in Καταστροφική, αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους, Εξοντωτική, ποιμενικός τρόπος σκέψης

αιώνας της ανεργίας, αιώνας της εξόντωσης (2): τα όρια της εμπορευματοποίησης

η αγριοπαπχια (της Αποστολίας)

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα    

     Μπορείτε άραγε να φανταστείτε τι νιώθω και τι σκέφτομαι όταν αγοράζω νερό;  Νιώθετε την απέραντη θλίψη μου; Συμμερίζεστε τη σκέψη μου πως, εάν κάποτε δικάζαμε τον Κύριο καπιταλιστή, που δεν θα το κάνουμε διότι δεν  μπορούμε να τον τιμωρήσουμε μιας και δεν μπορούμε να τον συγχωρέσουμε, εάν λοιπόν δικάζαμε τον Κύριο η πρώτη κατηγορία θα ήταν αυτή του εγκληματία της κοινωνίας και ως πρώτο έγκλημα θα επικαλούμασταν την εμπορευματοποίηση του νερού.  Εάν και το νερό έγινε εμπόρευμα, μέσο αρπαγής και καταστροφής και εξόντωσης,  τί δεν μπορεί να γίνει εμπόρευμα; Τίποτα, φίλες και φίλοι, τίποτα, δηλαδή τα πάντα, κάθε πράγμα και κάθε σχέση. Και όταν όλα θα έχουν γίνει εμπορεύματα, τίποτα δεν θα απομείνει πχια να γίνει εμπόρευμα. 

     Θυμάστε πως  πίναμε νερό πριν γίνει εμπόρευμα; Τον Ιούνιο του 1969, το τρένο, ο καρβουνιάρης, που μετέφερε τους αγρότες από τον Έβρο και τη Θράκη για να πάνε να δουλέψουν στα εργοστάσια και στην οικοδομή την χρυσή εποχή της επέκτασης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, που δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο καταλύοντας την καπιταλιστική δημοκρατία, σταμάτησε στην κοιλάδα του Νέστου για να κατέβουν οι μηχανοδηγοί στο ποτάμι και από μια πηγή με γάργαρο, κρυστάλλινο νερό,  που δεν θα το ξεχάσω μέχρι να ψοφήσω, να πιουν και να γεμίσουν τα δοχεία τους. Τους πήρε χαμπάρι ο κόσμος και σε λίγο όλο το τρένο ήταν στίς όχθες του Νέστου. Μείναμε εκεί πάνω από δύο ώρες και ουδέποτε στη ζωή μου το θεώρησα αυτό καθυστέρση και αργοπορία γιατί και τα δύο με αρέσουν εάν ζεις – εάν περιμένεις (να ζήσεις – μαλάκα! μαλάκω! ) είναι βασανιστήριο.

    Το καλοκαίρι του 1988 περπατούσα στην Ιθάκη. Μεσημεράκι, όταν άρχιζε η κάψα του ήλιου, έφτασα σε έναν οικισμό,  που ήταν κτισμένος σε έναν βραχώδη λόφο, και μπήκα στην πρώτη αυλή που είδα να πιω νερό. Στάθηκα στο μέσο της πλακόστρωτης αυλής· τη φωνή μου άρπαξε το βλέμμα μου: σε μια γωνιά, ένας μικρός λαχανόκηπος με λαχανικά όλο ζωή· γύρω από την αυλή λουλούδια, πολλά λουλούδια, να ακούς χρώματα και να βλέπεις μυρωδιές!  Έψαξα να βρω τη βρύση, αλλά βρύση δεν υπήρχε· έψαξα για πηγάδι, πηγάδι δεν υπήρχε. Αίνιγμα!  Μα πού στο καλό βρίσκουν τόσο νερό σε ένα τόσο βραχώδες και άνυδρο μέρος; Φώναξα, θεία! θεία!  έτσι φωνάζαμε στο χωριό, όλες οι γυναίκες μάς ήταν (σα) θείες,  εμφανίστηκε μια γυναίκα, μια μάνα, που μπορεί να είχε κι εγγὀνια, και της ζήτησα νερό. Ήρθε πρόσχαρη με ένα κουβά και ένα ποτήρι· αναρωτήθηκα τι τον ήθελε τον κουβά, πηγάδι δεν υπήρχε, ήμουν βέβαιος. Σήκωσε ένα ξύλινο σκέπασμα σε μια τρύπα στο πλακόστρωτο της αυλής, έρριξε τον κουβά μέσα και άντλησε νερό, μου γέμισε το ποτήρι με δροσερό, πεντανόστιμο και καθαρότατο νερό που δεν θα το ξεχάσω μέχρι να πεθάνω. Μία από τις σημαντικότερες δασκάλες της ζωής μου.

 

   Όλη η αυλή κάτω από τα πόδια μου ήταν μια μεγάλη στέρνα, μια δεξαμενή νερού. Δεν ξέρω εάν το ξέρετε, αλλά αν δεν το ξέρετε σήμερα θα το μάθετε. Ξέρετε πώς λέγανε τη στέρνα, τη δεξαμενή του νερού στην αρχαία Ελλάδα; Θησαυρός – αυτή είναι η αρχική σημασία της λέξης, θα την αναλύσουμε μια μέρα για να μη νομίσετε ότι λέω αρχιδιές. Νερό χρειαζόμαστε πρώτα, φίλες και φίλοι, νερό – μετά φαΐ και μετά αναγνώριση!  Γέμιζε με βρόχινο νερό που αρκούσε για ανθρώπους, για ζώα, για λαχανικά και λουλούδια, για φαγητό και πλύσιμο. Κάθε αρχές φθινοπώρου, άδειαζαν τη στέρνα, την καθάριζαν και περίμεναν να βρέξει καθαρό νερό, προκαπιταλιστικό νερό, γιατί σήμερα, απανταχού της Γης, βρέχει καπιταλιστικό νερό – ο καπιταλισμός έχει επεκταθεί στα σύννεφα, στον ουρανό, στο διάστημα, εισχωρεί στο κλίμα, στη τροφή, στο σώμα, στα κύτταρα μας. 

     Κανένα πρόβλημα δεν θα λυθεί, εάν δεν λυθούν όλα – αυτή είναι σήμερα η κορωνίδα της σοφίας· η άλλη είναι: καλύτερα να μην είχαμε γεννηθεί. Αυτό που συνδέει και συσχετίζει αυτές τις δύο σοφίες είναι η παγκόσμια κοινωνική επανάσταση: κομμουνισμός ή εξόντωση. 

    Θα συνεχίσω αύριο γιατί έγινε και πάλι το συνηθισμένο θαύμα: ξημέρωσε. (ως θαύμα ορίζω  ό,τι δεν μπορεί να γίνει εμπόρευμα)

Σχολιάστε ελεύθερα!