Με φώναξε από το καλύβι του, στο αμπέλι. Πήγα. Με κέρασε τσίπουρο, σκέτο. Και με θυμήθηκε και τον θυμήθηκα, μετά από 28 χρόνια – θα πλησίαζε τα ογδόντα. ‘Νιάσιου’ [Θανάση], με ρωτάει, ΄τ΄χρόνου, του δγιο χιλιάδις, θα ίνι τέλους τ΄ κόζμου;’ Δε νομίζω, Πασχάλη. ‘Νιάσιου’, ‘μαλάκδις [μαλάκηδες, μαλάκες] ίνι σα τ΄ λατσέρνα [τριφύλλι, μηδική]· όσου τ΄ κόβς, τόσου αξένει [αυξάνει, μεγαλώνει]’.
Κάθε φορά που συναντιόμασταν, τα λέγαμε. Άκουγα με μεγάλη προσοχή κάθε του πρόταση, λέξη, φωνήεν, σύμφωνο, τόνο, χροιά, νεύμα, βλέμμα. Ο συγκλονιστικότερος χαμογελαστός καλαμπουρτζής καυστικός είρων που έχω γνωρίσει. Ο χαμογελαστός δεν παίρνει τη ζωή στα σοβαρά ενώ την παίρνει. Ο καλαμπουρτζής θέλει να γελάσει αλλά να γελάσουν κι άλλοι, σε βάρος κάποιου ασυνάρτητου για να γίνει σοφός. Ο καυστικός σε καίει γιατί θεωρεί ότι πρέπει να σε κάψει, γιατί θεωρεί ότι την έκανες την κατ΄ αυτόν μαλακία. Ο είρων κλειδώνει κι αφήνει το κλειδί πάνω στην πόρτα, λέει κάτι που δεν ισχύει ενώ ξέρει ότι δεν ισχύει και θέλει ο ακροατής να πληγεί από αυτή την επίθεση – η ειρωνεία είναι επίθεση, ευγενική. (Σέξπυρ, Οθέλος: Τίμιε Ιάγε!).
Ἐνα βράδυ, τον συνάντησα καθώς πήγαινε να πχει το ουζάκι του. Φορούσε κοστούμι, με άσπρο, κάτασπρο πουκάμισο. Παντρεύεσαι, Ζήση; Από τη Γερμανία το έφερα, μου απάντησε, κι έφυγε χαμογελώντας. Και το επόμενο βράδυ, και το μεθεπόμενο. Λίγες μέρες μετά, δεν άντεξα.
– Ζήση, γιατί φοράς κοστούμι;
Πλησίασε και μου ψιθύρισε στ΄αυτί:
– Δε θέλω να τους κουράσω, να τους γίνω βάρος. Έλα να σε κεράσω ένα ουζάκι.
Δέχτηκα.
Ήπχιαμε το ούζο μας, καλαμπουρίσαμε, πειράξαμε μαλάκες του μπακάλικου, ειρωνευθήκαμε, γελάσαμε.
Πήγε σπίτι, κοιμήθηκε, πέθανε.