Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ζω στον κόσμο μου, χωρίς να διαρρηγνύω τους δεσμούς μου με την κοινωνία. Ισορροπία σχοινοβασίας. Όσο περνάνε τα χρόνια, το σχοινί γίνεται διάδρομος, λιγότερο επικίνδυνος και ίσως λιγὀτερο γοητευτικός, περιπετειώδης, ελκυστικός. Ἐζησα όμως και κάποια χρόνια, κατά τα οποία αυτή η ισορροπία σχοινοβασίας ήταν μια ταλάντωση μεταξύ του κόσμου μου και της κοινωνίας, μεταξύ τρέλας και λογικής. Δεν θα βάλλω τη λέξη τρέλα σε εισαγωγικά, θα προτιμήσω να την διευκρινίσω κάπως· διευκρίνιση όμως χρειάζονται και οι έννοιες της λογικής και της κοινωνίας.
Δεν κλείσαμε ακόμα μήνα στην Καστανούσα. Τα παιδιά δεν βλέπουν καθόλου τηλεόραση – στην Αλεξανδρούπολη το είχαν παραχέσει. Τα έβλεπα κολλημένα στο χαζοκούτι και μάτωνε η καρδιά μου. Χαίρομαι που τα παιδιά θα ζήσουν κάποια χρόνια σε χωριό. Χτες, ήρθαν από τη πλατεία αφού είχε νυχτώσει για τα καλά, ικανοποιημένα, πτώματα από την κούραση, σερνόντουσαν. Παίζουν, δεν βλέπουν τηλεόραση. Δεν κλείσαμε μήνα στην Καστανούσα και αρχίσαμε να τρώμε από τον λαχανόκηπο. Μερικά αγγούρια, βλήτα και γλιστρίδα, κολοκυθάκια, κρεμμυδάκια φρέσκα και μια πιπεριά! Κόβουμε μαϊντανό και μάραθο, μέντα και δυόσμο. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς λαχανόκηπο, μου είναι ανυπόφορο, παντελώς οδυνηρό. Περιμένω πως και πως να ξημερώσει για να πάω να σκάψω, να σκαλίσω, να φυτέψω, να ποτίσω. Η γυναίκα μου η Τασούλα είναι κι αυτή ευχαριστημένη, λιγότερο όμως κι από μένα και από τα παιδιά. Δεν έχει ζήσει ποτέ σε χωριό, γεννήθηκε στα Πετράλωνα, σε εργατογειτονιά, και αργότερα στη Δράμα, στις Σέρρες και στην Αλεξανδρούπολη. Ποιά είναι δυσφορία της;
Νιώθει ασφυκτικά, νιώθει ένα βάρος, νιώθει την ασφυξία και το βάρος της επιτήτηρησης από τους κατοίκους του χωριού, νιώθει υπόλογος στο χωριό. Θα συνόψιζα το feeling της στην ερωτηματική πρόταση “τι θα πει ο κόσμος;” Η μομφή αυτή μου είναι πολύ γνωστή· την έχω ακούσει μυριάδες φορές από τη συχωρεμένη τη μάνα μου, την ακούω ακόμα και τώρα από τον ογδοηκοντούτη πατέρα μου. Ο οποίος με ήθελε καθηγητή, με κοστούμι, αυτοκίνητο και καλύ σύνταξη. Ή στρατιωτικό, τελειόφοιτο της Σχολής Ευελπίδων. Αντ’ αυτών, εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο, παράτησα γυναίκα και παιδί, πήρα τρελόχαρτο, δεν θα πάρω σύνταξη, δεν έχω αυτοκίνητο, είμαι χασικλής – είμαι στα μάτια του η προσωποποίηση της αποτυχίας.
Με ρωτάει η Τασούλα: Εσένα δεν σε απασχολεί τί θα πει ο κόσμος; Καλή μου Τασούλα, πότε με απασχόλησε το τι θα πει ο κόσμος; Θα πηγαίνεις στην πλατεία να πίνεις τσίπουρο ξυπόλητος; Θα γίνω ρεζίλι! Και της χαρίζω την απάντηση που χάριζα και χαρίζω στους γονείς μου:
δεν θα κάνω εγώ ό,τι κάνει το χωριό, θα κάνει το χωριό ό,τι κάνω εγώ!
Μόλις εγκατασταθήκαμε στην Καστανούσσα, έσπευσα να βρω το στέκι μου, ένα καφενείο να πίνω τι τσιπουράκι μου. Και το βρήκα· ο καφετζἠς είναι μερακλής και ξέρει ότι η ώρα του τσίπουρου είναι η ώρα της παρέας, όχι του φαγητού, είναι η ώρα της πρώτης ξεκούρασης. Κατά τις δώδεκα με μία, μετά από έξι ώρες εργασίας, όχι δουλειάς, τα παρατάω όλα και πάω και χτυπάω ένα τσιπουράκι. Είναι από τα πάθη μου. Είναι μια ώρα, ένας χώρος συνάντησης ανδρών – το καφενείο είναι μια κομμουνιστικότητα, συρρικνωμένη ασφαλώς, αλλά κομμουνιστικότητα. Έναν έναν τους γνωρίζω· κι από τις πρώτες μέρες με ρώτησαν και απάντησα. Θα αναρωτήθηκαν ασφαλώς ποιος είναι αυτός, που έχουν βρει τα λεφτά και ζούνε, τι θα κάνουν εδώ που ήρθαν, θα είναι αποτυχημένος, θα είναι μπατίρης. Τους είπα τι θα κάνουμε, θα το μάθετε κι εσείς. Κι αφού πέρασαν λίγες μέρες, άρχισα τα τρελά μου.
