φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Όταν θα φτάσουμε στη Θέκλα, μια από τις Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο (εκδ. Καστανιώτης, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, σελ. 158), θα δούμε μια πόλη να χτίζεται, όχι γιατί είναι νέα αλλά γιατί το χτίσιμο εκεί δεν τελειώνει ποτέ. Κι αν ρωτήσουμε γιατί το χτίσιμο συνεχίζεται τόσο πολύ καιρό, οι κάτοικοι θα μας απαντήσουν: για να μην αρχίσει η καταστροφή. Η έκπληξη θα μας παροτρύνει να ρωτήσουμε ακόμα: Τί έννοια έχει αυτό το συνεχές χτίσιμο; Ποιος είναι ο στόχος μιας υπό κατασκευής πόλης αν όχι η ίδια η πόλη; Ποιο είναι το πρόγραμμα που ακολουθείτε, ποιο είναι το σχέδιο; Οι κάτοικοι θα μας πουν ότι δεν μπορούν να διακόψουν την εργασία τους, θα μας απαντήσουν μόλις νυχτώσει.
‘ Η δουλειά σταματά το δειλινό. Η νύχτα κατεβαίνει πάνω από το εργοτάξιο. Είναι μια νύχτα γεμάτη αστέρια. Να το σχέδιό μας, λένε. ‘
Οι Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο είναι ένα σχόλιο πάνω στον αόρατο κομμουνισμό. Αόρατος δεν σημαίνει ανύπαρκτος, κατά κανένα τρόπο. Θα δούμε τον αόρατο κομμουνισμό των Αόρατων Πόλεων μόνο εάν τον ψάχνουμε, μόνο εάν διαβάζουμε προσεκτικά και ελεύθερα. Διότι όταν διαβάζουμε ψάχνουμε, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να διαβάσω κείμενα της παγκόσμιας γραμματείας, της ανθρωπολογίας, της εθνογραφίας, της λαογραφίας (αγροτικής και αστεακής), της δυτικής γραμματείας, κυρίως της λογοτεχνίας, ψάχνοντας να εντοπίσω σκέψεις και σχόλια και παρατηρήσεις και εικασίες σχετικά με τον αόρατο κομμουνισμό, τον κομμουνισμό του παρόντος. Είναι μια ανάγνωση που θα με απασχολήσει τα υπόλοιπα χρόνια, δεν είναι και πολλά, ανάγνωση που θα συνεχιστεί από άλλους και άλλες.
Κάθε αόρατη πόλη είναι ένα σχόλιο, μια παρατήρηση, είναι ένας υπαινιγμός για κάποια πτυχή του αόρατου υπαρκτού κομμουνισμού. Η Θέκλα μας λέει ότι το χτίσιμο μιας πόλης είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος· δεν πρόκειται όμως για την πόλη. Κάτι άλλο υπαινίσσεται ο Καλβίνο. Τι υπαινίσσεται, το αντιλαμβανόμαστε μόνο με μια δεύτερη ανάγνωση. Το επιβάλλουν οι τελευταίες δύο σελίδες (197-8). Όταν ξαναρχίσουμε την ανάγνωση του κειμένου και φτάσουμε και πάλι στη Θέκλα, θα αντιληφθούμε ότι το χωρίς τέλος χτίσιμο της πόλης είναι διαδικασία χωρίς τέλος που δεν αναφέρεται στην πόλη αλλά στον αόρατο υπαρκτό κομμουνισμό.
