φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
ΓΝΩΡΙΣΑ κάποτε, γύρω στο 1990, δύο ανθρώπους που πίστευαν πως δεν θα πεθάνουν. Στην παρατήρησή μου ότι μέχρι τώρα όλοι μας πεθαίνουμε, απάντησαν πως το ότι συνέβη αυτό στους άλλους δεν σημαίνει ότι θα συμβεί και σε μας. Πώς θα κριθεί ποιος κάνει λάθος; Το επιχείρημά τους έχει μια αξία: κοίταξε, δεν έχω πεθάνει ακόμα, είμαι ζωντανός και πιστεύω πως θα παραμείνω ζωντανός, πως δεν θα πεθάνω.
ΥΠΑΡΧΕΙ ένας κριτής, φίλες και φίλοι, αλάνθαστος, κι αυτός είναι ο χρόνος. Διότι ο μεν ένας πέθανε, κάηκε μέσα στην Πόρσε του, ο δε άλλος, εάν ζει, θα είναι τώρα πάνω από τα ογδόντα – εάν δεν τον έφαγαν ακόμα τα σκλίκια, όπως λένε στο χωριό μου, θα τον φάνε, να ‘ναι καλά να ζήσει όσα χρόνια θέλει, αν και ζούμε πάντα λιγότερο από ό,τι θέλουμε ή πιστεύουμε.
Η ακράδαντη πίστη αυτών των δύο ανθρώπων ότι δεν θα πεθάνουν με είχε συγκλονίσει, οι συνέπειες δε του κλονισμού μου ακόμα κατακλύζουν την ύπαρξή μου. Τί με είχε συγκλονίσει; Το πλήγμα που υπέστη το αυτονόητο. Για το αυτονόητο θα μιλήσω σήμερα, θα φέρω στο προσκήνιο κάποιες πλευρές του που πιθανόν να μην τις έχουμε σκεφτεί. Ποιος γυρίζει την πλάτη στο αυτονόητο, ποιος αδιαφορεί γι΄ αυτό, ποιος, πώς και γιατί το αρνείται; Πόσο αυτονόητο είναι το αυτονόητο; Μήπως το αυτονόητο είναι μια κοινωνική κατασκευή, μια κοινωνική σύμβαση που μας δεσμεύει; Η δέσμευση όμως δεν είναι ενοχλητική;
ΟΙ δύο άνθρωποι που πίστευαν ότι δεν θα πεθάνουν ήταν άνδρες και πλούσιοι. Η μη αποδοχή του αυτονόητου της θνησιμότητας θα έχει κάποια σχέση με το ότι ήταν πλούσιοι άνδρες, έτσι δεν είναι; Ναι, αλλά όλοι σχεδόν οι πλούσιοι άνδρες αποδέχονται αυτό το αυτονόητο – γιατί όμως αυτοί οι δύο να μην το αποδέχονται;
Η Ανωτάτη Σχολή Κακών Τεχνών είναι ένας δημόσιος χώρος, αν και ηλεκτρονικός. Την έστησα για να μπορώ να δημοσιεύω αυτά που γράφω διότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος· και ασφαλώς να συζητήσω. Και να γνωρίσω κι άλλους φίλους και φίλες – δεν μπορώ να ζήσω χωρίς φίλους:αν είμαι ζωντανός σήμερα, αν η οικογένειά μας αυτή τη στιγμή επιβιώνει το οφείλουμε στους φίλους και τις φίλες. Φιλία όμως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ομοφωνία ή συμφωνία. Εκτός από τη φιλία μου αρέσει και η σύγκρουση, η οποία για μένα είναι τέχνη, όπως και η φιλία. Με τη σύγκρουση ή ανεβάζεις το επίπεδο της φιλίας, της επικοινωνίας, της συζήτησης, της συνεργασίας ή χωρίζεις – είναι απλά τα πράγματα. Επειδή όμως μου αρέσει να σκέφτομαι, να θέτω ερωτήματα δηλαδή, να προσπαθώ να εισέρχομαι σε πεδία ανεξερεύνητα, αν και συχνά ανακαλύπτω ότι δεν είναι παρθένα εδάφη, επειδή μου αρέσει η υπερβολή (στην υπερβολή βρίσκεται η αλήθεια) και η πρόκληση, κι όλα αυτά σε δημόσιο χώρο, αναμενόμενο είναι να δέχομαι υποδείξεις, συμπληρώσεις, αντεπιχειρήματα, διαφωνίες κι όλα μου αρέσουν γιατί μου δίνουν δουλειά για το σπίτι, γίνονται έρευνες, με αναγκάζουν, με βοηθούν να σκεφτώ παραπέρα, να διευρύνουν τον πνευματικό, διανοητικό και ψυχικό μου ορίζοντα. Λόγια καλά, λόγια αναγνώρισης μου δυναμώνουν ό,τι μου έχει απομείνει σε αυτή τη ζωή – το κουράγιο και η χαρά. Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος! Δέχομαι όμως και κακεντρεχή σχόλια, τα οποία, συνειδητά ή ασυνείδητα, επιδιώκουν να πλήξουν και το κουράγιο και τη χαρά. Αλλά δεν μπορούν να τα καταφέρουν. Όσο πιο καλός είναι ένας άνθρωπος, τόσο πιο σκληρός είναι. Γιατί η μεγάλη του δασκάλα είναι η ζωή, που είναι σκληρή και σου μαθαίνει να είσαι κι από τη ζωή πιο σκληρός.
