in αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

η διαφήμιση ως αφήγηση: η τιμή της εμπειρίας έπεσε

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

Εάν ορίσουμε την κοινωνία ως το πλέγμα των σχέσεων του ανθρώπου με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τη φύση, ορισμός καθ’  όλα μαρξιστικός, τότε οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εμφανίζονται ως ανταλλαγή, ως απόδοση και ανταπόδοση βίας, δώρου και εμπειριών. Προτάσσω την ανταλλαγή βίας και ακολούθως του δώρου διότι ο περιορισμός κατ΄ αρχάς της ανταλλαγής βίας και η πύκνωση της ανταλλαγής δώρου μας έκανε ανθρώπους –  η ανταλλαγή εμπειριών έπεται. Σε κάθε ανταλλαγή αντιστοιχεί ένα φάσμα τελετουργιών, ένα φάσμα χειρονομιών, μιμητικών πράξεων, οι οποίες αναπαριστάνουν τις αντίστοιχες αποδόσεις και ανταποδόσεις. Ο μύθος, απόπειρα ερμηνείας των τελετουργιών, εμπλούτισε με περιεχόμενο τις ανταλλαγές –   εμφανίζεται άρα μετά τις τελετουργίες.

Η ανταλλαγή της βίας, άλλοτε υλική και άλλοτε συμβολική,   εμφανίζεται ανθρωπολογικά και ιστορικά με ποικίλες μορφές ως διεκδίκηση, σύγκρουση, τσακωμός, πόλεμος, αθλητισμός. Η ανταλλαγή του δώρου επισημάνθηκε από τον Μαρσέλ Μός, στο σχετικό με το δώρο βιβλίο του, επισήμανση που βοήθησε τους ιστορικούς να προσεγγίσουν κοινωνίες και κοινωνικούς θεσμούς και πρακτικές από μια νέα οπτική γωνία. Στα λατινικά,  το δώρο, το χάρισμα, η χάρη είναι munus· η κοινωνική συνύπαρξη μέσω των δώρων είναι η προϋπόθεση του σχηματισμού της λέξης communis, από την προέρχεται και ο όρος κομμουνισμός.

Η έκφραση και η ανταλλαγή των εμπειριών είναι η ουσία της τέχνης, της μουσικής και του χορού πρωταρχικά, μουσική και χορός που σχετίζονται άμεσα με τις τελετουργίες της βίας και του δώρου. Εικάζουμε ότι η σχάση ενός φαινομένου που δεν μπορούμε να έχουμε άμεση εμπειρία, παρά μόνον εκ του αποτελέσματος, προκάλεσε τη μουσική και τη γλώσσα. Με τη γλώσσα, η ανταλλαγή της εμπειρίας έγινε καθημερινή, εμφανιζόμενη και ως αφήγηση.

Θα μπορούσαμε, δίνοντας το δεύτερο βραβείο στον οικονομικό ντετερμινισμό,  να μελετήσουμε οποιαδήποτε κοινωνία του παρελθόντος και του παρόντος με γνώμονα τις ανταλλαγές βίας, δώρου και εμπειριών. Για να γίνει πιο εύκολη η μελέτη αυτή θα μπορούσαμε επίσης να διακρίνουμε τις κοινωνίες σε εξισωτικές, κυριαρχικές, σε κοινωνίες που βρίσκονται σε μετάβαση από την εξισωτική κατάσταση στην κυριαρχική και σε αυτές που βρίσκονται σε μετάβαση από την κυριαρχική στην εξισωτική. Η μελέτη αυτή θα μπορούσε να πάρει τη μορφή των εξής ερωτημάτων: ποια η σχέση μεταξύ αυτών των τριών ειδών ανταλλαγής;  Ποια η μεταξύ τους ισορροπία;

