φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στον Φιλίστορα
Τον Σεπτέβριο του 1965 πήγα στη Δευτέρα· τη δασκάλα μου την έλεγαν Δήμητρα κι ήταν από τη Μυτιλήνη, το νησί. Μία από τις φίλες μου λέγεται Δήμητρα, γνωριστήκαμε στο αμφιθέατρο Παπαρρηγοπούλου, στη Φιλοσοφική της Σόλωνος, το 1978-9. Όσο για τη Μυτιλήνη, ντρέπομαι που έχω ζήσει μόνο εκεί, ένα εξάμηνο, κι όχι και στη Χίο, τη Σάμο, την Ικαρία, είναι ένας πόθος που ακόμα δεν έχει εκπληρωθεί κι έχει γίνει παράπονο.
Πήγα στη Δευτέρα αλλά δεν είχα τετράδιο. Οι κότες δεν γεννούσαν, χειμώνας έρχεται γιατί να γεννήσουν, και δεν είχαμε 3 (τρία) αυγά να αγοράσω ένα τετράδιο. Με τα αυγά αγοράζαμε τα σπίρτα, το αλάτι και το φωτιστικό πετρέλαιο για τις λάμπες, τα μόνα προϊόντα που θυμάμαι ότι δεν ήταν δικά μας και από κάπου τα έφερναν αλλά δεν ήξερα από που – μετά έμαθα. Τις τελευταίες μέρες πριν αρχίσω το σχολείο, ξύπναγα και πήγαινα στο κοτέτσι αλλά αυγά δεν έβρισκα. Τη λύση τη βρήκε ο παππούς μου ο σοφός: μου είπε να σβήσουμε από το τετράδιο της Πρώτης ό,τι ήταν γραμμένο, δέχτηκα, και βρήκε τη δασκάλα και της είπε να μην μου βάζει βαθμό και υπογραφή με το στιλό αλλά με το μολύβι για να μπορέσουμε να τα ξανασβήσουμε. Ξἐρω, ξέρω, δεν θα με πιστέψετε, όπως δεν με πίστεψε και η παρέα ένα βράδυ στην Αθήνα όταν έκανα το λάθος να αφηγηθώ πως πλέναμε τα σεντόνια και τα παπλώματα και τα βαρειά χειμωνιάτικα ρούχα. Μια μέρα του καλοκαιριού, κάθε οικογένεια φὀρτωνε τον ρουχισμό στα βοήλατα κάρα, παίρναμε το φαϊ μας, όχι νερό, και πηγαίναμε στο ποτάμι, δεν θα ξεχάσω το κομβόι των κάρων που κινούνταν πολύ πιο αργά από μας, πηγαίναμε δεν πηγαίναμε σχολείο, δεν θα ξεχάσω τις γυναίκες να πλένουν με ασπρόχωμα και στάχτη στις όχθες του ποταμού, σε κάποιον κόλπο, τα ρούχα πάνω στα παραπέτια των κάρων να μουλιάζουν, κι εμένα πάνω σε ένα παραπέτι να βγαίνει αργά από τον κόλπο και να με παρασέρνει το ρεύμα, καθόλου ορμητικό το καλοκαίρι, να ακούω τις κραυγές τις μάνας μου και τα παλικάρια που κολύμπησαν να με φέρουν στην όχθη κάτω από τις λεύκες.
