‘ Άκου να δεις τι έγινε. Με πήρε τηλέφωνο χτες ο Στουρνάρας και μου λέει, Θανάση, σε παρακαλώ, στείλε μου ένα καρπούζι, από τα δικά σου, και του λέω, ρε συ, έλα να το πάρεις, εγώ θα στο φέρω; Με το τρένο θα έρθεις, μόνος σου, με το νυχτερινό, των δώδεκα πάρα πέντε, να βρωμάνε όλα τα βαγόνια ξύδια και χασίσια, κλανίδια και ιδρώτα, να κάτσεις κοντά σε κάνα άνεργο οικοδόμο – τι λες, πάτερ, θα φτάσει ζωντανός στην Καστανούσσα; ‘
Ο πάτερ (του πάτερ, τον πάτερ, οι πάτερ, η λέξη είναι άκλιτη στην ελληνική επαρχία), ο πρώτος που συνάντησα, με δεκαεφτά καρπούζια στη καρότσα, χαμογέλασε και πήρε το καρπούζι από τα χέρια μου. Ο γιος του δίπλα, ο Πέτρος, χαμογἐλασε κι αυτός – καλά, ο Πέτρος, δεκαπέντε χρονών, πάντα χαμογελάει, έχει είκοσι κατσίκια και θέλει να τα κάνει εκατό, δεν μπήκε ούτε ένα κατσίκι στο μποστάνι, να μην τον ευχαριστήσω; Είναι ξερικό, του λέω, τους έρριξα ένα κουβά νερό όταν τα φύτευα. Α, μου λέει, θα είναι καλό, και το κοίταγε λες και κρατούσε στα χέρια του κάνα υπερμέγεθες διαμάντι, μα την Παναγία τη Γλυκοφιλούσα. Άντε και του χρόνου, μου ευχήθηκε καθώς ανέβαινα στο τρακτεράκι, του χρόνου θα είσαι πιο οργανωμένος.
Χαίρονται οι άνθρωποι, το βλέπεις στο βλέμμα τους, λάμπει το πρόσωπό τους, όταν τους χαρίζεις κάτι, και μάλιστα τροφή, και χαίρονται όταν τους κάνεις να χαμογελάσουν και να γελάσουν. Τὀτε σε αγαπούν και θέλουν να σε βλέπουν. Ούτε να πεινάνε θέλουν οι άνθρωποι ούτε να κλαίνε, κακά τα ψέμματα. Για να γελάσουν όμως πρέπει να μιλήσεις, να τους πεις κάτι κι αυτό που θα το πεις πρέπει να είναι ένα ψέμα που εύκολα θα το αναγνωρίσουν.
Το τρακτεράκι μου, ένα KUBOTA L 1500, πάνω από είκοσι πέντε χρονών, δεκαπεντάρι, δεκαπέντε αλόγων ίππων, το αγαπώ πολύ. Με αυτό σκάβω τη γη, με αυτό κουβαλάω κοπριά από τα μαντριά, με αυτό κουβαλάω ξύλα από το βουνό, άμμο από το ποταμάκι για να χτίσω μια ξυλόσομπα με τούβλα, τα παλιά τούβλα, τα συμπαγή, τα ζαρζαβατικά από τον μπαξέ, με αυτό πάμε στη λίμνη με τα παιδιά και τον Ζόρι, το σκύλο, να κολυμπήσουμε. Είναι αργό, πολύ αργό, σιχαίνομαι την ταχύτητα, τόσο αργό που οδηγώ και σε σκέφτομαι. Οι άνθρωποι χαίρονται περισσότερο όταν τους δίνεις γλυκιά τροφή, γι αυτό πάμε γλυκά στις γιορτές και τις επισκέψεις, έτσι δεν είναι; Τα έχουμε παρεξηγήσει τα γλυκά, είναι πολύ απαραίτητα. Τα γλυκά, τα γλυκίδια, τα ζἀκχαρα (άνθρακας, υδρογόνο, οξυγόνο), είναι ένα από τα δομικά υλικά του σύμπαντος, το σύμπαν είναι γλυκό, πολύ γλυκό, γι αυτό και η ζωή είναι γλυκιά, η ζωή με σωματική και ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση, απόλαυση, ηδονή, κι όταν τρως ένα γλυκό ξερικό καρπούζι γίνεται ακόμα πιο γλυκιά, είναι σκέτη γλύκα. Οι δεσμοί της απόλαυσης και της γλύκας ήταν και θα είναι αδιάρρηκτοι. Λέμε μια γυναίκα γλύκα, υπάρχει ψωμί πικρό αλλά υπάρχει και γλυκό, ένας συμπαθής είναι γλύκας, ένας άλλος μιλάει και το στόμα του στάζει μέλι, μια καρδερίνα γλυκοκελαηδάει, η γλυκομίλητη Ευγενία, με γλυκοκοιτάζει, ένα ζευγάρι είναι στις γλύκες του, η γλύκα του φιλιού σου.
