in Γραμματικοποίηση της Ιστορίας

από τον Μέλλοντα της αρχαίας ελληνικής στον Μέλλοντα της νέας

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    Όταν διδασκόμαστε στο σχολείο Γραμματική ή Ιστορία,  διδασκόμαστε και διαμορφώνουμε μια παράσταση του χρόνου που είναι όλως γραμμική. Ο χρόνος παριστάνεται ως μια ατέρμων γραμμή που κινείται στα αριστερά μας προς το παρελθόν, ή αρχίζει από εκεί,  και δεξιά μας προς το μέλλον. Το σημείο επαφής του παρελθόντος και του μέλλοντος είναι το παρόν, μία στιγμή της διάρκειας του χρόνου, μία στιγμή που καταβροχθίζει το μέλλον και αποβάλλει, χέζει θα έλεγα,  παρελθόν. Παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον να ερευνήσουμε και να κατανοήσουμε την προέλευση της γραμμικής παράστασης του χρόνου, έχοντας κατά νου ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του ανθρώπινου γένους επικρατούσε η κυκλική παράσταση του χρόνου, η οποία είναι σαφώς τροφοσυλλεκτικής και αγροτικής προέλευσης.

    Το μόνο που μπορούμε σήμερα να πούμε είναι ότι η γραμμική παράσταση του χρόνου είναι επινόηση της ινδοευρωπαϊκής ποιμενικής Κυριαρχίας. Με την επιθυμία του Κυρίου να είναι πιο ισχυρός έναντι της φύσης και του αντιπάλου (Κυρίου ή Υποτελούς) και την προσδοκία της εκπλήρωσης της επιθυμίας στο βάθος του επερχόμενου χρόνου, το ενδιαφέρον στρέφεται προς το μέλλον· στον πυρήνα της γραμμικής παράστασης του χρόνου εντοπίζουμε την πυρηνική επιθυμία του Κυρίου, την επιθυμία της εκπλήρωσης όλων των επιθυμιών, την επιθυμία της διαμόρφωσης της μελλοντικής πραγματικότητας βάσει των επιθυμιών – αυτή είναι η επινόηση της πραγματικότητας, αυτός είναι ο αποικισμός του μέλλοντος.

      Η επικράτηση της γραμμικής παράστασης του χρόνου δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορους τους Υποτελείς, αναγκαζόμαστε να παίζουμε μπάλα στο γήπεδό του, πέφτουμε όμως θύματα αυταπάτης εάν νομίζουμε ότι η κυκλική παράσταση του χρόνου εξέλιπε παντελώς –  το ότι αποδυναμώθηκε και εκδιώχτηκε και καταχωνιάστηκε στα περιθώρια της κοινωνικής ζωής αυτό είναι βέβαιο. Εάν ο Κύριος ενδιαφέρεται τα μάλα για το μέλλον, και την αποίκισή του, η αδιαφορία του Υποτελούς για το μέλλον θα ήταν ακατανόητη και άκρως ηττοπαθής. Έτσι, το πως έβλεπαν, πως βλέπουν και πως θα βλέπουν το μέλλον ο Κύριος και  οι Υποτελείς είναι κάτι που δεν μας αφήνει ασυγκίνητους· στρέφουμε λοιπόν προς τα εκεί τη φιλομάθειά μας και κάνουμε έρευνες.

    Η Γραμματική είναι ένας από τους τρόπους να ικανοποιήσουμε τη φιλομάθειά μας: καταγράφει κοινωνικές σχέσεις και κοινωνικές αντιλήψεις του παρελθόντος που έχουν παγιωθεί, έχουν αποκρυσταλλωθεί στη μορφή, τη σύνταξη και τη σημασία των λέξεων. Εάν επιδιώξουμε να ερευνήσουμε το πως η Γραμματική κωδικοποιεί τις αντιλήψεις για το μέλλον, θα  αναγκαστούμε να καταφύγουμε στη μελέτη του Μέλλοντα και στην εξέλιξή του, περιοριοριζόμενοι στα πλαίσια της αρχαίας και της εξ αυτής προερχόμενης νέας ελληνικής . Το ειδικότερο ενδιαφέρον μας είναι η μελέτη και η κατανόηση της φράσης το προλεταριάτο θα πάρει κομμουνιστικά μέτρα, διότι η ανάγνωσή της γεννά καθόλου απροσδόκητα το ερώτημα: γιατί ο  συντάκτης δεν έγραψε θα παίρνει αλλά θα πάρει; Η επιλογή αυτή, ασυνείδητη ή μή, δεν παραπέμπει σε κάποιες πολιτικές θέσεις και απόψεις;  Ποιές είναι αυτές;  Μπορούμε να τις εντοπίσουμε μελετώντας τη διαφορά μετξύ του εξακολουθητικού Μέλλοντα θα παίρνει και του στιγμιαίου θα πάρει;

   Η διάκριση αυτή δεν υπήρχε στην αρχαία ελληνική. Και όχι μόνο αυτό: ο Μέλλων δεν ήταν χρόνος με την αυστηρή σημασία της γραμματικής έννοιας  ‘ χρόνος ‘ . Θα πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια παράκαμψη, τρελλαινόμαστε για παρακάμψεις, και να εξετάσουμε τον γραμματικό χρόνο. Δεν θα τα καταφέρουμε όμως εάν δεν εξετάσουμε την έννοια του ρήματος – άλλη μια παράκαμψη! Μην ανησυχείτε, θα είναι και οι δύο σύντομες και πολύ απλά διατυπωμένες.

