φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Ο τίτλος του σημερινού σημειώματος είναι στίχος δημοτικού τραγουδιού (Ν. Πολίτου, Εκλογαί από Τραγούδια Ελληνικού Λαού, σελ. 33). Το ότι οι φτωχοί κάποτε γλεντούσαν μας το επιβεβαιώνουν όχι μόνο πολλές πηγές αλλά και προσωπικές εμπειρίες ανθρώπων που έζησαν φτώχεια με γλέντια. Όταν ήμουν παιδί, στη δεκαετία του εξήντα, τα καλοκαίρια, κάθε βράδυ, κάθε βράδυ μετά την ολοήμερη εργασία στα χωράφια, στη πλατεία του χωριού στηνόταν γλέντι με χορό και τραγούδια – ένας νέος έπαιζε γκάιντα και άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, κορίτσια κι αγόρια χόρευαν και χόρευαν και χόρευαν και τραγουδούσαν. Το 1961 στο χωριό μου ζούσαν 1109 ψυχές, σήμερα με το ζόρι είναι καμιά εκατοπενηνταριά. Το 1964 πήγα σχολείο· όταν σχολούσαμε, γέμιζαν οι δρόμοι με παιδιά και φωνές, ήμασταν 150!
Πρώτη φορά έφαγα σοκολάτα στα δέκα, πορτοκάλι στα δώδεκα. Τα πρώτα παπούτσια που φόρεσα ήταν τσαρουχάκια που είχε φτιάξει ο παππούς μου από γουρουνίσιο δέρμα, δεν θα με πιστέψετε, δεν πειράζει, σας συγχωρώ. Όλοι και όλες, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία από μένα, θυμούνται με νοσταλγία εκείνα τα χρόνια: κουραζόμασταν αλλά δεν είχαμε άγχος, λένε. Και, συμπληρώνω εγώ, επειδή δεν είχαν άγχος, γλεντούσαν. Υπήρχε πολύς μόχθος, χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία, αλλά δεν υπήρχε ρολόι, δεν υπήρχε αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου. Θέριζαν και μιλούσαν, έλεγαν ιστορίες, γελούσαν, τραγουδούσαν, φρόντιζαν τα παιδιά και το βράδυ γύριζαν στο χωριό και το έρριχναν στο χορό. Δυο φορές το χρόνο, φόρτωναν ρούχα και σεντόνια και παπλώματα στα κάρα και πήγαιναν στο ποτάμι να τα πλύνουν, όλοι μαζί, γυναίκες, ανύπαντρες κοπέλες, αγόρια και κορίτσια.
Και να θέλουμε να γυρίσουμε σε εκείνα τα χρόνια, να ζήσουμε δηλαδή όπως ζούσαν εκείνοι δεν μπορούμε και δεν θέλουμε. Υπάρχει όμως κάτι από αυτόν τον χαμένο κόσμο που θα μας φανεί χρήσιμο στο παρόν και το μέλλον; Εκείνο που με απασχολεί είναι το εξής: γιατί εκείνοι οι φτωχοί γλεντούσαν και σήμερα δεν γλεντούν; Είναι κατηφείς, δεν γελούν, δεν μιλούν, έχουν σκυμμένο το κεφάλι, νιώθουν ότι δυστυχοατυχούν, πέφτουν σε κατάθλιψη, αυτοκτονούν – γιατί; Τι χρειάζεται για να γίνει ένα γλέντι;
Το ζήτημα της φτώχειας και του γλεντιού, φίλες και φίλοι, είναι ζητήματα που θα μας απασχολήσουν πάρα πολύ στα χρόνια που έρχονται. Είναι δύο από τα πολλά – θα μας απασχολήσει η ταχύτητα και η βραδύτητα, η απόσταση και η εγγύτητα, η θνητότητα και η αθανασία, η μονογαμία και η πολυγαμία, η υποχρεωτική εκπαίδευση, η παθητικότητα και η ενεργητικότητα, η απουσία και η παρουσία· θα μας απασχολήσει η τροφή, το ταξίδι, το αυτοκίνητο, η χειρωνακτική εργασία, η ανατροφή των παιδιών – όλα μα όλα, κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής θα γίνει αντικείμενο στοχασμού και επανεξέτασης.
Το ερώτημα γιατί σήμερα οι φτωχοί δεν γλεντούν είναι ένα ερώτημα κομβικής σημασίας, είναι το σημείο επαφής και συνάντησης και τομής της έννοιας της φτώχειας και της έννοιας του γλεντιού. Είναι δυνατόν η φτώχεια να είναι απελευθερωτική, να μην εκλαμβάνεται και να μην βιώνεται ως δυστυχοατυχία, ως κατάρα, ως συμφορά; Η φτώχεια είναι ταυτόσημη με την παντελή έλλειψη των αναγκαίων για την επιβίωση και τη ζωή υλικών μέσων; Σήμερα, εάν δεν έχεις αυτοκίνητο, θεωρείσαι φτωχός – άρα δυστυχοατυχής! Μήπως όμως σήμερα η κατοχή και η χρήση αυτοκινήτου είναι ενδείξεις φτώχειας; Μήπως φτωχός είναι αυτός που έχει αυτοκίνητο κι όχι αυτός που δεν έχει;
Εφόσον κάποτε οι φτωχοί γλεντούσαν, δεν μπορεί να πεινούσαν και να γλεντούσαν! Και να φάνε είχαν και να πιούνε είχαν! Πότε σταμάτησαν να γλεντούν; Μήπως όταν σταμάτησαν να έχουν να φάνε και να πιουν; Πώς συνέβη αυτό;
Συνέβη με τον καπιταλισμό. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποδιάρθρωσε τη φτώχεια του γλεντιού και γενίκευσε την καπιταλιστική φτώχεια. Δεν μπορεί να υπάρξει φτώχεια του γλεντιού χωρίς συνεργασία και αλληλεγγύη, χωρίς τον κομμουνισμό της καθημερινότητας, χωρίς τον εμμενή κομμουνισμό. Ο καπιταλισμός εξάλειψε τους κοινωνικούς δεσμούς, μετέτρεψε τους Υποτελείς σε μεμονωμένους και ανταγωνιζόμενους προλετάριους, σε παθητικούς καταναλωτές, μετέτρεψε τη ζωή σε επιβίωση εν μέσω τεράστιου πλούτου.Η καπιταλιστική φτώχεια είναι κοινωνική, πνευματική και ψυχική ένδεια – σήμερα γίνεται και υλική.