Ρωτάω μια μέρα τον καφετζή, που σηκώνει πλάκα, Δημήτρη, χτύπησες στο πόδι; Όχι, με λέει, που σου φάνηκε; Στο λέω γιατί κουτσαίνεις. Όχι, με λέει, δεν κουτσαίνω, μια χαρά είμαι! Εμένα μου φαίνεται ότι κουτσαίνεις, τον λέω. Κάνεις λάθος, με λἐει. Δεν κάνω λάθος. Γιατί δεν κάνεις λάθος; Αφού όλοι οι άνθρωποι κουτσαίνουν, τον λέω, κι αφού κι εσύ είσαι άνθρωπος, κουτσαἰνεις κι εσύ. Κι εγώ κουτσαίνω. Και γιατί όλοι οι άνθρωποι κουτσαίνουν; Άμα μου δώσεις χίλια εβρά, θα στο πω. Παίρνει δέκα λεπτά πάνω από το τραπέζι, μου τα δείχνει και με λέει, και πολλά εἰναι. Και τον λέω: τα πόδια των ανθρώπων δεν έχουν το ίδιο μήκος, το ένα είναι πιο κοντό από τα άλλο, σε άλλον λιγότερο, σε άλλον περισσότερο, οπότε όλοι οι άνθρωποι είναι κουτσοί. Όλοι οι Καστανουσσιώτες και οι Καστανουσσιώτισσες είναι κουτσοί και κουτσές. Και στο Καλοχώρι είναι όλοι κουτσοί, πετάγεται και λέει ένας άλλος. Ναι, τον διαβεβαιώνω, και στο Καλοχώρι και στα Πλατανάκια και στην Ανατολή και στην Αγία Παρασκευή και στις Μουριές, σε όλα τα χωριά, σε όλη την Ελλάδα, σε όλη την Ευρώπη, σε όλον τον κόσμο. Ακόμα και οι εξωγήινοι, αν ποτέ μας επισκεφτούν, κι αυτοί κουτσοί θα είναι. Από ό,τι βλέπω, το αριστερό σου πόδι είναι πιο κοντό, και σε μένα το αριστερό μου πόδι είναι πιο κοντό. Μέσα σε λίγους μήνες θα ξέρω ποιο πόδι είναι πιο κοντό όλων των Καστανουσσιωτών.
Θα γνωρίζετε ότι η ταχύτητα διάδοσης των νέων στα χωριά είναι απίστευτη. Σήμερα, όλοι και όλες σχεδόν στην Καστανούσσα σκέφτονται ότι το ένα πόδι τους είναι πιο κοντό από το άλλο, ότι είναι όλοι τους κουτσοί. Ανεπαίσθητα βέβαια, κουτσοί όμως. Εσύ μπορεί να μην μπορείς να δεις ότι ο άλλος κουτσαίνει, εάν όμως εγώ ή κάποιος άλλος μπορεί; Μπορούμε να το αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο; Κατά κανένα τρόπο.
Κι αφού πέρασαν λίγες μέρες, τους έδωσα άλλη δουλειά για το σπίτι. Κερνάω ένα κιβώτιο μπύρες σε όποιον μου πει γιατί οι άνδρες έχουν ρώγες. Νταξ, οι γυναίκες έχουν ρώγες γιατί θηλάζουν. Εμείς οι άνδρες γιατί να έχουμε ρώγες; Θηλάζουμε; Δεν θηλάζουμε. Στην Καστανούσσα αναρωτιούνται και συζητάνε γιατί οι άνδρες να έχουν ρώγες. Στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, τί συζητάνε;
Αύριο πάλι. Ξημερώνει, κοντεύει έξι, οι ντοματιές με περιμένουν. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί να δουλεύω και να αγοράζω ντομάτες αντί να τις παράγω ο ίδιος.
Θάνατος στο μεροκάματο και στον μισθό!
Δεν είμαι καλά, όχι, όχι, δεν είμαι καλά.
Εἰμαι ερωτευμένος με το χώμα.
Ο κόσμος λέει ὀτι είσαστε πολύ κόντά σε αυτό που εμείς οι κοινοί θνητοί ονομάζουμε ”ευτυχία”!!!
Η επόμενη δρασκελιά έχει σημασία…
Έχω ζήσει στην Αλέκα 17 χρόνια,την ΛΑΤΡΕΎΩΩΩΩΩ.