   Μας επιτρέπεται να μεταγράψουμε κάθε ρήμα με τη μορφή μιας φράσης, μιας πρότασης: τρέχω σημαίνει εγώ τρέχω. Η σημασία ‘ τρέχω ‘ βρίσκεται στο λεγόμενο θέμα του ρήματος (τρεχ-)  και η σημασία ‘ εγώ ‘ στην κατάληξη -ω· το τρεχ- και το -ω είναι μορφήματα –  μόρφημα είναι η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα μιας γλώσσας. Μερικές φορές, η λέξη είναι ένα μόρφημα ( λόγου χάριν: προς, σέ, θα, κτλ.), τις περισσότερες όμως απαρτίζεται από δύο και περισσότερα, όπως η λέξη τρέχω. Το θέμα του ρήματος δηλώνει συνήθως ενέργεια που άλλοτε μεταβιβάζεται κι άλλοτε όχι προς πρόσωπα ή πράγματα (κόβω ξύλα, τρέχω), ενώ η κατάληξη το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που ενεργούν. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν μορφήματα που δηλώνουν ενέργεια. Τα μορφήματα αυτά ήταν κάποτε ανεξάρτητα – η παγίωση του στενού δεσμού με το μόρφημα που δήλωνε το πρόσωπο προκάλεσε την εμφάνιση του ρήματος.  Η παγίωση αυτή χαρακτηρίζει τις κλιτικές (ινδοευρωπαϊκές και σημιτικές ποιμενικές) γλώσσες –  η συντριπτική πλειονότητα των γλωσσών που υπήρξαν και υπάρχουν την αγνοούν. Έχουμε υποστηρίξει ότι η απώλεια της ανεξαρτησίας κίνησης των μορφημάτων καταγράφει την απώλεια της ανεξαρτησίας και της ανεξαρτησίας της κίνησης των ομιλητών: αυτή είναι η προέλευση των κλιτικών γλωσσών. Κι αν θέλουμε να κατανοήσουμε τους λόγους της απώλειας της ανεξαρτησίας  των ομιλητών, θα αναγκαστούμε να στραφούμε προς τον ποιμενικό τρόπο παραγωγής.

     Αρχικά λοιπόν υπήρχαν  αρχικά μορφήματα που δήλωναν μόνο την ενέργεια κι άλλα που δήλωναν μόνο το πρόσωπο. Μερικά από αυτά τα μορφήματα επιβιώνουν και σήμερα σε λέξεις της καθομιλουμένης. Ας δούμε ένα. Στις λέξεις εισιτήριο, προσιτός και αμαξιτός η νοηματική βαρύτητα των λέξεων βρίσκεται στο μόρφημα ι: εισ-ι-τήρ-ιο, προσ-ι-τός, αξαμ-ι-τός.  Εισιτήριο είναι αυτό με το οποίο μπορείς να πας (-ι-) κάπου, προσιτός είναι αυτός πρός τον οποίο μπορείς να πας (-ι-), αμαξιτός είναι ο δρόμος στον οποίο μπορείς να κινηθείς, να προχωρήσεις, να πας (-ι-) με άμαξα.  Το μόρφημα ι δηλώνει ενέργεια· εάν συνοδευτεί από ένα μόρφημα που να δηλώνει το πρόσωπο, να μπροστά σας ένα ρήμα: ίτε παίδες Ελλήνων, προχωράτε μπροστά (-ι-) εσείς (-τε) παιδιά των Ελλήλων.  Στο πρώτο ενικό πρόσωπο το ρήμα εμφανίζεται ως είμι (το ειμί είναι άλλο>είμαι), εί-μι. Στον ενικό το μόρφημα  -ι- εμφανίζεται ως -ει- αλλά δεν είναι του παρόντος για να το εξηγήσουμε. Το μόρφημα μι σημαίνει εγώ.