ΑΥΤΟ που μου δίνει χαρά και νόημα στη ζωή, τώρα, στα 57, είναι η φροντίδα των άλλων – των παιδιών, των γυναικών, των φίλων. Αυτοί είναι οι δάσκαλοί μου και θέλω να τους φροντίζω να είναι γεροί και χαρούμενοι για να μπορώ να μαθαίνω δίπλα τους. Ζω καθημερινά με δύο εξαίσιους δασκάλους: την Αποστολία, κλείνει τα δέκα, και τον Παύλο, έκλεισε τα δώδεκα. Τον Νοέμβριο, όταν άρχισαν οι πολλές βροχές και τα κρύα, φορούσαν νάιλον σακούλες στα πόδια τους, για να καλύψουν τα πάνινα καλοκαιρινά παπούτσια τους, να μη βραχούν. Μια μέρα τους υποσχέθηκα ότι μόλις μπορέσουμε θα τους πάρουμε παπούτσια· δεν πειράζει, ρε μπαμπά, αρκεί να μην βρέχονται οι κάλτσες μας. Έπρεπε να αυτοκτονήσει η γυναίκα του αδερφού μου για να φορέσει αδιάβροχα παπούτσια η Αποστολία, όσο για τον Παύλο, δε μασάει με τίποτα.
ΕΥΤΥΧΙΑ για μένα είναι η καλή παρέα. Η παρέα είναι ομάδα, μου αρέσει λοιπόν η ομάδα, η ομαδική ζωή – και η μοναχικότητα μου αρέσει, πάρα πολύ (διαβάζω, γράφω, περπατάω στο δάσος, εργάζομαι). Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον εννοούμε ότι είναι ομαδικό. Επί πολλές χιλιάδες χρόνια ζούσαμε σε μικρές ομάδες. Το νεολιθικό χωριό ήταν το αποτέλεσμα συνεργασίας τέτοιων ομάδων. Η πόλη είναι ένα σύμπαν ομάδων – ζούμε σε ομάδες, περνάμε από ομάδα σε ομάδα, αν και πολλές φορές δεν το αντιλαμβανόμαστε. Σήμερα, η βασική κοινωνική ομάδα είναι η πυρηνική οικογένεια, μια ιστορική κατασκευή – εμφανίστηκε μετά τον 12ο -13ο μ. Χ. αιώνα στη δυτική Ευρώπη. Το ζευγάρι δεν είναι οικογένεια, δεν είναι ομάδα – χρειάζονται τουλάχιστον τρεις για να υπάρξει ομάδα. Η οικογένεια είναι κόλαση και παράδεισος ταυτόχρονα αλλά είναι εφικτό να είναι περισσότερο παράδεισος παρά κόλαση, είναι εφικτό να γίνεται ολοένα και περισσότερο παράδεισος, ολοένα και λιγότερο κόλαση: εάν είναι ανοικτή, εάν δηλαδή διευρύνεται. Διότι, όμως μας είπε και ο Κάρολος Μαρξ, μόνο η ενεργητική καθημερινή αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον μπορεί να καλλιεργήσει τις δεξιότητες του εγκεφάλου και της ψυχής, η οποία κι αυτή είναι μια κατασκευή, μια συνάρθρωση κοινωνικών, διανοητικών, συναισθηματικών, ικανοτήτων, δυνατοτήτων και δεξιοτήτων.
