μόρτες και μόρτισσες, μπονζούρ
Πολύ συχνά, η σάτιρα χρησιμοποίησε το έπος, όχι μόνο για να φέρει στο προσκήνιο, δεν μπορεί να κρατηθεί και να μη δείξει τις ανοησίες και τα ελαττώματα των ανθρώπων, Κυρίων και Υποτελών, αλλά και για να το υπονομεύσει, για να εκφράσει την περιφρόνησή της στο ηρωικό, το υψηλό, το μεγαλοπρεπές ύφος μέσω διαστρεβλώσεων. Αυτό είναι το μπουρλέσκ (bourlesque), ένα είδος σάτιρας. Το μπουρλέσκ εμφανίζεται με δύο μορφές, το χαμηλό και το υψηλό, πριν τις δούμε όμως ας πούμε μερικά πράγματα για το υψηλό και το χαμηλό ύφος.
Η δυτική λογοτεχνία άρχισε με έπος (Ιλιάδα), άρχισε με το υψηλό ύφος, το ηρωικό, το μεγαλοπρεπές, το ύφος του Κυρίου και συνέχισε να το καλλιεργεί στον κήπο της μέχρι και τον 20ό αιώνα – θα μπορούσαμε να πούμε ότι το τελευταίο έπος ήταν ο Οδυσσέας του Τζόις. Βέβαια, είναι ένα έπος που στρέφεται κατά του ηρωισμού, συνεχίζει την αφηρωιστική παράδοση της δυτικής λογοτεχνίας, δεν παύει όμως να είναι έπος. Μιας και ο αφηρωισμός μεταχειρίζεται συχνά τη σάτιρα, δεν μας καταπλήσσει το γεγονός ότι στον Οδυσσέα απολαύουμε σατιρικές πινελιές. Πρόκειται για μπουρλέσκ – για υψηλό μπουρλέσκ, όπως θα δούμε.
Η δυτική λογοτεχνία είναι μια διαδικασία αποδοχής, εξύμνησης αλλά και αποκήρυξης, απομάκρυνσης από το ηρωικό, υψηλό, μεγαλοπρεπές ύφος. Από τη στιγμή που ο Κύριος ήταν αυτός που μπορούσε και έγραφε, δεν παραξενευόμαστε που το υψηλό ύφος είναι το κυρίαρχο ύφος της δυτικής λογοτεχνίας. Εάν δεν το έχετε διαβάσει, σας συνιστώ ανεπιφύλακτα την έξοχη μελέτη Μίμησις του Έρικ Άουερμπαχ (Erich Auerbach), στην οποία ο συγγραφέας καταπιάνεται με το πως αναπαριστάνεται η πραγματικότητα στη δυτική λογοτεχνία. Διακρίνει δύο ύφη, το υψηλό και το χαμηλό. Το υψηλό είναι το ύφος των ηρώων, του Κυρίου – το χαμηλό είναι το ύφος των Υποτελών (Παραγωγών). Και εξετάζει την εμφάνισή τους, την εξέλιξη τους, τους τρόπους που συναντιούνται, αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοϋπονομεύονται.
Κατά τον Άουερμπαχ, η πρώτη σύνθεση, συνύπαρξη του υψηλού και του χαμηλού είναι η Καινή Διαθήκη, όπου ο γαμάτος ήρωας Χριστός, ο οποίος υπήρξε όσο και οι Κένταυροι, συνομιλεί με τον λαό. Λέω γαμάτος διότι συγκρινόμενος με τον Αχιλλέα ή τον Οδυσσέα ή τον Αινεία, ο Χριστός πέθανε, τον πέθαναν, αλλά αναστήθηκε, νίκησε τον Θάνατο, θανάτω θάνατον πατήσας! Και όχι μόνο αναστήθηκε αλλά μας υποσχέθηκε ότι μια μέρα και εμείς θα αναστηθούμε. Και βέβαια δεν συνομιλεί μόνο με το λαό: τον θεραπεύει κιόλας. Τί καλός που είναι αυτός ο Θεός που έστειλε τον καλό γιο του να μας σώσει, τί φιλάνθρωπος που είναι – μόλις του ζητήσουμε ψωμί, κάθε Κυριακή, μας το δίνει, δεν μας αφήνει να πεθάνουμε της πείνας! Η Καινή Διαθήκη μας δίνει μια τελείως διαφορετική εικόνα του Κυρίου (Θεού): ο Κύριος (ήρωας και θεός) της Ιλιάδας αρπάζει και εξοντώνει· ο Κύριος της Καινής Διαθήκης είναι καλός, φιλάνθρωπος, δίκαιος, ασφαλής και παντοκράτορας και παντοδύναμος και πανταχού παρών.