Το ρήμα λοιπόν δηλώνει μια ρηματική ενέργεια και το πρόσωπο που ενεργεί. Δηλώνει άραγε και το χρόνο που έγινε αυτή η  ενέργεια;  Οι χρόνοι του ρήματος αυτό δείχνει: τρέχω (τώρα), έτρεχα (στο παρελθόν). Ναι, αλλά και ο άριστος έτρεξα δηλώνει το παρελθόν, και ο παρακείμενος (έχω τρέξει) και ο υπερσυντέλικος (είχα τρέξει).  Εάν ρωτήσω κάποιον τι κάνει την ώρα που τρέχει, θα απαντήσει τρέχω, που σημαίνει τώρα τρέχω. Εάν τον ρωτήσω τι κάνει τα πρωινά, θα μου απαντήσει: τρέχω! Τρέχει τη στιγμή, τώρα, που μου λέει τρέχω; Όχι βέβαια. Στην αγγλική η διαφορά αυτή έχει γραμματικοποιηθεί ( I run, I an running), όχι όμως και στην ελληνική. Στη δεύτερη λοιπόν περίπτωση ο ενεστώτας τρέχω δεν δηλώνει το παρόν, το τώρα, δεν δηλώνει τον χρόνο. Ο γραμματικός χρόνος δεν δηλώνει πάντα τον χρόνο! Είναι βέβαιο ότι στην νέα ελληνική ο γραμματικός χρόνος δηλώνει περισσότερο τον χρόνο από ό, τι στη αρχαία. Γιατί συνέβη αυτό – να ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα; Κι αν δεν δήλωνε τον χρόνο, τι δήλωνε το χρονικό θέμα του ρήματος στην αρχαία ελληνική;

      Εν τω μεταξύ, οι ιστορικοί ή παρωχημένοι λεγόμενοι χρόνοι καταγράφουν μεν το παρελθόν αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ποιά είναι η διαφορά; Το ότι καταγράφουν ο καθένας με τον τρόπο του ένα συγκεγκριμένο τμήμα του παρελθόντος χρόνου;  Κατά κανένα τρόπο! Το κοινό στοιχείο που υπάρχει στις μορφές έτρεχα, έτρεξα, έχω τρέξει, είχα τρέξει είναι η ασάφεια ως προς τη δήλωση του παρελθόντος χρόνου.  Μήπως δηλώνουν κάτι άλλο, πέρα από το χρόνο, όπως και ο ενεστώτας τρέχω;  

    Η σειρά κατάταξης,  την οποία διδασκόμαστε στο σχολείο, μας επιβάλλει την αντίληψη ότι αυτή είναι και η σειρά εμφάνισης των χρόνων και ότι τα θέμα κάθε χρόνου προέρχεται από αυτό του ενεστώτα. Πέφτουμε θύματα τεράστιας αυταπάτης! Τίποτα από αυτά δεν ισχύει για την αρχαία ελληνική και εν πολλοίς και για την νέα. Θα εκπλαγείτε ίσως εάν σας πω ότι όλο το ρηματικό σύστημα της αρχαίας βασίζεται στην αντίθεση αορίστου-ενεστώτα· εάν λάβουμε δε υπόψη μας ότι πολλοί ενεστώτες μορφολογικά προέρχονται από τον αόριστο (μανθάνω <έμαθον, λαμβάνω<έλαβον και άλλα πολλά)  αντιαλαμβανόμαστε τη λογική και χρονική προτεραιότητα του αορίστου. Ποια είναι λοιπόν η βασική διαφορά μεταξύ του ενεστώτα τρέχω και του αόριστου έτρεξα; Δηλώνουν κυρίως τον χρόνο, ο ενεστώτας το παρόν και ο αόριστος το παρελθόν;  Όχι! Η δήλωση του χρόνου είναι παντελώς δευτερεύουσα. Ποιά είναι η πρωτεύουσα;

   Η πρωτεύουσα είναι η δήλωση της ιδιότητας της διάρκειας ή μη της ενέργειας· αυτό είναι το ποιόν (της ρηματικής) ενέργειας. Ο Ενεστώτας τρέχω εκφράζει τη μονιμότητα, δηλαδή τη διάρκεια, δηλώνει μια πράξη που βρίσκεται σε εξέλιξη, σε ανάπτυξη· εκφράζει ακόμα και την προσπάθεια που καταβάλλεται για να πραγματοποιηθεί και, σε μερικές περιπτώσεις την προσπάεια πού είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ο Αόριστος έτρεξα δηλώνει ένα γεγονός του παρελθόντος,η διάρκεια όμως αυτού του γεγονότος ουδόλως ενδιαφέρει τον ομιλητή – ενώ ο Ενεστώτας μαρτυρεί ότι ομιλητής ενδιαφέρεται για τη διάρκεια! Ενώ ο Ενεστώτας καταγράφει την ανάπτυξη, την εξέλιξη, τη διάρκεια μιας πράξης, ενός γεγονότος, ο Αόριστος (έτρεξα) τείνει να περιορίσει τη ρηματική ενέργεια σε μια στιγμή του παρελθόντος, με τον Παρατατικό  δηλώνει τη διάρκεια κατά το παρελθόν (έτρεχα).