‘ Ο αφηγητής ‘ , γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ‘ είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε ν’ αφήσει το φυτίλι της ζωής του να καεί εντελώς στις ήρεμες φλόγες της αφήγήσής του ‘ . Με τον καπιταλισμό, ο αφηγητής πεθαίνει, μας λέει ο Μπένγιαμιν· τί να αφηγηθείς εάν έχεις περάσει την παιδική σου ηλικία σε μπαλκόνι φάρδους 1,20 εκ., στην παιδική χαρά και στην τηλεόραση; ΄ Το χάρισμά του (του αφηγητή) ‘ , γράφει ο Μπένγιαμιν, ‘ είναι η ζωή του, η αξιοπρέπειά του να μπορεί να διηγείται ολόκληρη τη ζωή του ‘ . Το δυστύχημα είναι, όταν δεν με πιστεύουν, ότι εστιάζουν την προσοχή τους σε αυτά που λέω κι όχι στις χειρονομίες κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Τώρα αφηγούμαι, γράφοντας, εργαζόμενος, κάνοντας κάτι με τα χέρια μου, έστω, χτυπάω γράμματα στο πληκτρολόγιο. Εάν ο εγκέφαλός μας είναι δημιούργημα των χεριών μας και η ψυχή μας των σχέσεων μας με τους άλλους, οι χειρονομίες δεν μπορεί παρά να προέρχονται από αυτό που κάνουν τα χέρια μας και οι σχέσεις μας. Αρκεί να μην είσαι τυφλός. Στη περίπτωση αυτή το μάτι δεν θα συγχρονίζεται με τον εγκέφαλο-ψυχή και τα χέρια. Αυτό είναι το βασικό ανθρωπολογικό επιχείρημα ότι ο Όμηρος δεν ήταν τυφλός – μόνο εάν με στήσουν στον τοίχο θα αλλάξω γνώμη.
Πριν συνεχίσω, εάν δεν έχετε διαβάσει το πανέμορφο, το πεντάμορφο κείμενο το Μπένγιαμιν Ο αφηγητής (μετ. Ουρανία Νταρλαντάνη) μπορείτε να το βρείτε εδώ, στο τεύχος 11 : www.Leviathan.gr
Αχ, Ζωή, δε θέλω τίποτα, μόνο μια χάρη – η τελευταία εικόνα όταν πεθάνω ας είναι εκείνη εκεί στο αμπέλι, να πηγαινοέρχομαι μια κοντά στις πέντε γυναίκες που έσκαβαν Απρίλη μήνα και συζητούσαν και γελούσαν, ν’ ακούσω τι λένε, και μια κοντά στα παιδιά να παίξω μαζί τους, αγόρια και κορίτσια. Την άλλη μέρα, πηγαίναμε και σκάβαμε στο αμπέλι άλλης γυναίκας. Πέντε μέρες μόνη της με τα δυο μικρά παιδιά να σκάψει το αμπέλι μας ή πέντε μέρες με παρέα να σκάψουν πέντε αμπέλια και τα παιδιά όλα μαζί να παίζουν; Την πρώτη επιλογή την απορρίπτει η ίδια η ζωή, ο χαρακτηρισμός ‘κοινωνική’ είναι παντελώς περιττός. Αυτό ήταν, φίλες και φίλοι, το μιτζί. Υπήρχε σε όλη την Ελλάδα, σε όλα τα Βαλκάνια, υπήρχε όπου υπήρχαν αγροτικές κοινότητες. Δεν ξέρω πως τη λένε αλλού αυτήν την αμοιβαία συνεργασία, στο χωριό μου τη λένε μιτζί και δεν ξέρω τίποτα απολύτως για αυτή τη λέξη. Εάν κάποιος φίλος ή φίλη γνωρίζει, θα του γεμίσω μια πισίνα τσίπουρο να κολυμπήσει.
Καλύτερα να εργάζεσαι με παρέα παρά μόνος. Τη διαπίστωση αυτή οι οικοδόμοι τη διατυπώνουν αλλιώς: μόνος ούτε για χέσιμο. Για το συλλογικό χέσιμο των παιδικών μας χρόνων θα γράψω ένα άλλο πρωινό – και για την ομαδική μαλακία στ’ αμπέλια. Όταν βλέπω γυναίκα να χέζει ή να κατουράει στη φύση, παθαίνω, παθαίνω, μα τη Παναγία την Καλλίπυγο! Όταν μια γυναίκα άφηνε το τσαπί να πάει λίγο παραπέρα να κατουρήσει, έστηνα αυτί να ακούσω το σφύριγμα της ουρήθρας, τόσο κοντά. Άσπρα μπούτια κάτασπρα κι από τον ήλιο ξεξασπρότερα! Κάθε Απρίλη περίμενα, πότε θα πάμε στα αμπέλια να σκάψουμε – πήγα όμως σχολείο και το μυαλό μου ήταν εκεί, άκουγα από δυο χιλιόμετρα μακριά το σφύριγμα της ουρήθρας. Κάθε σχολείο που ανοίγει, ανοίγει και μια φυλακή. Κύριε, χέζουμε πάνω στον ταφό σου.
