φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Εάν δεν κάνω λάθος, ο ένοικος είναι κάποιος ζωντανός, κάποιος που ζει μέσα (εν) σε μια οικία (οίκος). Εάν ο οίκος δεν είναι δικός μας, τον (ε)νοικιάζουμε, καταβάλλουμε ενοίκιο (νοίκι), είμαστε ενοικιαστές. Δεν θα μπορούσε, κατά κανένα τρόπο, να υπάρξει μεταφορική χρήση της λέξης ένοικος, για να περιγράψει ενταφιασμένο νεκρό· λέμε, κοιμάται το πουλάκι μου, για να περιγράψω πως κοιμάται ένα μωρό ή ένα νήπιο, αλλά δεν μπορούμε, σε καμιά περίπωση, να χαρακτηρίσουμε ένοικο κάποιον ενταφιασμένο νεκρό: ο τάφος δεν είναι οίκος και ο νεκρός δεν είναι ζωντανός! Ποια ιδιοφυία, αναρωτιέμαι, επέλεξε τη λέξη ένοικος για να χαρακτηρίσει ενταφιασμένο νεκρό; Ποιος τρόπος σκέψης , ποια ιδεολογία, ποιο κίνητρο, ποια επιδίωξη πρόκρινε τη χρήση αυτής της λέξης;
Θα δείξω σήμερα ότι η επιθυμία να είναι θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος εκεί, στον δίκην πολυτελούς διαμερίσματος τάφο της Αμφίπολης, ήταν αυτή που υπαγόρευσε στην ιδιοφυία μας να καταφύγει στη χρήση της λέξης ένοικος.
Πριν σχολιάσουμε όμως αυτά τα ερωτήματα, ας διατυπώσουμε και κάποια άλλα. Στον σταυρό του τάφου ή άλλου σχήματος επιτύμβιου σήματος, διαβάζουμε το όνομα του νεκρού ή της νεκρής: KARL MARX. Τί είναι αυτό το όνομα; Είναι το όνομα του νεκρού; Όχι, βέβαια, οι νεκροί δεν έχουν ονόματα, μόνο οι ζωντανοί έχουν. Μέσα στον τάφο βρίσκεται ο (ζωντανός) Καρλ Μαρξ; Όχι, βεβαια! Τί είναι λοιπόν αυτό το όνομα;
Η αναγραφή του ονόματος στον τάφο προϋποθέτει τη χρήση της γραφής. Παρ’ όλα αυτά, πολλές κοινωνίες, πολλοί πολιτισμοί, αν και γνώριζαν τη γραφή, δεν δήλωναν το όνομα του νεκρού. Γιατί; Πότε, γιατί, σε ποιον πολιτισμό, έγινε κοινός τόπος, θεσμός, κοινωνική πρακτική η αναγραφή του ονόματος του νεκρού στον τάφο;
Η αναγραφή του ονόματος του νεκρού στον τάφο είναι ένα από τα εντονότερα χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού, εννοουμένου ως τα κοινά χαρακτηριστικά του δουλοκτητικού, φεουδαρχικού και καπιταλιστικού πολιτισμού της ευρύτερης περιοχής της Ευρώπης και σήμερα σχεδόν όλης της (καπιταλιστικής) Οικουμένης. Η πρακτική αυτή εντοπίζεται στην Ιλιάδα (Η 87 κ.ε.)· τα αρχαιότερα επιτύμβια επιγράμματα ανάγονται στα τέλη του 7ου π. Χ. αιώνα (620-600), προφανώς υπάρχουν και αρχαιότερα που δεν έχουν βρεθεί, αυτά δε του 6ου αιώνα είναι εκατοντάδες. Παραθέτω ένα από αυτά, 600-580 π.Χ. (από τη μελέτη του Αριστόξενου Σκιαδά, ΕΠΙ ΤΥΜΒΩ, Συμβολή εις την ερμηνείαν των ελληνικών επιτύμβιων εμμέτρων επιγραφών, Αθήνα, 1975, σελ. 12)
ΔFενία τόδε [σάμα], τον όλεσε πόντος αναι[δές]
Αυτό εδώ είναι το σήμα, το μνήμα το Δεινία, τον οποίο εξαφάνισε, (που μας τον πήρε και χάθηκε) ο αδίστακτος (ανηλεής, ολέθριος) πόντος (πέλαγος, θάλασσα). Ο αναιδής πόντος δεν είναι παρά ο αδίστακτος, ολέθριος, ανηλεής, αμείλικτος θάνατος. Διαβάζουμε στον Θέογνι (207) τη φράση θάνατος. . . αναιδής, όπως και στον Πίνδαρο (Ολυμπιόνικοι, 10, 105), αναιδέα. . . θάνατον. Ποιό είναι το σήμα, το μνήμα; Ο τύμβος, δηλαδή ο σωρός του χώματος, και η επιγραφή, αυτά τα οποία δηλώνουν (σήμα) και μας βοηθούν να θυμόμαστε (μνήμα).