    Κάθε γραμματικός χρόνος λοιπόν, φίλες και φίλοι, δηλώνει το  ενδιαφέρον αρχικά του ομιλητή για το διαρκές ή το στιγμιαίο χαρακτήρα της πράξης και δευτερευόντως τον χρόνο τέλεσής της. Η δομική αντίφαση μεταξύ Ενεστώτα και Αορίστου καθίσταται πολύ σαφής εάν μελετήσουμε τις Προστακτικές δίδου και δος της προσευχής Πάτερ ημών (το πατερημό). Ενώ ο Λουκάς προσεύχεται και διατάζει τον Θεό, 

τον άρτον ημών τον επιούσιον δίδου ημιν το καθ΄ημέραν

ο Ματθαίος ομολογεί  πως πεινάει πιο πολύ και γράφει:

τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημιν σήμερον!

    Η  Προστακτική Αορίστου δος μας παρωθεί να υποστηρίξουμε ότι ο Ματθαίος έχει αγγίζει τα όρια της λιμοκτονίας. Επειδή ο Αόριστος τείνει να περιορίσει τη ρηματική έννοια σε μια στιγμή, που συμβαίνει να είναι το τώρα, το σήμερα, η Προστακτική Αορίστου δος προσδιορίζει σαφέστατα τις ιδιότητες της πράξης:  μοναδικότητα, στιγμιαιότητα, αποκλεισμός κάθε διάρκειας. Αντιθέτως, η Προστακτική Ενεστώτα δίδου προσδιορίζει άλλες ιδιότητες: επανάληψη, διάρκεια, διάρκεια συνεχιζόμενη

    Το ενδιαφέρον του ομιλητή για τη διάρκεια ή μη της ρηματικής ενέργειας δείχνει ότι το ποιόν ενέργειας θεωρείται, προσλαμβάνεται από άποψη υποκειμενική και όχι αντικειμενική. Με το ρήμα δηλαδή επιδιώκουμε να παρουσιάσουμε τις ιδιότητες της πράξης από την πλευρά του ομιλητή, του ενεργούντος προσώπου: το ποιόν της ενέργειας εμφανίζεται συγκεκριμένο και υποκειμενικό.

Ναι, αλλά οι γραμματικοί χρόνοι της αρχαίας ελληνικής διαθέτουν εγκλίσεις. Η έγκλιση είναι μορφή του ρήματος με την οποία δηλώνουμε κάποια διάθεση ή γνώμη. Γνώμη δηλώνουμε με την Οριστική – η έγκλιση αυτή ορίζει ποιά είναι η πραγματικότητα, τι θεωρούμε ως πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, η Οριστική καταγράφει αντικειμενικώς το πραγματικό στο παρόν, το μη πραγματικό στο παρόν  και το δυνατό στο παρελθόν.  Η Υποτακτική και η Ευκτική είναι διαθέσεις ψυχής –  έτσι τις απεκάλεσαν οι γραμματικοί της ελληνιστικής εποχής: η Υποτακτική δηλώνει βούληση και προσδοκία· η Ευκτική, ευχή και δυνατότητα. Η Προστακτική δεν θεωρείται έγκλιση διότι δεν δηλώνει γνώμη ή διάθεση αλλά βούληση –  αυτός είναι και ο λόγος που αντικαθίσταται από την Υποτακτική: πήγαινε – να πας!

   Είαι ΄σαφής ο αντικειμενικός χαρακτληρας της Οριστικής και ο υποκειμενικός της Προστακτικής και της Ευκτικής. Αυτό σημαίνει ότι η Οριστική τείνει να δηλώνει περισσότερο τον χρόνο παρά το ποιόν και η Υποτακτική και η Ευκτική το ποιόν παρά τον χρόνο. Οι Οριστικές όμως σε ένα οποιοδήποτε κείμενο της αρχαίας ελληνικές είναι πολύ λιγότερες από ό,τι οι Υποτακτικές και οι Ευκτικές!  Άλλη μια ένδειξη ότι ο αρχαίος ομιλητής προσλαμβάνει υποκειμενικά την πραγματικότητα και ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τον ποιόν της ρηματικής ενέργειας παρά για τον χρόνο.

    Και φτάσαμε στον Μέλλοντα!

Ας πάρουμε το ρήμα αγαπώ. Ο Αόριστος είναι ηγάπησα, η Υποτακτική Αορίστου αγαπήσω, αγαπήσης, αγαπήση, αγαπήσωμεν, κτλ. Ο Μέλλων είναι αγαπήσω, αγαπήσεις, αγαπήσει, αγαπήσομεν, κτλ. Ο Μέλλων μορφολογικά εμφανίζεται με θέμα Υποτακτική Αορίστου  και  με καταλήξεις Οριστικής Ενεστώτα!