Μιτζί σκάβαμε, μιτζί οργώναμε, μιτζί θερίζαμε, μιτζί βοσκάγαμε τα ζώα, όλοι μαζί χτίζαμε το σπίτια, τις γέφυρες στα ρέματα (μερικές σώζονται ακόμα), τα καλντερίμια μέσα στο χωριό – ασφαλτοστρώθηκαν. Και τα βράδυα, στα νυχτέρια, ξεσπυρίζαμε το καλαμπόκι και τα φεγγάρια (τους ηλίανθους δεν τους λέμε ήλιους, φεγγάρια τους λέμε), απόψε σε μια αυλή, αύριο στην άλλη, γυναίκες να μιλάνε, να γελάνε, να γελάνε με αστεία που δεν καταλάβαινα, πέρασαν πολλά χρόνια, στη Κρήτη, για να καταλάβω, όταν μια παρέα γυναικών με έκανε να κοκκινίσω, εάν είναι δυνατόν!, με τα τσιμπούκια και τα πισωκολλητά που περιέργραφαν. Κι εμείς, σαν τις μέλλισες γύρω από το λουλούδι, ακούγαμε και τρέχαμε και παίζαμε. Ζουζουνίζαμε.
Τὠρα τα παιδιά βλέπουν τηλεόραση. Ο αφηγητής πέθανε. Ο συγχρονισμός ματιού, ψυχής και χεριού πεθαίνει, αν δεν πέθανε ήδη. Τώρα, μεταξύ ειρήνης και δικαιοσύνης, εάν δεν προτιμήσουμε τη δεύτερη, δεν θα αποκαταστήσουμε τον συγχρονισμό και θα χαθούμε.
‘ Ο δίκαιος ‘, γράφει ο Μπένγιαμιν, ‘ είναι ο συνήγορος της πλάσης και συγχρόνως η ανώτατη εκπροσώπησή της ‘ .
Πάω στο ποτάμι να φέρω άμμο, μετά στον κήπο να μαζέψω ντομάτες για καυτερό πελτέ και τα λίγα ξερά φασόλια που προλάβαμε να φυτέψουμε – κάνα δυο κιλά θα βγούνε. Άφησα ένα καρπούζι εκεί. . .
αδερφέ(ή μάλλονν πατέρα), ένα κόμικ ήταν δε θυμάμαι ποιο, επιστημονικής φαντασίας, που το κόλπο ήταν να χακάρεις τα αυτόματα αυτοκίνητα για να βάλεις κόντρα κ να νιώδεις λίγο αυθεντική αδρεναλίνη, που μου έδωσε εικόνες δυνατότερες από τις αφηγήσεις της μου. 1 αυγό=1 αλγκόν. Μην υποτιμάς το μπα΄λκόνι των 1.29μ. ότι μας λείπει σε αφήγηση μας περισσεύει σε οργή (αδικία – 1.20)
από τις αφηγήσεις της μου–>από τις αφηγήσεις σου και της μάνας μου.
– – – – – – , έχεις δίκιο, σκύβω το κεφάλι μου. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να δει και τι να νιώσει κάποιος, κάποια από ένα μπαλκόνι 1, 29. Ζητώ συγγνώμη κι όποιος θέλει ας με συγχωρέσει, όποιος θέλεις ας μη με συγχωρἐσει.
Αθανάσιος
όχι μόνο σε συγχωρούμε, δεν χρειάζεται, γιατί σε αγαπάμε. πατέρα δεν έχω: με πέταξε (απ’το μπαλκόνι) είσαι όμως σαν την μάνα μου την καλή, αλλά έξυπνος. δουλεύεις το μόνο σχήμα που χωράει όλη την ανθρώπινη ιστορία – και το κάνεις νταντέλα!!
αυτό που όλοι θα σκύψουμε το κεφάλι είναι τα σημερινά παιδιά που μεγαλώνουν μες στην ασφυξία….