Πιστεύω είς ένα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα διότι προστατεύει και βοηθά και σώζει τους πιστούς υποτελείς. Είναι τόσο καλός, μα τόσο καλός! Εάν ανατρέξουμε στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού θα δούμε ότι από τη μια υπάρχει η αλληλεγγύη μεταξύ των χριστιανών, συγκεντρώνονται μια φορά τη βδομάδα την ημέρα του Κυρίου(Κυριακή, Εκκλησία) και τρώνε και πίνουν και τραγούδάνε και χορεύουν όλοι και όλες μαζί. Ό,τι έχει ο καθένας συνεισφέρει και όλοι φεύγουν χορτάτοι. Τις άλλες μέρες όμως;
Αυτό είναι ένα απρόσμενο ερώτημα. Ενδέχεται τις άλλες μέρες να κοιμόμαστε νηστικοί – και κοιμόμαστε. Εάν την Κυριακή τρώμε διότι φέρνει φαγητό ο Κύριος, από το οποίο έχει μείνει ένα κομματάκι ψωμί (αντίδωρο) και το επίδομα, για λίγους και λίγους μήνες, ανεργίας, τότε όχι μόνο τρώμε μια φορά τη μέρα αλλά και εξαρτώμαστε πλήρως από τον κάτοχο της τροφής, τον Κύριο, τροφή που εμείς παράγουμε. Εάν την Κυριακή προσευχηθούμε, ικετεύσουμε, εκλιπαρήσουμε για ένα κομμάτι ψωμί και δεν μας το δώσει, τότε την πουτσίσαμε. Και μπορεί βέβαια, με όπλο την τροφή, να μας διατάξει και εμείς αναγκαστικά θα υπακούσουμε. Κι αν λάβουμε υπόψη μας ότι τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ενδεείς αγρότες έτρεχαν και έπεφταν στα πόδια των γαιοκτημόνων και εκλιπαρούσαν να τους δεχτεί ως δούλους για να εξασφαλίσουν τον επιούσιον άρτον, όπως τονίζει το Πατερημό, πειθόμαστε ότι όντως ο Κύριος είναι ο σωτήρας μας. Η δε πρόσφατη αγνωμοσύνη των Υποτελών (είσαι ο σωτήρας μας, πήδα μας, πήδα μας) δεν κηλιδώνει κατά κανένα τρόπο το ένδοξο όνομα του Κυρίου.
Μου φαίνεται πως έχω ξεφύγει, επανέρχομαι. Γράφω ένα διήγημα, να ούμε, όπου εκεί μέσα εμφανίζω την Ανδρομάχη και την Διδώ, τον Έκτορα και τον Αινεία (Ιλιάδα, Αινειάδα) να συνομιλούν σαν γυναίκες της ψαραγοράς και σα μαχαιροβγάλτες νονοί της νύχτα. Αυτό είναι το χαμηλό μπουρλέσκ. Ένας χαρακτηριστικός σατιρικός συγγραφέας χαμηλού μπουρλέσκ είναι ο έξοχος Λουκιανός. Οι ήρωες του, ήρωες, θεοί, φιλόσοφοι μιλάνε σα χαμάληδες, σαν λαχανογορίτες, ψαραγορίτες. Έξοχο χαμηλό μπουρλέσκ (του επικού ιπποτικού ρομαντισμού) διαβάζουμε στον Δον Κιχότη του Θερβάντες! Όταν ένας απλός άνθρωπος μιλάει και συμπεριφέρεται σαν ήρωας, μέσω μιας υπαινικτικής, πλάγιας ψευτοέξαρσης, τότε έχουμε υψηλό μπουρλέσκ.
Τα λέω όλα αυτά για να θέσω τα εξής ερωτήματα: σε ποιό κείμενο διαβάζουμε πρώτη φορά χαμηλό μπουρέσκ; Και ποιά είναι η πιο πρόσφατη έκφραση υψηλού μπουρλέσκ;
Εάν η Ιλιάδα, όπως υποστηρίζω, εξυμνεί και ταυτόχρονα αποκηρύσσει τον ηρωισμό, μήπως εντοπίζουμε σε αυτό το κείμενο και το πρώτο δείγμα χαμηλού μπουρλέσκ; Ναι, μόρτες και μόρτισσες, στην Ιλιάδα το διαβάζουμε! Και όχι μόνο μία φορά. Με το θέμα αυτό θα καταπιαστούμε διεξοδικά ένα άλλο πρωινό· σήμερα, θα εκθέσω μια εκδήλωση χαμηλού μπουρλέσκ, από τη ραψωδία Α! Είναι παράδοξο αλλά έτσι είναι: η Ιλιάδα αρχίζει, η ραψωδία Α, με μια έντονη απομυθοποίηση, με μια έντονη αποκήρυξη του ηρωισμού και του ύψηλού ύφους.