Εάν οι πρώτοι χρόνοι που σχηματίστηκαν ήταν ο Αόριστος και ο Ενεστώτας, είμαστε βέβαιοι ότι ο Μέλλων είναι τελευταίος.  Είναι  περισσότερο έγκλιση παρά χρόνος διότι το θέμα του  είναι αυτό της Υποτακτικής Αορίστου! Είναι όμως και χρόνος διότι οι καταλήξεις του είναι αυτές της Οριστικής Ενεστώτα! Ως Υποτακτική είναι κυρίως υποκειμενικός, είναι όμως και αντικειμενικός έχοντας καταλήξεις Ενεστώτα! Αδιαφορεί εμφανέστατα για το ποιόν της ρηματικής διάρκειας: όταν λέω αγαπήσω δεν ξεκαθαρίσω τη διάρκεια ή μή της ενέργειας. Οι καταλήξεις όμως του Ενεστώτα μας παρωθεί να υποστηρίξουμε ότι δηλώνει ό,τι και ο Ενεστώτας: μονιμότητα και διάρκεια και προσπάθεια που καταβάλλουμε να πραγματοποιήσουμε κάτι! Ως Υποτακτική εκφράζει βούληση και προσδοκία. Κατά συνέπεια, ο Μέλλοντας δηλώνει βούληση και προσδοκία, δηλώνει μια υπάρχουσα κατάσταση που τείνει να πραγματοποιηθεί στο παρόν, δεν εκφράζει σε καμιά περίπτωση μελλοντική πραγματικότητα  –  ο Μέλλοντας συγγενεύει με τον Ενεστώτα και κινείται προς αυτόν.

      Η αρχαία ελληνική γλώσσα, μέσω της Γραμματικής, μας λέει ότι οι ομιλητές δεν ενδιαφέρονταν για το μέλλον και ότι είχαν μια αντίληψη γι΄ αυτό παντελώς υποκειμενική. Το μέλλον δηλώνεται υποκειμενικώς, με τις εγκλίσεις: με την Υποτακτική (βούληση και προσδοκία) και Ευκτική (ευχή και δυνατότητα). Το μέλλον εκλαμβάνεται ως πραγματοποίηση ή μη της βούλησης (προσδοκία)  και της ευχής (δυνατότητα). Δεν υπάρχει σαφής και βέβαιη μελλοντική πραγματικότητα, όπως υπάρχει παροντική και παρελθοντική. Βούληση, ευχή και μέλλον είναι άμεσα συνυφασμένα, δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο. Το μέλλον προσλαμβάνεται περισσότερα υποκειμενικά παρά αντικειμενικά.

    Οι ομιλητές όμως της λατινικής και της νέας ελληνικής βλέπουν διαφορετικά το μέλλων – και το πως το βλέπουν το δείχνει η Γραμματική. Ο Μέλλοντας στη Λατινική δεν σχηματίζεται με θέμα την Υποτακτική Αορίστου και με καταλήξεις Ενεστώτα: amo (αγαπώ)  είναι ο Ενεστώτας,  amavi η Οριστική Αορίστου, amaverim η  Υποτακτική. Ο Μέλλων όμως είναι amabo, θα αγαπήσω. Δεν είναι υποκειμενικός χρόνος, δεν δηλώνει επιθυμία και προσδοκία  αλλά είναι αντικειμενικός: δηλώνει κάτι το δυνάμει, κάτι που οφείλει να πραγματοποιηθεί, να έρθει στην πραγματικότητα· έτσι, απομακρύνεται από το παρόν και τον Ενεστώτα. Ο λατινικός Μέλλοντας είναι μελλοντική πραγματικότητα –  της αρχαίας ελληνικής δεν είναι!

Και της νέας ελληνικής είναι μελλοντική πραγματικότητα ο Μέλλοντας. Ενώ της αρχαίας ελληνικής υποτυπωδώς και δευτερευόντως μόνο ενδιαφέρεται για τη διάρκεια της πράξης,  ο νεοελληνικός ενδιαφέρεται τόσο πολύ που διακρίνει τη διαρκή πραγματικότητα από την στιγμιαία: θα αγαπώ (εξακολουθητικός), θα αγαπήσω (στιγμιαίος).  Κι ενώ ο Μέλλοντας αγαπήσω στην αρχαία ελληνική σημαίνει βούλομαι, προσδοκώ  ίνα αγαπήσω, στην νέα ελληνική θα αγαπήσω δεν σημαίνει θέλω να αγαπήσω, δεν δηλώνει επιθυμία αλλά κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, δηλώνει δηλαδή μελλοντική πραγματικότητα.  

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Μερικές παρατηρήσεις για το σχηματισμό του Μέλλοντα στη νέα ελληνική:

    1. Από καθαρά μορφολογική -και όχι σημασιολογική- σκοπιά, ο Μέλλοντας της νεοελληνικής μπορεί να περιγραφεί ως μια ιδιότυπη Υποτακτική -και, όπως όλες οι Υποτακτικές της νέας ελληνικής, σχηματίζεται κι αυτός περιφραστικά. Όπως η καθαυτό Υποτακτική σχηματίζεται με την προσθήκη του άκλιτου μορίου “να” (ή “ας”), ο Μέλλοντας σχηματίζεται με την προσθήκη του άκλιτου μορίου “θα”.

    2. Γνωρίζουμε ότι στη νέα ελληνική ο Μέλλοντας πέρασε από σαράντα κύματα μέχρι να παγιωθεί στη σημερινή του μορφή. Ο τύπος που τελικά επικράτησε, προέρχεται από το “θέλει(ν) + ρήμα”, ενώ μαρτυρείται και ο ανταγωνιστικός τύπος “θέλω + απαρέμφατο”.

