φίλες, φίλοι, καλή σας μέρα
Οι μαθητές στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο μαθαίνουν πως τα ονόματα (ουσιαστικά και επίθετα) κλίνονται, έχουν κλίσεις και πως οι πτώσεις είναι τέσσερις στη νεοελληνική και πέντε στην αρχαία ελληνική. Σήμερα, θα εκθέσουμε μια σύντομη αλλά περιεκτική ιστορία της Κλητικής. Πριν το κάνουμε όμως δεν θα χάσουμε την ευκαιρία να σκεφτούμε πάνω σε κάποιες αντιλήψεις που έχουν παραδοθεί ως βεβαιότητες και αυτονόητα, δεν είναι όμως.
Ας ρίξουμε κατ’ αρχήν ένα βλέφαρο στους όρους κλίση και πτώση. Σημασιολογικά, φαίνεται πως η πτώση συμπληρώνει την κλίση: εάν κάτι δεν κλίνει, δεν πέφτει· για να υπάρξει πτώση, πρέπει να υπάρξει κλίση. Στρἐφω την προσοχἠ μου, και την προσοχή σας, στην αρχική σημασία των όρων κλίση και πτώση. Διότι οι λέξεις αυτές, πριν υιοθετηθούν από τον γραμματικό Διονύσιο τον Θράκα (Α΄ αιώνας π. Χ.), ήταν λέξεις της καθομιλουμένης. Κλίσις σήμαινε αρχικά ξάπλωμα (πρβλ. κλίνη, κρεβάτι!), ενώ η πτώσις δήλωνε αυτό που δηλώνει και σήμερα η πτώση: το πέσιμο από ψηλά ή την όρθια στάση. Είναι σαφές και βέβαιο ότι και η κλίσις, το ξάπλωμα, υπονοεί την όρθια στάση: είμαι όρθιος και ξαπλώνω (κλίνω).
Εάν λοιπόν η κλίση και η πτώση προϋποθέτουν ένα αρχικό σημείο από το οποίο απομακρινόμαστε, το οποίο είναι η όρθια στάση, τότε, πέραν της καθημερινότητας και της καθομιλουμένης, θα πρέπει και στο επίπεδο της Γραμματικής να υπάρχει κάτι από το οποίο απομακρινόμαστε, αποκλίνουμε, πέφτουμε – έτσι δεν είναι; Έτσι, είναι, φίλες και φίλοι. Ποιό είναι αυτό το σημείο; Ποια είναι η (γραμματική) όρθια στάση των ονομάτων;
Εἱναι η Ονομαστική, φίλες και φίλοι. Κατά συνέπεια, η Ονομαστική δεν είναι πτώση, κατά συνέπεια, δεν κλίνεται! Τί είναι; Η Κλητική; Ούτε η Κλητική είναι πτώση! Και τί είναι; Και γιατί τις εκλαμβάνουμε ως πτώσεις; Ποιός ευθύνεται γι΄ αυτό το παράδοξο;
Ας εξετάσουμε, φίλες και φίλοι, τις παρακάτω δύο προτάσεις: αγαπώ τον ήλιο και το φως του ήλιου. Στην πρώτη πρόταση υποδηλώνεται μία σχέση, μια σχέση μεταξύ του ρήματος και της αιτιατικής . Αυτή τη σχέση θα μπορούσαμε να την διατυπώσουμε και ως εξής: η αγάπη του ήλιου, ή, η αγάπη μου για τον ήλιο. Και στη δεύτερη πρόταση υποδηλώνεται μια σχέση, μια σχέση μεταξύ ονόματος (το φως) προς όνομα (του ήλιου).
Οι πτώσεις λοιπόν υποδηλώνουν σχέση μεταξύ δύο όρων, άλλοτε σχέση ρήματος προς όνομα και άλλοτε ονόματος προς όνομα. Η Ονομαστική όμως δεν υποδηλώνει σχέση! Να γιατί δεν είναι πτώση! Η Ονομαστική είναι η βάση, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η κλίση. Τί κάνουμε κάθε φορά που μεταχειριζόμαστε την Ονομαστική, χωρίς να το συνειδητοποιούμε ασφαλώς; Φέρνουμε στο προσκήνιο, εμφανίζουμε ή το υποκείμενο της πρότασης ή μια ιδιότητα που αναφέρεται σε αυτό (κατηγορούμενο): ο ήλιος είναι λαμπρός. Θα λέγαμε ότι με την Ονομαστική εκφράζουμε αυτό στο οποίο αναφέρεται η πρόταση, ότι εκφράζουμε την πράξη καθ΄ εαυτήν του ονομάζειν. Με την Ονομαστική ονομάζουμε!
Αφού λοιπόν εξέλαβαν την Ονομαστική ως πτώση, αναγκάστηκαν να την χαρακτηρίσουν ορθή ή ευθεία πτώση (!), κάτι που υπονοεί την απώλεια της σημασίας των όρων κλίσις και πτώσις. Έτσι, οι άλλες τρίτες πτώσεις (γενική, δοτική, αιτιατική) ονομάστηκαν πλάγιες πτώσεις, δίνοντάς μας ένα παράδειγμα αφόρητης περιττολογίας. Ο Διονύσιος ο Θραξ ήταν αυτός που πρόσθεσε στις τέσσερις αυτές πτώσεις και την Κλητική. Μέχρι τότε δεν θεωρούνταν πτώση – οι στωικοί μάλιστα την αποκαλούσαν προσαγορευτικόν πράγμα – και πολύ καλά έκαναν! Ούτε οι ινδοί γραμματικοί θεωρούσαν πτώση την Κλητική.
Κάποιες ενδείξεις μάς παρακινούν να ισχυριστούμε ότι η Κλητική δεν είναι παρά μια άλλη χρήση της Ονομαστικής. Η πρώτη ένδειξη είναι η μορφολογική ομοιότητα. Στον πληθυντικό, σε όλα τα γένη, η Κλητική είναι όμοια με την Ονομαστική: φίλες και φίλοι! Στον ενικό, μόνο στο αρσενικό υπάρχει διαφοροποίηση, η οποία όμως δεν υπήρχε αρχικά, όπως μας πληροφορεί η Ιλιάδα. Η φράση που παρέθεσα στον τίτλο του σημειώματος, φίλος ω Μενέλαε, καταγράφει την μετάβαση από την μορφολογική ομοιότητα της Κλητικής με την Ονομαστική(φίλος) προς τη μορφολογική διαφοροποίηση (Μενἐλαε) και την τελική επικράτησή της. Στη νέα ελληνική επιβιώνει η Κλητική σε -ε (άνθρωπε, φίλε, Παύλε), έχει αναπτυχθεί όμως και μια Κλητική σε -ο, (Πέτρο! Παύλο!) που παραπέμπει στην αιτιατική, όχι στην ονομαστική, αν και υπάρχει μια εντελώς περιθωριακή, αλλά άκρως ενδιαφέρουσα, Κλητική που ομοιάζει με την Ονομαστική: έλα, φίλος, τι κάνεις;!
Μια δεύτερη ένδειξη είναι η σχετική λειτουργική ομοιότητα της Κλητικής και της Ονομαστικής: Ενώ η Ονομαστική ονομάζει το υποκείμενο ή το κατηγορούμενο της πρότασης πέρα από κάθε σχέση, η Κλητική καλεί, προσφωνεί. Κι ενώ δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Ονομαστική ως ξένο σώμα στην πρόταση, μπορούμε να το κάνουμε στην περίπτωση της Κλητικής. Θα λέγαμε ότι η Κλητική δεν είναι τίποτα άλλο από μια επιφωνηματική φράση, ότι είναι ένα σύνθετο επιφώνημα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, στην αρχαία ελληνική, οι προσωπικές και δεικτικές αντωνυμίες, τα κτητικά και δεικτικά επίθετα δεν διαθέτουν κλητική. Εάν είναι έτσι, τότε η νεοελληνική κλητική
δικέ μου!
της κτητικής αντωνυμίας δικός μου είναι σαφώς επιφωνηματική φράση, η οποία παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον – θα την μελετήσουμε σε ένα άλλο σημείωμα. Και η Κλητική λοιπόν, όπως και η ονομαστική, δεν εκφράζει σχέση μεταξύ δύο όρων – να γιατί δεν είναι πτώση!
Ο επιφωνηματικός χαρακτήρας της Κλητικής καθίσταται σαφής από το γεγονός ότι συνδυάζεται με τη χρήση επιφωνήματος: ω! στην αρχαία ελληνική, ω! και ε! στη νέα. Θα εξετάσουμε αυτά τα επιφωνήματα που συνδυάζονται με την Κλητική, αφού πιω όμως ένα καφεδάκι και καπινίσω ένα τσιγαράκι.