Ο Αγαμέμνων χάνει το μουνί που γαμάει, την Χρυσηΐδα, δεν γίνεται κοτζάμ αρχηγός να μην γαμάει και αρπάζει από τον Αχιλλέα το μουνί που αυτός γαμάει (Βρισηΐδα). Διαπληκτίζονται, ο Αχιλλέας πάει να τραβήξει μαχαίρι να σφάξει τον Αγαμέμνονα αλλά συγκρατείται διότι αντιλαμβάνεται ότι οι ακόλουθοι του ισχυρού στρατιωτικού ηγέτη θα τον κάνουν κομματάκια. Και αρχίζει τα μπινελίκια και τις χριστοπαναγίες. Ο Αγαμέμνων ανταποδίδει τα πυρά με πουστιρλίκια και γαμοσταυρίδια. Ούτε στην ψαραγορά να ήμασταν! Και γαμώ τους ήρωες!
Μελετώ το χαμηλό μπουρλέσκ της Ιλιάδας, το οποίο είναι άφθονο, για να προσθέσω άλλο ένα επιχείρημα στην άποψή μου ότι η Ιλιάδα συντέθηκε, πήρε τη μνημειώδη μορφή της πολύ πιο όψιμα από ό,τι υποστηρίζουν όλοι οι ομηριστές. Κατά την γνώμη μου, την οποία αναπτύσσω στη μελέτη από την Ιλιάδα-έπος στην Ιλιάδα-τραγωδία, η Ιλιάδα συντέθηκε γύρω στα μέσα του έκτου αιώνα (550) στην Αθήνα, λίγες δεκαετίες μόλις πριν την εμφάνιση της αττικής τραγωδίας. Ένας αοιδός της περιόδου 750-650, όπου τοποθετούν χρονικά τη σύνθεση της Ιλιάδας, δεν θα παρουσίαζε ποτέ τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα να βρίζονται λες και είναι χαμάληδες στο λιμάνι! Το χαμηλό μπουρλέσκ της Α΄ ραψωδίας προϋποθέτει μια περίοδο υπονόμευσης του ηρωισμού και του υψηλού ύφους και η περίοδος αυτή δεν είναι άλλη από την περίοδο της αρχαϊκής λυρικής ποίησης, όπου ο Αρχίλοχος, που έζησε την εποχή που θεωρείται ότι συντέθηκε η Ιλιάδα, γράφει ότι για να σωθεί σε μια μάχη, κάπου στη Θάσο, όπου πολεμούσε ως μισθοφόρος, ως αρχέγονος προλετάριος, πέταξε την ασπίδα του και τονίζει: δε πάει στο διάολο, θα βρω άλλη καλύτερη – δεν πάει στο διάολο ο ηρωισμός, θέλει να μας πει. Στα άθλα επί Πατρόκλω, στην περιγραφή των αθλητικών αγώνων (ραψωδία Ψ), το χαμηλό μπουρλέσκ δίνει και παίρνει. Τέλος πάντων. Ας έρθουμε τώρα να εξετάσουμε ένα πολύ πρόσφατο δείγμα υψηλού μπουρλέσκ, αφού πρώτα πιω ένα καφεδάκι.
Είδα χτες μια διαφήμιση που με εντυπωσίασε πολύ. Ένας γέρος και μια γριά, γύρω στα ογδόντα, κάθονται στις πολυθρόνες τους, καρσί (> καρσιλαμάς, αντικρυστός, απέναντι), ακούνε ροκ ΄ν ρόλ και κουνάνε κεφάλι και χέρια σαν δεκαεφτάχρονα. Η επόμενη σεκάνς: χορεύουν σαν δεκαπεντάχρονα! Για όνομα της Ζωής! Πως τα καταφέρνουν; Μα έχουν πάρει Τονοτίλ!