ΠΟΛΛΟΙ και πολλές θεωρούν ότι η ομάδα μάς στερεί την ελευθερία. Ελευθερία για αυτούς και αυτές είναι να ζουν όσο πιο πολύ μπορούν μόνοι τους, για την πάρτη τους. Θα ήταν πάρα πολύ ελεύθεροι εάν ζούσαν σε μια σπηλιά στο βουνό. Δεν πάνε όμως να ζήσουν στο βουνό. Γιατί είναι βέβαιοι ότι σε λίγες μέρες ή θα φύγουν ή θα ψοφήσουν. Ενώ γι΄ αυτούς ελευθερία είναι η ανυπαρξία δεσμεύσεων και εξαρτήσεων, για μένα και πολλούς άλλους και άλλες η ελευθερία είναι εξάρτηση και δέσμευση. Όταν είμαι με φίλους και φίλους σε μια καλή παρέα είμαι ελεύθερος και νιώθω ασφαλής. Για τους πρώτους είναι αυτονόητο ότι η ελευθερία είναι απουσία εξαρτήσεων και δεσμεύσεων. Για τους δεύτερους είναι αυτονόητο ότι η ελευθερία είναι εξάρτηση, υποχρεώσεις και δεσμεύσεις. Θέλοντας να είναι ελεύθεροι και άνετοι, ακούνε τη λέξη οικογένεια ή ομάδα και τα κάνουν πάνω τους από το φόβο. Κι όλα αυτά, ανθρωπολογικά μιλώντας. Αν μιλήσουμε κοινωνικά και πολιτικά, θεωρώ ότι ελεύθερος είναι αυτός που γνωρίζει ότι είναι σκλάβος, υποτελής· κι αυτός που νομίζει ότι είναι ελεύθερος, είναι σκλάβος: η αλήθεια είναι μια στιγμή του ψεύδους, όπως έγραψε και ο Γκι Ντεμπόρ.
ΕΙΝΑΙ αναμενόμενο, σύμφωνα με όσα έχουμε πει, να εμφανίζεται ένα δίλημμα σε όλους μας και όλες μας σε κάποια ηλικία: να συνεχίσω μόνος ή να ζήσω σε μια ομάδα – που την δημιούργησα με άλλον, με άλλην ή σε κάποια που προϋπάρχει; Το δίλημμα αυτό το αντιμετωπίζουν οι άνδρες και οι γυναίκες που είναι μεταξύ τριάντα και σαρανταπέντε. Τους καταλαβαίνω και τους κατανοώ: ό,τι και να κάνεις θα το μετανιώσεις. Αλλά καλύτερα να μετανιώσω που έχω φίλους παρά να μετανιώσω που δεν έχω – όταν μετανιώνεις είναι ήδη πολύ αργά, πέρασε η ζωή, όνειρο είναι η ζωή.
ΘΑ ήθελα να πω κάτι ακόμα, πριν έλθω στο θέμα μου, στη σχέση μεταξύ αυτονόητου και ανταγωνισμού. Θέλω να σας πω κάτω από ποιες συνθήκες θα ήθελα να πεθάνω, πως δηλαδή σκέφτομαι τα γηρατειά, πως θα ήθελα να ζήσω όταν θα είμαι γέρος, μετά τα εξηνταπέντε δηλαδή, όταν πια δεν θα μου σηκώνεται και δεν θα γαμάω, σε οχτώ χρόνια! Τον πούτσο κλαίγανε – Παναγία μου γλυκιά που έμεινες έγκυος απ΄ τ΄ αφτιά! Θα ήθελα να ζω σε ένα μεγάλο κτήμα μαζί με άλλους 10, 15, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Σε μια οικοκοινότητα, όπου θα υπάρχουν δύο βασικοί κανόνες· ο πρώτος: έρχεσαι όποτε θέλεις, μένεις όσο θέλεις, φεύγεις όποτε θέλεις. Ο δεύτερος: όσο θα μένεις, θα πρέπει να συμμετέχεις στις εργασίες, δηλαδή σε μια τετράωρη το πολύ καθημερινή εργασία, με ένα τρίμηνο (χειμώνας) ξεκούρασης και άλλες μέρες χωρίς εργασία λόγω καιρού.