Σε γενικές γραμμές, το επιφώνημα ω! της νέας ελληνικής εκφράζει ό,τι και το ω! της αρχαίας: από τη μια ευχάριστη έκπληξη, θαυμασμό, χαρά ( ω τάλας [ταλαίπωρος, δυστυχής, ελεεινός] εγώ, ω τι θαυμάσια ιδέα) και από την άλλη λύπη, απογοήτευση, αγανάκτηση, δυσαρέσκεια (ω της αναισχυντίας, ω της βλακείας, ω τι ανόητος, Θεέ μου). Όταν όμως συνδυάζεται με την Κλητική, χάνει την επιφωνηματική αυτονομία του και εκφράζει την κλήση, την προσφώνηση κάποιου προσώπου, ή εκλαμβανομένου ως τέτοιου: ω Αχιλλεύ, ω Ζεύ – ω αιώνια πατρίδα, ω γλυκύτατη μάνα, χαίρε ω χαίρε ελευθερία.
Συνδυαζόμενο με την Κλητική το επιφώνημα ω! εκφράζει επιμονή. Στην επιμονή όμως λανθάνει μια οικειότητα, μια κοινωνική σχέση. Ας προσέξουμε την παρακάτω πολύ σημαντική επισήμανση: στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ο συνθέτης (οι συνθέτες) δεν μεταχειρίζεται ποτέ το ω! όταν βάζει να απευθύνονται άνθρωποι προς θεό ή κατώτερος προς ανώτερο! Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συνδυαμός ω! και Κλητικής προσιδιάζει στον ισχυρό, τον Κύριο – μόνο αυτός μπορεί να επιμένει!
Στη κλασική εποχή, το επιφώνημα ω με Κλητική έπαψε να είναι φράση του Κυρίου· από τη στιγμή που κάθε πολίτης-οπλίτης έγινε δουλοκτήτης, Κύριος (δημοκρατία), θα λέγαμε ότι ο συνδυασμός επιφωνήματος – Κλητικής δημοκρατικοποιήθηκε, μπήκε στο στόμα κάθε πολίτη-οπλίτη-δουλοκτήτη. Έτσι, κατέληξε το ω! να μην δηλώνει την επίμονη οικειότητα του Κυρίου προς τον Υποτελή αλλά τη φιλοφρόνηση. Κι ενώ μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, ο συνδυασμός επιφωνήματος – Κλητικής είναι περιστασιακός και εκφράζει την κοινωνική ανωτερότητα, από τότε και μετά ο συνδυασμός εμφανίζεται όλο και πιο συχνός, ενώ τον χρησιμοποιπούν και οι κοινωνικά κατώτεροι προς ανώτερους. Κατά τον 4ο αιώνα, η τάση αυτή έχει γενικευτεί σε απόλυτο σχεδόν βαθμό: από τις 7ο κλητικές που υπάρχουν στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, μόνο σε έξι περιπτώσεις δεν διαβάζουμε το επιφώνημα ω!
Στα (τέσσερα) Ευαγγέλια όμως εντοπίζουμε μόνο τρεις περιπτώσεις συνδυασμού ω και Κλητικής. Φαίνεται πως από τον δεύτερο προχριστιανικό αιώνα ο συνδυασμός ω και Κλητικής αρχίζει να ελαττώνεται μέχρι που έφτασε στο σημείο σχεδόν να εξαφανιστεί. Επιβιώνει στη νεοελληνική αλλά μόνο σε αρχαϊζουσες ή αρχαιοπρεπείς φράσεις. Τη θέση του συνδυασμού ω και Κλητικής πήρε ο συνδυασμός ε και Κλητικής, δεν γνωρίζω όμως πότε άρχισε να εμφανίζεται. Κι ενώ το ε ως αυτόνομο επιφώνημα εκφράζει δυσαρέσκεια (ε πάψε πια), ευχή ανεκπλήρωτη (ε και να ΄χαμε ένα καλό κρασί), απειλή (θέλετε να φύγω; ε, σας λέω δε φεύγω) και άλλα πολλά, το ε με Κλητική εκφράζει τη κλήση, τη προσφώνηση κάποιου προσώπου – ε Γιάννη, έλα δώ – ε εσείς εκεί κάτω, τί κάνετε; Σε μερικές περιπτώσεις λειτουργεί ως μεγάφωνο, ως ντουντούκα, όταν καλούμε κάποιον από μακριά: Γιάννη, εεε Γιάννη. Εδώ το μακρόσυρτο ε είναι ένας τρόπος για να μας ακούσει ο μακριά ευρισκόμενος δέκτης της κλήσης.
Ίσως να μην γνωρίζετε ότι δεν υπάρχει Κλητική στην Πολωνική και τη Ρωσική γλώσσα (η οποία δεν έχει ούτε άρθρο)· σε πολλές άλλες γλώσσες η Κλητική επιβιώνει έχοντας χάσει αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο τη ζωτικότητά της. Στην νεοελληνική γλώσσα όχι μόνο επιβίωσε αλλά και αναπτύχθηκε με ένα τρόπο πολύ παράξενο μορφολογικά. Ενώ επιβιώνει η μορφολογική ομοιότητα με την ονομαστική (καλή μου φίλη! καλέ μου φίλε!), ενώ επιβιώνει η μορφολογική διάκριση στο αρσενικό γένος ( αδερφέ! Παύλε! τι λες, άνθρωπέ μου! δικέ μου!) παρατηρούμε την τάση να απομακρύνεται η Κλητική μορφολογικά ολοένα και περισσότερο από την ονομαστική και να εμφανίζει τους ίδιους τύπους με τη γενική και την αιτιατική. Οι Κλητικές πατέρα! παππού! είναι πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα (<πατέρας, παππούς). Γίνονται έρευνες για να απαντηθεί το ερώτημα: γιατί στη νεοελληνική η Κλητική δεν έχασε τη ζωτικότητά της και αναπτύχθηκε περαιτέρω;
Αύριο πάλι ή μεθαύριο – για την εξαφάνιση της Δοτικής.
Ενδιαφέρον θέμα, αλλά η ανάλυση θυμίζει περισσότερο εμπειρική προσέγγιση παρά επιστημονική. Η υιοθέτηση του όρου “πτώσις” αποσκοπεί στην απαρίθμηση όλων των τύπων υπό τους οποίους εμφανίζεται ένα όνομα και όχι στην απόλυτη έννοια της πτώσεως. Εξ ου και το αναγκαστικό οξύμωρον της διαφοροποίησης μεταξύ “ορθών πτώσεων” και “πλαγίων πτώσεων”. Επίσης, διαφωνώ με την άποψη περί εναλλακτικής μορφής κλητικής/ονομαστικής. Η κλητική είναι πρωτίστης σημασίας και προηγείται του συνθέτου λόγου. Στην αρχέγονη κατάσταση επικοινωνίας η κλητική σίγουρα κυριαρχούσε, δεν εμφανίστηκε με όλη την γραμματική. Επίσης, η ονομαστική δεν μπορεί να λείπει από την πρόταση επειδή λειτουργεί ως υποκείμενο του κατηγορήματος, ενώ η κλητική μπορεί μερικώς να απουσιάζει.
“Η κλητική είναι πρωτίστης σημασίας και προηγείται του συνθέτου λόγου.”
H πράξη του προσφωνείν είναι πράγματι πρώτιστης σημασίας. Αυτό όμως από μόνο του δε μας λέει τίποτα για την πρωταρχικότητα της Κλητικής ως γραμματικής πτώσεως. Δε μας είναι δύσκολο να φανταστούμε μια κατάσταση όπου τη λειτουργία του προσφωνείν την αναλαμβάνει η Ονομαστική.
Θεωρητικά λοιπόν δεν έχω κάτι να αντιτείνω στη διαβεβαίωση του Αθανάσιου ότι η μορφολογική διαφοροποίηση της Κλητικής από την Ονομαστική είναι ένα μεταγενέστερο φαινόμενο. Η δική μου αντίρρηση είναι άλλης τάξεως: Αν η διαφοροποίηση αυτή είναι μεταγενέστερο φαινόμενο (και όχι κληρονομιά της ΠΙΕ), τότε πώς εξηγείται η μορφολογική ομοιότητα της Κλητικής στα ελληνικά και στα λατινικά; Το ίδιο υποθέτω ότι θα ισχύει και για άλλες ΙΕ γλώσσες, αλλά δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω με απόλυτη βεβαιότητα.