Νομίζετε ότι ενοχλούμαι που βλέπω γέρο και γριά να χορεύουν ροκ ΄ν ρολ; Όχι, βέβαια! Έχω δει γέρους και γριές να χορεύουν, έχω χορέψει μαζί τους, όχι ροκ ΄ν ρολ, αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί να μην χορεύουν οι γέροι και οι γριές, δεν καταλαβαίνω! Το πρόβλημα δεν είναι ότι χορεύουν, αλλά το ότι δεν χορεύουν, όπως δεν χορεύουν και δεν τραγουδάνε και όλες οι άλλες ηλικίες! Άλλα με ενοχλούνε. Με ενοχλεί ο ξέφρενος, ο έντονος, ο ασυγκράτητος ρυθμός του χορού του γέρου και της γριάς που είναι παντελώς ξένος προς την γεροντική κινητικότητα. Όσο μεγαλώνουμε, κονταίνουμε (έχω κοντύνει 3 πόντους!), το κορμί μας, η κίνησή μας βαραίνει, γινόμαστε πιο δύσκπαμπτοι, το κορμί μας δεν έχει την ελαστικότητα που είχε όταν ήμασταν νέοι. Μπορούμε να χορέψουμε καρσιλαμά και ζωναράδικο και βαλς και χασαποσέρβικο και σεμπεκιά αλλά όχι τσα τσα και σάλσα και ροκ ‘ ν ρολ. Μάλλον, μπορούμε να τα χορέψουμε αλλά όχι με τον ξέφρενο ρυθμό που μας δείχνει η διαφήμιση του Τονοτίλ. Και ερωτώ: τι είναι αυτό που μας παρωθεί να χορέψουμε; Ένα τονωτικό φάρμακο ή το γλέντι με παρέα; Μπορεί το κρασί να βοηθάει, αλλά εάν είσαι μόνος και πιεις κρασί, θα χορέψεις; ΄’Οχι, βέβαια. Ο χορός είναι μια κοινωνική δραστηριότητα, άσχετα εάν λάβουμε σοβαρά την υπόδειξη: να χορεύεις σα να είσαι μόνος, μόνη!
Δεν έχω καταλάβει εάν το Τονοτίλ είναι φάρμακο ή εάν είναι συμπλήρωμα διατροφής. Δεν έχω επίσης καταλάβει εάν το ιλιαδικό νέκταρ και η ιλιαδική αμβροσία είναι φάρμακα ή συμπληρώματα διατροφής. Το πρώτο είναι ποτό, το δεύτερο μάλλον στερεή τροφή. Δεν γνωρίζουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τη σύνθεσή τους διότι ούτε και οι ίδιοι οι αοιδοί την γνώριζαν. Το νέκταρ και η αμβροσία είναι επινοήσεις της φαντασίας των αοιδών: οι θεοί είναι αθάνατοι διότι πίνουν νέκταρ και τρώνε αμβροσία. Νέκταρ είναι αυτό που κυριαρχεί πάνω στον θάνατο, που διώχνει τον θάνατο (νεκ-, >νεκ-ρός), ενώ η αμβροσία είναι αυτή που αρνείται (αν-) τον μόρον, τον θάνατον. Με άλλα λόγια, το νέκταρ και η αμβροσία καταγράφουν την επιθυμία του ήρωα να εξασφαλίσει κάποιες τροφές-φάρμακα που θα τον κάνουν αθάνατο, μιας και οι τροφές-φάρμακα μας γιατρεύουν, μας κάνουν πιο ισχυρούς, μας δυναμώνουν. Το νέκταρ και η αμβροσία είναι τα έσχατα φάρμακα-τροφές, τα οποία θα παρασκευάσει η επιστήμη, καθ΄ υπόδειξη της λογοτεχνίας και της θρησκείας, για να εξοβελίσουμε τον θάνατο, να κυριαρχήσουμε ολοκληρωτικά επί της φύσης.
Θα έλεγα λοιπόν ότι το νέκταρ και η αμβοσία εμφανίζονται ως Τονοτίλ – αυτό όμως δεν είναι χαμηλό μπουρλέσκ; Γενικεύοντας, θα έλεγα ότι ο ίδιος ο δυτικός πολιτισμός των ημερών μας εμφανίζεται ως χαμηλό μπουρλέσκ, εάν ο ηρωικός πολιτισμός της Ιλιάδας, ένα corpus επιθυμιών, είναι το υψηλό, το μεγαλοπρεπές! Και ταυτόχρονα, ο γέρος και η γριά που χορεύουν ξέφρενο ροκ ΄ν ρολ είναι μια εκδήλωση υψηλού μπουρλέσκ: χορεύουν και κινούνται όχι ως δεκαπεντάχρονα αλλά ως θεοί – διότι εάν γίνουμε αθάνατοι, θα είμαστε γέροι αθάνατοι – μανεκέν για σάβανο, αθάνατα όμως.
Η ψευτοέξαρση όμως της διαφήμισης (ο ξέφρενος χορός των γέρων), ψευτοέξαρση που προσιδιάζει στο υψηλό μπουρλέσκ, δεν είναι πλάγια, έμμεση, υπαινικτική αλλά άξεστη, τόσο χοντροκομμένη που καταντά παρωδία: η διαφήμιση καταφέρνει και δυσφημίζει το Τονοτίλ.
Αύριο πάλι· και να μην ξεχάσουμε να εκφράσουμε τα θερμά συγχαρητήριά μας στον επαναστάτη σεναριογράφο της διαφήμισης.
Σχολιάστε ελεύθερα!