in ιστορική μορφολογία της πρωτοελληνικής γλώσσας, Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

– ω: ιστορία της κατάληξης του α΄ προσώπου ενικού του Ενεστώτα

το μοτιβο (της Αποστολίας)

     φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα    

   Το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Φιλίστορα και στον Βασίλη Κομήτη

     Η κατάληξη -ω του πρώτου προσώπου ενικού του Ενεστώτα (τρέχ-ω, λέγ-ω) ήταν και είναι ένα αίνιγμα, ένα μυστήριο· ταΐζω τη μεγαλομανία μου και σας λέω: παγκόσμια αποκειστικότητα!  με το σημερινό σημείωμα, φίλες και φίλοι, θα πάψει να είναι!  Αν το διαβάσει φέρελπις και φιλόδοξος φοιτητής/φοιτήτρια της Φιλολογίας ή της Ιστορικής Γωσσολογίας ας το κάνει διδακτορική διατριβή –  θα χαρώ πολύ γιατί θα μάθω κι άλλα πολλά. Γιατί όμως η κατάληξη -ω να χαρακτηρίζεται αίνιγμα, μυστήριο;   

     Είναι μυστήριο γιατί ενώ ξέρουμε τι είναι, δεν ξέρουμε  πως προέκυψε. Θα μου πείτε βέβαια ότι είναι προσωπική κατάληξη:  όταν λέω γράφω εννοώ εγώ γράφω, το εγώ είναι περιττό. Άρα, η κατάληξη -ω σημαίνει εγώ, είναι ένα μόρφημα (ελάχιστη σημασιολογική μονάδα της γλώσσας). Η κατάληξη -εις (γράφ- εις, λέγ- εις)  σημαίνει εσύ, κτλ. Τί είναι αυτό το -ω;  Πώς προέκυψε;  Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι και πως σχηματίζεται το ρήμα στην αρχαία ελληνική.

   Το ρήμα είναι μια φράση, μια πρόταση, τα συστατικά στοιχεία της οποίας δεν διακρίνονται, κάποτε όμως ήταν αυτόνομα και διακριτά.  Το ρήμα φημί προέρχεται από τη φράση *φη  *μι:  τα *φη και *μι ήταν ανεξάρτητες λέξεις που ενώθηκαν, έχασαν την αυτονομία τους και σχημάτισαν το ρήμα. Η λέξη *φη δήλωνε τον λόγο που γίνεται για κάποιον αλλά και υποστηρίζω, διατείνομαι· το εντοπίζουμε στη λέξη φή-μη! Η λέξη *μι δήλωνε το πρώτο πρόσωπο:  εγώ. Θα γνωρίζετε ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα διαθέτει δύο καταλήξεις για το α΄πρόσωπο ενικού της Οριστικής του Ενεστώτα:  -μι και -ω!  ειμί, τίθημι, ζεύγνυμι –  τρέχω, λέγω, άγω. Γιατί όμως, φίλες και φίλοι, να έχουμε δύο καταλήξεις, γιατί το πρώτο πρόσωπο να δηλώνεται με δύο τρόπους;  Με δύο;  Όχι, φίλες και φίλοι, δεν είναι δύο, είναι δέκα δύο; Δεν είναι παράξενο, δεν είναι περίεργο; 

Έχουμε και λέμε.

     Έχουμε – ω στην Οριστική και Υποτακτική του Ενεστώτα, στον Μέλλοντα, στην Υποτακτική του Αορίστου.

   Έχουμε – μι στην Ευκτική του Ενεστώτα, του Μέλλοντα και του Αορίστου (λύοι-μι, λύσοι-μι, λύσαι-μι)

    Έχουμε – ν στον Παρατατικό (έτρεχ-ο-ν)   και την Οριστική του Αορίστου β΄ (έμαθ- ο-ν, ειδ-ο-ν)

   Δεν έχουμε προσωπική καταληξη στην Οριστική του  σιγματικού Αορίστου (έλυ-σα- ) και στην Οριστική του Παρακείμενου (λέλυ-κα- )! Όταν λέω έλυ- σα,  αυτό το -σα δεν είναι προσωπική κατάληξη διότι το εντοπίζουμε σε όλα τα πρόσωπα,  (έλυ-σα-ς, ελύ-σα-μεν, ελύ-σα-τε, έλυ-σα- ν)· στο γ΄ενικό, έχουμε έλυ-σε αλλά πρόκειται για τροποποίηση για να μην συγχέεται με το πρώτο πρόσωπο.  