ΕΡΧΟΜΑΙ τώρα στο θέμα μου. Αυτονόητο είναι αυτό το οποίο δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να το αντιληφθείς, να το κατανοήσεις· δεν χρειάζεται να είσαι καθηγητής Πανεπιστημίου για να διαπιστώσεις ότι αύριο το πρωί ο ήλιος θα ανατείλει. Είναι αυτονόητο, ευνόητο, σαφές ότι ο ήλιος θα ανατείλει. Είναι αυτονόητο ότι μια μέρα θα πεθάνουμε. Είναι αυτονόητο ότι θα πεθάνουμε και δεν θα αναστηθούμε. Έρχεται όμως ο ευσεβής χριστιανός και μας λέει, όχι, μια μέρα θα αναστηθούμε. Θα μας αναστήσει ο Θεός, η επιστήμη δηλαδή. Εδώ το πλήγμα που υφίσταται το αυτονόητο του ανέφικτου της ανάστασης των νεκρών προέρχεται από την επιθυμία καθυπόταξης της φύσης, από την επιθυμία κυριάρχησης της φύσης, από τον απεριόριστο εγωισμό, από τον ανταγωνισμό με τη φύση και τους άλλους ανθρώπους. Οι δύο πλούσιοι άνδρες που πίστευαν ότι δεν θα πεθάνουν, το πίστευαν γιατί ήθελαν πολύ να μην πεθάνουν αλλά δεν μπορούσαν να αποδεχτούν τη θνητότητά τους, δεν μπορούσαν να δεχτούν τους κανόνες της φύσης και της ζωής, δεν μπορούσαν να βάλουν όρια στην επιθυμία τους και την ελευθερία τους, δεν μπορούσαν να εξαλείψουν τον ανταγωνισμό με τη φύση, δεν μπορούσαν να περιορίσουν τον εγωισμό τους, τον ατομικισμό τους.
ΧΤΕΣ συγκλονίστηκα πάλι από το πλήγμα που κατάφερε η elitsa σε ένα αυτονόητο, που δέχομαι εγώ αλλά και άλλοι και άλλες· ρωτάει: ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ??? Με κεφαλαία και τρία ερωτηματικά! Είναι σαφές ότι η ερώτηση είναι ρητορική, δηλαδή δέχεται ότι δεν υπάρχουν εμπορεύματα! Έγραψα προχτές ότι όπως παίρνουν 1000 εβρά το μήνα για τρία χρόνια ή για πέντε οι άνεργοι στη Γερμανία και στην Ολλανδία, να παίρνουμε κι εμείς οι άνεργοι στην Ελλάδα 1000 εβρά το μήνα, ή και λιγότερα (εγώ θα ήθελα 200, όχι 1000 – κι άλλα διακόσια η Τασούλα, είμαστε άρχοντες, μας φτάνουν και μας περισσεύουν, να αγοράσουμε και Μερσεντές σε πενήντα χρόνια!). Εάν δεν μπορούμε να τα πάρουμε με το εβρό και μπορούμε να τα πάρουμε με τη δραχμή, να φύγουμε από το εβρό – αυτή την Ευρώπη της ανισότητας να τη χέσω. Εάν δεν υπάρχει χρήμα γιατί φεύγει ή τραβιέται, να τυπώσουμε χρήμα, τόσο όσα εμπορεύματα υπάρχουν: υπάρχουν πολλά εμπορεύματα, άρα υπάρχει, μπορεί να υπάρξει και πολύ χρήμα. Η elitsa αναρωτιέται αν υπάρχουν εμπορεύματα, με τον τρόπο όμως που αναρωτιέται λέει ότι δεν υπάρχουν εμπορεύματα. Της έκανε μεγάλη εντύπωση, αρνητική ασφαλώς, ότι λεφτά υπάρχουν όσο υπάρχουν εμπορεύματα!! (με δύο θαυμαστικά).