Στις εξισωτικές κοινωνίες  υπάρχει μια δυναμική ισορροπία μεταξύ των ανταλλαγών. Η απόδοση και η ανταπόδοση της βίας ελέγχεται αποτελεσματικά –  τόσο αποτελεσματικά ώστε ο περιορισμός της να είναι και εφικτός και λειτουργικός. Ενίοτε, συχνά θα έλεγα, παίρνει τη μορφή της συλλογικής αποφόρτισης της επιθετικότητας μέσω της θυσίας, μέσω της συλλογικής θανάτωσης θύματος, το οποίο θεοποιείται αφού αυτό είναι που σώζει την κοινωνία από την ακατάσχετη και διαλυτική κλιμάκωση της ενδοκοινοτικής βίας. Η ενίσχυση της απόδοσης και ανταπόδοσης δώρων συντείνει στην ενίσχυση των κοινωνικών σχέσεων· και όλα αυτά μέσα σε ένα πυκνό  δίκτυο καθημερινής ανταλλαγής εμπειριών.

Οι κοινωνίες σε μετάβαση προς την εμπέδωση της κυριαρχικής σχέσης εμφανίζουν μια εγγενή αδυναμία να περιορίσουν την ανταλλαγή της βίας, χωρίς να περιορίζεται η ανταλλαγή του δώρου και των εμπειριών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ποιμενικές-νομαδικές κοινωνίες. Την επισήμανση της αιτίας  της αδυναμίας αυτής την οφείλουμε στον Μαρξ: μπορεί ο μαρξισμός να πεθάνει, ή η ψυχανάλυση, αλλά ο Μαρξ και ο Φρόιδ θα μείνουν –  ο πρώτος ως αφηγητής, ο δεύτερος ως δοκιμιογράφος. Οι εν λόγω κοινωνίες δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν και να επιβιώσουν παρά μόνο με την εκδίωξη ή την εξόντωση των γειτονικών κοινοτήτων –  από τους μεταξύ τους αδελφοκτόνους πολέμους προέκυψε η εμφάνιση της ποιμενικής προφορικής ποιητικής αφήγησης, γνωστή ως επική ή ηρωική ποίηση. Στη διανομή της λείας, που αυξάνει την ισχύ,  συμμετέχουν μόνο οι πολεμιστές που συμμετείχαν στον πόλεμο και το μεγαλύτερο κομμάτι το έπαιρναν αυτοί που ξεχώρισαν για την πολεμική τους δεινότητα –  είναι οι γνωστοί μας ήρωες. Την  εξύμνηση των πολεμιστών αυτών, απαραίτητη προϋπόθεση της προβολής αξιώσεων στην απόσπαση μεγαλύτερου μέρους της λείας, την ανέλαβαν οι αοιδοί –  αυτή είναι η καταγωγή της ποιητικής αφήγησης, της ηρωικής ποίησης.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, κυριαρχική καθ΄ όλα, η ανταλλαγή της υλικής και συμβολικής βίας έχει τα αδιαμφισβήτητα πρωτεία, με την ανταλλαγή του δώρου να φυτοζωεί, να περιθωριοποιείται, να εξοβελίζεται, να εξαλείφεται, ενώ η ανταλλαγή της εμπειρίας να υφίσταται τα ίδια δεινά. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ήταν αυτός που πρώτος, εάν δεν κάνω λάθος, επισήμανε το τέλος της αφήγησης, την ανταλλαγή των εμπειριών στις καπιταλιστικές κοινωνίες –  αυτό υποστηρίζει στο κείμενο Ο Αφηγητής (Λεβιάθαν τ. 11, σσ. 7-31, μετ. Ουρανία Νταρλαντάνη), που γράφτηκε μετά το 1936, μετά το Το έργο τέχνης στην εποχή της μαζικής αναπαραγωγής. Παραθέτω ένα σύντομο απόσπασμα (σελ. 7-8):