Γιατί όμως να θυμόμαστε τον νεκρό; Όλους τους νεκρούς πρέπει να θυμόμαστε; Όχι, βέβαια, μόνο τους νεκρούς που ήταν κάποτε ισχυροί. Δεν υπάρχει επιτύμβιο επίγραμμα δούλου, θήτη, μικροκαλλιεργητή! Μόνο οι πλούσιοι και οι ισχυροί μπορούσαν να τοποθετήσουν πάνω στον τύμβο, γραμμένο σε μάρμαρο, σύντομη ἠ εκτενή επιγραφή (επιτύμβιο επίγραμμα). Για να τους θυμούνται! Με άλλα λόγια, για να νικήσουν με αυτόν τον τρόπο τον αναιδή θάνατο.
Είναι όμως ο θάνατος αναιδής; Τι εννοούμε όταν λέμε ότι ο θάνατος δεν έχει αιδώ και ευαισθησία, ότι είναι σκληρός και ωμός; Ο θάνατος δεν έχει τίποτα από όλα αυτά, αυτός που σκοτώνει τα έχει. Εάν όλα αυτά τα βλέπουμε στον θάνατο, σημαίνει ότι εκλαμβάνουμε τον θάνατο ως φονιά (ο Χάρων, ο Χάρος) και μιας και ο θάνατος είναι απώλεια, τον προσλαμβάνουμε και ως ήττα.
Ο θάνατος έγινε αντίπαλος που πρέπει να κατανικηθεί, να εξουδετερωθεί. Ποιος ισχυρός δεν θα ήθελε να ήταν αθάνατος; Μπορούμε να νικήσουμε τον θάνατο μέχρι να γίνουμε αθάνατοι; – ναι, αλλά μόνο φαντασιακά και συμβολικά: να φανταστούμε ότι είμαστε αθάνατοι (οι αθάνατοι θεοί δεν είναι παρά αυτό που θα ήθελαν να είναι οι ισχυροί αριστοκράτες δουλοκτήτες γαιοκτήμονες) και να μας θυμούνται οι ζωντανοί όταν πεθάνουμε (τύμβος, σήμα, μνήμα).
Πριν τη χρήση της γραφής (750 π. Χ.), η ύπαρξη ενός σωρού χώματος (τύμβου) μνημόνευε τον, κάποτε ισχυρό ζωντανό, νεκρό. Για να μην παρασύρεται το χώμα από το νερό έκτιζαν έναν τοίχο γύρω από τον τύμβο, που είναι γνωστός ως ταφικός περίβολος. Με τη γραφή προστέθηκε και μια μαρμάρινη επιγραφή που παρείχε περισσότερες πληροφορίες. Στην αρχή υπήρχε μόνο ένα όνομα σε γενική πτώση (Θήρωνος, Μενέσθου, κτλ.). Το όνομα αυτό δεν αναφέρεται στον τάφο αλλά στο σήμα, όχι στον νεκρό αλλά στη μνήμη του νεκρού. Εμείς σήμερα μεταχειριζόμαστε την ονομαστική: Ανδρέας Παπανδρέου! Μα δεν είναι εκεί μέσα ο Ανδρέας Παπανδρέου! Είναι το σήμα, το μνήμα για να θυμόμαστε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ιδιάζον χαρακτηριστικό των πρώτων επιτύμβιων επιγραμμάτων ήταν η σε πρώτο πρόσωπο ομιλία του σήματος, του μνήματος (ο.π. σελ. 10):
[λοι]μοι θανοσες ειμί [σέμα Μυρινες:
λοιμω θανούσης ειμί σήμα Μυρίνης:
είμαι το σήμα της Μυρίνης που πέθανε από ασθένεια, επιδημία.