   Δεν μας επιτρέπεται να μην αναρωτηθούμε:  πώς εξηγείται αυτή η ποικιλία, αυτή η πληθώρα των καταλήξεων στο πρώτο πρόσωπο ενικού της ενεργητικής φωνής;   Πώς γίνεται σε δύο περιπτώσεις η προσωπική κατάληξη να δηλώνεται με την απουσία προσωπικής κατάληξης;  Για ποιό λόγο το πρώτο πρόσωπο να δηλώνεται με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους; 

    Τα ερωτήματα αυτά ουδέποτε διατυπώθηκαν –  διατυπώνονται για πρώτη φορά. Πριν εκθέσουμε τη θεωρία μας, ας εκθέσουμε με λίγα λόγια, τις θέσεις των φιλολόγων και γλωσσολόγων.  

    1. Τα ρήματα διακρίνονται σε θεματικά και αθέματα. Τα θεματικά είναι τα ρήματα στα οποία οι καταλήξεις προστέθηκαν στη ρίζα με τη βοήθεια του φωνήνετος ο (α΄πρ. ενικού, α’ και γ’ πρ. πληθυντικού:  έτρεχ-ο-ν, ετρέχ-ο-μεν, έτρεχ-ο-ν) και του φωνήεντος ε (β’ και γ’ πρ. ενικού, β΄πρ. πληθυντικού:  έτρεχ-ε-ς, έτρεχ-ε, ετρέχ-ε-τε).  Αθέματα είναι τα ρήματα στα οποία οι καταλήξεις προστέθηκαν κατευθείαν στη ρίζα: πρόκειται για τα ρήματα που λήγουν σε -μι: ει-μί (<*εσ-μί), φη-μί, δί-δω-μι, τίθημι. Αλλά όλα τα ρήματα που λήγουν σε -μι δεν είναι αθέματα:  ζεύγ-νυ-μι! Με άλλα λόγια, στα θεματικά, μεταξύ της ρίζας και των καταλήξεων παρεμβάλλεται τα φωνήεντα ο και ε·   μερικές Γραμματικές τα αποκαλούν συνδετικά αυτά τα φωνήεντα. 

2. Οι προσωπικές καταλήξεις διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:  τις βασικές (που χρησιμοποιούνται στους χρόνους του παρόντος), τις δευτερεύουσες (που χρησιμοποιούνται στους χρόνους του παρελθόντος και την Ευκτική) και τις καταλήξεις του Παρακειμένου.

3. Τα αθέματα και τα θεματικά ρήματα έχουν τις δικές τους ιδιαίτερες καταλήξεις.

  Και μετά από όλα αυτά τα ωραία, ας έρθουμε να αντιμετωπίσουμε τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε μετά από αυτη τη δομική και εμπειρική ταξινόμηση των ρημάτων και των καταλήξεων.

   Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι η προσωπική κατάληξη -ω (τρεχ-ω) δεν είναι τίποτα άλλο από το συνδετικό φωνήεν ο το οποίο εκτάθηκε, έγινε δηλαδή από βραχύ μακρό· άρα:  τρέχ-ω < τρέχ-ο. Εγείρονται δύο ερωτήματα: πρώτον, γιατί να εκταθεί και να γίνει μακρό; δεύτερον, ποιά είναι η προσωπική κατάληξη;  Οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι δεν έχουν αντιληφθεί την αναγκαιότητα διατύπωσης αυτούς του ερωτήματος. Να τι γράφει ο Chantraine (Ιστορική μορφολογία της Ελληνικής γλώσσας, σελ. 340): Στη θεματική  συζυγία δεν έχουμε ακριβώς κατάληξη, αλλά το θεματικό φωνήεν ο με έκταση. Η κατάληξη αυτή αντιστοιχεί στον τύπο του λατινικού linquo (λείπω). 

     Δεν έχουμε ακριβώς κατάληξη  αλλά έχουμε κατάληξη! Τί θέλει να πει όταν γράφει δεν έχουμε ακριβώς κατάληξη; Πώς γίνεται να μην έχουμε κατάληξη; Πώς γίνεται σε όλα τα άλλα  πρόσωπα να έχουμε καταλήξεις και εδώ να μην έχουμε; Τί έκαναν δηλαδή οι ομιλητές, μετέτρεψαν το θεματικό (συνδετικό) φωνήεν ο σε κατάληξη; Μα το συνδετικό, το θεματικό φωνήεν συνδέει τη ρίζα με την κατάληξη αλλά εδώ δεν υπάρχει προσωπική κατάληξη, το ίδιο το θεματικό φωνήεν μετεξελίχθηκε σε προσωπική κατάληξη!

