ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΕΙΝΑΣ
1979, καλοκαίρι, είμαι είκοσι χρονών
Μετά από δέκα τρεις μέρες περπατήματος στα νότια παράλια της Κρήτης, ξεκινώντας από τη Χώρα Σφακίων, αφού έχασα το καραβάκι για Γαύδο, έφτασα μεσημέρι, ντάλα ο ήλιος, σε έναν μικρό οικισμό κάπου μεταξύ Ιεράπετρας και Σητείας. Πεινούσα πολύ. Πάω στη μικρή πλατεία, ανοιχτό ένα καφενείο, κάθονται έξω κάτω από ένα κιόσκι τρεις κρητικοί μουστακαλήδες στα μαύρα, μεγαλύτεροι από μένα, τριαντάρηδες. Τους κοιτάζω στα μάτια και τους λέω: πεινάω.
Κάθισε, μου λένε. Κάθομαι. Πεινάς, ε; Ναι, τους λέω, πεινάω πολύ. Κοιτάζονται μεταξύ τους κι ένας μου λέει: φάε, δείχνοντάς με ένα μικρό πιατάκι του καφέ με μύγες. Σκότωναν μύγες. Κοιταζόμαστε στα μάτια όπως οι πιστολέρος στα καμπόικα έργα πριν τραβήξουν τα περίστροφα. Παίρνω το πιατάκι, αδειάζω τις μύγες στην αριστερή μου χούφτα, τις βάζω στο στόμα, τις μασάω επιδεικτικά, τις καταπίνω, ανοίγω το στόμα να δουν τι έχει μέσα και τους ρωτάω, έχει άλλες;
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ένας από αυτούς φώναξε τον καφετζή.
Ήπια ρακή με ντάκο ποτισμένο με λάδι, ψωμί ζυμωτό, έφαγα δύο πιάτα σουπιές με ελιές, ήπια άσπρο κρασί, γραβιέρα με μέλι για επιδόρπιο.
1986, χειμώνας, είμαι είκοσι εφτά χρονών.
Ναύπλιο, περιμένουμε να κλείσουν συμφωνία οι πορτοκαλάδες αγρότες με τους εμπόρους. Πέρασαν δέκα μέρες, τίποτα. Δεν υπάρχει σάλιο. Πηγαίναμε στα σφαγεία και παίρναμε χοιρινά εντόσθια και τρώγαμε, τα πετάνε – από τους γύφτους τη μάθαμε την άκρη. Και πορτοκάλια: χέζαμε μαρμελάδα πορτοκάλι, κατουρούσαμε πορτοκαλάδα. Μια μέρα βρίσκω ένα κατοστάρικο στο δρόμο. Μπροστά μου ένα ξενοδοχείο, Μέγας Αλέξανδρος. Στο ισόγειο εστιατόριο. Μπαίνω μέσα, άδειο το μαγαζί, το διασχίζω με το χέρι απλωμένο κρατώντας και δείχνοντας το κατοστάρικο. Δύο άντρες μέσα, γύρω στα εξήντα, με παχιά μουστάκια. Τους δείχνω το κατοστάρικο, τους κοιτάζω στα μάτια και τους λέω: θέλω να φάω. Κοιτάζονται μεταξύ τους, με κοιτάνε, κάτσε, μου λέει ο ένας, κι άφησε τα λεφτά πάνω στο τραπέζι.
Μου φέρνει μπόλικο ψωμί, μοσχάρι με κριθαράκι, μαρούλι σαλάτα, φέτα και λαδορίγανη, μισό κιλό ρετσίνα, ένα μήλο. Μόλις σηκώθηκα να φύγω, μου λέει ο εστιάτορας, πάρε το κατοστάρικο να πάρεις κάνα πακέτο τσιγάρα.
Σχολιάστε ελεύθερα!