ΄αρπάξω και να φύγω, να πάω να φάω, συγκρατιέμαι την ώρα που ο ζητιάνος σιγομουρμουρίζει βρισιές για την σκληρότητα ενός πλούσιου μαλάκα. Δεν ξέρω τι ώρα έφτασα στο σπίτι, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιμηθώ. Αύριο βράδυ θα πάρω τηλέφωνο τον Θόδωρα να πάω να φάω, με τα πόδια, πλατεία Παπαδιαμάντη. Όσο θα περπατάω θα υπενθυμίζω στον εαυτό μου ξανά και ξανά: δεν είσαι διάσημος συγγραφέας, δεν σε ξέρει κανένας, δεν είσαι διάσημος συγγραφέας, δεν σε ξέρει κανένας. Με ένα ΄παλιομαλάκα!΄ με πήρε γλυκά γλυκά ο ύπνος.

Σχολιάστε ελεύθερα!