    3. Από τον απαρεμφατικό τύπο “θέλει(ν)”, φτάσαμε στο σημερινό μόριο “θα” μέσα από την εξής διαδρομή:
    θέλει(ν)> θέλει να> θε να> θα να> θα. [Πουθενά δε μπαίνει αστερίσκος, γιατί όλοι αυτοί οι τύποι είναι λίγο-πολύ μαρτυρημένοι.]

    4. Παραδόξως, ο περιφραστικός σχηματισμός του Μέλλοντα κάθε άλλο παρά ιδιομορφία της νέας ελληνικής αποτελεί. Ανάλογη είναι, εξ όσων γνωρίζω, η κατάσταση στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά -ενδεχομένως και αλλού. Είτε μέσω ενός βοηθητικού ρήματος που σήμαινε αρχικά “θέλω”, όπως στα αγγλικά, είτε μέσω ενός βοηθητικού ρήματος που σημαίνει “πηγαίνω”, όπως στα γαλλικά, είτε μέσω ενός βοηθητικού ρήματος που σημαίνει “γίνομαι”, όπως στα γερμανικά.

    Υ.Γ. Επαναλαμβάνω ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις αφορούν αποκλειστικά τη μορφολογία -όχι τη σημασιολογία.

  2. Η νταντά,η τσατσά κι ο νταβατζής θα πάρουν κομμουνιστικά μέτρα.
    Γεννήθηκε το μωρό και το ονόμασαν προλεταριάτο.Άβγαλτο και άμαθο όπως ήταν ,του βρήκαν μια νταντά (κομμουνιστικό κόμμα)να του διδάξει ποιός είναι ο προορισμός του.Συναισθήματα οργής το κατακλύζουν καθώς μεγαλώνει και αντιλαμβάνεται την πραγματική του θέση στην ταξική κοινωνία.Η τσατσά (κομματική ηγεσία,κάστες επαγγελματικών στελεχών κτλ.) αναλαμβάνει να τιθασεύσει τα ένστικτα εκείνα που έρχονται από το μακρινό παρελθόν (άνθρωπος τροφοσυλλέκτης) αλλά και να του υποδείξει τον τρόπο κατάληψης της εξουσίας.Με το αζημίωτο φυσικά(βλ. σπίτια του λαού,πολιτικές καριέρες κτλ.)Ο νταβατζής (κοινοβουλευτική εκπροσώπευση,συνδικαλιστική γραφειοκρατία) θα το προστατέψει από τις επιθέσεις του Κυρίου.
    Όλα αυτά ανήκουν (κατά τη γνώμη μου φυσικά) στη σφαίρα της μελλοντικής πραγματικότητας.Είναι σαφή, βέβαια και αντικειμενικά.Νομοτέλεια.
    Όπως επίσης και το ότι η νταντά, η τσατσά και ο νταβατζής μαζί με το προλεταριάτο θα πάρουν την εξουσία.Θα εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία τους έναντι της αστικής τάξης και τα προβλήματα μας θα λυθούν.Ναι,θα πάρουν κομμουνιστικά μέτρα(εργατικός έλεγχος,κεντρική διαχείριση κτλ.).Πότε όμως θα τελειώσει αυτή η περίοδος και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα περάσουμε στην αταξική κοινωνία δεν μας το λέει ο συγγραφέας.Αυτό είναι μία άλλη συζήτηση όμως.
    Η νταντά ,η τσατσά κι ο νταβατζής δεν θα παίρνουν κομμουνιστικά μέτρα στο μέλλον γιατί αυτό γεννά ασάφεια κι αβεβαιότητα.Γιατί αυτό θα σημαίνει πως με τα μέτρα αυτά θα επιλύουν διαρκώς νέα κοινωνικά προβλήματα (ασύμβατο με την κομμουνιστική κοινωνία που ενστερνίζονται οι παραπάνω).Γιατί θα πρέπει να υπάρχει διαρκής εργατικός έλεγχος,ο οποίος καταργεί τη λογική της ανάθεσης κι αυτό δεν αρέσει στην τσατσά ,πόσο μάλλον στον νταβατζή.Η νταντά αλλιώς μας τα έμαθε.
    Δεν θα ξεχάσω ένα απόσπασμα της προεκλογικής ομιλίας του Παφίλη στην Αλεξανδρούπολη.
    Ο ΛΑΟΣ ΘΑ ΠΑΛΑΙΨΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ.ΤΟ ΚΚΕ ΘΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙ.

  3. Φιλίστωρ, έπρεπε να σταματήσω και δυο τρεις παράγραφοι δεν γράφτηκαν. Θα καταπιανόμουν ακριβώς με το θα και τους περιφραστικούς μέλλοντες και σε άλλες γλώσσες. Με πρόλαβες και δεν έχω να συμπληρώσω τίποτα παραπάνω. Στο θα δεν λανθάνει επιθυμία/προσδοκία, που είναι σαφής στο will της Αγγλικής. Θα κάνω μεθαύριο κάποια γενικά σχόλια όταν εξετάσω τη φράση ‘ ο προλεταριάτο θα πάρει κομμουνιστικά μέτρα ‘ ως προφητεία.

