φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Θα γράψουμε όπως έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες, με κεφαλαία γράμματα και χωρίς κενό μεταξύ των λέξεων, το τέλος ενός διηγήματος που κάθε φορά που το διαβάζω βουρκώνω και δακρύζω, κι ας προσπαθήσουμε να το διαβάσουμε:
ΔΙΟΤΙΑΝΕΛΟΓΙΣΘΗΝΟΣΑΜΟΙΕΛΕΓΕΠΕΡΙΑΥΤΟΥΠΑΡΕΒΑΛΟΝΤΗΝ ΑΓΑΘΟΤΗΤΑΤΟΥΠΑΡΑΦΡΟΝΟΣΜΕΤΗΝΒΔΕΛΥΡΑΝΠΑΝΟΥΡΓΙΑΝΤΟΥΠΡΩΗΝ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥΚΑΙΔΕΝΗΕΞΕΥΡΟΝΝΑΕΥΡΩΠΟΙΟΣΕΚΤΩΝΔΥΟΗΤΟΝΟ ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥΑΔΕΛΦΟΥΜΟΥ
Κι ας το γράψουμε όπως το έγραψε ο Γεώργιος Βιζυηνός:
Διότι ανελογίσθην όσα μοί έλεγε περί αυτού· παρέβαλον την αγαθότητα του παράφρονος με την βδελυράν πανουργίαν του πρώην ταχυδρόμου, και δεν ήξευρον να εύρω, ποίος εκ των δύο ήτον ο φονεύς του αδελφού μου!
Δεν θα μπορούσαμε, φίλες και φίλοι, να γράφουμε και να διαβάζουμε όπως έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες. Η ζωή μας θα γίνονταν, μα την Παναγία, πολύ δύσκολη. Το ερώτημα είναι πως τα κατάφερναν οι αρχαίοι Έλληνες όχι να γράψουν αλλά να διαβάσουν αυτά που έγραφαν, με τον τρόπο που τα έγραφαν. Με άλλα λόγια, πώς έγραφαν και διάβαζαν κείμενα χωρίς σημεία στίξης;
Θα εκπλαγείτε βέβαια, αν και δεν θα έπρεπε, αν σας πω ότι τα διάβαζαν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα διότι είχαν στη διάθεσή τους ένα τρόπο να δηλώνουν πότε, πού έπρεπε να σταματούν και πόσο κάθε φορά. Εμείς χρησιμοποιούμε τα σημεία στίξης για να το καταφέρουμε αυτό. Οι αρχαίοι Έλληνες;
Όταν μιλάμε, φίλες και φίλοι, κάπου κάπου σταματάμε, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο. Εάν εκφέρω την πρόταση έτρωγα όταν ήρθες, μετά το έτρωγα γίνεται μια σύντομη παύση. Εάν αυτή την πρόταση τη γράψω, θα τη γράψω ως εξής: έτρωγα, όταν ήρθες. Τη σύντομη παύση την αναπαριστάνω με το κόμμα. Γράφει ο Βιζυηνός: Διότι ανελογίσθην όσα μοί έλεγε περί αυτού· Υπάρχει μία πρώτη παύση μετά το ρήμα ανελογίσθην η οποία όμως δεν δηλώνεται κι αυτό διότι αρχίζει αναφορική πρόταση. Δεν χωρίζουμε όλες τις προτάσεις με κόμμα: εάν έρθεις, θα φύγω· αλλά: μου είπε ότι θα φύγει, εάν έρθεις. Τις ειδικές, τις διστακτικές, αρκετά συχνά τις αναφορικές και τις προτάσεις που αρχίζουν με να δεν τις χωρίζουμε με κόμμα, δεν αναπαριστάνουμε, δεν δηλώνουμε την παύση, το σταμάτημα. Μας βοηθούν κάποιοι σύνδεσμοι (ότι, πως, μήν, μήπως, κτλ.). Στο ανελογίσθην όμως βάζει άνω τελεία, η οποία δηλώνει μεγαλύτερης διάρκειας παύση. Γιατί η παύση εδώ είναι μεγαλύτερης διάρκειας; Διότι αυτό που ακολουθεί επεξηγεί αυτό που ειπώθηκε, όπως στο παράδειγμά μας. Άνω τελεία βάζουμε κι όταν αυτό που ακολουθεί έρχεται σε αντίθεση με αυτό που είπαμε. Πρέπει να σταματήσουμε, σταματάμε θέλοντας και μη, για να επεξεγήσουμε ή να εκφράσουμε αντίθεση.
Τα γράφω όλα αυτά για να δείξω ότι δεν δηλώνουμε με σημεία στίξης όλες τις παύσεις του λόγου, και μάλιστα τις πιο σύντομες και πιο συχνές (το κόμμα). Μας βοηθά σε αυτό είτε η τελευταία λέξη πριν την παύση είτε η πρώτη είτε και τα δύο: φοβάμαι μήπως δεν έρθει. Η μη δήλωση της παύσης σε μερικές περιπτώσεις με σημείο στίξης είναι κατάλοιπο του τρόπου με τον οποίο έγραφαν και διάβαζαν οι αρχαίοι Έλληνες. Οι οποίο διέθεταν κάποιες λέξεις που έπαιζαν αυτό το ρόλο, να δηλώνουν το σημείο και τη διάρκεια της παύσης. Τις λέξεις αυτές τις ονομάζουμε στοιχεία σύνδεσης και είναι τα (συνδετικά) μόρια και οι σύνδεσμοι.
