φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Τη μοναξιά σε όλο της το φοβιστεροτρομακτικό μεγαλείο τη βιώνουμε λίγο πριν πεθάνουμε· τότε, είμαστε μόνοι και μόνες, όλοι και όλες, Υποτελείς και Κύριοι – δεν μπορεί κανένας να μας βοηθήσει. Είναι η περιβόητη μοναξιά του θρήσκοντος ανθρώπου, η μοναξιά του μελλοθάνατου. Ο μελλοθάνατος γίνεται ετοιμοθάνατος όταν το πάρει απόφαση ότι game is over· τότε, ή θα αγωνιστείς κατά του θανάτου και θα ζήσεις μέσα στη θλίψη και την αγωνία, μέσα στο μίσος και τις ενοχές, θα ζήσεις την Κόλαση δηλαδή, ή θα παραδοθείς στη ζωή, στον θάνατο, θα θυμηθείς ανθρώπους που αγαπάς, θα λυπηθείς αλλά δεν θα φοβηθείς, θα θυμηθείς ωραία σκηνικά, και η Ζωή θα σε ανταμείψει με πολλή ενδορφίνη, θα νιώσεις μια ζέστη σε όλο το κορμί και έξι ώρες πριν θα πέσεις σε κώμα (πλήρης αναστολή της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, απώλεια της κινητικότητας, της αισθητικότητας, της συνείδησης, σαν να έχεις σουτάρει πρέζα, οντί όμως [οντί =od=overdose]). Κανένας σωματικός, κανένας ψυχικός πόνος, πλήρης αναλγησία – αυτός είναι ο Παράδεισος. Τα πρεζάκια ζούνε τεχνηέντως τον Παράδεισο.
Ως νεκροθάφτης στο χωριό μου, μαζί με άλλους τρεις, την τριετία 1997-2000, για να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, έχω θάψει 14 νεκρούς· όταν βλέπουμε ένα νεκρό, το βλέμμα μας πάει στο πρόσωπό του – γιατί; Τί θέλουμε να δούμε; Να τον δούμε για τελευταία φορά; Όχι, φίλες και φίλοι, όχι. Τί νόημα έχει να δεις έναν νεκρό για τελευταία φορά; Το νεκρικό πρόσωπο αιχμαλωτίζει το βλέμμα μας γιατί είναι ο θάνατος αυτός που το αιχμαλωτίζει. Αγωνιούμε μπροστά στο νεκρό – περισσότερο για μας κλαίμε, λιγότερο για τον νεκρό. Στο πρόσωπό του δεν βλέπουμε τον θάνατο, βλέπουμε πως πέθανε – έζησε στην Κόλαση ή τον Παράδεισο; Θυμάμαι ένα πρόσωπο, δεν θα το ξεχάσω – τρόμος, αγωνία, μίσος, κακία, παραμόρφωση, φρίκη, Κόλαση, Κόλαση! Η μοναξιά του θνήσκοντος ανθρώπου, φίλες και φίλοι, μας βοηθάει να διαμορφώσουμε ένα νόημα για τη ζωή. Εάν αυτό το τρομακτικό βίωμα προκαλείται από την ανημπόρια (τί όμορφη λέξη, την προτιμώ από την αδυναμία) να μας βοηθήσει κάποιος να μην πεθάνουμε, τότε η ζωή δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημη της βοήθειας. Ζωή σημαίνει βοήθεια, αλληλοβοήθεια, αλληλεγγύη, αμοιβαιότητα, συμπαράσταση, συμπόνια, κατανὀηση – και άλλα πολλά. Ποιός όμως μας βοηθάει; Η ζωή και οι φίλοι. Πολύ ωραία, οι φίλοι μας βοηθάνε – η ζωή πως μας βοηθάει;
Πήγαινα Γυμνάσιο, Ε΄ή ΣΤ’ τάξη, 16, 17 χρονών· ένα βράδυ βρέθηκα με άλλους τρεις μέσα στο Δάσος, στη Πεντέλη, και κάποια στιγμή τρομάξαμε από κάτι, δεν θυμάμαι από τι, και το βάλαμε στα πόδια. Εκεί που έτρεχα, ξαφνικά σταμάτησα. Πώς είναι δυνατόν να σταματήσεις να τρέχεις την ώρα που προσπαθείς να ξεφύγεις από τον κίνδυνο; Ακίνητος, προσπάθησα να κατανοήσω τι μου συνέβη, τι μου συνέβαινε. Κοίταξα τριγύρω μου κι αντελήφθηκα ότι είχα σταματήσει στο χείλος ενός ψηλού ασβεστοκάμινου, στον πάτο του οποίου είδα, ήξερα ότι υπήρχαν, μυτερά αγκωνάρια, σπασμένα μπουκάλια, παλιοσίδερα, μια μικρή χωματερή.
