φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Θα γνωρίζετε ότι κάποτε, πριν το 600 π. Χ., η αρχαία ελληνική γλώσσα δεν διέθετε (οριστικό) άρθρο. Μια απλή ανάγνωση δυο πολύστιχων ποιημάτων (ελεγειών) του γνωστού μας Σόλωνος, του Εις εμαυτόν και της Ευνομίας, που συντέθηκαν στο πρώτο τέταρτο του 6ου αιώνα (600-580) θα επιβεβαιώσει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω διαπίστωση: δεν θα διαβάσουμε ούτε ένα οριστικό άρθρο. Έναν αιώνα αργότερα, το άρθρο έχει καθιερωθεί και η χρήση του έχει γενικευτεί – ο Αισχύλος είναι αψευδής μάρτυρας.
Εάν θελήσουμε να μελετήσουμε τη διαδικασία γένεσης του άρθρου θα πρέπει να σκύψουμε πάνω από το κείμενο της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Ενδείξεις άρθρου υπάρχουν και στη λυρική ποίηση (680-500) αλλά είναι λίγες. Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα αλλά και η εξήγησή του. Τα άρθρα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια είναι πολύ περισσότερα σε σύγκριση με τη λυρική ποίηση, παρόλο που είναι μεταγενέστερη. Η μόνη εξήγηση που υπάρχει είναι η εξής: το γεγονός ότι υπάρχουν στην Ιλιάδα, θα περιοριστούμε σε αυτήν, τμήματα στα οποία το άρθρο δεν υπάρχει, άλλα στα οποία τα άρθρα είναι πολύ λίγα και άλλα όπου η χρήση του οριστικού άρθρου είναι σαφής, δείχνει ότι η σύνθεση του κειμένου αυτού ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας διαδικασίας, δύο αιώνων τουλάχιστον.
Το ερώτημα γιατί εμφανίστηκε το άρθρο δεν έχει νόημα· το ερώτημα όμως πώς δημιουργήθηκε έχει νόημα. Με αυτό το ερώτημα θα ασχοληθούμε σήμερα, φίλες και φίλοι. Και αρχίζω με το εξής ερώτημα: θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε σήμερα, να εκφράσουμε σκέψεις και αισθήματα, χωρίς το άρθρο; Ασφαλώς και θα μπορούσαμε! Μόλις έγραψα χωρίς το άρθρο – το ίδιο θα καταλαβαίνατε εάν έγραφα χωρίς άρθρο. Σε μερικές περιπτώσεις λοιπόν αποφεύγουμε τη χρήση του. Είμαστε βέβαιοι ότι σε κάποιες νεοελληνικές διαλέκτους το άρθρο σχεδόν δεν υπάρχει. Ίρθι Γιώργους; ρωτάνε στο χωριό μου, και στα γύρω από το Διδυμότειχο χωριά.
Ας δούμε τις παρακάτω προτάσεις:
Γιάννης ήρθε, Μαρία έφυγε
ο Γιάννης ήρθε, η Μαρία έφυγε
ο Γιάννης μεν ήρθε, η Μαρία δε έφυγε
ο μεν Γιάννης ήρθε, η δε Μαρία έφυγε
Οι δύο πρώτες προτάσεις είναι σημασιολογικά ταυτόσημες και συντακτικά σωστές. Η τρίτη και η τέταρτη έχουν όμως κάποιες ιδιαιτερότητες, που θα μας βοηθήσουν τα μάλα να κατανοήσουμε τη διαδικασία γένεσης του άρθρου. Στις δύο πρώτες προτάσεις υπάρχει μια αντίθεση. Η αντίθεση αυτή γίνεται και πιο σαφής και πιο εμφατική στη τρίτη και τέταρτη πρόταση, κι αυτό γίνεται με τη χρήση των αντιθετικών μορίων μεν και δε· στην τέταρτη όμως είναι πιο έντονη, γιατί;
Διότι τίθενται μεταξύ του άρθρου και του ονόματος. Ας διαβάσουμε όμως προσεκτικότερα την πρόταση: το ο και το η είναι άρθρα;
Όχι, φίλες και φίλοι, δεν είναι άρθρα! Ή, μάλλον, είναι και δεν είναι άρθρα! Και οι δύο αποφάνσεις είναι σωστές: και δεν είναι άρθρα, και είναι και δεν είναι άρθρα! Και τι είναι αν δεν είναι άρθρα;
Να πως θα μπορούσαμε να διαβάσουμε την τέταρτη πρόταση: αυτός μεν, ο Γιάννης, ήρθε· αυτή δε, η Μαρία, έφυγε. Δεν είναι άρθρα αλλά δεικτικές αντωνυμίες· τα ονόματα Γιάννης και Μαρία είναι επεξήγηση στις δεικτικές αντωνυμίες. Ας προσέξουμε τώρα την παρακάτω πρόταση:
Να ο Γιάννης και η Μαρία – ο μεν ήρθε, η δε έφυγε
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι σε αυτή την περίπτωση στο δεύτερο σκέλος της πρότασης το ο και το η δεν είναι άρθρα αλλά σαφέστατα δεικτικές αντωνυμίες: αυτός μεν ήρθε, αυτή δε έφυγε. Μπορούμε να το πούμε και να το γράψουμε, αν και δεν το λέμε και δεν το γράφουμε συχνά. Πρόκειται περί αρχαϊσμού. Ας δούμε κι άλλη μία πρόταση
Να ο Γιάννης και η Μαρία – *ο ήρθε, η εφυγε
Ο αστερίσκος είναι ένα σύμβολο που μας υποδεικνύει ότι η πρόταση ή οι προτάσεις που ακολουθούν δεν είναι γραμματικά (συντακτικά) σωστές. Δεν θα πούμε ποτέ των ποτών ο ήρθε, η έφυγε – θα πούμε όμως ο μεν ήρθε, η δε έφυγε! Θα πούμε επίσης αυτός (ο) ήρθε, αυτή (η) έφυγε. Και εδώ, το ο και το η είναι δεικτικές αντωνυμίες. Οι προτάσεις ο ήρθε, η έφυγε ήταν ο κανόνας στην αρχαία ελληνική γλώσσα πριν την εμφάνιση του άρθρου! Εάν θέλουμε να γίνουμε πιο σαφείς, επειδή η δεικτική αντωνυμία αναφέρεται σε κάποια λέξη που έχει προηγηθεί αλλά έχουμε απομακρυνθεί από αυτήν, μπορούμε να προσθέσουμε το όνομα: ο Γιάννης ήρθε: αυτός (ο), τον οποίο τον λένε Γιάννη και τον αναφέραμε προ ολίγου, ήρθε.
Πριν την εμφάνιση του άρθρου, το βάρος της σημασίας στην πρόταση ο Γιάννης ήρθε βρίσκεται στο ο, στη δεικτική αντωνυμία, που είναι και το υποκείμενο του ρήματος. Η λέξη Γιάννης θα μπορούσε και να μην υπάρχει, είναι απλά μια επεξήγηση. Με την επεξήγηση όμως η δεικτικότητα της αντωνυμίας περιορίστηκε, με αποτέλεσμα να χαθεί ο επεξηγηματικός χαρακτήρας του ονόματος και η σημασία να μετατεθεί στην επεξήγηση και η φράση ο Γιάννης, για φράση πρόκειται, να εκλαμβάνεται σημασιολογικά ως μία λέξη.
[διακοπή ρεύματος – θα συνεχίσω αύριο]
Σχολιάστε ελεύθερα!