φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Ενθουσιάζομαι, από τη χαρά μου, όταν βλέπω κι ακούω στην τηλεόραση τους καλεσμένους δημοσιογράφους και πολιτικούς σε ειδησεογραφική εκπομπή να μιλάνε όλοι και όλες μαζί – δεν ακούγεται τίποτα, ένας βόμβος ανθρωπίνων φωνών, ένας άναρθρος θόρυβος προκαλούμενος από έναρθρες αυτοακυρούμενες φωνές, μια κατακρήμνιση του διαλόγου στην άβυσσο της Δημοκρατίας, ένα μεγαλοπρεπές φτύσιμο της καριόλας διαλεκτικής, αυτής της τέχνης του Κυρίου να ξεπερνάει τις αντιφάσεις προς όφελος της Κυριαρχίας, της ενίσχυσής της, της αναπαραγωγής της. Η διαλεκτική, ετυμολογικά και σημασιολογικά, συγγενεύει με τον διάλογο, στον οποίο η πρόθεση διά και το όνομα λόγος, ή το ρήμα λέγω (διαλέγομαι), συμπλέκονται με τέτοιο τρόπο ώστε το ένα συνθετικό να τονίζει την σημασιολογική βαρύτητα του άλλου: η πρόθεση διά ακυρώνει, καταργεί την απόσταση ( μια μέρα θα ασχοληθούμε διεξοδικά με αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα πρόθεση) που ενδέχεται να προκύψει μεταξύ των λόγων του Κυρίου. Ας μην μας παρεξενεύει το ότι κάποιοι επαναστάτες του 19ου αιώνα τη λάτρεψαν – πρόκειται γι άλλη μια καραμπινάτη περίπτωση μίμησης του λόγου και του τρόπου σκέψης του Κυρίου, ο οποίος λόγος και τρόπος σκέψης συστηματοποιήθηκε από τον φιλόσοφο τσομπάν- Χέγκελ που είχε ξεσκονίσει για τα καλά τον Πλάτωνα και είχε κατανοήσει ότι η φιλοσοφία του δουλοκτήτη Κυρίου δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αναζήτηση της αλήθειας, δηλαδή της ουσίας, δηλαδή της ισχύης του Κυρίου, της αύξησης της ισχύος, της ενίσχυσης της Κυριαρχίας. Η διαλεκτική είναι η φιλοσοφική μέθοδος αναζήτησης της ισχής του Κυρίου. Και του προλεταριάτου! Εδώ πατήσαμε την μπανανόφλουδα, πέσαμε, χτυπήσαμε και δεν έχουμε ακόμα σηκωθεί. Το πως είναι το χτυπιμένο προλεταριάτο, εννοώ τη σκέψη του και τη ζωή του, μπορείτε να το δείτε στη ζωγραφιά του Παύλου.
Αν δεν έχετε παρατηρήσει τη διαδικασία της κατάρρευσης της τηλεοπτικής διαλεκτικής, θα μου επιτρέψετε να σημειώσω τα παρακάτω. Κάποιος καλεσμένος επιχειρεί να απαντήσει σε ερώτηση του παρουσιαστή και μόλις περάσει κάποιος χρόνος, η διάρκεια του οποίου ποικίλει ανάλογα με τις περιστάσεις και την ένταση του διαλόγου, ένας άλλος παρεμβαίνει και προσπαθεί να τον διακόψει, κι αν δεν τα καταφέρει, συνεχίζει να μιλάει ταυτόχρονα. Προσπαθεί να τον διακόψει διότι προβάλλει αξιώσεις ισχύος – ο Κύριος μιλάει κι αυτός που μιλάει είναι Κύριος. Αν δεν καταφέρει να αφαιρέσει τον λόγο και να γίνει Κύριος, μιλάει ταυτόχρονα για να ακυρώσει την Κυριαρχία του άλλου ακυρώνοντας και τη δικήτου. Πρόκειται για μια ακόμα, από τις πολλές, εκδήλωση της αυτοκαταστροφικής, για να μην πω αυτοκτονικής, τάσης του Κυρίου, την οποία τάση ο Κύριος έχει συνειδητοποιήσει πολύ καλά και επιχειρεί να την διαχειριστεί όσο γίνεται πιο ορθολογικά, με τρόπο δηλαδή που να ενισχύει την Κυριαρχία του. Της ευκαιρίας δοθείσης, να προβάλλουν τις δικές τους αξιώσεις ισχύος, στο χορό της αυτοκαταστροφικής τάσης μπαίνουν κι άλλοι καλεσμένοι κι ο βόμβος δυναμώνει, ο διάλογος και η διαλεκτική κείτεται κουρέλια στα πόδια τους και στα πόδια μας. Χαίρεσαι; με ρωτάει η Τασούλα, δεν ακούμε και δεν καταλαβαίνουμε τίποτα! Γιατί όταν μιλάει ένας ένας καταλαβαίνουμε τίποτα; της απαντώ.