‘ . . . η τέχνη του διηγείσθαι πλησιάζει στο τέλος της. Όλο και πιο σπάνια συναντάμε ανθρώπους, που μπορούν να διηγηθούν κάτι με τον δέοντα τρόπο. Όλο και πιο συχνά απλώνεται αμηχανία στη παρέα,  όταν αρθρώνεται η επιθυμία για μια ιστορία. Είναι, ως να αφαιρέθηκε από μας μια δυνατότητα που μας φαινόταν αναπαλλοτρίωτη, το ασφαλέστερο των ασφαλών. Δηλαδή η δυνατότητα ν’ ανταλλάσσουμε εμπειρίες. Μια αιτία του φαινομένου είναι πρόδηλη: η τιμή της εμπειρίας έπεσε. Και φαίνεται, σαν να συνεχίζει να πέφτει απύθμενα. Κάθε βλέμμα στην εφημερίδα αποδεικνύει ότι η εμπειρία έφτασε σε μια νέα κρίση. . .’ 

Εάν όμως η ανταλλαγή εμπειριών είναι ανθρωπολογική σταθερά, πώς μπορεί να έφτασε το τέλος της;  Δεχόμαστε ότι η ανταλλαγή των εμπειριών, η τέχνη του διηγείσθαι, η αφήγηση μεταξύ των ανθρώπων έφτασε στο τέλος της αλλά σε καμιά περίπτωση η ανταλλαγή εμπειριών γενικά. Παρατηρούμε στις κυριαρχικές κοινωνίες, ήδη από τις πρώτες, τις ποιμενικονομαδικές, ότι την αφήγηση μεταξύ των ανθρώπων αναλαμβάνει ένας ειδικός, ο αοιδός, που σήμερα εμφανίζεται ως μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος. Σήμερα όμως τον προεξέχοντα ρόλο του αφηγητή έχει αναλάβει η τηλεοπτική διαφήμιση. Ο άγνωστος και αφανής σεναριογράφος της διαφήμισης είναι ο σύγχρονος αοιδός, ο Όμηρος των ημερών μας. Ο Μπένγιαμιν δεν έζησε τη διαφήμιση, την  έζησαν όμως και έγραψαν γι΄ αυτήν οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης που εγκαταστάθηκαν, εγκαταλείποντας τη ναζιστική Γερμανία,  στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά ο Αντόρνο.

Επειδή πέρασε η ώρα κι έχουμε και δουλειές, θα περιοριστώ να παραθέσω την τελευταία παράγραφο του δοκιμίου του Μπένγιαμιν που μας βοηθάει να δούμε τη διαφήμιση ως αφήγηση μεν αλλά ως πλήρη αποδιάρθρωση και ακύρωσή της (σελ. 31):

‘ Ο αφηγητής . . . εισέρχεται ανάμεσα στους δασκάλους και τους σοφούς. Γνωρίζει να συμβουλεύει –  όχι όπως η παροιμία για για αρκετές περιπτώσεις, αλλά όπως ο σοφός για πολλές. Γιατί του δόθηκε το χάρισμα να ανατρέχει σε μια ολόκληρη ζωή. (Μια ζωή που κατά τ΄άλλα΄περικλείει όχι μόνο την ίδια εμπειρία αλλά εξίσου και την ξένη. Ο αφηγητής καθιστά οικείο κι αυτό που έχει πληροφορηθεί από ακούσματα).  Το χάρισμά του είναι η ζωή του, η αξιοπρέπειά του: να μπορεί να διηγείται ολόκληρη τη ζωή του. Ο αφηγητής  –  είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε ν΄ αφήσει το φυτίλι της ζωής του να καεί εντελώς στις ήρεμες φλόγες της αφήγησής του. . . .

Ένα πρωινό θα ασχοληθούμε με το κείμενο μιας τηλεοπτικής  αφηγηματικής διαφήμισης ουισκιού.

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Κάτι όσο αναφορά τον ποιμενισμό στην αρχαία Ελλάδα. Θεωρείς ότι ξεκίνησε ή έφτασε στο απόγειό του κατά τους σκοτεινούς χρόνους; Μου φαίνεται πως είναι πιο πιθανό ο ομηρικός κόσμος να καθρευτίζει τα χρόνια μετά την κατάρευση και πριν το κλασικό. Άρα ίσως η έννοια πχ του Κλέους, να φτιάχτηκε τότε. Και γενικά το ηρωικό. Κιαυτό γιατί οι λεγόμενοι Ahiyawa φαίνεται να είναι ένα κράτος παρόμοιο με αυτό των Χετταίων, Αιγυπτίων, Ασίας (Asurwa) και όποιων άλλων.