    Υπήρξε, φίλες και φίλοι, προσωπική κατάληξη αλλά χάθηκε!  Εμείς σήμερα θα την εντοπίσουμε και θα εξηγήσουμε γιατί χάθηκε.

     Ας δούμε άλλη μια δυσκολία. Λέμε γράφεις και θεωρούμε ότι η κατάληξη είναι -εις. Εάν το ε είναι το συνδετικό, θεματικό φωνήεν, τότε η κατάληξη θα είναι αυτό που απομένει – τί είναι όμως αυτό το – ις; Λέμε γράφει: εάν το ε είναι το θεματικό φωνήεν, τότε η κατάληξη θα είναι -ι  αλλά τί είναι αυτό το -ι; Οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι οι καταλήξεις είναι -εις και -ει αλλά ξεχνάνε αυτά που γράφουν για συνδετικά φωνήεντα! Οι αυτές καταλήξεις παραμένουν ένα μυστήριο – ο Chantraine  παραδέχεται (σελ. 348) ότι η κατάληξη ει  είναι εξίσου με αυτή [ενν. την -εις) σκοτεινή !

    Στο α’ πληθυντικό δεν έχουμε κανένα πρόβλημα: τρέχ-0-μεν: η κατάληξη είναι -μεν και σημαίνει εμείς. Πρόβλημα δεν έχουμε ούτε στο β΄πλ.: τρέχ-ε-τε: η κατάληξη είναι -τε και σημαίνει εσείς. Στο γ΄ πλ. η κατάληξη είναι -ουσι (λέγ-ουσι) και γνωρίζουμε ότι προήλθε από τον τύπο λύ-ο-ντι· άρα η πρωτογενής κατάληξη είναι -ντι και σημαίνει αυτοί, αυτές, αυτά. Ας δούμε τώρα κάτι το αξιοπερίεργο, κάτι το οποίο δεν θα ήθελα να ξεχάσετε, ας το κάνουμε κορνίζα κι ας τη βάλουμε στο σαλόνι του εγκεφάλου μας,  γιατί θα μας φανεί πολύ χρήσιμο:

σε όλους τους χρόνους της ενεργητικής φωνής, σε όλες τις εγκλίσεις, και στις δύο συζυγίες (θεματική, αθέματη) οι καταλήξεις στο α΄και στο β΄πρόσωπο πληθυντικού  είναι ίδιες: -μεν και -τε!

Μετά από αυτά, αναρωτιέμαι και πάλι: Γιατί στα εν λόγω πρόσωπα οι καταλήξεις να είναι ίδιες ενώ στα άλλα πρόσωπα δεν είναι;

   Να ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Οριστική τοὖ ενεργητικού Ενεστώτα: 1) σε δύο περιπτώσεις (α΄και β΄πληθ.) η κατάληξη είναι σαφής και κοινή σε όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις. 2) στο γ΄ πλ. (τρέχ-ουσι) εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μετεξέλιξης: γνωρίζουμε και την αρχική κατάληξη (-ντι) και  τη διαδικασία μετεξέλιξης: τρέχ-ο-ντι >τρέχ-ο-νσι> τρέχ-ουσι. 3) Στο β΄και γ΄πρ. ενικού εικάζουμε ότι οι καταλήξεις είναι αποτέλεσμα μετεξέλιξης αλλά δεν ξέρουμε ούτε τις αρχικές καταλήξεις ούτε τη διαδικασία μετεξέλιξης. Και, 4) στο α΄πρ.  ενικού γνωρίζουμε ότι το συνδετικό φωνήεν ο εκτάθηκε σε ω, και πήρε τη θέση της κατάληξης αλλά δεν ξέρουμε ποιά ήταν και γιατί χάθηκε η αρχική προσωπική κατάληξη.

   Τα άλυτα προβλήματα και οι ανυπέρβλητες  δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι οφείλονται σε μια εμπειρικού και δομικού, ανιστορικού τύπου προσέγγισης της γλώσσας. Βλέπουν καταλήξεις άχρονες που οι ομιλητές προσθέτουν, αφαιρούν, αγοούν, παραβλέπουν.

