φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Τον χειμώνα του 1985-6 ζούσα σε ένα χωριό έξω από τα Χανιά, στο Σκηνέ, ήμουν 27 χρονών. Ένα βράδυ τα έπινα στο ψητοπωλείο του χωριού κι έρχεται και κάθεται μαζί μου το ‘αφεντικό’ μου, ένας ογδοντάρης γέρος. Κάποια στιγμή, με ρωτάει: Θανάση, τί θα κάνεις σε έναν άνθρωπο που τον μισείς πολύ; Του απαντώ: θα βγάλω το πιστόλι και θα του τινάξω τα μυαλά στον αέρα. Όχι, βρε κοπέλι, μου λέει, κουζουλός είσαι; Υπάρχει μια πιο σκληρή τιμωρία. Πιο σκληρή τιμωρία; Ποια είναι αυτή;
Άστον να ζήσει.
Θα κατανοήσετε και την απάντησή μου και την έκπληξή μου για την απάντησή του μόλις σας αφηγηθώ το περιστατικό που είχε προηγηθεί. Τη πρώτη μέρα, καθώς περπατούσαμε στη κορυφή ενός λόφου για να πάμε στο ελαιώνα του να κόψω τις βατσουνιές, τα βάτα, μου δείχνει κάτω σε ένα ρέμα έναν μεγάλο βράχο. Εκεί πέρα, μου λέει, έχω θαμμένους τρεις. Δεν κατάλαβα στην αρχή. Λίγο μετά, μου λέει, το βλέπεις εκείνο το πλατάνι; Έχω δυο θαμμένους εκεί πέρα. Λίγο πιο μετά, άλλοι δυο θαμμένοι.
Επρόκειτο για Γερμανούς. Έρχονται κάθε τόσο συγγενείς από τη Γερμανία και ζητάνε τα λείψανα, μου εξηγεί, γνωρίζοντας ότι σε όλα τα χωριά των Χανίων υπάρχουν πολλοί θαμμένοι. Για να κάνω τον καμπόσο του είπα ότι θα έβγαζα το πιστόλι και θα καθάριζα αυτόν που μισώ πολύ· μόλις όμως μου είπε ότι υπάρχει μια σκληρότερη τιμωρία και εξεπλάγην, αναστατώθηκα, και διαμαρτυρήθηκα: κάτσε, ρε καπετάνιο! Εσύ μου λες έχω τρεις θαμμένους εδώ, δυο εδώ, δυο παραπέρα και μου λες να τον αφήσω να ζήσει; Και μου απαντά: μα εγώ αυτούς δεν τους γνώριζα.
Τη συζήτηση αυτή δεν πρόκειται να την ξεχάσω μέχρι να πεθάνω – την αφηγούμαι κάθε φορά που παρουσιάζεται ευκαιρία. Ο καπετάν-Μανώλης έκανε διάκριση μεταξύ εχθρού και πολεμίου – ο Χριστός μας είπε να αγαπάμε τον εχθρούς ημών όχι τους πολεμίους, τους εξωτερικούς εχθρούς, έτσι δεν είναι; Να αγαπάμε τον συγγενή μας, τον γείτονά μας, όχι όμως τους Τούρκους και τους Αλβανούς! Και την επεξεργάστηκα για να την κατανοήσω, όπως κάνουμε πάντοτε όταν πρόκειται για κουβέντες που μας εντυπωσίασαν και μας συγκλόνισαν.