Οι Αόρατες Πόλεις είναι ένα λογοτεχνικό ράπισμα της ηγεμονικής ιστορικής Αριστεράς, της αντίληψης ότι το προλεταριάτο (με το κόμμα του, την Κεντρική του Επιτροπή, την Εκτελεστική Γραμματεία, το Πολιτικό Γραφείο), σώζοντας τον εαυτό του, αυτοκαταργούμενο, θα σώσει όλη την ανθρωπότητα με την επικράτηση ενός ιδεώδους, προτύπου, σχεδίου, οράματος, Ιδέας, αναγκαιότητας, νομοτέλειας που ονομάζεται κομμουνισμός. Το ερώτημα εάν και πόσους μπορούμε να σώσουμε είναι ένα ερώτημα που θα μας απασχολήσει τα προσεχή χρόνια, επανεξετάζοντας την δύο αιώνων παράδοση της ιστορικής Αριστεράς. Θα μας απασχολήσει όμως κι ένα άλλο ερώτημα, που οι Αόρατες Πόλεις το υπαινίσσονται: γιατί δεν τον βλέπουμε, γιατί δεν μπορούμε να δούμε, αν και τον ζούμε, τον κομμουνισμό του παρόντος, μέχρι πότε θα παραμένει αόρατος;
Το κλειδί κατανόησης των Αόρατων Πόλεων είναι οι δυο τελευταίες σελίδες. Στη τελευταία συζήτηση, ο Κουμπλάι, ο Μεγάλος Χαν, ρωτάει τον Μάρκο Πόλο να του πει σε ποιο μέλλον μας σπρώχνουν οι ούριοι άνεμοι. Ο Μεγάλος Χαν είναι η προσωποποίηση της Κυριαρχίας· ο Μάρκο Πόλο, του αόρατου υπαρκτού κομμουνισμού. Ο άτλαντας του Κουμπλάι περιλαμβάνει χάρτες των χωρών της Επαγγελίας, ‘ τις οποίες έχουμε επισκεφτεί με τη σκέψη αλλά κανείς ακόμα δεν ανακάλυψε ή ίδρυσε: η Νέα Ατλαντίδα, η Ουτοπία, η Πόλη του Ήλιου, η Ωκεάνα, η Τομοέ, η Αρμονία, το Νιου Λανάρκ, η Ικαρία’ – ο ουτοπικός κομμουνισμός. Η απάντηση του Μάρκο Πόλο είναι ένα συντομότατο σχόλιο πάνω στον υπαρκτό αόρατο κομμουνισμό και στην διεύρυνσή του (οι υπογραμμίσεις δικές μου):
‘ Για να λιμάνια αυτά δεν θα ήξερα να χαράξω τη ρότα πάνω στο χάρτη ούτε να ορίσω μια ημερομηνία προσέγγισής τους. Είναι φορές που μου είναι αρκετή μια αποσπασματική άποψη στη μέση ενός ασυνάρτητου τοπίου, κάποια φώτα που ξεχωρίζουν μέσα στην ομίχλη, ο διάλογος δύο περαστικών που συναντιούνται στο πηγαινέλα του δρόμου, για να σκεφτώ ότι ξεκινώντας από αυτά τα στοιχεία θα φτιάξω κομμάτι κομμάτι την τέλεια πόλη, μια πόλη φτιαγμένη από θραύσματα ανακατεμένα με όλα τα άλλα, από στιγμές χωρισμένες από διαλείμματα, από σινιάλα που κάποιος στέλνει χωρίς να ξέρει ποιος θα τα συλλέξει. Όταν σου λέω ότι η πόλη στην οποία τείνει να καταλήξει το ταξίδι μου είναι ασυνεχής στο χώρο και στο χρόνο, ότι άλλοτε είναι πιο αραιή κι άλλοτε πιο πυκνή, εσύ δεν πρέπει να πιστέψεις ότι μπορεί κανείς να σταματήσει να την αναζητεί. Ίσως ενώ εμείς μιλάμε να αναδύεται διάσπαρτα μέσα στα σύνορα της αυτοκρατορίας σου· μπορείς να την εντοπίσεις αλλά μόνο με τον τρόπο που σου είπα.’
Ο άτλαντας όμως του Κουμπλάι έχει και πόλεις που είναι κόλαση: η Ενώχ, η Βαβυλώνα, η Γιαχού, η Μπούτουα, η Μπρέιβ Νιου Γουόρντ. Ο Μεγάλος Χαν, η Κυριαρχία λέει:
‘ Όλα είναι μάταια, αν το τελευταίο αραξοβόλι δεν μπορεί παρά να είναι η πόλη της κόλασης, και αν είναι εκεί, στα βάθη της , σε μια όλο και πιο στενή σπείρα, που το ρεύμα της μας ρουφάει.’
Η Κυριαρχία είναι μια μειονική σπείρα που μας οδηγεί από το κακό στο χειρότερο, εννοώ από καταστροφή σε καταστροφή, από σπάνη σε σπάνη, από εξόντωση σε εξόντωση. Βρίσκω τα τελευταία λόγια του Μάρκο Πόλο συγκλονιστικά, επειδή είναι αποκαλυπτικά:
‘ Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που αφορά το μέλλον· αν υπάρχει μια κόλαση, είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δύο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να καταλήξουν να μην τη βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο.’
Αύριο το πρωί θα ασχοληθούμε με τα σχόλια του Ησιόδου των Έργων και Ημερών για τον κομμουνισμό. Τα παιδιά ξύπνησαν για να πάνε στη φυλακή τους. Τους βράζω από δύο αυγά, από τις κότες μας, ψωμί ζυμωτό με προζύμι και αλεύρι από σιτάρι και καλαμπόκι δικά μας, ψημένο στον ξυλόφουρνο με κλαριά κλαδέματος πεταμένα, μαρμελάδα ακτινίδιο από ακτινιδιά γείτονα.
Κακόμοιρα, φτωχά, πολύ φτωχά αρχοντόπουλα!
Σχολιάστε ελεύθερα!