Ας το δούμε και αλλιώς: στην καθημερινότητα ξεκινάμε τους διαλόγους με την προσφώνηση του προσώπου, π.χ. Ε Σωκράτη, γεια σου Ελένη. Με την κλητική απαιτούμε την προσοχή κάποιου, θέτουμε μια κοινωνικότητα, π.χ. Αγαπητοί συνάδελφοι, Αξιοτιμε Κε/Κα Χ, Κυρίες και Κύριοι. Κλητική έχουν και κάποια ζώα, όπως οι λύκοι όταν καλούν προς σύναξη. Σε άλλη περίπτωση βαπτίζουμε το κατοικίδιό μας και του διδάσκουμε να ακούει το όνομά του πριν του διδάξουμε οτιδήποτε άλλο. Αυτή η πρωτόγονη επικοινωνία παραπέμπει σε κάτι αντίστοιχο, όταν οι πρόγονοί μας πιθανόν να έκαναν το ίδιο για αποσπάσουν την προσοχή των συναδέλφων τους, με έναν ήχο ή οτιδήποτε βγαίνει από το στόμα. Ενδεχομένως να παρατηρείται και στους πιθήκους.
Βέβαια, η κλητική ως φαινόμενο εξετάζεται σήμερα (και ήδη από τους αρχαίους γραμματικούς) υπό το πρίσμα μίας ανεπτυγμένης γραμματικής, και όχι μεμονωμένως. Στην ιστορία της όντως δεν θα ήταν πτώση αλλά μια προσφώνηση. Φαίνεται όμως ότι εντάχθηκε στους κλιτούς τύπους των ονομάτων αργότερα, επειδή η λογική της γραμματικής και η παρατήρηση την οδήγησε εκεί.
Μιχάλη και Φιλίστωρ, έχω πολύωρα, διαρκή και καθημερινά προβλήματα σύνδεσης και αυτή είναι η αιτία που δεν μπορώ να συμμετέχω στη συζήτηση.
Ας μην συγχέουμε την κλήση με την Κλητική, είναι πολύ σοβαρό ατόπημα. Διότι η κλήση είναι ένα όχι μόνο ανθρωπολογικό φαινόμενο αλλά ζωικό – οι λύκοι δεν έχουν Κλητική, Μιχάλη, αλλά καλούν τους άλλους λύκους για κάποιο λόγο ή σκοπό. Δεν υπάρχει σε όλα τα ζώα, αλλά σε πολλά πτηνά, ιδίως την εποχή του ζευγαρώματος, δίνει και παίρνει.
Αν το δούμε το ζήτημα από ανθρωπογενετικής/κοινωνιογενετικής έποψης, θα μας επιτραπεί νομίζω να διατυπώσουμε την άποψη ότι είμαστε τέκνα της κλήσης. Ενδιαφέρομαι για την Κλητική, επειδή ενδιαφέρομαι πρώτιστα για την κλήση. Θα έλεγα ότι η κλήση μας έκανε ανθρώπους και δημιούργησε τους πρώτους κοινωνικούς δεσμούς:η κλήση εμπεδώνει, εγκαθιδρύει δεσμό! Και εικάζω ότι ο κίνδυνος (ο φόβος) και η συνεργασία ήταν κυρίως οι καταστάσεις εκείνες που μας ώθησαν και συνεχίζουν να μας ωθούν να καλούμε τους άλλους.
Το φαινόμενο της κλήσης εμπλέκεται και στο ζήτημα της γλωσσογένεσης. Πώς προήλθε η γλώσσα; Από την εκ του σύνεγγυς επικοινωνία ή από την εξ αποστάσεως; Ας φανταστούμε μια ολιγομελή (μέχρι 25-30 πρόσωπα) συμβιωτική ομάδα των πρωτανθρώπων (homo sapiens) να διασκορπίζονται για να βρουν νερό ή κάποια πηγή τροφής. Όποιος, όποια το βρει, θα φωνάξει δυνατά, θα καλέσει δηλαδή τους άλλους. Η κραυγή προφανώς θα είναι ένας δυνατός ήχος που καλούμε φωνήεν. Εάν με τον καιρό ο ήχος (το σημαίνον) συνδυαστεί με το αντικείμενο αναφοράς δημιουργείται η σημασία (σημαινόμενο). Θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να έχει δημιουργηθεί η γλώσσα, είναι μία υπόθεση την οποία δεν έχουμε την πολυτέλεια να διαγράψουμε. Και τολμώ να εικάσω ότι η πρώτη λέξη της ανθρώπινης γλώσσας ήταν η λέξη ‘α’ που σήμαινε νερό. Ἀποψή μου είναι, δεν ζητώ από κανέναν και καμμία να την ενστερνιστεί. Η ανθρώπινη γλώσσα άρχισε με τον σχηματισμό της πρώτης σημασίας και μετά ακολούθησε μια αλυσιδωτή αντίδραση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχίζεται όσο θα υπάρχουν άνθρωποι.
Κι ενώ η κλήση είναι ένα ζωικό/ανθρωπολογικό φαινόμενο, η Κλητική ήταν και είναι άγνωστη και ανύπαρκτη στην πλειονότητα των γλωσσών που έχουν εμφανιστεί πάνω στον πλανήτη. Διότι η Κλητική είναι, εκλαμβάνεται ως, πτώση και πτώσεις υπάρχουν μόνο στις κλιτικές γλώσσες και οι κλιτικές γλώσσες ήταν και είναι ελάχιστες, αν και μιλιούνται από ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Οι ομιλητές των συγκολλητικών και των απομονωτικών γλωσσών ενώ γνωρίζουν την κλήση, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αγνοούν την Κλητική. Αλλά την Κλητική αγνοούν και πολλοί ομιλητές κλιτικών γλωσσών (ρωσική, πολωνική, μόλις που επιβιώνει στη σλοβενική!). Μάλιστα, η κλιτική γλώσσα που ομιλείται από τους περισσότερους τείνει να πάψει να είναι κλιτική -κι εννοώ βέβαια την αγγλική, η οποία έχει χάσει πολλά γένη και πτώσεις και καταλήξεις – σε αυτό το φαινόμενο άλλωστε έγκειται και η ιδιάζουσα ομορφιά της. Το ίδιο παρατηρείται και στην ελληνική αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Πώς να εξηγήσουμε την αδιαφορία/ανυπαρξία της Κλητικής σε κλιτικές γλώσσες; Η δική μου εξήγηση: εάν οι πτώσεις υποδηλώνουν σχέσεις ανάμεσα σε δύο όρους, αυτός είναι ο επιστημονικός ορισμός της πτώσης, η Κλητική δεν υποδηλώνει μια άμεση σχέση μεταξύ δύο όρων αλλά είναι μια επιφωνηματική προσφώνηση μεταξύ δύο ομιλητών ή μεταξύ ανθρώπου και σκύλου (έλα, Αζώρ, πάμε βόλτα) ή μεταξύ ανθρώπου και ήλιου (ήλιε μου, ήλίε μου, βασιλιά μου), κτλ. Την επιφωνηματική αυτή προσφώνηση την πήρε ο Διονύσιος ο Θράξ και την ενέταξε στο πτωτικό του σύστημα διότι δεν ήξερε τι να την κάνει.
Η θεωρία της σύνταξης δείχνει, εκ των πραγμάτων, ελάχιστο ενδιαφέρον για την Κλητική. Να αναφέρω μόνο ότι ένα από τα καλύτερα Συντακτικά που υπάρχουν, το Syntaxe Grecque του Jean Humbert αφιερώνει τρεις-τέσσερις σελίδες για την Κλητική και πάνω από 45 για την ονομαστική και τις πλάγιες πτώσεις. Η διαπίστωση ισχύει και για τα Vorlesungen uber Syntax του Jakob Wackernagel, για το Syntax und syntaktische Stilistik των E. Schwyzer – A. Debrunner και την Syntaxe του P. Chantraine.
Η Κλητική, Φιλίστωρ, στην Λατινική γλώσσα, του ενικού και του πληθυντικού όλων των κλίσεων είναι όμοια με την Ονομαστική, με μόνη εξαίρεση την Κλητική των ονομάτων που λήγουν σε -us: ονομαστική domin-us (Κύριος), Κλητική domin-e(Kύριε). H εξαίρεση αυτή είναι επιβίωση μιας ινδοευρωπαϊκής εξαίρεσης – η Κλητική των ονομάτων σε -us kai -os εμφανίζεται με τη μορφη -e (επιβιώνει στη σημερινή λιθουανική).