Τί υπάρχει, φίλες και φίλοι, εάν δεν υπάρχουν εμπορεύματα; Υπάρχουν μόνο εμπορεύματα, τίποτα άλλο! Ακόμα κι αυτά που δεν είναι εμπορεύματα, ή είναι εμπορεύματα ή δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς άλλα εμπορεύματα. Σου κάνω δώρο ένα βιβλίο, σου το χαρίζω – είναι εμπόρευμα; Αφού σου το χαρίζω, δεν είναι εμπόρευμα. Εγώ όμως το αγόρασα, αγόρασα ένα εμπόρευμα να σου χαρίσω. Έρχεσαι στο σπίτι μου και σου χαρίζω μια τσάντα ντομάτες. Είναι εμπόρευμα; Όχι, δεν είναι. Για να παραχθούν όμως αυτές οι ντομάτες χρειάζονται κάποια εμπορεύματα. Πετρέλαιο για το τρακτέρ, ανταλλακτικά, σακουλάκια ή γλαστρούλες για να φυτέψω τα σπόρια, σκαλιστήρι για να σκαλίσω τις ντομάτες, σακούλα για να σου βάλω τις ντομάτες και άλλα πολλά.
Φαίνεται πως η elitsa δεν έχει πάει πρόσφατα σε σούπερ μάρκετ, δεν έχει πάει στην αγορά να δει που όλα τα καταστήματα είναι γεμάτα με εμπορεύματα και μόνο με εμπορεύματα. Και πολλά, πάρα πολλά! Θα μας πει κάποιος, μα δεν είναι ελληνικά! Και λοιπόν; Δεν υπάρχουν ελληνικά, γιατί τα ελληνικά εξάγονται – υπάρχουν αυτή τη στιγμή πάνω από 750 εξαγωγικές βιομηχανίες! Είμαστε μία από τις πλουσιότερες οικονομίες στον κόσμο, μέλος μιας οικονομικής συμμαχίας που είναι μία από τις τρεις πιο ισχυρές οικονομίες στον κόσμο (ΗΠΑ, Ιαπωνία). Κάθε χρόνο παράγεται τεράστιος πλούτος στην ελληνική κοινωνία ένα μέρος του οποίου εξάγεται. Ένα μέρος σταμάτησε να παράγεται γιατί το σταμάτησε το εβρό – δηλαδή η έκθεση στον ανηλεή διεθνή ανταγωνισμό μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Μεταφέρουμε ένα πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πλούτου (εφοπλιστές), εξάγουμε τροφή σε πάνω από 100 χώρες, το δε καλοκαίρι ταΐζουμε και 17 εκ. τουρίστες επιπλέον- ο τουρισμός είναι η πιο μεγάλη εξαγωγική βιομηχανία μας. Κάθε χρόνο παράγονται εμπορεύματα αξίας 150 δισ., πριν την εξαπόλυση της επίθεσης για να κλείσουν πολλοί μικρομεσομεγάλοι, πάνω από 200 δισ. Ξέρεις, καλή μου elitsa, αυτή τη στιγμή που γράφω, ποιο είναι το κατά κεφαλήν μηνιαίο εισόδημα παγκοσμίως; 500 εβρά – δηλαδή, σε μια τετραμελή, καλή ώρα τη δική μας, αντιστοιχεί μηνιαίως πλούτος αξίας 2.000 εβρών. Ο πλούτος που υπάρχει είναι τεράστιος!
Χρήμα υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχουν εμπορεύματα. Εάν μια κοινωνία δεν γνωρίζει το εμπόρευμα, δεν θα γνωρίζει και το χρήμα. Εάν ο άνθρωπος υπάρχει εδώ και 100.000 χρόνια, γνωρίζει το εμπόρευμα και το χρήμα μόνο τα τελευταία 2.500 χρόνια, μιλάω για τον δυτικό πολιτισμό, ενώ υπήρξε και μια μεγάλη περίοδος, στην ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, που τα εμπορεύματα και το χρήμα ήταν ελάχιστα. Για 97.000 χρόνια δεν γνώριζε ούτε το εμπόρευμα ούτε το χρήμα.