  4. Συνουτοπικέ,
    ναι, πρέπει να καταπιαστούμε πολύ σοβαρά και με την προστασία και τη παρεπόμενη σωτηρία, σε όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται (Μαφία, Χρυσή Αυγή, εκκλησία, κόμμα, Κράτος, πατριαρχία και άλλα).

  5. Αθανάσιε,
    τολμώ να υποστηρίξω πως με την “γραμματικοποίηση της ιστορίας” ανοίγεις ένα νέο, ολόφρεσκο κεφάλαιο στη θεωρία της “κριτικής θεωρίας” (δεν έχω άλλη λέξη). Έχουμε και λέμε λοιπόν με κίνδυνο να υπεραπλουστέψω: ο μέλλοντας της αρχαίας ελληνικής είναι περισσότερο προσανατολισμένος στο παρόν, το μέλλον γίνεται αντιληπτό ως διάσταση, πλευρά, όψη του παρόντος. Οι ιστορικά μεταγενέστεροι μέλλοντες είναι, αντίθετα, “καθαροί” και “αντικειμενικότεροι”, δηλαδή το παρόν υπο(νοείται) ως όψη του μέλλοντος. Ένας μέλλοντας προσανατολισμένος, “βουτηγμένος” στο παρόν είναι ένα και το αυτό με την “κλειστή” αντίληψη του κόσμου, του πραγματικού, ως αιώνιας επιστροφής (κύκλος), χαρακτηριστική των αρχαίων δουλοκτητών φιλοσόφων. Αντίθετα, το παρόν ως όψη του μέλλοντος είναι ένα και το αυτό με μια εσχατολογική-μεσσιανική-προοδευτική-χριστιανική αντίληψη χαρακτηριστική των Κυρίων καπιταλιστών φιλοσόφων: η “τελική” Έλευση του Μέλλοντος θα “δικαιώσει” το παρόν (και το παρελθόν), το μέλλον είναι “ανοικτό”, βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από το παρόν και το εγκολπώνει, το καταβροχθίζει, αποβάλλοντας παρελθόν ώστε να μην λοξοδρομήσουν (τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν) από το Μέλλον. Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διαφορά στην εννόηση του μέλλοντα από την άποψη της κυριαρχικής σχέσης; Για τον “κλειστό μέλλοντα” της δουλοκρατικής σχέσης η Παντοδυναμία έχει “ήδη τελεστεί” και επαναλαμβάνεται ως αιώνια επιστροφή, για τον “ανοιχτό μέλλοντα” της καπιταλιστικής σχέσης η Παντοδυναμία “θα τελεστεί και θα διαιωνίζεται” με ένα άπειρο και ατέρμονο “όχι ακόμα”, με ένα Μέλλον που προ-βλέπει, με την αέναη παραγωγή “παραγωγικών δυνάμεων”, “κεφαλαίου” κτλ κτλ. Ο Κύριος καπιταλιστής στην κυριολεξία κατασκευάζει και επινοεί τον “μελλοντικό χρόνο” για να απαγάγει μέσα από αυτόν τον Υποτελή και τη φύση, ο Κύριος Καπιταλιστής είναι η πραγματοποιημένη επιθυμία του δουλοκτήτη Κυρίου.

  6. Lucifugo,
    εάν ήσουν εδώ κοντά μου θα σε αγκάλιαζα και θα σε φιλούσα στο μέτωπο – θα πρέπει να έχεις μεγάλο μέτωπο.
    Αθανάσιος
    ΥΓ. Δέχεσαι με χίλια εβρά το μήνα να διδάσκεις στην Κακιά Σχολή;

  7. To επιχείρημα του Lucifugo είναι θαυμάσιο κι ο ενθουσιασμός του Αθανάσιου δικαιολογημένος. Υπάρχουν όμως μερικά προβλήματα -και συγχωρήστε με, αν γίνομαι σχολαστικός. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο και, σε τελική ανάλυση, εσείς θα κρίνετε.