Η Κλητική μπορεί να προσφωνεί αλλά δεν παύει να ονομάζει – αυτός είναι ο λόγος που εμφανίζει την ίδια μορφή με την Ονομαστική σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (εκτός από την εξαίρεση που προαναφέρθηκε) . Σε μερικές περιπτώσεις, η κατάσταση στην τρίτη κλίση της αρχαίας ελληνικής (την αθέματη κλίση) είναι διαφορετική: ο Σωκράτης, ώ Σώκρατες – και δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα! (ο πατήρ, ω πάτερ· ο ανήρ, ω άνερ). Αν λάβουμε υπόψη μας ότι η ονομαστική Σωκράτης πρόήλθε από το θέμα Σωκράτες (ο Σωκράτες > ο Σωκράτης), αυτό που διαφοροποιεί την Κλητική είναι ο τονισμός (ω Σωκράτες > ω Σώκρατες): πολύ συχνά στην Κλητική του ενικού ο τόνος αναβιβάζεται, κι όχι μόνο στην τρίτη κλίση – αλλά δεν είναι του παρόντος να καταπιαστούμε με αυτό το ζήτημα. Υπάρχει μάλιστα και ο τύπος άδελφε, ώ άδελφε Μιχάλη, ω άδελφε Φιλίστωρ, καλή σας μέρα!
Κατανοητές και σεβαστές οι απόψεις σου. Ενδεχομένως να υπάρχουν περισσότεροι τρόποι προσέγγισης του θέματος. Κατ’ εμέ η κλητική είναι πτώση κυρίως για δύο λόγους: 1. επειδή γραμματικώς έχει μορφολογική ποικιλία, δηλ. πρωτογενή κατάληξη που προσκολλάται στο όνομα χωρίς να αλλοιώνει την αρχική σημασία του και 2. πλην της κλητικής προσφώνησης έχει την εξής συντακτική χρήση: ως “ορθή πτώση” είναι το υποκείμενο ρήματος σε προστακτική. Ο διαμερισμός είναι ως εξής: Οριστική/Υποτ./Ευκτ. –> Ονομαστική, αλλά Προστακτική–>Κλητική. Δεν λέμε “Άνθρωπος μάθε γράμματα”, αλλά “Άνθρωπε, μάθε γράμματα”. Το “εσύ μάθε γράμματα” κανονικά δεν υφίσταται όταν αναλύουμε σε αυτό το ιστορικό επίπεδο, επειδή αυτό είναι νέα ελληνική. Γιατί δεν υφίσταται; Μα δεν υπάρχει – κανονικά – προστακτική των προσωπικών αντωνυμιών και, επομένως όταν λέμε “εσύ φύγε” θέτουμε ”εσφαλμένως” ονομαστική ως υποκείμενο προστακτικής. Αν όμως την αντικαταστήσουμε με ένα όνομα, παρατηρούμε εμφανώς ότι η κλητική είναι αυτή που προσδιορίζει το υποκείμενο. Κατ’ εμέ λοιπόν, ο Διονύσιος ο Θράξ είχε καλό ένστικτο να την περιλάβει στις πτώσεις.
Όταν λες αδιαφορία/ανυπαρξία κλιτικής σε εγκλιτικές γλώσσες, ουσιαστικά εννοείς ότι δεν υπάρχει ποικιλία γραμματικού τύπου. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν έστω την Ονομαστική πτώση για να καλέσουν ο ένας τον άλλον ή για να απευθυνθούν σε κοινό κλπ. Επίσης, άλλο τί είναι εξαφανισμένο σήμερα (επειδή και η ελληνική έχει χάσει τα μαλλιοκέφαλά της) και άλλο τί υπήρχε στην ιστορία τους. Η ρωσική, πολωνική και σλοβενική είναι όλες γλώσσες του ΙΕ κλάδου. Τότε θα έπρεπε να στερούνται όλες οι υπόλοιπες γλώσσες την κλητική, ενώ ειδικά στην ελληνική μιλάμε για τρομερή ποικιλία ανάλογα με την ποσότητα των συλλαβών και την κλίση. Για κάποιον λόγο (ίσως να οφείλεται στο θερμό κλίμα και στην κοινωνικότητα των ανθρώπων, όπως πιστεύεται) η ελληνική – όπως και η λατινική – αποτελούν ιδιαίτερα δείγματα διατήρησης διαφορετικών τύπων κλητικής.
Μιχάλη, το υποκείμενο ενός ρήματος σε Προστατκτική έγκλιση είναι κάποιο όνομα ΠΑΝΤΑ σε πτώση Ονομαστική. ΠΟΤΕ, ποτέ σε Κλητική, ή σε άλλη πτώση, σε οποιαδήποτε κλιτική γλώσσα, αρχαία ή νέα. Το αντικείμενο ενός ρήματος μπορεί να είναι σε Γενική, Δοτική ή Αιτιατική, ποτέ σε Ονομαστική ή Κλητική. Δηλαδή, το Υποκείμενο ή το Αντικείμενο ενός ρήματος δεν μπορεί σε καμιά απολύτως περίπτωση να είναι σε Κλητική. Ποτέ των ποτών, το επαναλαμβάνω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Όταν λέμε άνθρωπε, μάθε γράμματα, το υποκείμενο δεν είναι η προσαγόρευση άνθρωπε αλλά το εννοούμενο εσύ, και στην αρχαία (σύ) και στη νέα ελληνική (εσύ): ο τύπος εσύ είναι Ονομαστική δευτέρου προσώπου προσωπικής αντωνυμίας. Άνθρωπε, (εσύ) μάθε γράμματα. Όταν λέμε διάβασε, εννοούμε εσύ διάβασε, Όταν λέμε ‘προσέχετε τι γράφετε’, εννοούμε ‘εσείς προσέχετε τί γράφετε’ – το εσείς είναι Ονομαστική πληθυντικού.
Οι προσωπικές αντωνυμίες δεν διαθέτουν Προστακτική, μιας και Προστακτική διαθέτουν μόνο τα ρήματα, μόνο τα ρήματα. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρχει κανένα απολύτως σφάλμα στη φράση εσύ φύγε, είναι ολόσωστη, και στην αρχαία ελληνική και στη νέα. Εσύ φάε, εσύ πιες, εσύ χέσε, εσύ σκέψου, εσύ διάβασε, εσύ πρόσεχε, κτλ. Έχουμε ένα ρήμα σε Προστακτική έγκλιση και ένα υποκείμενο σε Ονομαστική (εσύ) – απολύτως αναμενόμενη σύνταξη.
Μιχάλη, δεν υπάρχουν εγκλιτικές γλώσσες, υπάρχουν κλιτικές γλώσσες, όπως είναι και οι Ινδοευρωπαϊκές. Η Ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία μας λέει ότι κάποτε οι ΙΕ γλώσσες διέθεταν μια συγκεκριμένη γραμματική μορφή για τη προσφώνηση αλλά στη συνέχεια σε άλλες επιβίωσε σε άλλες όχι. Το ίδιος συνέβη και με τη Δοτική – η αρχαία ελληνική έχει Δοτική, η νέα δεν έχει. Στη νέα ελληνική επιβιώνει, στη ρωσική δεν επιβίωσε. Επιβιώνει όμως στη λιθουανική – οπότε το επιχείρημα περί θερμού κλίματος δεν μπορεί να ισχύει και κάποιος άλλος λόγος (ή λόγοι) θα υπάχουν. Εάν δεν έχεις διαβάσει την ‘Εισαγωγή στη Συγκριτική Ινδοευρωπαϊκή Γλωσσολογία’ του R. S. P. Beekes (εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών), σου το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Δεν μπορώ να καταλάβω που βλέπεις την μορφολογική ποικιλία της Κλητικής στη νέα ελληνική. Η Κλητική είναι ή όμοια της Ονομαστικής (στο θηλυκό και στο ουδέτερο γένος, στον ενικό και στον πληθυντικό) ή έχει δανειστεί τη μορφή της Αιτιατικής: ο άρχοντας, ω άρχοντα· ο Περικλής, ω Περικλή· ο φούρναρης, ω φούρναρη – και άλλα πολλά. Η μόνη διαφοροποίηση που υπάρχει, κατάλοιπο της αρχαίας ελληνικής, να έχει δηλαδή η Κλητική δική της κατάληξη, είναι στο αρσενικό γένος (μόνο στον ενικό) των ουσιαστικών και επιθέτων που λήγουν σε -ος: ό καλός άνθρωπος, καλέ μου άνθρωπε. Ενώ στα σε -ος λήγοντα κύρια ονόματα, μόνο στο όνομα Παύλος έχουμε Παύλε – σε όλα τα άλλα πήρε τη μορφή της Αιτιατικής. Όταν θέλουμε να καλέσουμε τον Στράτο ή τον Πέτρο δεν θα φωνάξουμε Πέτρε, Στράτε αλλά Πέτροοοο, Στράτοοοο. Λέμε όμως και Παύλο και Παύλε!
