in θεωρία κομμουνισμού

ο κομμουνισμός του καφενείου (του χωριού)

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

ΤΗΝ τριετία 1985-7 ήμουν περιπλανώμενος εργάτης γης. Δεν μπορείτε να φανταστείτε που έχω κοιμηθεί  αυτά τα τρία χρόνια. Είχα όμως μια μεγάλη αγάπη: τα εγκαταλελειμμένα χωριά! Τρεχούμενο νερό, στην πλατεία ή πολύ κοντά στο χωριό, φρούτα, χόρτα, μια φορά βρήκα κρασί, τρία βαρελάκια, μισά, άσπρο, ροζέ, κόκκινο (έφυγα όταν τελείωσε, εννοείται), μια άλλη φορά ένα πιθάρι πήλινο με λάδι, ταγγισμένο μεν, τρωγότανε δε, εκεί άραζα και ξεκουραζόμουν, διάβαζα, περπατούσα, ονειρευόμουν. Τα εγκαταλελειμμένα χωριά ήταν το καταφύγιό μου, τα εξοχικά μου.

ΤΟ επόμενο καταφύγιο, κατά σειρά προτίμησης, ήταν τα πολύ μικρά χωριά, τα χωριά που σε είκοσι, τριάντα χρόνια θα εγκαταλείπονταν –  άρα, τώρα έχουν εγκαταλειφθεί. Θα έχουν εγκαταλειφθεί διότι οι νεώτεροι κάτοικοι ήταν 65 χρονών. Στα χωριά αυτά υπήρχαν πολλά εγκαταλελειμμένα σπίτια αλλά δεν έμπαινα –  εάν ήταν καλοκαίρι, προτιμούσα να κοιμάμαι στην εκκλησία ή στο σχολείο. Εάν ήταν χειμώνας και ήμουν περαστικός, σταματούσα και πήγαινα στο καφενείο. Το καφενείο των μικρών χωριών ήταν, είναι και θα είναι ένας μεγάλος έρωτας, μια μεγάλη αγάπη.

ΤΑ  μεγάλα χωριά της δεκαετίας του ’80 έχουν γίνει τώρα μικρά χωριά και σε είκοσι, τριάντα χρόνια θα ερημώσουν κι αυτά. Το 1961 ζούσαν 1108 ψυχές στο χωριό που γεννήθηκα, Πετράδες Διδυμοτείχου· το 1997 ζούσαν καμιά τετρακοσαριά  –  σήμερα δεν ξεπερνούν τους 150, οι περισσότεροι γέροι και γριές. Σε δέκα χρόνια δεν θα είναι πάνω από πενήντα –  υπάρχουν εκατοντάδες χωριά με πολύ λιγότερους κατοίκους. Αυτό είναι το μέλλον των περισσότερων μικρών χωριών σήμερα: η ερήμωση, η εγκατάλειψη.

ΕΑΝ μπείτε σε ένα καφενείο μικρού χωριού, σήμερα, στις 9 το πρωί,  θα δείτε καμιά δεκαριά, εικοσαριά γέρους, καμιά φορά και νεότερους, να πίνουν καφεδάκι, να συζητάνε, να αφηγούνται και ν΄ ακούμε ιστορίες, να τσακώνονται, να λογοφέρνουν, να διαβάζουν καμιά παλιά εφημερίδα, να βλέπουν τηλεόραση, να παίζουν χαρτιά, τάβλι, κατά τις δώδεκα  χτυπάνε και το ουζάκι τους. Το μεσημέρι φεύγουν και επιστρέφουν το απόγευμα. Χήροι οι περισσότεροι –  οι γριές, χήρες και μη, σπίτι, συνήθως με παρέα. Το καφενείο είναι τόπος συνάντησης, είναι ένας κοινόχρηστος αλλά ιδιόκτητος κοινωνικός, πολυλειτουργικός χώρος. Θα δείτε κάμποσους γέρους να κοιμούνται, να τον παίρνουν για κάνα τεταρτάκι, μισή ωρίτσα. Εκτός από την παρέα, το καφενείο λύνει κι ένα μεγάλο πρόβλημα του χειμώνα: τη θέρμανση.

ΕΑΝ οι γέροι έμεναν στο σπίτι τους, θα έπρεπε να ανάψουν τη σόμπα και να κάψουν ξύλα. Φανταστείτε είκοσι γέρους, είκοσι σόμπες. Δεν είναι παράλογη καταστροφή φυσικού πλούτου;  Και βέβαια είναι! Κι όμως αντί να καίνε είκοσι σόμπες για να ζεσταθούν είκοσι γέροι, στο καφενείο ζεσταίνονται μόνο με μία σόμπα, με το ένα εικοστό των ξύλων να καίγεται! Το καφενείο είναι το  καθιστικό της νεκροζώντανης κοινότητας του μικρού χωριού, είναι ένας κομμουνιστικός χώρος, μια κομμουνιστικότητα. Η κοινοχρησία, ακόμα κι αν είναι ιδιοκτησία,  πάντα εμπλουτίζει τις κοινωνικές σχέσεις και πάντα αποτρέπει   την παράλογη κατασπατάληση φυσικών πόρων, συνεπώς και την καταστροφή της φύσης.

ΟΣΟ θα διευρύνεται η κοινοχρησία και η κοινοκτησία, και περιορίζεται η ιδιοχρησία και η ιδιοκτησία, τόσο πιο πολύ θα περιορίζεται η κατανάλωση, τόσο πιο δραστικά θα αποτρέπεται η αλόγιστη σπατάλη των φυσικών πόρων και η καταστροφή οικοσυστημάτων. Με άλλα λόγια:   η διεύρυνση του κομμουνισμού μπορεί να σταματήσει και να αποτρέψει τη κατασπατάληση των φυσικών πόρων και την καταστροφή της φύσης χωρίς να στερηθούμε την ικανοποίηση των βασικών μας αναγκών.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ κι άλλοι δύο τρόποι: πρώτον, να εξοντώσουμε την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού και, δεύτερον, να περιορίσουμε προσωπικά κι ατομικά την κατανάλωση. Με αυτούς όμως θα ασχοληθούμε, πρώτα η Ζωή, αύριο, μεθαύριο.

 

Σχολιάστε ελεύθερα!