ΕΑΝ υπάρχουν δυο εμπορεύματα, ένα κιλό ντομάτες και ένα κιλοτάκι, μαύρο με δαντέλα, ψιλοδιαφανές, θα υπάρχει τόσο χρήμα όσο χρειάζεται για να πουληθούν και αγοραστούν αυτά τα εμπορεύματα. Εάν δεν υπάρχει, δεν θα πουληθούν/αγοραστούν! Εάν υπάρχει περισσότερο από ότι χρειάζεται ή δεν θα χρησιμοποιηθεί ή θα αυξηθούν οι τιμές. Το κιλοτάκι δεν θα κάνει 5 εβρά αλλά εκατό, κι αυτό δεν καμιά μα καμιά σημασία – το θέμα είναι να έχεις να αγοράσεις κιλοτάκι, όπως το περιέγραψα.
Τι να κάνουμε όμως όταν υπάρχει πλούτος και δεν υπάρχει χρήμα, αυτό που λέμε ρευστότητα. Μένουν απούλητα τα εμπορεύματα. Γιατί γίνεται αυτό; Θα το δούμε αύριο, ξυπνάνε τα παιδιά σε λίγο. Μέχρι τότε, δεν θα μείνεις όρθια με τη πλάτη γυρισμένη στη γωνία της σχολικής αίθουσας αλλά θα γράψεις εκατό φορές την πρώτη πρόταση του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ:
Der Reichtum der Cessellschaften, in welchen kapitalistische Produktionweise herrscht, erscheint al eine ‘ungeheure Warensammlung’, die einzelne Ware als seine Elementarform.
Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδης μορφή του.
Θα συνεχίσω αύριο.
Ε τι ?? Τι κάναμε ??
…Ξέρω άσ το.. ..
να πάω στην γωνία όρθια μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, με την πλάτη γυρισμένη στην τάξη….. ( τι ‘χες Γιάννη τι ΄χα πάντα… )
Δεν τσακώνομαι με δασκάλους ..αλλά την τιμωρία ΔΕΝ θα την γράψω.. 😛
Σου έγραψα απ την άλλη κάνοντας σου αίτημα για να δείς την απάντησή μου..
αμπελοφιλοσοφίας το ανάγνωσμα, προσχωμεεεεέν
”…το κιλοτάκι δεν θα κάνει 5 εβρά αλλά εκατό…”. Αλληλεγγύη στον agent provocateur Θανάση,που αγωνίζεται για το victoria’s secret!
Μην πτοείσαι Αθανάσιε. Η ειδοποιός διαφορά σου, που προκαλεί κάποια κακεντρεχή σχόλια, είναι η υπερβολή.
Η δημόσια έκθεση του εαυτού σου δίχως όρια. Μιλάς για τη ζωή και την ύπαρξη ευθέως. Δεν περνάς τα λόγια από κόσκινα.
Αυτό σε κάνει καλλιτέχνη, και όχι απλά αρθρογράφο!
Τώρα επί του παρόντος, θα έλεγα ότι εκτός από τη σχέση χρήματος – εμπορεύματος, που περιγράφει ο Μαρξ, υπάρχει και το άλλου είδους χρήμα, το λογιστικό.
Πατάει ο Ντράγκι στο κουμπιούτερ 100 δις, και ανακεφαλαιώνονται οι ελληνικές τράπεζες, χωρίς ποτέ κανείς να δει ίχνος από τα 100 δις, ή από τα εμπορεύματα στα οποία αντιστοιχούνε.
Δεν είμαι οικονομολόγος αλλά η φαντασία με την οποία οι τραπεζίτες – χρηματιστές διαχειρίζονται το χρήμα είναι απίστευτη. Ούτε ο μεγαλύτερος μάγος δεν θα το φανταζόταν… τι να κάνει και ο καημένος ο Μαρξ..!
Συμφωνώ με τον PapaChango και ως προς τις δυο παρατηρήσεις. Ο Αθανάσιος διδάσκει ήθος ζωντανού Λόγου και βιωμένης υψηλής θεωρίας. Αντίθετα λυπάμαι να βλέπω τόσα γερασμένα νεούδια να μην καταλαβαινουν. Αλλά θα καταλάβουν όταν μεγαλώσουν κι αυτά πως η γριά η κότα έχει το ζουμί-ελιξήριο της νεότητος..