Ας δούμε τις παρακάτω δύο προτάσεις:
1) Σήμερα ο ήλιος θα καίει εδώ στην Καστανούσα.
2)Μιχάλη, σήμερα ο ήλιος θα καίει εδώ στην Καστανούσα.
‘Θα καίει’ είναι το ρήμα, ‘ο ήλιος’ είναι το Υποκείμενο σε Ονομαστική ασφαλώς, ‘σήμερα’ προσδιορισμός του χρόνου και ‘στην Καστανούσα’ προσδιορισμός του τόπου. Στη δεύτερη πρόταση, το ‘Μιχάλη’ είναι μια επιφωνηματική προσφώνηση, ένα ‘προσαγορευτικόν πράγμα’, όπως έλεγαν οι Στωικοί, δηλώνει ένα πρόσωπο στο οποίο απευθύνομαι. Εάν γράψω όμως ‘Πες του Μιχάλη ότι σήμερα ο ήλιος κτλ.’, εδώ η Γενική ‘του Μιχάλη’ είναι αντικείμενο στο ρήμα, επιτελεί κάποια συντακτική λειτουργία. Η Κλητική δηλαδή δεν επιτελεί κάποια συντακτική λειτουργία, ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι πτώση, είναι όνομα σε θέση επιφωνήματος. Το ότι είναι ένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου, εκτός από τα ρήματα και τις αντωνυμίες, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το ζήτημα είναι σε ποιο επίπεδο θα παραχωρήσουμε την προτεραιότητα: στο μορφολογικό ή στο συντακτικό; Επειδή οι πτώσεις υποδηλώνουν σχέσεις ανάμεσα σε δύο όρους τάσσομαι υπέρ της προτεραιότητας του συντακτικού επιπέδου. ΚΙ αυτό διότι ενδιαφέρομαι τα μάλα για τις σχέσεις και τις διαδικασίες, γιατί δεν υπάρχουν παρά μόνο σχέσεις και διαδικασίες.
Συμφωνώ με την προτεραιότητα του συντακτικού επιπέδου έναντι του μορφολογικού. Η ιδιομορφία όμως των κλητικών γλωσσών είναι ότι ακριβώς μορφοποιούν σε διακριτούς γραμματικούς τύπους ένα σημαντικό τμήμα της σύνταξης. Αυτή η “γραμματικοποίηση” της σύνταξης δε συμπεριέλαβε τα πάντα.
Ας περιοριστούμε στο φαινόμενο των πτώσεων: Γνωρίζουμε ότι η ΠΙΕ διέθετε τον εντυπωσιακό αριθμό των οχτώ (8) πτώσεων. Διέθετε διακριτό γραμματικό τύπο για να δηλώνει τον τόπο (Τοπική), άλλον τύπο για να δηλώνει το μέσο ή το όργανο (Οργανική) κλπ. Δε διέθετε ωστόσο διακριτό γραμματικό τύπο για κάθε δυνατή σχέση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα βλέπαμε την ΠΙΕ να έχει αναπτύξει δεκάδες πτώσεις.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, προκύπτει το εξής συμπέρασμα: Οι σχέσεις που προχώρησαν μέχρι του σημείου να δηλώνονται με διακριτό γραμματικό τύπο, θα πρέπει να είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία για τους ομιλητές της ΠΙΕ.
Ναι, ναι, Φιλίστωρ! Ενώ οι πτώσεις μαρτυρούν τις ανάγκες της καθημερινής ζωής, τον τρόπο ζωής των ομιλητών την εποχή που σχηματίστηκαν, οι εγκλίσεις του ρήματος μαρτυρούν τις ψυχικές διαθέσεις τους. Εάν λάβουμε υπ’ όψη μας κι άλλες μαρτυρίες της Γραμματικής είμαστε σε θέση να σχηματίσουμε μια ευκρινή εικόνα του πολιτισμού τους. Όταν θα μελετήσουμε, λόγου χάριν, τις προθέσεις θα αντιληφθούμε ότι παραπέμπουν όλες σε κίνηση σε επίπεδες επιφάνειες, ότι αγνοούσαν το ύψος. Να είναι τυχαίο άραγε ότι η ίδια η λέξη ‘ύψος’ προέρχεται από την πρόθεση υπό;! Όλα λοιπόν αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν ότι όταν σχηματίστηκαν οι πτώσεις, οι εγκλίσεις, οι προθέσεις κτλ, οι ομιλητές ζούσαν σε επίπεδες επιφάνειες (στέπες), ότι ενδιαφέρονταν για την κίνηση προς κάποιο τόπο (Αιτιατική, αν και κυρίως δήλωνε το αντικείμενο), τη στάση σε τόπο (Τοπική), την κίνηση από τόπο (Αφαιρετική), τη συνοδεία ή το όργανο με το οποίο γίνεται κάτι (Οργανική) και ότι ήταν αδύναμοι και ενδεείς, που χαρακτηρίζει΄όλους τους ποιμενικούς λαούς, όπως μαρτυρούν οι εγκλίσεις του ρήματος: η Υποτακτική δηλώνει τη βούληση και την προσδοκία ενώ η Ευκτική την ευχή και τη δυνατότητα. Αυτά είναι εν ολίγοις τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγω στην ‘Γραμματικοποίηση της Ιστορίας’, στην εξέταση της Γραμματικής ως πολύ σημαντικής ιστορικής πηγής.
Και μόνο στη μορφολογία των ονοματικών τύπων να μείνουμε, νομίζω ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά. Έγραφα, ας πούμε, προηγουμένως ότι δεν απέκτησαν όλες οι δυνατές σχέσεις διακριτό γραμματικό τύπο. Από το πλήθος των δυνατών σχέσεων, μονάχα οχτώ (8) έφτασαν να δηλώνονται με διακριτό γραμματικό τύπο στην ΠΙΕ και να σχηματίσουν τις ισάριθμες πτώσεις. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι κάθε πτώση δηλώνει έναν (και μόνο έναν) τύπο σχέσης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη γενική: Είναι, νομίζω, προφανές ότι όλοι μας, όταν ακούμε τη λέξη “γενική”, σκεφτόμαστε πρωτίστως τη γενική κτητική, τουτέστιν εκείνη τη γενική που δηλώνει όχι μόνο τη σχέση ιδιοκτησίας, αλλά και τη σχέση καταγωγής ή συγγένειας. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπάρχει και η γενική της ύλης, του περιεχομένου, της ιδιότητας, η γενική συγκριτική κλπ. (Τη γνωστή μας από τα αρχαία ελληνικά γενική διαιρετική δεν την αναφέρω, καθώς αποτελεί κατοπινότερη εξέλιξη, οφειλόμενη στην απώλεια της αφαιρετικής.)
Και αναρωτιέμαι εδώ: Τι κοινό έχει ο Μέτωνος υἱός (καταγωγή), τα Πλουτάρχου κτήματα (ιδιοκτησία) και το πινάκιον φακῆς (περιεχόμενο); Για ποιο λόγο να δηλώνονται με τον ίδιο γραμματικό τύπο αυτές οι, τόσο διαφορετικές στα δικά μας μάτια, σχέσεις; Νομίζω βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι, μια φορά κι έναν καιρό, στα μάτια κάποιων άλλων ανθρώπων αυτές οι σχέσεις δεν έμοιαζαν τόσο διαφορετικές μεταξύ τους…
Συμφωνώ με το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγεις. Το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό των τριών παραδειγμάτων της γενικής που αναφέρεις είναι ότι οι γενικές αυτές συντάσσονται με όνομα – ανήκουν λοιπόν στη λεγόμενη γενική παρ’ όνομα. Υπάρχει ακόμα άλλες δύο γενικές: η γενική διαιρετική και η γενική αφαιρετική. Οι δύο πρώτες εκφράζουν τη γενικότατη έννοια του ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ: περιορισμό στην καταγωγή, στη κτήση, στο περιχόμενο και άλλα. Εσθίω άρτον σημαἰνει τρώω ψωμί αλλά εσθίω άρτου (γενική διαιρετική) σημαίνει τρώω ένα κομμάτι ψωμιού, μια περιορισμένη ποσότητα ψωμιού. Η τρίτη, η γενική αφαιρετική, που απορρόφησε την αφαιρετική, εκφράζει την ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ: ορίζει την αφετηρία, ορίζει με ακρίβεια την αρχή της ενέργειας και μετράει την απόσταση από την αφετηρία μέχρι το τέρμα. Οι Ρωμαίοι λέγανε venio Romae, έρχομαι από τη Ρώμη – η λατινική διαθέτει αφαιρετική.