    Αυτό δεν έχω καταλάβει καλά. Οι Αχαιοί ξέρουμε αν ήταν ποιμένες; …σίγουρα ήταν πολεμοχαρείς ή έστω εκτιμούσαν τον πόλεμο, αλλά σε πολλά άλλα μου θυμίζουν τους Μινωίτες. Οι τελευταίοι ήταν τόσο ειρηνικοί πια; Πολύ ιδανικό μου φαίνεται αυτό για τον πολιτισμό του Αιγαίου. Και θέλω να το πιστέψω, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να θεοποιούμε τους μεν και να τερατοποιούμε τους δε. Δεν ήμασταν εκεί. Αν μπορείς να μου το διαλευκάνεις αυτό, θα ήταν τέλεια.

    Επίσης, αν οι προελληνικές γλώσσες ήταν από την ανατολία (που νομίζω έχει δειχθεί ότι αυτές ήταν ινδοευρωπαικές, των χετταίων πχ ή της λυδίας, λουβικά κλπ), μιας και οι Μινωική Κρήτη φαίνεται νάχει επιρροές αποκεί, τότε πρέπει νάμαστε σαν τους άγγλους με τα 3 στρώματα (ντόπιοι – κέλτες – γερμανοί). Ή σαν τους Σουηδούς που δεν είναι ινδοευρωπαίοι, αλλά μιλάνε μια τέτοια γλώσσα.
    Αν και οι γλώσσες μου φαίνεται πολύ ρευστό στοιχείο για να είναι αυτό που ορίζει όλη τη κουλτούρα. Οι Άγγλοι έχουν σχεδόν εκτοπίσει τις κέλτικες γλώσσες μέσα σε 3-4 αιώνες και επηρεάζουν σχεδόν όλο το κόσμο. Ίσως η γλώσσα των πιο πλούσιων, σε ευμάρεια, ανεπτυγμένων, μια δεδομένη χρονική περίοδο, να μεταδίδεται πολύ και σε συνδυασμό με πολεμικές συρράξεις να υιοθετείται από τους γύρω. Ειδικα αν έγιναν στην εποχή του Χαλκού στην Ελλάδα και πολλές φυσικές καταστροφές.

    Ποια η γνώμη σου;

    (συγγνώμη για το ψιλοάσχετο ποστ)