Όποιος θέλει να εκδικηθεί με φόνο, ας σκάψει δύο τάφους (και ‘τάφους’): του θύματός του και τον δικό του· κάποιος άλλος θα θελήσει να εκδικηθεί τον θύτη και ούτω καθ΄εξής. Η βία θα διαχυθεί, θα διασπαρεί και τέλος δεν θα έχει. Πιθανόν να μην κλιμακωθεί, χωρίς όμως να αποκλείεται κι αυτό το ενδεχόμενο. Υπάρχει τρόπος να σταματήσει αυτή η διασπορά της εκδικητικής βίας; Ποιος μπορεί να τη σταματήσει;
Αυτά τα ερωτήματα θέτει η ποιμενικής προέλευσης βεντέτα, αυτά τα ερωτήματα έθεσε, φίλες και φίλοι, και ο Αισχύλος στην τριλογία Ορέστεια. Και διατύπωσε την εξής απάντηση: ο Ορέστης, ο τελευταίος κρίκος της εκδικητικής βίας, αθωώνεται, από πολιτισμικής έποψης είναι αθώος, μόνον εφόσον αποφασίζεται να εξοβελιστεί η αυτοδικία, η προσωπική εκδίκηση, και ένας ισχυρότερος θεσμός να σταματά τη διασπορά της εκδικητικής βίας. Ο θεσμός αυτός είναι η απονομή της δικαιοσύνης, ένα πρόπλασμα του Κράτους. Πόσο λίγο έχουμε κατανοήσει το Κράτος! (Και την δικαιοσύνη! Ο Πλάτων έγραψε, στην Πολιτεία, ότι δικαιοσύνη είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του, μα την Παναγία!). Μας διαφεύγει τόσο η κομβική του διαλειτουργικότητα, το ότι είναι ένας υπέρτατος κομβικός θεσμός συντονισμού της κοινωνικής αναπαραγωγής, όσο και ο ρόλος του στον έλεγχο της ανταποδοτικής βίας, μια μορφή της οποίας είναι η εκδίκηση. Υπαινίσσομαι ασφαλώς το διαβόητο μονοπώλιο της βίας.
Δεν θα ασχοληθώ σήμερα με την ποιμενική εκδίκηση και τη σχέση της Κυριαρχίας με αυτήν. Γνωρίζουμε καλά πως ο Κύριος είναι αδίστακτος εκδικητής. Θα διατυπώσω όμως το εξής ερώτημα: ο Υποτελής είναι εκδικητής, θέλει να εκδικηθεί τον Κύριο για τα δεινά που υφίσταται; Και αμέσως αγγίζουμε το ζήτημα του ταξικού μίσους. Εάν με ρωτήσει κάποιος, θα απαντήσω αμέσως κι ευθαρσώς: ναι, θέλω να εκδικηθώ τον Κύριο, έχω πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του – αναρωτιέμαι ποιος και ποια δεν έχει· εάν δεν έχει, ας πάρει το κουβαδάκι του να παίξει παραπέρα.
Το ζήτημα δεν είναι εάν θέλουμε να εκδικηθούμε τον Κύριο αλλά πως. Πολλοί και πολλές επιλέγουν τη βία. Νταξ. Εγώ δεν την επιλέγω. Εάν το προλεταριάτο θέλει να εκδικηθεί τον εκδικητή Κύριο, θα ετοιμάσει μόνο έναν τάφο: τον δικό του. Δεν θα επιλέξω τη βία διότι γνωρίζω πως όποιο όπλο κι αν κρατήσω στα χέρια μου, ο Κύριος θα κρατά κάποιο ισχυρότερο. Πώς θα εκδικηθώ λοιπόν τον Κύριο; Δεν έχω πολλές επιλογές, δύο είναι όλες κι όλες: η μία είναι η βία, η άλλη;
Θα απαντήσω αφού πρώτα προσεγγίσω το ζήτημα ανθρωπολογικά. Εννοώ το ζήτημα της ανταπόδοσης, της ανταπόδοσης της βίας και του δώρου, της ανταποδοτικής βίας και της ανταποδοτικής χαριστικότητας. Εάν εκεί που τρώμε και συζητάμε σου ρίξω μια μπουνιά, θα με περάσεις για τρελό. Εάν ανέβουμε στο ριγκ και σου ρίξω μια μπουνιά, όλοι θα πούνε τι τρομερός πυγμάχος είμαι. Στην πρώτη περίπτωση είναι σαφής η αντικατάσταση της ανταποδοτικής χαριστικότητας από την ανταποδοτική βία – στη δεύτερη η ανταποδοτική βία γίνεται κοινωνικά αποδεκτή· θεσμοποίηση της συμβολικής αναπαράστασης της ανταποδοτικής βίας, αυτή είναι η πυγμαχία. Η Ιλιάδα, η Οδύσσεια και η τραγωδία είναι εκτενή σχόλια πάνω στις διαστρεβλώσεις της ανταπόδοσης, κυρίως της βίας. Για να γίνω πιο σαφής, πάνω στις διαστρεβλώσεις της τελετουργικής ανταποδοτικής βίας και τελετουργικής ανταποδοτικής χαριστικότητας.