Νομίζω ότι η γραμματικοποίηση της δήλωσης της απομάκρυνσης μαρτυρά το ενδιαφέρον των ομιλητών για την κίνηση ενώ η γραμματικοποίηση του περιορισμού μαρτυρά την ὐπαρξη κανόνων που αφορούν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών σχέσεων, πρακτικών κλπ. (καταγωγή, ιδιοκτησία, ύλη, περιεχόμενο, αξία, κτλ.) Μπορουμε να πούμε λοιπόν ότι η γενική διαιρετική (που εκφράζει κράτηση μέρους από ένα όλο – εσθίω άρτου! ) και η γενική κτητική, που ανήκει στη γενική παρ’ όνομα και εκφράζει όχι μόνο την κτήση αλλά και την καταγωγή και άλλα πολλά είναι ο πυρήνας της γενικής, της γραμματικοποίησης του γενικού περιορισμού.
Αυτά προς το παρόν· όταν θα καταπιαστούμε με τη γενική θα πούμε περισσότερα. Και δεν θα παραλείψουμε να σχολιάσουμε και το φαινόμενο της γενικολατρείας, της ευρείας χρήσης της γενικής σε περιτπώσεις που δεν θα έπρεπε να τη μεταχειριζόμαστε αλλά το κάνουμε για να επιδείξουμε τη γλωσσική μας δεινότητα και επάρκεια, με αποτέλεσμα να ολισθαίνουμε προς έναν κακόγουστο, θα έλεγα, αρχαϊζοντα τρόπο έκφρασης λες και κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο ή εμπλουτίζει την γλωσσική έκφραση. Η επισήμανση αυτή είναι αποτέλεσμα αυτοπαρατήρησης: κατανόησα ότι χρησιμοποιούσα γενικές λόγω μίμησης. Πω πω, πολύ δύσκολα αποκτάται η ανοσία στη μίμηση, πολύ δύσκολα! Δράττομαι της ευκαιρίας να πω ότι ότι η λατρεία της γενικής υποδηλώνει μια άγονη και ατελέσφορη απόπειρα νεκρανάστασης χρήσεων της γενικής που ανήκουν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν. Η γενική διαιρετική τα τίναξε (αντικαταστάθηκε από την αιτιατική – εσθίω άρτου > τρώω ψωμί)· το ίδιο και η γενική αφαιρετική – κι αυτή αντικαταστάθηκε από την αιτιατική: η φράση ‘θαυμάζω του κάλλους αυτής’ έγινε ‘θαυμάζω την ομορφιά της’! Επιβιώνει μόνο η γενική παρ’ όνομα και μάλιστα σε όλο της το εύρος των χρήσεων: κτήση, καταγωγή, ύλη, περιεχόμενο, αξία, εξάρτηση, ποιότητα – το τάμπλετ της νοικοκυράς, το σμαρτφον είναι της μόδας!
Για το θέμα το οποίο έθεσα δεν απαραίτητη η μακρηγορία περί πτώσεων. Η άποψη περί κλητικής ως υποκειμένου προστακτικής είναι ένα δικό μου συμπέρασμα στο οποίο με κατευθύνει η μελέτη η οποία εκπονώ. Μόνον οι αττικοί κατ’ εξαίρεσιν χρησιμοποιούν τις κλητικές προσφωνήσεις “ὦ σὺ” και “οὖτος”, επί των οποίων “ενίστανται” κάποιοι αρχαίοι γραμματικοί. Αναζητώ περιπτώσεις όπου δίπλα σε προστακτική β’ προσώπου υπάρχει η αντωνυμία του β΄ προσώπου (αλλά με εξαίρεση του αττικούς συγγραφείς, οι οποίοι – όπως ανέφερα – κατ’ εξαίρεσιν το χρησιμοποιούν). Και μακάρι να μου βρείτε και να με διαψεύσετε. Το θέμα με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αλλά προς στιγμήν αυτή είναι η άποψη μου, Αθανάσιε, και άλλη είναι η δική σου. Επίσης δεν μελετώ την Νέα Ελληνική, αλλά την αρχαία (αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική περίοδο). Η αναφορά περί ποικιλίας αφορά την αρχαία ελληνική. Τέλος, πιστεύω ότι η συνήθης κατάληξη -ε της κλητικής συνδέεται με την κατάληξη -ε της προστακτικής, ένα είδος πτωτικής συμφωνίας προερχομένης από την β΄ κλίση, όπως συμβαίνει με την συμφωνία άρθρων και καταλήξεων των ονομάτων, π.χ. τὸν ἄνθρωπον / τῷ ἀνθρώπῳ / τοῦ ἀνθρώπου κλπ., ομοίως “ἄνθρωπε λέγε” (κλητική ως ορθή πτώση). Το υποκείμενο δεν είναι η αντων. “σὺ” διότι υπάρχει – όπως προανέφερα – όνομα το οποίο την αντικαθιστά. Περισσότερα δεν χρειάζεται να πω.
Ότι υπάρχει κάποια συσχέτιση (και δεν εννοώ μορφολογική) μεταξύ προστακτικής και κλητικής είναι φανερό, νομίζω. Διαισθητικά και μόνο το λέω. Αλλά ότι η κλητική λειτουργεί ως υποκείμενο της προστακτικής, αυτό πρέπει να ομολογήσω ότι μάλλον με ξενίζει. Και πάλι διαισθητικά.
Αυτή είναι και η συσχέτιση, άλλωστε, των όρων “κλητική” και “προστακτική”, πρόκειται σχεδόν για συνώνυμα με την διαφορά ότι στην με αποσπούμε την προσοχή, ενώ στην δε δίδουμε κάποιο παράγγελμα, ζητούμε κάτι. Όπως είπα και πριν:
1. Ο Αλέξανδρος λέγει
2. Αλέξανδρε λέγε
Μιχάλη, μετά την κλητική Αλέξανδρε απαιτείται επειγόντως ένα κόμμα! Πώς και σου διέφυγε; Άγνοια, αβλεψία ή αυθαιρεσία;
Ναι, είναι που δυστυχώς δεν έχω την δυνατότητα επανεπεξεργασίας. Αυτό βρήκες να δεις μετά από τόσα στραβοπατήματα στο πληκτρολόγιο; Αν υπονοείς αυτό που αντιλαμβάνομαι, το κόμμα είναι μεταγενέστερη εφεύρεση της γραμματικής την οποία προσπαθώ να επεξηγήσω. Μικρό το κακό :ο)
Πάντως, η εικασία περί μορφολογικής (μορφολογικής, το τονίζω!) ομοιότητας μεταξύ κλητικής και προστακτικής μου φαίνεται παρατραβηγμένη. Δε λέω “αυθαίρετη”· λέω όμως ότι χρειάζεται εξόχως ισχυρά επιχειρήματα για να γίνει πειστική.
Ας το κάνω όμως λιγάκι πιο λιανά: Αν κάποιος υποστηρίξει ότι υπάρχει μορφολογική ομοιότητα μεταξύ π.χ. της ονομαστικής και της κλητικής (ή της δοτικής και της αφαιρετικής στα λατινικά) το βάρος της απόδειξης που απαιτείται να σηκώσει είναι σχετικά μικρό. Αν όμως κάποιος υποστηρίξει ότι υπάρχει μορφολογική συσχέτιση μεταξύ μίας πτώσης και μίας έγκλισης, νομίζω ότι το βάρος της απόδειξης είναι σαφώς μεγαλύτερο.
Μιχάλη, όταν διαβάζω την πρόταση Ο Αλέξανδρος λέγει, προφέρω τις λέξεις χωρίς να σταματήσω πουθενά – θα σταματήσω όταν τελειώσει η πρόταση. Όταν όμως διαβάσω την πρόταση Αλέξανδρε λέγε, στη λέξη Αλέξανδρε θα σταματήσω, θα κάνω μια παύση, είτε έχει κόμμα είτε δεν έχει! Οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν με κεφαλαία γράμματα, δεν είχαν σημεία στίξης, αλλά σε κάθε Κλητική σταματούσαν. Γιατί σταματούσαν; Τί τους έδινε σήμα να σταματήσουν; Μα η Κλητική!