Δεν κατάλαβα πότε έφτασα στο σπίτι του Κυριάκου, του τσομπάνη Κυριάκου, που του ζήτησα μια καρότσα κοπριά και μου είπε να πάω να πάρω τρεις. Ο Κυριάκος είναι ένας ήρεμος, πολύ ήρεμος άνθρωπος τσομπάνης· εδώ και δυο μήνες αναρωτιέμαι γιατί να είναι τόσο ήρεμος άνθρωπος. Κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Εάν τον ρίξεις, εἰναι ικανός να σε σφάξει σαν κατσίκι· εάν δε σε σφάξει, δε θα σου ξαναμιλήσει σε όλη του τη ζωή – φόνος είναι κι αυτός, πολύ πολιτισμένος, τόσο πολιτισμένος που τον λέμε συμβολικό – παραγωγή συμβόλων είναι ο πολιτισμός, τί άλλο να είναι; Εάν του φερθείς μπεσαλίδικα, είναι ικανός να πεθάνει για σένα. Κάθε φορά που βλέπετε έναν πολύ ήρεμο άνθρωπο, να ξέρετε, είναι άνθρωπος των άκρων, τα πράγματα είναι πολύ απλά και καθαρά μέσα στο μυαλό του, δεν υπάρχει καμιά σύγχυση, αναποφασιστικότητα, ασάφεια, όχι, όχι, δεν υπάρχει – ή σου κόβω το κεφάλι ή πεθαίνω για σένα. Τα τελευταία χρόνια έχω γίνει πολύ ήρεμος άνθρωπος. Εδώ στην Καστανούσσα, ακόμα πιο πολύ.
‘ Κυριάκο, άκου να δεις τι έγινε χτες. Με πήρε τηλέφωνο 0 Βενιζέλος και τί μου λέει; Θανάση, σε παρακαλώ, στείλε μου ένα καρπούζι, πόσα θέλεις, εκατό, διακόσια ευρώ, όσα θέλεις. Και του λέω, έχω τρία, έλα ρε μαλάκα πάρε το ένα. Όλο το χρυσάφι του κόσμου να μου απλώσεις στα πόδια, καρπούζι δικό μου όχι δεν θα φας, ούτε θα το δεις, μαυρομουνιασμένη παπαρόσκονη! ‘
Του έδωσα το καρπούζι και χάρηκε, χάρηκε πάρα πολύ. Δεν είναι μεγάλα καρπούζια, ξερικά είναι αλλά είναι πολύ γλυκά και πολύ μυρωδάτα. Θυμάστε να έχετε φάει κάποιο καρπούζι και το θυμάστε; Εγώ θυμάμαι τρία. Ήμουν έξι χρονών. Σε μιαν άκρη στο κήπο, στους Πετράδες, είχε φυτρώσει μια καρπουζιά. Νερό δεν είχαμε, κουβαλούσαμε από το πηγάδι και τη βρύση της γειτονιάς για να φάμε, να πιούμε και να πλυθούμε. Είχε τρία καρπούζια. Το ένα ήταν σαν μικρό στρογγυλό πεπόνι· το δεύτερο ήταν σαν πορτοκάλι, και το τρίτο σαν καρύδι. Το πρώτο, το μικρομεγάλο, το φάγαμε τέσσερις – ο παππούς μου, η μάνα μου, ο αδερφός μου κι εγώ. Το δεύτερο, το πορτοκάλι, το φάγαμε με τον αδερφό μου. Το τρίτο το καρύδι, το έφαγα μόνος μου. Η μηχανή προβολής μνημών του εγκεφάλου μου προβάλλει εικόνες στην οθόνη της ζωής μου και με βλέπω να σκύβω να το κόβω, να το ανοίγω με τα χέρια μου και να το τρώω: δύο μισά, δυο χαψιές, με τα δόντια και τα ζουμιά να τρέχουν. Τώρα θα θυμάμαι και το καρπούζι που φάγαμε με τα παιδιά και τη Τασούλα, από το κήπο μας, δίπλα στο ποταμάκι. Γαμώ τη νοσταλγία μου, γαμώ – να γαμήσω μία να γίνουν δύο. Μου έρχεται να βάλω τα κλάματα, μα τη Παναγία τη Γλυκοφιλούσα!