Η ανταλλαγή της βίας και του δώρου είναι παρούσες σε όλες τις κοινωνίες. Όταν κάποιος ασκήσει βία, την ανταποδίδουμε, αυτή είναι η ανταπόδοση της βίας· όταν κάποιος μας δώσει κάτι, οφείλουμε να ανταποδώσουμε. Τη βία που ασκείται σε βάρος μας θα την ανταποδώσουμε μόνο εάν μας παίρνει· εάν δεν μας παίρνει; Μας παίρνει να ανταποδώσουμε βία στον πανίσχυρο στρατιωτικά Κύριο. Εγώ λέω, ήρεμα, αποφασιστικά και επίμονα, όχι, δεν μας παίρνει: θα ανοίξουμε μόνο τον δικό μας τάφο. Για να μην παρεξηγηθώ: έχω κατά νου την ανταπόδοση της βίας σε επίπεδο διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου, σε επίπεδο στρατηγικής, όχι την ανταπόδοση της βίας σε προσωπικό επίπεδο. Όσο ισχυρό κι αν είναι το ισραηλινό Κράτος, λόγου χάριν, δεν θα πάψουν ποτέ Παλαιστίνιοι να ανταποδίδουν τη βία. Και ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε από εμάς μάλλον θα συμπεριφέρονταν με αυτόν τον τρόπο, εάν μας σκότωναν παιδιά, γονείς, αδέρφια, άντρα, γυναίκα.
Η συντριπτική οπλική υπεροχή του Κυρίου έχει ακυρώσει την ανταπόδοση της βίας. Κι αν δεν νοείται ταξικό μίσος χωρίς εκδίκηση, κι αν δεν νοείται σήμερα εκδικητική ανταποδοτική βία, αναρωτιέμαι εάν το μόνο που μας απομένει είναι να καταφύγουμε στη χρήση του δώρου και της χαριστικότητας ως τρόπους εκδίκησης. Το μεγάλο μας όπλο είναι η Ζωή. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο Κύριος αντιμετωπίζει τη Ζωή με τη βία, ότι ανταποδίδει βία στη Ζωή, κατά συνέπεια, τη βία δεν μπορούμε να την αποφύγουμε όταν ο αντίπαλός μας, ο εχθρός μας, ο Κύριος, αυτός ο ένοπλος ζητιάνος, είναι και άρπαγας και εκδικητής και εξοντωτής και καταστροφέας. Δεν έχω την πολυτέλεια να έχω την παραμικρή αυταπάτη και ψευδαίσθηση. Θεωρώ όμως ότι η Ζωή είναι μονόδρομος, ότι μόνο με την επέκταση και κλιμάκωσης της ανταποδοτικής χαριστικότητας μπορούμε να νικήσουμε τον Κύριο. Τί είναι όμως η Ζωή;
Μπαμπά, γιατί ζούμε, με ρώτησε τις προάλλες η δεκάχρονη Αποστολία. Αύριο θα παραθέσω την απάντησή μου.
Σχολιάστε ελεύθερα!