Θα παραθέσω δύο παραδείγματα. Ενώ το επιτατικό μόριο γε δηλώνει σύντομη παύση, το επεξηγηματικό γάρ δηλώνει παύση μεγάλης διάρκειας. Ας δούμε δύο πολύ απλά παραδείγματα:
Γράφει ο Αριστοφάνης (Βάτραχοι 261): βρεκεκεκεξ κοάξ κοάξ· τούτω γάρ ου νικήσετε: γιατί αυτόν (παύση) δεν θα τον νικήσετε. Πρόφεραν ή διάβαζαν το γάρ και σταματούσαν – περισσότερο από ό,τι όταν πρόφεραν ή διάβαζαν το γε. Διαβάζουμε στην Ιλιάδα, Α 173: ουδέ σ’ έγωγε λίσσομαι είνεκ’ εμείο μένειν· παρ΄ έμοιγε και άλλοι. Λέει ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα που τον απειλεί ότι θα αποσυρθεί από τον πόλεμο και θα επιστρέψει στο σπίτι του: δεν πρόκειται εγώ βέβαια (παύση) να σε παρακαλέσω να μείνεις για μένα· κοντά μου, θα το ξέρεις ασφαλώς (παύση) υπάρχουν κι άλλοι.
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ο γαρ μόλις που επιβιώνει ενώ ο γε έχει εξαφανιστεί παντελώς. Αυτή ήταν η μοίρα και των περισσότερων μορίων και συνδέσμων. Τείνω να υποστηρίξω ότι η εξαφάνιση από την καθομιλουμένη των περισσότερων μορίων και συνδέσμων ήταν ένας βασικός λόγος της εγκατάλειψης της μεγαλογράμματης γραφής και της επινόησης της μικρογράμματης, γύρω στα 800-900 μ. Χ., και των σημείων στίξης.
Η παύση κατά την εκφορά του λόγου είναι ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει όλες τις γλώσσες, νεκρές και ζωντανές. Η αλυσίδα του λόγου (speech of chain) δεν είναι διαρκής, αδιάκοπη, ομαλή· η ταχύτητα της εκφοράς του λόγου ποικίλει. Είμαστε βέβαιοι ότι το πού και το πόσο σταματάμε διαφέρει από γλώσσα σε γλώσσα. Μέσα στα πλαίσια της ίδιας γλώσσας η επιτάχυνση, ταχύτητα, η επιβράδυνση και το σταμάτημα του λόγου διαφέρει από περίσταση σε περίσταση. Πώς μιλάει, με ποιά ταχύτητα ένας γιαπωνέζος όταν διατάζει; Πώς μιλάει ένας οργισμένος κινέζος; Όταν ικετεύουμε φοβισμένοι, ρίχνουμε τον τόνο της φωνής, μιλάμε αργά και με πολλές παύσεις. Όταν είμαστε εξοργισμένοι, όταν τα παίρνουμε στο κρανίο, μιλάμε δυνατά, επιταχύνουμε, μιλάμε με μεγάλη ταχύτητα και για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν κάνουμε παρά τις αναγκαίες αλλά αδιόρατες για να αναπνεύσουμε στάσεις, κι όταν ξεσπάσουμε, επιβραδύνουμε και σταματάμε. Θα έλεγα ότι οι παύσεις είναι ο λεβιές με τον οποίο αλλάζουμε ταχύτητα -άλλοτε για να επιταχύνουμε κι άλλοτε για να επιβραδύνουμε. Η επιτάχυνση όμως, η ταχύτητα, η επιβράδυνση και το σταμάτημα είναι φορείς σημασιών, είναι αυτό που λέμε παραδηλώσεις, παρασημάνσεις.
Η επιτάχυνση , η ταχύτητα, η επιβράδυνση και το σταμάτημα του λόγου και ο χειρισμός τους είναι άμεσα συνυφασμένα με το ύφος. Το ύφος ενός συγγραφέα δεν εξαντλείται ασφαλώς μόνο στην ταχύτητα και τις παύσεις του λόγου αλλά δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι είναι μια πολύ σημαντική πτυχή του. Διαβάσετε τη ραψωδία Ι και θα το επιβεβαιώσετε: ο Αχιλλέας τα έχει πάρει και τα χώνει στον Αγαμέμνονα με φυσικό αποδέκτη τον απεσταλμένο Οδυσσέα. Η ταχύτητα του λόγου του δεν φτάνει αλλά σίγουρα προσεγγίζει την ταχύτητα του φωτός!
Και μετά προσπαθείστε να διαβάσετε το 18ο, και τελευταίο, κεφάλαιο του Οδυσσέα του Τζόις: 50 ολόκληρες σελίδες μεγάλου σχήματος (767 – 816)της ελληνικής έκδοσης (Κέδρος, μτφρ. Σ. Καψάσκης) χωρίς ούτε ένα σημείο στίξης. Τι κάνει εδώ ο μεγαλοφυής Τζόις; Γράφει και μας επιβάλλει, όχι απλά μας υποκινεί, να διαβάσουμε κάνοντας παύσεις εντοπίζοντας τις λέξεις που δηλώνουν την παύση! Δεν μας προτρέπει να βάλουμε εμείς τα σημεία στίξης, όχι είναι περιττό! Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη αναγνωστική εμπειρία – βιώνουμε κάτι πέραν του υπάρχοντος: των σημείων στίξης ως φρένων του λόγου· ή ως Τροχαίας της κίνησης και της ταχύτητας του λόγου. Έκανε την Τέχνη επανάσταση. Ο Οδυσσέας γράφτηκε μεταξύ των ετών 1914 και 1921.
Ο Λένιν, το 1917, έκανε την επανάσταση Τέχνη; Δεν θα το έλεγα. Είναι ζητούμενο όμως!
Τώρα που το λες Αθανάσιε, θυμήθηκα ότι ο Κλείτος Κύρου (εν όλω, εκδ. Άγρα) παρότι χρησιμοποιεί πολυτονικό, γράφει χωρίς σημεία στίξης (ούτε τελείες) !