    Να και τα ερωτήματα που θα μας οδηγήσουν στην επίλυση όλων αυτών των αινιγμάτων και γρίφων. Εάν στο α΄και β΄προσ. οι καταλήξεις είναι κοινές σε όλους τους χρόνους και τις εγκλίσεις, στην θεματική και στην αθέματη συζυγία, μήπως ήταν κοινές σε όλα τα πρόσωπα; Όπως υπάρχει μία και μόνο μία κατάληξη στο α΄πλ. (-μεν), μία και μόνο μία στο β΄πλ. (-τε), μία και μόνο μία θα υπήρχε και στα άλλα πρόσωπα!  Ποιές όμως; Πολύ λογικό ακούγεται – απομένει να το διερευνήσουμε.

    Ας κάνουμε ένα ακόμα βήμα. Εξετάσαμε τις καταλήξεις της θεματικής συζυγίας γιατί η κατάληξη – ω είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της συζυγίας.  Ας δούμε τώρα ποιές είναι οι καταλήξεις της αθέματης.

  Είπαμε ότι στο β΄και γ΄ πρ. πληθυντικού οι καταλήξεις είναι κοινές τρεχ-ο-μεν, εσ-μέν, τίθε-μεν·  τρέχ-ε-τε, εσ-τέ, τίθε-τε. Στο α΄ενικού η κατάληξη είναι -μι και σημαίνει εγώ –  δεν υπάρχει καμιά δυσκολία (φημί, ειμί, δίδωμι, ίστημι, δείκνυμι, κτλ). Στο β΄ενικού είμαστε βέβαιοι ότι η αρχική κατάληξη ήταν -σι και επιβιώνει στον τύπο έσσι (ειμί) από τον οποίο προήλθε ο γνωστός τύπος ει (το σ μεταξύ φωνηέντων σιγείται). Έτσι, τίθης <τίθησι, ίστης <ίστησι, δίδως <δίδωσι, δείκνυς <δείκνυσι. Πολύ ωραία, γιατί όμως σιγήθηκε το τελικό -ι; Θα το κατανοήσουμε εάν εξετάσουμε το γ΄πρ. ενικού. Εδώ, είμαστε επίσης βέβαιοι ότι η αρχική κατάληξη ήταν -τι: εστί! Έχουμε όμως τίθησι, δίδωσι, δείκνυσι και άλλα πολλά: όλοι αυτοί οι τύποι προήλθαν από την μετεξέλιξη της συλλαβής τι σε σι: πλούτος, πλούτιος, πλούσιος· αθάνατος, αθανάτιος, αθανάσιος! Είχαμε λοιπόν στο β΄εν. τίθησι και στο γ΄εν. επίσης τίθησι! Η σίγηση του τελικού -ι του δευτέρου προσώπου διέλυσε τη σύγχυση!    Στο γ΄πλ. η κατάληξη της θεματικής συζυγίας είναι όμοια με αυτήν της αθέματης: -ντι.

     Ας κάνουμε άλλο ένα βήμα: από τις δύο συζυγίες των ρημάτων, ποια είναι η αρχαιότερη; Μήπως εμφανίστηκαν ταυτόχρονα και παράλληλα; Εἰμαστε βέβαιοι (Ιλιάδα και Οδύσσεια)  ότι τα αθέματα ρήματα σε -μι ήταν κάποτε πάρα πολλά. Υπήρχαν επίσης και πάρα πολλά ρήματα με καταλήξεις της αθέματης συζυγίας αλλά δεν ήταν γνήσια αθέματα μιας και μεταξύ της ρίζας και της κατάληξης παρεμβάλλονταν όχι τα φωνήεντα ο και ε αλλά κάποια άλλα μορφήματα (ενθήματα): -νυ- (δείκνυμι, ζεύγνυμι, κ.α.) και – νη- (δάμνημι, πέρνημι, σκίδνημι, κ.α.). Τα μορφήματα αυτά είχαν κάποια σημασία (νυ=νυν=τώρα, για να δηλωθεί το παρόν). Ποιά ήταν όμως η σημασία των θεματικών ο και ε  (τρέχ-ο-μεν, τρέχ-ε-τε); Δεν είχαν καμιά σημασία, δεν ήταν μορφήματα αλλά είχαν αναπτυχθεί για φωνητικούς λόγους: στην αρχη λέγανε *λέγ-μεν και *λέγ-τε αλλά για λόγους ευφωνίας αναπτύχθηκαν τα φωνήεντα ο και ε και έτσι προέκυψαν οι μορφές λέγ-ο-μεν και λέγ-ε-τε. Μπορούμε λοιπόν με βεβαιότητα να αποφανθούμε ότι η αρχαιότερη συζυγία ήταν η αθέματη: η θεματική συζυγία προέκυψε από την αθέματη – αυτό μας λέει οι κοινές καταλήξεις του πληθυνικού -μεν, -τε, -ντι!    Και η μεν αθέματη εξαφανίστηκε, με το πέρασμα των αιώνων, η δε θεματική επιβίωσε και επιβλήθηκε πλήρως.