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι ίδιον του Κυρίου και των Υπηρετών Του. Πρόκειται για μια ανθρωπολογική συνθήκη. Δεν έχω πειστεί, φίλες και φίλοι, ότι δεν υπάρχει ανθρώπινη φύση. Μπορεί να κάνω λάθος αλλά δεν έχω πειστεί. Ούτε με την μαρξιστική κριτική του Αλτουσέρ (κατά του ανθρωπισμού) ούτε με την μεταμοντέρνα του Φουκό. Δεν είναι του παρόντος. Δεν μιλάμε μόνο για να επικοινωνήσουμε, μιλάμε και για να εκτονώσουμε το άγχος μας – η φλυαρία χωρίς νόημα είναι ενδεικτική. Η διαπίστωση αυτή επέτρεψε τον φροϊδιστή Λακάν να διατυπώσει την άποψη ότι η γλώσσα είναι δομημένη όπως το ασυνείδητο. Πολύ συχνά μιλάμε από αμηχανία, γιατί δεν έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε. Πολύ συχνά επίσης μιλάμε απλά και μόνο για να συσφίξουμε τον δεσμό που κινδυνεύει να ακυρωθεί μή πράττοντας και μη μιλώντας. Αλλά: πολύ συχνά μιλάμε για να προβάλουμε αξιώσεις ηγεσίας. Αυτός που μιλάει πιο πολύ από τους άλλους σε μια παρέα στέλνει το μήνυμα, είτε το ξέρει είτε όχι, ότι αυτός είναι ο ηγέτης της ομάδας – διότι δεν νοείται ανθρώπινη ομάδα χωρίς ηγέτη και θύμα – πολύ συχνά ο ηγέτης γίνεται το θύμα, και το θύμα (ο μετα θάνατον ηγέτης). Αυτός που θέλει να γίνει ηγέτης οφείλει να μιλάει. Η διακοπή του λόγου του είναι μια πράξη ακύρωσης της προβολής αξιώσεων Κυριαρχίας – η ακύρωση όμως δεν επιτυγχάνεται μόνο με την ακύρωση: επιτυγχάνεται και με την αδιαφορία, με τη σιωπή, με τον χαβαλέ, με παρἀπλευρες χαμηλόφωνες συζητήσεις μεταξύ των μελών της ομάδας.
Ανθρωπολόγοι μας έχουν πληροφορήσει ότι σε τροφοσυλλεκτικούς εσμούς το καθήκον του ηγέτη είναι να μιλάει χωρίς σταματημό μόνο που δεν τον ακούει κανένας! Σε άλλες τροφοσυλλεκτικές ομάδες κανένας δεν θέλει να γίνει αρχηγός – τελικά αρχηγός γίνεται αυτός που δεν αντέχει τον ξυλοδαρμό! Μα την Παναγία, δεν κάνω πλάκα! Νομίζουμε ότι όλες αυτές οι πρακτικές έχουν χαθεί! Πόσο πλανόμαστε! Η διακοπή της ομιλίας του φιλόδοξου ηγέτη είναι πρακτική του αδιόρατου κοινωνικού πολέμου που πηγάζει από την αναρχική και κομμουνιστική φύση του ανθρώπου. Δεν είναι η μόνη: η σιωπή, η αδιαφορία, η αποχή, η μη συμμετοχή, η κοπάνα, η φυγή, ο σαρκασμός, η σάτιρα, η ενεργητική παθητικότητα, το γέλιο είναι από τις πιο σημαντικές. Η σιωπή! Πόσα πολλά λέμε με τη σιωπή, η σιωπή είναι ένας τρόπος επικοινωνίας. Πόσο ενοχλείται ο Κύριος με τη σιωπή των Υποτελών! Πόσο ενοχλείται με την αδιαφορία τους. Αυτός ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών αδιόρατος κοινωνικός πόλεμος δεν έχει μελετηθεί, δεν έχει συνειδητοποιηθεί! Πόσα έχουμε να σκεφτούμε, πόσα να αναθεωρήσουμε, πόσα να δούμε με μια νέα οπτική!
– Αγάπη μου, τι μου πήρες για την επέτειό μας;
– Σου πήρα από την τσάντα είκοσι εβρά για να βάλω βενζίνα!
– Πόσο χρονών είσαι;
– Είκοσι τέσσερα.
– Α, πάνω στο άνθος της ανεργίας σου.
Τι μου είπε προχτές ο Παύλος! Μπαμπά, αυτόν που δεν πιστεύει στον Θεό τον λέμε άθεο. Ναι. Αυτόν που δεν πιστεύει στον Χριστό; Δεν ξέρω, πως τον λένε;
Άχριστο!
Αύριο πάλι. Φυτέψαμε χτες πέντε κιλά κοκκάρι αλλά μας έπιασε βροχή. Θα ξεκουραστώ και θα διαβάσω σήμερα.