  2. Βασίλη, θίγεις πάρα πολλά ζητήματα που το καθένα χρειάζεται χρόνο και χώρο αλλά θα διατυπώσω τη γνώμη μου σύντομα και απλά.
    1)Δέχομαι ότι τα ελληνόφωνα φύλα ήταν ποιμένες, άρα πολεμοχαρείς και φιλοπόλεμοι, και εισέβαλαν στην ελλαδική χερσόνησο γύρω στο 2.000 π. Χ., όπου βρήκαν έναν πολιτισμό αγροτικών κοινοτήτων, ο οποίος υπήρχε και στα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης. Μέχρι το 1600 η εικόνα που μας δίνουν οι αρχαιολόγοι είναι αυτή της ερήμωσης και της καταστροφής, που σημαίνει ότι οι κατακτητές ήταν ακόμα ποιμένες. Κατορθώνουν να κατακτήσουν τις κοινότητες, να εγκαταλείψουν την εκτροφή των ζώων και να στραφούν στην καλλιέργεια της γης και να εξοικειωθούν με τη θάλασσα. Η κατάκτηση έθεσε τις βάσεις για τον μυκηναϊκό πολιτισμό, η εξοικείωση με τη θάλασσα τις υπερπόντιες επιδρομές στην Κρήτη, στα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο και τα μικρασιατικά παράλια. Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι ισχυροί κατακτητές και γαιοκτήμονες, αξιωματούχοι του μυκηναϊκού κράτους ξέμειναν από υποτελείς, από κατακτημένους αγρότες, οι οποίοι μετανάστευσαν στα μικρασιατικά παράλια και στα απέναντι νησιά – δεν ξέρουμε τους λόγους: ήταν η στυγνή κρατική καταπίεση και αρπακτικότητα; Ήταν κάποια αλλαγή του κλίματος; Ήταν συνδυασμός και των δύο; Δεν ξέρουμε. Πάντως τα αρχεία που μελετώ δείχνουν φτώχεια και ανυπακοή: οι κοινότητες δεν παραδίδουν όλον τον φόρο υποτέλειας που έχουν ορίσει τα ανάκτορα! Ο μόνος τρόπος να ξαναγίνει κάποιος πλούσιος και ισχυρός είναι να στραφεί στην εκτροφή ζώων: δεν χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια και σε δέκα με είκοσι χρόνια ένα κοπάδι των 100 προβάτων μπορεί να γίνει 1000 προβάτων, το λιγότερο. Απαιτείται μόνο εκτενή βοσκοτόπια. Με την αύξηση όμως του πληθυσμού, τα βοσκοτόπια περιορίζονται, αυξάνεται ο ανταγωνισμός και η κλοπή ζώων, αρχίζουν οι έριδες και οι ασταμάτητοι πόλεμοι μεταξύ των ποιμενικών γενών. Έχουμε λοιπόν μια αναβίωση του ποιμενισμού (1100-800) που έμελλε να λήξει γύρω στο 800 με 700 μιας και βρέθηκε μπροστά σε πλήρες αδιέξοδο. Οι ποιμένες στράφηκαν στην καλλιέργεια της γης με τη χρήση δούλων που τους άρπαζαν, τους απήγαγαν οι ίδιοι οι ποιμένες γαιοκτήμονες και αργότερα τους αγόραζαν.
    2)Το κλέος είναι η φήμη που έχει ή επιδιώκει ένας ποιμένας πολεμιστής για να συμμετέχει στη διανομή της λείας ενός νικηφόρου πολέμου. Όσους περισσότερους σκοτώσει ένας πολεμιστής, όσα περισσότερα παιδιά και γυναίκες απαγάγει ένας πολεμιστής τόσο περισσότερο κλέος, δόξα, φήμη θα εξασφαλίσει, άρα τόσο μεγαλύτερο κομμάτι της λείας νομιμοποιείται να απαιτήσει και να πάρει. Το κλέος παρατηρείται σε όλες τις ποιμενικές κοινωνίες (ινδοευρωπαΪκές, αραβικές, εβραϊκές, τουρκικές, μογγολικές), σε όλη την ποιμενική γραμματεία (Αβέστα, Παλαιά Διαθήκη, Βέδες, Ιλιάδα και Οδύσσεια, Μαχαμπαράτα, κ.α.). Είναι τόσο αρχαίο όσο και ο ποιμενισμός και επιβιώνει και σε όλες τις κοινωνίες που προέρχονται από τον ποιμενισμό – σήμερα εμφανίζεται ως αναγνωρισιμότητα, ως φήμη.
    3) Σύμφωνα με όσα έχουμε πει, εάν με τον όρο Αχαιοί εννοήσουμε τους Μυκηναίους, δεν ήταν ποιμένες. Εάν εννοήσουμε τους ισχυρούς των σκοτεινών λεγόμενων χρόνων τότε ήταν ποιμένες άρα και πολεμοχαρείς, γιατί όλοι οι ποιμένες νομάδες είναι πολεμοχαρείς, χωρίς την παραμικρότερη εξαίρεση. Οι Ahijawa που διαβάζουμε στα αρχεία των Χετταίων είναι οι μυκηναίοι Αχαιοί, άρα το κράτος τους ήταν σαν κι αυτό των Χετταίων: ένας κατακτητής λαός αποσπά ένα μεγάλος μέρος της παραγωγής των υποτελών αγροτών – εργαλείο του το κράτος, η επιτήρηση με τη βοήθεια της γραφής. Αυτοί οι μυκηναίοι Αχαιοί δεν ήταν ποιμένες, αν και υπήρχε κτηνοτροφία στην μυκηναϊκή εποχή.
    4)Ο μινωικός πολιτισμός είναι αγροτικός πολιτισμός και ειρηνικός – οι ενδείξεις είναι πάρα πολλές: έλλειψη τειχών, σκηνών πολέμου, εξύμνηση της ζωής – τι άλλο χρειαζόμαστε για να πειστούμε. Τα ελληνόφωνα πολεμοχαρή ποιμενικά φύλα ήταν μπροστά στους μινωίτες ήταν άξεστοι, βάναυσοι, άρπαγες, εξοντωτές, απαγωγείς – γι αυτό άλλωστε και μπόρεσαν να τους κατακτήσουν (1550 περίπου), να γνωρίσουν τη γραφή και να στήσουν τον διοικητικό γραφειοκρατικό μηχανισμό επιτήρησης του πληθυσμού και αρπαγής του κοινωνικού πλούτου, τα γνωστά μυκηναϊκά ανάκτορα.
    5)Οι κάτοικοι της Κρήτης προέρχονταν από τη Μικρά Ασία. Έφτασαν εκεί κατά την νεολιθική εποχή, ήδη από το 6.000 π. Χ. χιλιάδες χρόνια πριν εισβάλλουν στην ελλαδική χερσόνησο, να νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία τα ινδοευρωπαϊκά ποιμενικά φύλα. Θα μιλούσαν λοιπόν τη γλώσσα ή κάποια από τις γλώσσες που μιλούσαν οι αγροτικές κοινότητες της Ανατολίας. Συγγενική προς αυτές θα ήταν και η γλώσσα που μιλούσαν και οι αγροτικές κοινότητες στην Ελλάδα πριν εισβάλλουν τα ελληνόφωνα φύλα. Θεωρώ ότι όλες αυτές οι γλώσσες είναι συγγενικές, γι αυτό κάνω λόγο για νεολιθική γλωσσολογία, και εικάζω, σε σοβαρές ενδείξεις βασιζόμενος, ότι ήταν συγγενικές με την σουμερική. Η απώλεια όλων αυτών των γλωσσών, πλην της σουμερικής, ήταν αποτέλεσμα της εξοντωτικής πολιτικής των κατακτητών. των πολεμοχαρών ποιμενικών φύλων, μεταξύ των οποίων και τα ελληνόφωνα. Οι μινωίτες ούτε ινδοευρωπαίοι ήταν ούτε Έλληνες, ελληνόφωνοι δηλαδή.