Και πιάσαμε κουβέντα με τον Κυριάκο και συγκρίναμε το ΠΑΣΟΚ με το καρπούζι. Το ΠΑΣΟΚ, λέγανε κάποτε, είναι σαν το καρπούζι: πολύ μεγάλο, έξω πράσινο, μέσα κόκκινο με μαύρα σπόρια. Τώρα είναι πολύ μικρό, έξω μαύρο, μέσα μαύρο με μαύρα σπόρια. Φοβερές και τρομερές πολιτικές αναλύσεις. Έχω να παίρνω άλλη μια καρότσα κοπριά , του είπα καθώς ανέβαινα στο τρακτεράκι. Έχεις να παίρνεις άλλες δύο, μου είπε.
Μετά πήγα στη θεία Αργυρώ.
‘ Τέτοιο καρπούζι έχεις να φας από τότε που ήσουν είκοσι χρονών κουρτσούδ΄. Ξέρεις τί έγινε χτές, θεία Αργυρώ; Με πήρε τηλέφωνο ο Σαμαράς και μου λέει, Θανάση, σε παρακαλώ, στείλε μου ένα καρπούζι, μόνο ένα, κοτζάμ πρωθυπουργός είμαι. Του λέω, θα ρωτήσω τη θεία Αργυρώ κι αν μου πει ναι, θα σου στείλω. Να του στείλω; ‘
Τη ρώτησα αφήνοντας στα χέρια της ένα ξερικό γλυκό καρπούζι. Χαμογέλασε και σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω. Ό,τι πουν οι συνταξιούχες εργάτριες! Καριόλια, ένα νεύμα θα σας παρασύρει όπως παρασέρνουν στις ειδήσεις οι ορμητικοί χείμαρροι τα αυτοκίνητα. Θα το πάρω μαζί μου στην Αθήνα να το φάνε τα εγγόνια μου. Θα το φάτε, και για τα εγγόνια σας θα σας φέρω άλλο, φρέσκο. Πότε φεύγετε; Την άλλη Κυριακή. Το Σάββατο βράδυ θα το φέρω, της υποσχέθηκα. Δεν πρέπει να κρατήσω την υπόσχεσή μου; Θα το κάνω, είμαι ήρεμος άνθρωπος.
Μια μέρα, ένας περιπατητής, βρήκε μια καρπουζιά με ένα μεγάλο καρπούζι, το έκοψε και τρύπωσε στον ίσκιο μιας καρυδιάς να το φάει και να ξεκουραστεί. Τρώγοντάς το, σκέφτηκε πόσο άδικη είναι μερικές φορές η φύση. Μια μικρή καρπουζιά να κάνει ένα τόσο μεγάλο καρπούζι και μια τόσο μεγάλη καρυδιά να έχει τόσο μικρό καρπό. Και την έπεσε να κοιμηθεί. Κι εκεί που κοιμόταν, ένα καρύδι έπεσε πάνω στο κεφάλι του και ο διαβάτης ξύπνησε.
Έχουν μείνει τρία καρπούζια. Το ένα για τη γειτόνισσα, δεν την βρήκα χτες – μας πούλησε στην αρχή αβγά, μετά πατάτες, μετά όμως σταμάτησε να μας πουλάει. Να μην της πάω ένα γλυκό καρπούζι; Το άλλο είναι για έναν άλλο παπά – έχει τρία άλογα και μου είπε να πάω να πάρω όλη την κοπριά – πάνω από δεκαπέντε καρότσες. Να μην του πάω ένα καρπούζι;
Θα μείνει ένα και για μας. Το πιο μεγάλο.
φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα. αύριο πάλι.
κου να δεις τι έγινε χτες. Με πήρκλπ
να’μουν εκεί, κάνει καλό λέει η γιαγιά μου στο σ’κωτ’