φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Θα μπορούσαμε, με κριτήριο την ανεργία, το ποσοστό των ανέργων επί των εργαζομένων, να διακρίνουμε τους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς του πλανήτη σε δυο κατηγορίες: σε αυτούς που το ποσοστό είναι μικρό (5-10%) ή πολύ μικρό (μέχρι 5%) και σε αυτούς που το ποσοστό είναι μεγάλο (10-30%) ή πάρα πολύ μεγάλο (πάνω από 30%). Τί θα παρατηρούσαμε εάν κάναμε αυτή τη διάκριση; Θα παρατηρούσαμε ότι ενώ στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της εποχής μας, στη δεύτερη κατηγορία φιγουράρουν τρεις διαφορετικές ομάδες: οι κοινωνίες στις οποίες ο καπιταλισμός έχει εδραιωθεί μεν αλλά δεν έχει επεκταθεί (οι λεγόμενες φτωχές χώρες), οι κοινωνίες στις οποίες ο καπιταλισμός επεκτείνεται (οι γνωστές αναπτυσσόμνενες καπιταλιστικές οικονομίες) και κάποιες κοινωνίες που είναι ανεπτυγμένες αλλά βρίσκονται στις κατώτερες και κατώτατες θέσεις της ιεραρχίας των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών. Σε αυτήν την τελευταία ομάδα ανήκει και η Ελλάντα.
Θα μπορούσαμε να κάνουμε και μια δεύτερη κατηγοριοποίηση, με κριτήριο την μόνιμη και διαρκή μερική απασχόληση, το ποσοστό των μερικώς απασχολουμένων επί του συνόλου των εργαζομένων. Θα παρατηρούσαμε ότι εκεί όπου η ανεργία είναι μικρή ή πολύ μικρή, η μερική απασχόληση είναι μεγάλη ή πολύ μεγάλη, με αυξητικές τάσεις. Και εκεί όπου η ανεργία είναι μεγάλη ή πολύ μεγάλη, η μερική απασχόληση είναι μικρή ή πολύ μικρή, με αυξητικές τάσεις όμως. Κι εάν σε μεριές περιπτώσεις η ανεργία συνδέεται πολύ στενά με την περιστασιακή απασχόληση (συχνή ή σπάνια, στις παραγκουπόλεις, λόγου χάριν), προτιμώ να την αποκαλώ ανεργία και όχι μερική απασχόληση: ο περιστασιακά εργαζόμενος είναι άνεργος, δεν είναι μερικώς, μονίμως και διαρκώς, απασχολούμενος.
Ας δούμε τώρα κάτι ἀλλο, το ποσοστό της απασχόλησης. Το ποσοστό αυτό μας δείχνει τον αριθμό των ανθρώπων που εργάζονται, που μπορούν και θέλουν να εργάζονται. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το ποσοστὀ αυτό είναι 59.6%. Αυτό είναι το εργατικό δυναμικό. Το ποσοστό της ανεργίας μετράει αυτούς που ενώ θέλουν δεν μπορούν να εργαστούν. Κατά συνέπεια, το 40% του πληθυσμού που μπορεί να εργαστεί δεν εργάζεται διὀτι δεν θέλει – ή εργάζεται αλλά δεν δηλώνεται, δεν καταγράφεται.
Ας υποθέσουμε ότι ο ενεργός πληθυσμός της Ελλάδας είναι 100· οι 60 εργάζονται, οι 40 δεν θέλουν να εργαστούν ή εργάζονται αλλά η εργασία τους δεν δηλώνεται (περιστασιακή και μαύρη εργασία)· από τους 60 που εργάζονται, οι 18 είναι άνεργοι (ποσοστό ανεργίας 29%), οι 4 εργάζονται μερικώς (ποσοστό απασχόλησης 7%) και οι 32 είναι πλήρως απασχολούμενοι. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συντάξουμε τον εξής πίνακα με τους αριθμούς να δείχνουν κατά σειρά τους ανἐργους, τους μερικά απασχολούμενους, τους πλήρως απασχολούμενους και αυτούς που δεν θέλουν να εργαστούν ή εργάζονται αλλά δεν καταγράφονται:
18 – 4 – 38 – 40
Ας δούμε τι γίνεται στην Ολλανδία, με ποσοστό απασχόλησης 74,7, με ποσοστό ανεργίας 8.5, μερικής απασχόλησης 49.1 (!) και πλήρους απασχόλησης 42.4:
6 – 37- 31 – 26
Ας δούμε και τη Γερμανία:
3.5 – 18 – 50.5 – 29
Όλες αυτές οι διαπιστώσεις μας παρακινούν να διατυπώσουμε κάποια συμπεράσματα, κάποια ερωτήματα και κάποιες υποθέσεις εργασίας.