Η κομβική συνέπεια του καπιταλισμού είναι η γενίκευση της καπιταλιστικής φτώχειας. Σκέφτομαι και γράφω: είναι δυνατόν να αρθεί η καπιταλιστική φτώχεια; Είναι δυνατόν η επιβίωση να γίνει ζωή; Κι αν είναι δυνατόν να αρθεί η καπιταλιστική φτώχεια, ποιες θα είναι οι συνέπειες της;
Ναι, είναι δυνατόν, φίλες και φίλοι! Ο μόνος τρόπος εξάλειψης της καπιταλιστικής φτώχειας είναι ο πλούτος των κοινωνικών σχέσεων, είναι η συνεργασία και η αλληλεγγύη. Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να γίνει ζωή η επιβίωση. Αυτό το δίλημμα αντιμετωπίζουμε όλοι και όλες, μπροστά σε αυτό το σταυροδρόμι βρισκόμαστε. Ο κόσμος μας καταρρέει και εμείς δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε, δεν έχουμε τι να βάλουμε στη θέση του κόσμου που καταρρέει! Εμμένουμε στον τρόπο σκέψης και ζωής που γνωρίζουμε περιμένοντας κάτι καλύτερο αλλά πάντα κάτι χειρότερο προκύπτει.
Ή θα πεθάνουμε ή θα αλλάξουμε – τρίτος δρόμος δεν υπάρχει.
Εύστοχο και πολύ σωστό βρίσκω τις διαπιστώσεις αλλά και τις προτάσεις του κειμένου.
Να προσθέσω μια ακόμα πρόταση. Πετάξτε τον δέκτη των παράνομων ολιγαρχικών μηνυμάτων από το παράθυρο και υιοθετήστε εναλλακτικά μέσα καταγραφής αμοιβαίων υποχρεώσεων της οικονομικής σφαίρας της ζωής μας.
Και επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός της τρομακτικής τεχνολογικής υστέρυσης ενός λαού.
Οι ανθρώπινες σχέσεις και η αλληλεγγύη δεν αρκούν για αυτό που λες ‘επιβίωση’ για να μπορείς να συντηρείς το ποιό απλό όπως νυχτερινό φωτισμο σε ένα χωριο και ποιό προχωρημένα υπολογιστικά συστήματα, μέσα μεταφοράς , ζητήματα ενέργειας κτλ.
Συνεπώς στην εξίσωση της λύσης πρέπει αγαπητε φιλε να εισάγεις και ένα στοιχείο κουλτούρας που θα είναι φιλικό προς την τεχνολογία και τις επιστήμες (εξαγνισμένα από στοιχεία επιβολής στη φύση βεβαίως).
Οπότε χρειαζόμαστε ASAP εξάπλωση κουλτούρας αλληλεγγύης (οχι ελεημοσύνης) με γερή δόση τεχνοκουλτούρας.
Συμφωνόντας με τον greekjammer στην πρόσθεσή του, επιβεβαιώνω αν και μικρότερος την αφήγηση του Αθανάσιου. Καιρός είναι όμως να περάσουμε στην πράξη για την επιστροφή μας στο μελλοντοπαρελθόν ή παρελθοντομέλλον που μας αξίζει και να το κάνουμε παρον. Πρώτη πράξη είναι να περάσουμε στην πράξη..
Μάλλον είσαι κοντά με τη μάνα μου, μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες της και μου κάνει τεράστια εντύπωση πόσο άλλαξε η ελληνική κοινωνία σε μια γενιά.
Σήμερα όμως ατομισμός κ κατάθλιψη (με αυτή τη σειρά). Κ δεν βλέπω βελτίωση 5 χρόνια τώρα.
Μας μαζέψανε στις πόλεις, μας φλομώσανε στο χρήμα (δανεικό, αυτό που χρωστάμε τώρα) κ στον ατομισμό (η μιμητική τελικά είναι η πιο σπουδαία τέχνη) εξαφανίστηκαν όλες οι παραδόσεις και οι συνήθειες (γλέντια αλλά και κάθε είδους μάζωξη) και τώρα μας τραβήξανε το χαλί κάτω από τα πόδια κ εμείς ακόμα κλαίμε τον πεθαμένο – ο καθένας μόνος του φυσικά ή άντε σε κανα μπαρ, με τσιπουράκι πλέον αντί για ουίσκι, κάτι είναι και αυτό.
Τελειο !