Ας πάρουμε τις “ιδεώδεις” συνθήκες διαλόγου μεταξύ ισότιμων λίγο-πολύ συνομιλητών: Ο καθένας μιλάει με τη σειρά του, με τους υπόλοιπους στο ρόλο του ακροατή, και κατόπιν παίρνει το λόγο ο επόμενος, με τον πρώην ομιλητή να γίνεται κι αυτός με τη σειρά του ακροατής κλπ. Σε μια τέτοια “ιδεώδη” κατάσταση, οι διακοπές αναμένεται να είναι όχι μόνο ελάχιστες, αλλά και “λειτουργικές”, υπό την έννοια ότι επαναφέρουν εντός ορίων όποιον πάει με οποιονδήποτε τρόπο να παρεκτραπεί (κάνοντας κατάχρηση χρόνου, μιλώντας εκτός θέματος κλπ).
Σε μια τέτοια “ιδεώδη” κατάσταση, ποιος είναι ο κυρίαρχος; Ο άγραφος νόμος της κοινότητας. Και ποιος τον ενσαρκώνει-εκπροσωπεί; Η ίδια η κοινότητα in toto και το κάθε μέλος της χωριστά. Σε πιο θεσμικές περιστάσεις, μπορεί να ορίζεται (ή και ν΄ αναδεικνύεται de facto) κάποιος που να κρατάει τη διαδικασία· κυρίαρχος όμως εξακολουθεί να είναι ο άγραφος νόμος της κοινότητας.
Πότε ξεφεύγουμε από τις “ιδανικές” συνθήκες διαλόγου; Όταν έχει πάψει να είναι κυρίαρχος ο άγραφος νόμος της κοινότητας. Δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν τότε: Είτε ο καθένας -μόνος του, ή με την ομάδα του- να κοιτάει πώς θα επιβληθεί πάνω στους άλλους (αυτή είναι η κατάσταση που οι αρχαίοι αποκαλούσαν ἀναρχίαν, που καμία σχέση βεβαίως δεν έχει με τη νεώτερη ιδεολογία του αναρχισμού), είτε να έχει καταφέρει κάποιος -άτομο ή ομάδα- να εξασφαλίσει την κυριαρχία για λογαριασμό του και να υποβιβάσει τους άλλους στην κατάσταση του υποτελούς.
Φιλίστωρ, σ΄ ευχαριστώ για την παρέα σου.
Τα μέλη μιας ομάδας μπορούν να συζητήσουν και να αποφασίσουν μόνο εάν έχουν διαυγέστατη επίγνωση ότι σε κάθε ομάδα ανά πάσα στιγμή ενδέχεται να σκάσει μύτη ο ηγέτης και το θύμα. Την ομάδα αυτή καλώ συμβιωτική, ελευθεριακή, αναρχοκομμουνιστική.
Nαι, γι΄ αυτό άλλωστε μίλησα για “ιδεώδεις” συνθήκες διαλόγου. “Ιδεώδεις” ωστόσο δε σημαίνει ανέφικτες· ούτε σημαίνει ότι ενδέχεται ίσως να πραγματωθούν σε κάποιο αδιευκρίνιστο μέλλον. Σημαίνει ότι μπορούν να πραγματωθούν -και όντως εν μέρει πραγματώνονται- σήμερα, κάτω από τις κατάλληλες περιστάσεις. (Με τη δική σου ορολογία, θα έλεγα ότι οι “ιδεώδεις” συνθήκες διαλόγου που περιέγραψα, δεν είναι παρά ο “εμμενής κομμουνισμός” στο επίπεδο της επικοινωνίας.)
Αθανάσιε, καλημέρα!
Αν έχω καταλάβει σωστά από τα κείμενά σου, υποστηρίζεις ότι οποιαδήποτε είδους διαλεκτικη με τον Κύριο απλά και μόνο ενισχύει την κυριαρχία του. Το βλέπουμε αυτό διαχρονικά από την αυξανόμενη διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών παρά τις όποιες κατακτήσεις πέτυχαν οι δέυτεροι έναντι των πρώτων απ’ ότι φαίνεται αυτές ήταν μικρές στρατηγικής σημασίας υποχωρήσεις που μακροπρόθεσμα αύξαναν την κυριαρχία του ισχυρού.
Αν έχω επίσης καταλάβει καλά, ο Ισχυρός δεν προσωποποιείται σε ένα μόνο άτομο ή μια μικρή αδιαφοροποίητη ομάδα ανθρώπων αλλά είναι περισσότερο η ιδέα της ισχύης που είναι ριζωμένη στους εγκεφάλους όλων (και των υποτελών) και μας κάνει να την αναπαράγουμε σε όποια θέση και να βρεθούμε. Δηλαδή ακόμα και αν ένας Κύριος χάσει την ισχύη του θα βρεθεί ένας άλλος μικρός Κύριος ή υποτελής που άμεσα ή σταδιακά θα πάρει τη θέση του.
Εάν αφαιρέσουμε την προοπτική της σύγκρουσης με τον Κύριο, δηλαδή και με ένα μέρος του εγκεφάλου μας τι μένει για να μας οδηγήσει στην αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων; Μπορούν οι πρακτικές της σύγκρουσης, της κυριαρχίας και η ηδονή της ισχυης να σβήσουν από την καθημερινότητά μας όταν τις βλέπουμε να αναπαράγονται παντού και τελευταία ολοένα και περισσότερο στον κινηματογράφο;