—-
Εικασία περί της λέξεως “μιτζί”: Φίλε Αθανάσιε, πρώτη φορά την ακούω τη λέξη. Δεν τη λέμε στα μέρη μας. Μολαταύτα, με το που άκουσα ότι τη χρησιμοποιείτε -ή μάλλον τη χρησιμοποιούσατε- για τις δουλειές που κάνατε από κοινού, ο νους μου πήγε κατευθείαν στο ιταλικό mezzo. Και μετά θυμήθηκα την αφήγηση του παππού Ηρόδοτου για κείνον τον Οτάνη ( Ὀτάνης μὲν ἐκέλευε ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα). Εσείς βέβαια βάζατε ἐς μέσον τη δουλειά, όχι την εξουσία. Αλλά η βασική ιδέα δεν είναι πολύ διαφορετική, νομίζω.
Τώρα βέβαια θα μου πεις -και με το δίκιο σου- από πού κι ως πού είναι δυνατόν να προέκυψε μια λατινικής προέλευσης λέξη στα μέρη σας. Να πω ότι ξέρω; Μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Αυτό όμως που ξέρω με σιγουριά είναι ότι έχουν διασωθεί αρκετές λατινικής προέλευσης λέξεις, με πανελλαδική ή με τοπική διάδοση, που αναφέρονται σε προκαπιταλιστικές οικονομικές συνθήκες και πρακτικές. Ας θυμηθούμε πρόχειρα τις λέξεις κομπανία, κολίγος, παρακεντές. Σε κάποια παλιά φορολογικά κιτάπια, από αυτά που κρατούσαν οι κοινότητες στα μέρη μου επί Τουρκοκρατίας, διασώζεται επίσης η λέξη “στίμα” (προφανώς εκ του λατινικού estimatio), η οποία δήλωνε ακριβώς το ποσό του φόρου που καλούνταν να πληρώσει κατ’ εκτίμησιν η κάθε οικογένεια…
Y.Γ.: Ευχαριστώ για την αφιέρωση. 😉
Δεν λειτουργεί ο σύνδεσμος, δυστυχώς 🙁
Προ μηνών, λειτουργούσε. Σήμερα το πρωί, τίποτα, αλλά σχημάτισα την εντύπωση ότι ο δικός μου ο υπολογιστής έχει πρόβλημα, ως συνήθως. Αν σε ενδιαφέρει πολύ το κείμενο, κάνω μια φωτοτυπία και σου το στέλνω.
δεν χρειάζεται να το κουράζουμε, ανέβασε το για όλους. όσο για το μίτζι μέζζο μαζί, νομίζω είναι προφανες μαζζί-μάζα-μαζί, (μηζζέρα-μητέρα-mood-κατάθλιψη-στέρηση)
όσο για τα παιδιά των 1.29 του πασοκ οφείλουν στον εαυτό τους να πηδήξουν από το μπαλκόνι, ανεξάρτητα ποιός τους κράταγε έξω από αυτό
για τα παιδιά τους/μας βλέπουμε-νε/ανησυχώ-εις.
νομίζω κατάλαβα το μύθο του μαγικού αυλητή.
ο υπερτατος δασκαλος.
αρκεί να επιλέξει να στείλει τα παιδιά πίσω στο χωριό
φιλιά Αθανάσιε
γερνάμε/αι
τα παιδιά είναι οι δάσκαλοι
και τώρα που καλλιεργείται ο φασιζμ, τα παιδιά θα αποφασίσουν
Θαρρώ πως το “αντάμα” -δλδ μαζί- δήλωνε την απο κοινού συν-εργασία στις αγροτικές εργασίες μεταξυ των ανθρωπων της κοινότητας.
Σ’ ευχαριστώ Αθανάσιε αλλά θα κοιτάζω μήπως βρω το περιοδικό κάπου εδώ στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ ρίξε μια ματιά στο παρακάτω άρθρο, είναι πολύ κοντά στη δικιά σου οπτική: http://makisandronopoulos.blogspot.gr/2013/09/blog-post_14.html
Τα πρώτα κρούσματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας Αθανάσιε!! http://www.zougla.gr/greece/article/xrisavgites-se-krisi