Εάν ανοίξεις μια Νεοελληνική Γραμματική του Δημοτικού θα δεις ότι κόμμα βάζουμε σε τέσσερις περιπτώσεις: σε ασύνδετες λέξεις (έφαγα ψωμί, κρέας, σαλάτα, τυρί και φρούτα)· σε ασύνδετες προτάσεις (ντύσου, βάλε παπούτσια, πάρε τη τσάντα σου και φύγαμε)· μετά την Κλητική (ήλιε μου, ήλιε μου, βασιλιία μου, μη μ’ αφήνεις) και μετά από δευτερεύουσες προτάσεις (εκτός από τις ειδικές, τις διστακτικές και αυτές που αρχίζουν με το να): εάν δεν έρθεις, θα φύγω – αλλά: ξέρω ότι με αγαπάς. Τα σημεία στίξης δηλώνουν πότε και ποσο πρέπει να σταματήσουμε όταν μιλάμε. Στην Κλητική βάζουμε κόμμα, σταματάμε γιατί την χωρίζουμε από την επόμενη φράση – και τη χωρίζουμε διότι είναι ξένο σώμα, ως πτώση της προσφώνησης (κλήσης ή απεύθυνσης). Επαναλαμβάνω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο: το Υποκείμενο του ρήματος μπορεί να είναι μόνο σε Ονομαστική (Ο Αλέξανδρος λέγει), ποτέ σε Κλητική – το Υποκείμενο του ρήματος λέγε είναι κάποια ονομαστική – η αντωνυμία εσύ.
Δεν έβαλες κόμμα, συνειδητά ή ασυνείδητα, διότι δεν σε βόλευε, διότι η ύπαρξη του κόμματος αντιφάσκει με αυτά που υποστηρίζεις. Το κόμμα δεν είναι εφεύρεση της γραμματικής, είναι επινόηση των ανθρώπων, είναι ένα σύμβολο που αναπαριστάνει τη παύση και μας υποδεικνύει ταυτόχρονα πότε να σταματήσουμε και πόσο. Μετά την Κλητική πάντα σταματάμε για λίγο (κόμμα): Γιώργο, έλα σε παρακαλώ. Η Κλητική είναι πτώση της προσφώνησης – η Προστακτική εκφράζει θετική προσταγή, θετική εκδήλωση της βούλησης. Ο Μιχάλης γενικεύει ένα κοινό μορφολογικό χαρακτηριστικό κι από αυτή τη γενίκευση συνάγει συμπεράσματα απαράδεκτα: επειδή κάποια Προστακτική, μία από τις πολλές, λήγει σε -ε (λύε) και επειδή κάποια Κητική, μία από τις πολλές, λήγει σε – ε (άνθρωπε) προσπαθεί να εντοπίσει μια γενετική συγγένεια. Δεν λήγουν όμως όλες οι Προστακτικές σε -ε, παρά μόνο ελάχιστες, ούτε όλες οι Κλητικές σε -ε, παρά μόνο ελάχιστες.
Η σύγχυση επιτείνεται όταν ταυτίζεται η ονοματική με τη ρηματική κατάληξη. Η ονοματική κατάληξη -ε δηλώνει προσφώνηση, ενώ η ρηματική κατάληξη -ε της Προστακτικής δηλώνει πρόσωπο, όπως άλλωστε ΟΛΕΣ οι ρηματικές καταλήξεις. Αλλά όλες οι καταλήξεις των ονομάτων δεν δηλώνουν προσφώνηση.
Ευχαριστώ που μου εξήγησες γιατί δεν έβαλα κόμμα. Δεν με ενοχλεί καθόλου το κόμμα, Αθάνάσιε, διότι δεν στηρίζω την άποψη μου επ’ αυτού. Με ΝΕ γραμματική και με αναμόχλευση των γνωστών κανόνων δεν κάνεις τίποτα καινούργιο. Δυστυχώς. Η κλητική και η προστακτική έχουν κάτι κοινό: ότι φέρουν το β΄ προσ. (ενικό ή πληθ., ανάλογα με το πώς χρησιμοποιούνται). Αυτό δημιουργεί μια συντακτική σχέση ονόματος και ρήματος (ως Υποκ. και Κατηγ.), των βασικών συστατικών της πρότασης με συμφωνία σε αριθμό και πρόσωπο. Όποιος κατάλαβε τί θέλω να πω, κατάλαβε.-
Η καταλήξεις της κλητικής υποδηλώνουν ΚΑΙ πρόσωπο. Διαφορετικά θα ήταν εξ ίσου ορθόν να πεις: ο Γιώργος, έλα (παρόμοιο δε αυτού ακούεται συχνάκις, αλλά δεν είναι γραμματικώς δεκτό). Ο λόγος που δεν λέγεται είναι η ασυμφωνία προσώπων. Και αν ήταν τόσο άχρηστη η μορφολογία της κλητικής θα είχε εξαλειφθεί αιώνες πριν την δοτική…
Η κλητική όντως φέρει πρόσωπο, όπως φέρουν και οι προσ. αντωνυμίες. Αλλά εδώ πρόκειται αυστηρά για το β΄ πρόσωπο. Και εφ’ όσον – κανονικά – αυτές δεν έχουν κλητική (πλην του δοκίμου αλλά επιδοκιμασθέντος αττικού σὺ) θεώρησε ως ‘πραγματική’ κλητική της αντ-Ωνυμίας το ίδιο το κύριο Όνομα. Όλοι οι άνθρωποι έχουν όνομα, αλλά το αντικαθιστούμε με την κλητική ‘συ’ είτε από άγνοια είτε προς ‘επίταση’ (σε συνδυασμό και με το όνομα). Αυτό όμως είναι μια προχωρημένη γραμματική αντίληψη κυρίως λογοτεχνικής υπόστασης. Σε απλό λόγο ο εκφωνών γνωρίζει κανονικά ότι σε κάθε περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιήσει την λεγόμενη ‘γνωσιακή εμπειρία’ μέσω της μετωνυμίας (π.χ. κύριε-κύριε, άνθρωπε, θεοί / ή μία έννοια οικειότητας ή συγγένειας: αδελφέ, πάτερ, μήτερ, ω μέλε, ω ταν / ή ένα επίθετο: άριστε, πανούργε, κάκιστε, ύψιστε, δύστροπε κλπ). Η χρήση του “εσύ” σε ονομαστική αλλά και – τω έθει – σε κλητική φαίνεται να έχει, τελικά, έχει επισκιάσει την πραγματική φύση και λειτουργία της κλητικής.
Mιχάλη, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, λέγοντας ότι “η κλητική φέρει πρόσωπο”. Εννοείς ότι συμπεριφέρεται σαν προσωπική αντωνυμία;
Αν σου έλεγα ότι η αντωνυμία “εμού” εκτός από αριθμό και πτώση φέρει και το πρώτο πρόσωπο ενικού, κατανοείς τί εννοώ; Ότι και η αντωνυμία “σε” έχει το ίδιο γνώρισμα, κατανοείς;
Πάμε τώρα στις πτώσεις των ονομάτων: Τα ονόματα αντιπροσωπεύουν το τρίτο πρόσωπο, π.χ. Ο Παρμενίων εφονεύθη (= ούτος εφονεύθη). Δοκίμασε να αντικαταστήσεις το όνομα σε όλες τις πτώσεις με τύπους της προσ. αντων. Π.χ. Κικέρωνος φονευθέντος… (=τούτου φονευθέντος), τον Σωκράτη δεσμεύσειν (=τούτον δέσμευσειν) κλπ. Όταν φθάσεις στην κλητική, το πρόσωπο δεν θα είναι πια τρίτο αλλά δεύτερο. Και όπως εξήγησα προηγουμένως, ότι αυτό δημιουργεί μια συντακτική ενότητα με την προστακτική.
Η κλητική, λοιπόν, έχει αυτά τα τρία στοιχεία των προσωπικών αντωνυμιών (+ το γένος, φυσικά). Θα μπορούσες κατά κάποιο τρόπο να κολαστείς για λίγο και να την δεις ως προσωπική αντ. αλλά κανονικά δεν είναι αυτή η κατεύθυνση της ερμηνείας. Είναι μία μεμονωμένη περίπτωση ονοματικού τύπου, ο οποίος φέρει το δεύτερο πρόσωπο, χωρίς όμως να μπορεί να αντικατασταθεί από αντωνυμίες. Ελπίζω να έγινα κάπως ευκρινέστερος.