Ελάτε τώρα να κάνουμε κάτι πολύ απλό και πολύ λογικό. Εάν η θεματική συζυγία προέρχεται από την αθέματη, εάν στον πληθυντικό οι καταλήξεις ήταν κοινές, γιατί να μην εικάσουμε ότι ήταν και στον ενικό;

    Αν εικάσουμε κάτι τέτοιο, θα παρατηρήσουμε ότι όλα τα προβλήματα επιλύονται, όλες οι δυσχέρειες υπερβαίνονται! 

1. Ο τύπος λέγ-ω (<λέγ- ο -) θα προέρχεται από τον τύπο λέγ-ο- μι (<λέγ-μι)! 

Τι μας ωθεί να διατύπουμε αυτή την εικασία; Ο σχηματισμός του Παρατατικού και του Αορίστου β΄: ε-λέγομι  > έλεγομ > έλεγ-ον· ε-βάλομι> έβαλομ >έβαλ-ον  –  να η προέλευση της κατάληξης -0ν του Παρατατικού και του Αορίστου β΄!  Η μετεξέλιξη αυτή, η σχεδόν ολική σίγηση της προσωπικής κατάληξης στον Παρατατικό και τον Αόριστο β΄, που επιβίωσε ως -ν, επηρέασε τον σχηματισμό του πρώτου προσώπου της Οριστικής Ενεστώτα με αποτέλεσμα να σιγηθεί και να χαθεί η προσωπική κατάληξη -μι.

2. Οι  τύποι λέγεις και λέγει του β΄και γ΄πρ. ενικού θα προέρχονται από τους τύπους  *λέγ-ε-σι (<*λεγ-σι) και *λέγ-ε-τι (*λεγ-τι)!

Πώς όμως από τον τύπο *λέγεσι φτάσαμε στον τύπο  λέγεις;  Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε λέγει, λόγω της σίγησης του σ μεταξύ φωνηέντων. Και εδώ, ο σχηματισμός αυτός προέκυψε χάριν του σχηματισμού του γ΄πρ. Εδώ, το λέγετι έγινε λέγεσι και μετά λέγει!  Η ανάπτυξη του ς  στο β΄πρ. διέλυσε την σύγχυση!  

   Αξίζει να δούμε και την εξέλιξη στον Αόριστο β΄και Παρατατικό, που επιβεβαιώνει την παραπάνω εικασία:

β΄πρ.: ε-λέγεσι < έλεγες – με τη σίγηση του -ι! Τόσο απλά.

γ’ εν. : ε-λέγετι > ἐλεγετ > έλεγε –  το τ δεν μπορεί να είναι ληκτικό σύμφωνο!  Τόσο απλά! 

Ας δούμε τον σιγματικό Αόριστο: *ελύσα-μι >έλυσα· και ο Παρακείμενος:  *λελύκα-μι >λέλυκα!  Τόσο απλά!

Κατά συνέπεια, σε όλους τους χρόνους της ενεργητικής φωνής, σε όλες τις εγκλίσεις, και στις δύο συζυγίες, οι προσωπικές καταλήξεις ήταν:

-μι (δίδωμι)

-σι (έσσι)

-τι (εστί)

-μεν (μες) (λέγ-ο-μεν)

-τε (λέγ-ε-τε)

-ντι (λέγ-ο-ντι > λέγουσι)

 Αυτές οι αρχικές προσωπικές καταλήξεις σε κάποιες περιπτώσεις επιβίωσαν ως είχαν, σε άλλες σιγήθηκαν και σε άλλες μετεξελίχθηκαν.