  3. Αυτό το ποστ ήταν αρκετά διαφωτιστικό. Ευχαριστώ για τον κόπο.
    Μια πληροφορία που απέκτησα πρόσφατα: Μαζί με τους βόρειους Έλληνες (μακεδόνες πχ), κατά την εποχή του Χαλκού, ζούσαν και οι Φρύγες, που λόγω κάποιων πιέσεων (γύρω στο 1300 πΧ) πήγαν προς την Ανατολία. Η ερώτησή μου είναι η εξής.
    Γιατί και οι Φρύγες της Ανατολίας αλλά και οι Μινωίτες (φαίνεται να) λάτρευαν μεγάλες Μητέρες σε ένα βουνό (με ίδια ονομασία, Ίδα – την Κυβέλη και τη Ρέα), την στιγμή που οι Φρύγες ήταν τσοπάνηδες (κοινή φυλη μες τους Έλληνες, που ήρθαν από τα παράλια της μαύρης θάλασσας στα βαλκάνια) ??

    Σημείωση: Οι Έλληνες φτιάχτηκαν και από τους λεγόμενους προέλληνες, αλλά και τους ελληνόφωνους.

  4. Συνέχεια του προηγούμενου ποστ (σόρρυ για το διπλό): υπάρχει Όλυμπος στη βόρεια Ελλάδα, αλλά και στην ανατολία – νομίζω είναι φρυγική λέξη. Η Ίδα/Ίδη είναι άγνωστης καταγωγής ονομασία.