Έγινες σαφέστατος, Μιχάλη. Μπορώ λοιπόν τα “διαισθητικά” μου να τα αφήσω στην άκρη και να πιάσω τα “σχολαστικά” μου:
Η αντωνυμία “εμού” -σωστά το λες- φέρει όντως πρόσωπο. Είναι γενική ενικού α’ προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας. Καθόλου δε μας παραξενεύει αυτό βέβαια. Οι αντωνυμίες φέρουν ΚΑΙ πτώση (όπως τα ονόματα) ΚΑΙ πρόσωπο (όπως οι ρηματικοί τύποι). Αυτή είναι άλλωστε η ιδιαιτερότητά τους, το ειδοποιό γνώρισμά τους.
Ρωτάω τώρα εγώ: Οι ρηματικοί τύποι φέρουν πτώση; Όχι βέβαια -πλην της μετοχής, που ωστόσο δε φέρει πρόσωπο, οπότε δεν είναι και τόσο ρηματικός τύπος.
Αν λοιπόν η έννοια της πτώσεως στερείται νοήματος για τους ρηματικούς τύπους, κατά τον ίδιο τρόπο η έννοια του προσώπου στερείται νοήματος για τους ονοματικούς τύπους. Τα ονόματα δε φέρουν πρόσωπο. Συντάσσονται με ρήματα, τα οποία βεβαίως φέρουν πρόσωπο. Δε βλέπω όμως με ποια έννοια είναι δυνατόν να μεταβιβάζουν την ιδιότητά τους αυτή στα ονόματα που τα συνοδεύουν (ως υποκείμενο, κατηγορούμενο, αντικείμενο κλπ).
Aς έρθω τώρα στην ουσία της άποψής σου: Κάνεις μια συσχέτιση ανάμεσα στην προστακτική και την κλητική. Η σκέψη σου παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά νομίζω ότι το τραβάς πολύ μακριά. Εν πρώτοις, η προστακτική δεν εμφανίζεται ΜΟΝΟ στο β’ πρόσωπο. Εμφανίζεται και στο γ’ πρόσωπο επίσης -κι ας έχουμε μια τάση να το ξεχνάμε εμείς, που σκεφτόμαστε στα νέα ελληνικά. Ας πάρουμε το γνωστότερο ίσως παράδειγμα προστακτικής γ’ προσώπου, το καινοδιαθηκικό “ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου” από το Πάτερ Ημών. Σε ποιο πτώση είναι το υποκείμενο; Σε ονομαστική!
Άρα, ακόμη κι αν έχεις δίκιο σε ό,τι υποστηρίζεις, αυτό θα ισχύει ΜΟΝΟ για το β’ πρόσωπο της προστακτικής· όχι για την προστακτική per se.
Ούτε όμως για την κλητική per se μπορεί να ισχύει η άποψή σου, διότι δεν τη βλέπουμε να κάνει παρέα ΜΟΝΟ με την προστακτική. Μπορούμε θαυμάσια να τη βλέπουμε αγκαζέ με την οριστική. “Φιλοσόφῳ ἔοικας, ὦ νεανίσκε, καὶ λέγεις οὐκ ἀχάριστα”. Τι θα πούμε εδώ για την κλητική; Ποια είναι η συντακτική λειτουργία της εδώ;
Η απάντηση βρίσκεται στους προηγούμενους σχολιασμούς μου. Φοβάμαι ότι πρέπει να επαναλάβω αυτά που έγραψα παραπάνω. Ξεκαθάρισα ότι η παρατήρησή μου αφορά το β΄ πρόσωπο προστακτικής. Φυσικά και δεν ισχύει για το γ΄ πρόσωπο, επειδή δεν μπορούμε να απευθυνθούμε στο γ΄ πρόσωπο με άμεσο τρόπο, δηλ. σαν να ήταν παρόν. Είναι κάπου μακριά. Και στο προηγούμενο παράδειγμα υπέδειξα, πώς η ονομαστική μπορεί να αντιπροσωπεύσει το γ΄ πρόσωπο (αλλά και το α΄ κάποιες φορές: π.χ. Εγώ, ο Γιώργος, έρχομαι.. ή γ΄ πρόσ.: Ο φίλος μου, ο Γιώργος, έρχεται … αλλά: εσύ, Γιώργο (αντί του ‘ο Γιώργος’) έλα μαζί μου / ή και άλλη έγκλιση.
Στο τελευταίο παράδειγμά σου φαίνεται μία άλλη χρήση της κλητικής. Όταν δεν έχουμε προστακτική έγκλιση, το υποκείμενο εκλαμβάνεται από την προσ. αντωνυμία (ούσα ισχυρότερη της κλητ.), ενώ η κλητική προσφώνηση λειτουργεί σημασιολογικώς περίπου σαν παράθεση (κανονικά δεν θα ήταν δεκτή ως ετερόπτωτος προσδ.), αλλά κατά βάθος πιστεύω ότι λειτουργεί ανεξάρτητα από την πρόταση. Δηλ. θα μπορούσε και να απουσιάζει. Είναι ένας τρόπος επίτασης της προσοχής. Αν είχες μια παρέα με 5-6 άτομα και έπρεπε να ξεκαθαρίσεις σε ποιόν απευθύνεται η ερώτηση ή σκέψη σου, δεν θα πρέπει να αναφέρεις το αντίστοιχο όνομα; Κάπως έτσι.
Ναι, η κλιτική προσφώνηση (το “ὦ νεανίσκε” του παραδείγματός μας) λειτουργεί λες και είναι ένα παράδοξο είδος παράθεσης/επεξήγησης στο ευκόλως εννοούμενο “σύ”. Σε τι έγκειται η παραδοξότητα; Στο ότι το “σύ” βρίσκεται σε ονομαστική, ενώ το “ὦ νεανίσκε” βρίσκεται στην κλητική, οπότε δεν έχουμε ομοιόπτωτο προσδιορισμό.
Πώς θα μπορούσαμε να βγούμε ενδεχομένως από αυτό το παράδοξο; Δύο τρόπους έχουμε: (α) Να επινοήσουμε ένα ad hoc στρατήγημα, θεωρώντας ότι η προσωπική αντωνυμία διαθέτει κλητική, η οποία μορφολογικά τυχαίνει να συμπίπτει με την ονομαστική, ή (β) Να αναθεωρήσουμε ριζικά τις αντιλήψεις μας περί κλητικής και να υποστηρίξουμε ότι η κλητική εν γένει δεν είναι παρά μια ιδιότροπη μορφή ονομαστικής.
Αν είχα να διαλέξω, θα προτιμούσα ασυζητητί το (β). Κρίνοντας από τον τίτλο του άρθρου, κάτω από το οποίο αφήνουμε τα σχόλιά μας (“φίλος ὦ Μενέλαε”), υποψιάζομαι ότι και ο Αθανάσιος προς αυτή την κατεύθυνση μάλλον θα έκλινε. Πιστεύω όμως ότι κι εσύ, Μιχάλη, δε θα είχες αντίρρηση. Δεν έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα όσα υποστήριξες. Αντιθέτως, νομίζω ότι τα διευρύνει και τα εξομαλύνει.
Αυτή είναι η μία λειτουργία. Η ονομαστική όπως ξαναείπα δεν ταιριάζει με την προστακτική. Μη περιορίζεσαι στις προσωπικές αντωνυμίες μόνο. Το όνομα σε κλητική είναι αναπόφευκτο για την προστακτική. Όταν όμως συνυπάρχει όνομα και αντωνυμία αυτό είναι μια άλλη περίπτωση. Η δική μου θέση είναι αποκλειστικά για την προστακτική. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, δεν αντιλέγω.
Ενώ θα λέγαμε: Ἄριστος εἶ φίλος, ὦ Μενέλα(ε) ή Λέγω σὲ ἄριστον φίλον, ὦ Μενέλα(ε) – δηλ. η διαλεύκανση της απεύθυνσης προς κάποιον, με προστακτική δεν γίνεται. Πρέπει απευθυνόμενοι να πούμε π.χ. τάχιστα φύγε, φίλε Μενέλα(ε). Αυτή είναι πραγματική παράθεση και η λειτουργία του υποκειμένου όπως την περιέγραψα παραπάνω και, φυσικά, κάτι περισσότερο από απλή κλητική προσφώνηση.