    Πρόβλημα 1ο (γραμματολογικό): Αν, όπως επισημαίνει ο Αθανάσιος, ο Μέλλων της αρχαίας ελληνικής είναι από μορφολογικής απόψεως “μισοχρόνος-μισοέγκλιση”, το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τον Μέλλοντα της νέας ελληνικής, ο οποίος σε τελική ανάλυση σχηματίζεται ως μια ελαφρότατα παραλλαγμένη Υποτακτική (Ενεστώτα ή Αορίστου).
    Αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως να διαψεύδει το ερμηνευτικό σχήμα που o μεν Αθανάσιος απλώς υπαινίχθηκε, για να το διατυπώσει κατόπιν ο Lucifugo στην πλήρη του μορφή -και με ιδιαίτερα κομψό τρόπο, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω. Πιστεύω όμως ότι αυτή η εκ πρώτης όψεως διάψευση μπορεί να παρακαμφθεί σχετικά εύκολα, αν σκεφτούμε ποιοι ήταν οι φυσικοί ομιλητές που διαμόρφωσαν τη νέα ελληνική γλώσσα (περίπου από τον 7ο μ.Χ. αιώνα και μετά). Δεν ήταν τα ανώτερα στρώματα, που παρέμεναν προσκολλημένα στον αττικισμό. Ήταν οι “αποκάτω”. Κι αυτοί οι “αποκάτω” σκέφτονταν, ως επί το πλείστον, με όρους κυκλικού χρόνου (και “υποκειμενικού” Μέλλοντα).

    Πρόβλημα 2ο (ιστορικοφιλοσοφικό): Νομίζω είναι άδικο να ταυτίζουμε την εσχατολογική-μεσσιανική προσδοκία με τη γραμμική αντίληψη του χρόνου, πολλώ δε μάλλον με την Ιδέα της Προόδου. Φιλοσοφικά μιλώντας, το εσχατολογικό-μεσσιανικό στοιχείο νοείται ακριβώς ως ρήξη της ομαλής -πόσο μάλλον γραμμικής- πορείας του χρόνου, ρήξη που εξ ορισμού αχρηστεύει κάθε Σχέδιο. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει ότι, από τους Μακκαβαίους μέχρι τον Thomas Müntzer και τον Πόλεμο των Χωρικών, η εσχατολογική-μεσσιανική προσδοκία λειτούργησε ιστορικά ως επαναστατικό λάβαρο.

  8. Φιλίστωρ,
    δεν γίνεσαι καθόλου σχολαστικός. Τα ζητήματα που φέρνεις στο προσκήνιο είναι πάρα πολύ σημαντικά και θα καταπιαστούμε με αυτά διεξοδικά τους προσεχείς μήνες. Ενθουσιάζομαι, και δεν το κρύβω, όχι γιατί συμφωνούν οι άλλοι με μένα αλλά γιατί διαπιστώνω ότι υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που είναι φιλομαθείς, που θέλουν να μαθαίνουν, που ερευνούν, που δεν είναι δουλοπρεπείς, που θέλουν να διδάσκουν. Αυτή είναι η δική μου αμοιβή.
    Δεν μπορώ να μην λάβω υπόψη μου ότι με το σχόλιό σου δεν απευθύνεσαι σε μένα ή στον Lucifugo αλλά στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες.
    Να μην χαρώ;

  9. Έχω την εντύπωση, Φιλίστωρ, ότι και για άλλα θέματα που κουβεντιάζουμε εδώ θα ασχοληθούν μιας και ένας από τους σκοπούς της Κακιάς Σχολής είναι να εντοπίσει τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν και θα συζητήσουμε στο μέλλον, τόσο ο Κύριος όσο και εμείς. Ο έλεγχος του μέλλοντος, δηλαδή η πρόληψη, η αποτροπή, η εξάλειψη της έκπληξης, του μη αναμενόμενου, της επανάστασης με άλλα λόγια, είναι ο σκοπός των σκοπών του Κυρίου.
    Από τη στιγμή που το μέλλον είναι εμμενές ενδιαφέρον του Κυρίου που επιδιώκει την αύξηση της Ισχύος Του, δεν μπορεί να νοηθεί το μέλλον ξεχωριστά από την Ισχύ· όταν οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν για την Ισχύ, δεν ενδιαφέρονταν και για το μέλλον – αυτή είναι η κυκλική αντίληψη του χρόνου, η πολύ περιορισμένη ενασχόληση με το μέλλον, μια ενασχόληση που περιορίζεται στην ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών. Εάν όμως ο Κύριος ενδιαφέρεται για το μέλλον και την αύξηση της Ισχύος, εμείς ενδιαφερόμαστε με δύο τρόπους: με το να ενδιαφερόμαστε, για να πολεμήσουμε τον Κύριο, και με το να μην ενδιαφερόμαστε – για να τον εκδιώξουμε οριστικά, εάν μπορέσουμε ασφαλώς, εάν μπορέσουμε δηλαδή να εξαλείψουμε την κυριαρχική σχέση, που αλλάζει τη φύση των φορέων της, δηλαδή τη φύση και του Υποτελούς και του Κυρίου. Υπάρχει ποιό χαρακτηρισρτικό παράδειγμα από αυτό της κατάρας που λέγεται μισθωτή σχέση;
    Όσο για την πρότασή σου, δεν ψήνομαι – έχω υποστεί τέτοια ταπείνωση και καταστολή στα δύο χρόνια που ήμουν φοιτητής που δεν θέλω να έχω καμιά απολύτως σχέση με ακαδημαϊκούς μέχρι να ψοφήσω. Τούς διαβάζω, τους μελετάω αλλά μέχρι εκεί.