Να ένα ασφαλές θα έλεγα συμπέρασμα: το μέσο ποσοστό των εργαζομένων της πλήρους απασχόλησης κυμαίνεται μεταξύ 30% και 60% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Δύο παρατηρήσεις: το ποσοστὀ αυτό τείνει να μειώνεται αφού αυξάνεται ή η ανεργία ή η μερική απασχόληση ή και τα δύο· ο χρόνος της απασχόλησης τείνει να αυξάνεται: το οχτάωρο ανήκει στο παρελθόν, το ίδιο και το 40άωρο τη βδομάδα ενώ τα όρια της συνταξιοδότησης ανεβαίνουν προς τα πάνω, πάνω από τα 60, πάνω από τα 65 και, γιατί όχι σε λίγο, πάνω και από τα 70.
Εάν συγκρίνουμε την κατάσταση αυτή με αυτήν της δεκαετίας του 60 ή και του 70 θα παρατηρήσουμε ότι έχουν αλλάξει πολλά, πάρα πολλά. Έχουμε αύξηση του ποσοστού της ανεργίας, εμφάνιση και επέκταση της μερικής απασχόλησης, μείωση της πλήρους απασχόλησης, μονιμότητα με μικρές αυξομειώσεις που αντανακλούν την αύξηση ή τη μείωση αντίστοιχα του ΑΕΠ. Να και το πρώτο ερώτημα: Πώς θα είναι η κατάσταση σε δέκα, είκοσι χρόνια; Θα συνεχιστεί η αύξηση της ανεργίας και της μερικής απασχόλησης; Θα μειωθεί κι άλλο η πλήρης απασχόληση; Θα μειωθεί ή θα αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης;
Να και το δεύτερο ερώτημα: εάν επρόκειτο να καθιερωθεί η πλήρης απασχόληση για όλους και όλες που μπορούν να εργαστούν, πόσο θα έπρεπε να εργαζόμασταν;
Εάν αυτό το ερώτημα το προβάλλουμε στο μέλλον, σε είκοσι χρόνια, πόσο θα έπρεπε να εργαζόμαστε όλοι και όσοι μπορούμε να εργαστούμε;
Ας διατυπώσω κάποιες απαντήσεις – θα δώσω εξηγήσεις παρακάτω: Το ποσοστό της ανεργίας και το ποσοστό της μερικής απασχόλησης θα αυξάνονται, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο· θα μειώνεται το ποσοστό της πλήρους απασχόλησης· θα μειώνεται το ποσοστό της απασχόλησης, θα αυξάνεται δηλαδή ο αριθμός αυτών που δεν θέλουν ενώ μπορούν να εργάζονται ή που η εργασία τους δεν δηλώνεται.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που διαθέτουμε στις μέρες μας, εάν επρόκειτο να εργαστούμε όλοι, τέσσερις ώρες την ημέρα θα ήταν πολλές. Σε είκοσι χρόνια, τρεις ώρες την ημέρα θα ήταν πολλές.
Σε ποιά συμπεράσματα μας παρωθούν να καταλήξουμε αυτές οι διαπιστώσεις;
Γιατί όταν μειώνεται ο χρόνος εργασίας παρατηρείται η τάση να μειώνεται περαιτέρω;
Είναι ποτέ δυνατόν να υπάρξει ένας καπιταλισμός της τρίωρης πλήρους απασχόλησης;
Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.
Σχολιάστε ελεύθερα!