Πώς σταμάτησα; Τί με σταμάτησε, φίλες και φίλοι; Ο Θεός με βοήθησε, έχω φύλακα άγγελο, έγινε θαύμα – αυτές ήταν οι απαντήσεις που έδινα μέχρι προ ολίγων μηνών. Το γεγονός ότι δεν ξέχασα το περιστατικό, ότι δεν έπαψε να με απασχολεί δείχνει ότι οι απαντήσεις που έδινα δεν με ικανοποιούσαν. Μετά από 4ο χρόνια μπόρεσα να κατανοήσω τι μου συνέβη. Κατέληξα σε δύο εκδοχές. Καθώς έτρεχα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, τα μάτια μου είδαν το καμίνι μέσα στο ημίφως του φεγγαριού, ο εγκέφαλος επεξεργάστηκε αυτό που είδαν τα μάτια μου και με ακινητοποίησε. Πολλά πράγματα κάνει ο εγκέφαλός μας, φίλες και φίλοι, αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. Η δεύτερη εκδοχή: από εκείνο το μέρος είχα περάσει πολλές φορές, είχα χαζέψει από ψηλά τα αγκωνάρια, τα σπασμένα μουκάλια και τα παλιοσίδερα, είχα αντιληφτεί τον κίνδυνο, είχα σκεφτεί ότι εάν πέσω από δω πάνω θα πεθάνω. Προφανώς, ο εγκέφαλος μέσω της όρασσης αναγνώρισε και το μέρος και τον κίνδυνο και με ακινητοποίησε.
Η ζωή με βοήθησε.
Κάθε πρωί απευθύνομαι στις φίλες μου και τους φίλους μου και τους εύχομαι καλή μέρα. Δεν είναι σχήμα λόγου: εάν είμαι ζωντανός είμαι γιατί η ζωή και οι φίλοι μου με βοήθησαν. Εάν οι φίλες μου και οι φίλοι μου είναι γεροί και χαρούμενοι, θα είμαι κι εγώ γερός και χαρούμενος· εάν είμαι κι εγώ, θα είναι και αυτοί. Είναι όμως μόνο αυτό;
Με την ευχοπροσφώνηση φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα, δεν εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου, τις ευχαριστίες μου; Το νιώθετε, το αντιλαμβάνεστε; Κάθε πρωί, μόλις ξυπνήσω, ευχαριστώ τη Ζωή και τους φίλους μου. Πρώτα θα ευχαριστήσω και μετά θα ζήσω, μετά θα αντιμετωπίσω άγχη και προβλήματα και δουλειές και δυσκολίες – μετά! Η αχαριστία και η αγνωμοσύνη δεν είναι έγκλημα είναι αμάρτημα, κομμουνιστικά μιλάω, όχι τσομπαναραΐικα χριστιανικά.
Είναι μόνο ευχαριστία; Όχι, φίλες και φίλοι, είναι και έκκληση για βοήθεια. Η ζωή μας είναι μια διαρκής, καθημερινή έκφραση ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας και μια διαρκής, καθημερινή έκκληση για βοήθεια. Αυτά ακούω, ακούω μια πλανητική συναυλία έκφρασης ευχαριστιών και έκκλησης βοήθειας – δεν έχω πιεί τίποτα, μα την Παναγία, ένα καφεδάκι κι ένα τσιγαράκι νικοτίνης και θα πιω άλλο ένα. Ο Μπένγιαμιν άκουγε τις κραυγές των θυμάτων της προόδου – κι αυτές τις ακούω αλλά δεν μας επιτρέπεται να ακούμε μόνο εναγώνιες κραυγές. Μας επιτρέπεται;
Τί ακούει ο Κύριος, φίλες και φίλοι;
Θα απαντήσουμε αύριο σε αυτό το ερώτημα, όταν, μετά από αυτά τα δύο προεισαγωγικά σημειώματα, διατυπώσουμε μια διαυγή εξήγηση στο γιατί ο υπό εξέταση διάλογος του Κυρίου Πλάτωνος θεωρείται παράξενος, παράδοξος και αινιγματικός.
Εάν ψιλοστέγνωσαν τα χώματα, θα φυτέψουμε με την Τασούλα κοκκάρι. Εάν όχι, θα κουβαλήσω κοπριά.
Σχολιάστε ελεύθερα!