Αυτά για σήμερα. Α, θα το ξχνούσα. Η έκταση του ο σε -ω (λέγο >λέγω) παρουσιάζει μια ομοιότητα με την έκταση του βραχέος ο των πλαγίων πτώσεων στο θέμα των ουσιαστικών σε μακρό ω: του λέοντ-ος αλλά ο λέων· του ευδαίμονος αλλά ο ευδαίμων.  Φαίνεται πως το ισχυρότερο μακρό ω στο α΄πρόσωπο και στην Ονομαστική εμφράζει την ισχύ του πρώτου προσώπου (εγώ!) και της Ονομαστικής (που ονομάζει τα αντικείμενα) .

Και κάτι ακόμα: γιατί να αναπτυχθεί το συνδετικό, θεματικό φωνήεν ο και να εμφανιστεί έτσι η θεματική συζυγία; Τί εννοώ όταν λέγω ότι αναπτύχθηκαν για λόγους ευφωνίας;

Αυτό το ερώτημα είναι το αντικείμενο μιας άλλης διδακτορικής διατριβής! 

Αύριο πάλι – λάσπη τα χωράφια, ήρθε και η φίλη Βανέσα από Άλεξπολ, περπάτημα και μαγείρεμα και γαράκια!

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Mου φαίνεται σχεδόν αυτονόητο ότι οι αρχικές προσωπικές καταλήξεις είναι όπως τις περιγράφεις. Η αθέματη συζυγία δε μπορεί παρά να προηγείται χρονικά της θεματικής, ή -για να το πω αλλιώς- υπήρξε μία εποχή κατά την οποία όλα τα ρήματα ανήκαν στην αθέματη συζυγία.
    Αυτό είναι κάτι που το συνειδητοποίησα διαισθητικά στο Λύκειο, συγκρίνοντας τον παρατατικό της λατινικής (που, σημειωτέον, δε διαθέτει καν αθέματη συζυγία) με τον ενεστώτα των εις -μι ρημάτων της αρχαίας ελληνικής. Δεν είναι λοιπόν καταπληκτικό ότι ο παρατατικός μιας γλώσσας, που δε διαθέτει καν αθέματη συζυγία, διατηρεί τη μνήμη μιας εποχής κατά την οποία όλα τα ρήματα ήταν αθέματα;
    Δια του λόγου το αληθές, ιδού ο παρατατικός του ρήματος fero (tuli, latum, ferre):

    fere-ba-m
    fere-ba-s
    fere-ba-t
    fere-ba-mus
    fere-ba-tis
    fere-ba-nt

    Δε μπορώ να φανταστώ άλλη καλύτερη απόδειξη για το ότι οι κλιτικές γλώσσες ξεκίνησαν την καριέρα τους ως συγκολητικές.Αυτό το fere-ba-m δεν είναι μια τυπικότατη, στοιχειωδέστατη συγκόληση;
    fere-ba-m: root + tense indicator + personal indicator.

    Y.Γ.: Παίρνω σαν παράδειγμα το αναθεματισμένο ρήμα fero (tuli, latum, ferre), ακριβώς γιατί “δεν έχει ίσιο κρέας πάνω του”, όπως λέμε και στο χωριό μου, και με παίδεψε όσο δεν πάει άλλο στο Λύκειο, μέχρι να μάθω τις ιδιοτροπίες του. Μοναχά η οριστική του παρατατικού δεν ήθελε κάποιου είδους ξεχωριστή απομνημόνευση. Και αυτό, όπως και να το κάνουμε, με έβαλε σε υποψίες…

  2. Μου φαίνεται όμως ότι, πάνω στη βιασύνη μου, μάλλον βλακεία έγραψα παραπάνω. Η ρίζα του ρήματος fero λογικά είναι fer-, οπότε ο τύπος ferebam στην πραγματικότητα αναλύεται σε τέσσερα μέρη, δηλαδή fer-e-ba-m. Το -e- είναι θεματικό φωνήεν· δεν είναι μέρος της ρίζας.

  3. Οι ρηματικές καταλήξεις της Λατινικής επιβεβαιώνουν ότι για κάθε πρόσωπο ήταν μία η κατάληξη σε όλους τους χρόνους και της εγκλίσεις της ενεργητικής φωνής. Το fereba- m προέρχεται από το *fereba-mi, κτλ. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Όλα αυτά είναι τόσο σαφή που παραξενεύομαι με την ανικανότητα των φιλολόγων/γλωσσολόγων να επισημάνουν την προέλευση της θεματικής κλίσης από την αθέματη. Να είναι αποτέλεσμα της στρουκτουραλιστικής (δομιστικής) μεθόδου και ιδεολογίας; Μάλλον· τί άλλο να υποθέσουμε, Φιλίστωρ;