  5. Βασίλη,
    υπάρχουν τουλάχιστον πέντε βουνά με το όνομα Όλυμπος, τα οποία και τα πέντε βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες ουδέποτε έζησαν οι Φρύγες: Θεσσαλία, Λακωνία, Κύπρος, Μυσία και Λυκία. Κατά συνέπεια, η λέξη δεν είναι φρυγική. Τα γλωσσικά κατάλοιπα των Φρυγών είναι ελάχιστα – πέντε πινακίδες του 8ου-6ου αιώνα π. Χ. και κάποιες των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Φαίνεται πως φρυγική είναι συγγενική με την Ιλλυρική και τη Θρακική παρά με την χαττική (χεττιτική), τη λουβιανή και την παλαϊκή, που είναι ανατολικές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Η συγγένεια αυτή επιβεβαιώνει την μαρτυρία του Ηροδότου ότι ζούσαν στην Μακεδονία, η οποία ήταν μια πολύ μεγάλη περιοχή που περιελάμβανε τη σημερινή Δυτική Βουλγαρία, την ελληνική Μακεδονία, τα Σκόπια και το Κοσσυφοπέδιο. Εκδιώχτηκαν από εκεί (περί το 1300-1200) και εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, ανατολικά της Λυδίας,της Λυκίας και της Μυσίας.
    Υπάρχουν πολλά, εκατοντάδες ονόματα ποταμών, βουνών, οικισμών και περιοχών (Κρήτη, Κύπρος, Αττική, κλπ) τα οποία απαντώνται στην ευρύτερη περιοχή της Κύπρου, Ανατολίας, Μικράς Ασίας, νησιών Αιγαίου και ελλαδικής χερσονήσου. Είναι μια ασφαλής ένδειξη ότι σε αυτήν την περιοχή μιλούσαν μια γλώσσα ή διαλέκτους της γλώσσας αυτής ή πολύ συγγενικές γλώσσες, που ήταν αυτές των νεολιθικών αγροτικών κοινοτήτων. Τα γεωγραφικά αυτά ονόματα υιοθέτησαν οι κατακτητές. Η Οίτη όμως (βουνό των προβάτων),το Αιγάλεω (βράχος των αιγών, των κατσικιών), το Πήλιον (πήλε, τήλε, μακριά σημαίνει), η Εύβοια (με τα καλά και πολλά βόδια) είναι σαφώς ελληνικά.
    Εκτός από γεωγραφικά ονόματα οι κατακτητές υιοθέτησαν και πολλά πολιτισμικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και θρησκευτικά. Η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας, της Γης, είναι λατρεία των νεολιθικών αγροτικών κοινοτήτων, την οποία υιοθέτησαν και οι κατακτητές. Να γιατί αυτή η λατρεία είναι κοινή και στους Μινωίτες και στους Φρύγες,Έλληνες, Χετταίους και άλλους.

  6. Α, μάλιστα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε αυτό για τον Όλυμπο. Από μια μικρή έρευνα που έκανα ο Beekes θεωρεί πως είναι προΕλληνική λέξη που σημαίνει βουνό (η ρίζα είναι *Ulump, σύμφωνα με τον ίδιο πάντα).
    Νομίζω τα τελευταία στοιχεία για τη φρυγική γλώσσα, τη συνδέουν περισσότερο με την Ελληνική και Αρμένικη (υποθέτοντας μια παλαιότερη μητέρα-γλώσσα των τριών, ομιλούμενη στα βαλκάνια, πριν σπάσει στην πρωτο-ελληνική, πρωτο-φρυγική και πρωτο-αρμένικη)
    Ίσως η τέχνη των Μινωιτών να έχει κάποια σχέση με τα λεγόμενα Venus Figurines… άρα ναι, δείχνει ντόπιους, μη ομιλούντες κάποια ΙΕ γλώσσα. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να τους γνωρίσω 😀 😀 😀