Το μνήμα (τύμβος, σήμα επιτύμβιου επιγράμματος) μας βοηθάει να διατηρήσουμε τη μνήμη κάποιου που ήταν κάποτε ισχυρός ζωντανός αλλά τώρα είναι ανίσχυρος νεκρός. Κι όσο πιο μεγάλος είναι ο τύμβος και το σήμα, τόσο πιο βέβαιο είναι ότι θα διατηρηθεί και μαζί με αυτό η μνήμη.
Το σήμα του ταφικού περίβολου της Αμφίπολης ήταν αφενός το, δίκην φυσικού γήλοφου, τεράστιο μέγεθός του κι αφετέρου το τεράστιο μαρμάρινο λιοντάρι που δέσποζε στην κορυφή. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κάποιος πολύ ισχυρός ζωντανός έφτιαξε αυτόν τον τεράστιο τύμβο για να θυμούνται οι άνθρωποι κάποιον πολύ ισχυρό που ηττήθηκε από τον Θάνατο. Πρόκειται για μια προσπάθεια κατανίκησης του Θανάτου που χαίρεται (Χάρων) να αφαιρεί ζωές, όπως άλλωστε και ο Κύριος. Διότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι και ο νεκρός, όταν ήταν ζωντανός, και ο ζωντανός που σήκωσε αυτόν τον τύμβο, θα είχαν σφάξει πολλούς και πολλές – ειδάλλως δεν θα ήταν ισχυροί.
Επίδειξη ισχύος έναντι των Υποτελών προς εκφοβισμό και (ματαιόδοξη) προσπάθεια κατανίκησης του θανάτου. Έχει χαθεί κάποιο από αυτά τα στοιχεία; Κάθε άλλο! Είναι πολύ ζωντανό. Η διαχρονικότητα αυτή είναι ζωντανή – αυτή επέτρεψε την ιδιοφυία να καταφύγει στη λέξη ένοικος για να περιγράψει τον νεκρό του τάφου. Θα συνέβαλε προφανώς και ότι ο τάφος είναι σαν πολυτελές διαμέρισμα.
Κι αν μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε εάν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, θα μας απαντούσε δακρυσμένος:
Ζει!
Το τεράστιο μέγεθος του τύμβου και η πολυτέλεια των πολλών νεκρικών θαλάμων επέτρεψε τη γένεση της επιθυμίας να είναι θαμμένος εκεί κάποιος που ήταν πολύ ισχυρός. Ποιος ισχυρός θα θέλαμε να ήταν; Μα ο Μέγας Αλέξανδρος, ποιος άλλος; Κι αφού ζει, έστω και στη μνήμη μας, δεν είναι νεκρός, είναι ένοικος.
Μια παρατήρηση. Όταν λες ότι οι άνθρωποι (ο ελληνικός λαός συγκεκριμένα) είδε το Χάρο ως φονιά (στα δημοτικά τραγούδια και τις λοιπές παραδόσεις). Πράγματι ο θάνατος είναι…φονιάς. Και δεν ξέρω καμία άλλη τέχνη σαν τα τραγούδια μας, που είδε το θάνατο πιο ειλικρινά (μαζί με τη τραγωδία). Δεν τον φοβούνται (ή και ακόμα τις φορές που τον τρέμουν), τον αντιμετωπίζουν στα ίσια παρόλο που ξέρουν το Τέλος. Ο Διγενής (αραβοέλληνας) αυτό ακριβώς είναι. Δεν αναγνωρίζουν κόλαση και παράδεισο, παρά Πάνω και Κάτω Κόσμο (ονομαζόμενος και Άδης ή Τάρταρα)
Α και κάτι άλλο. Λίγο ειρωνεία που ο λαός έχει ποιότητες όχι συμβατές με τον κομμουνισμό (και με οποιαδήποτε άλλη ιδεολογία – ούτε και κράτος/πατρίδα αναγνωρίζει). Δηλάδή: εκτιμά ΚΑΙ το σίδερο, τα άρματα, τη Δύναμη που δουλώνει, είτε είναι μυική, είτε της αγάπης (βλ. Λιογέννητη) κλπ
Γιατί ΚΑΙ αυτά υπάρχουν στο κόσμο. Όχι μόνο δηλαδή τα “θετικά”.
Έχει Ήρωες που θαυμάζει, αλλά και Λυγερές που παινεύει την ομορφιά τους.
Βλέπει τη γη σαν μάνα και σαν φόνισσα και τραγουδάει για τον Ήλιο και τον Αυγερινό.
Μιλάει για αιμομιξία, για νεκροφιλία, για κανιβαλισμό.
Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. – Καβάφης