Εάν επρόκειτο να βρεθώ ενώπιον του διλήμματος να σβήσω, με γομολάστιχα, την κοινωνία ή τον εαυτό μου, θα επέλεγα να σβήσω την κοινωνία, όσο κι αν καμιά γομολάστιχα δεν είναι τόσο αποτελεσματική για να σβήσει και τα αόρατα ορατά ίχνη που αφήνει το μολύβι πάνω στο χαρτί. Με άλλα λόγια, μεταξύ ξυδιών και πρέζας θα προτιμούσα τη πρώτη γομολάστιχα, τα ξύδια. Όσο για το σβήσιμο, αυτό είναι τόσο καθημερινό, τόσο πυκνοληπτικό, που καταντάει αυτονόητο. Η αποφυγή της πραγματικότητας, του βαρέος παρόντος, είναι το ηδονικό χαμαλίκι της ανθρώπινης ύπαρξης, που γίνεται ολοένα και λιγότερο ηδονικό, ολοένα και περισσότερο χαμαλίκι, όταν κατανοοούμε ότι δεν θα ήταν απρέπεια να αντικαταστήσουμε τη λέξη πραγματικότητα με την ταυτόσημή της, ετυμολογικά μιλώντας, αρπακτικότητα. Όταν η πραγματικότητα εκλαμβάνεται από τον Κύριο ώς λεία (μελλοντική), δεν μπορείς να μη νιώθεις θύμα. Και να φύγεις: με τον ύπνο, τα χάπια, τη πρέζα, την τηλεόραση, την εργασία, το διάβασμα, το γράψιμο, την ποίηση, το γαμήσι, τη θεραπεία αγοράς, την κατάθλιψη, τη μεγαλομανία και άλλα πολλά.
Τη συγγένεια του αλκοόλ με τη πρέζα την επιβεβαιώνουν οι πρεζάκηδες που το ρίχνουν στο ποτό όταν κόβουν την πρέζα. Την επιβεβαιώνουν ακόμα και τα πρεζάκια των σαλονιών που μετά από εισπνοές καιόμενης πρέζας κλείνουν τη βραδιά τους με κάνα δυο τρία τέσσερα ποτήρια καλό κρασί. Οι πιο χαΐστες το πίνουν με ένα τρίφυλλο στο χέρι. Η μόνη τους διαφωνία είναι το πόσες φορές το χρόνο. Συντάσσομαι με αυτούς και αυτές που υποστηρίζουν το εξής πρόγραμμα: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα, πρέζα· των Φώτων, την 25η Μαρτίου, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Δεκαπενταύγουστο) και την 28η Οκτωβρίου, κόκα· μια φορά τη βδομάδα, φούντα· δυο φορές τη βδομάδα, κάνα δυο σφηνάκια τσίπουρο, μια φορά τη βδομάδα κάνα δυο μπουκάλια καλό κρασί. Και κάθε μέρα, δυο τσιγαράκια απλής νικοτίνης τη μέρα.
Σε ένα μήνα από σήμερα θα αφήσω την Αλεξανδρούπολη, θα αφήσω πίσω μου πέντε χρόνια, θα φύγω με ένα δόντι λιγότερο, θα αφήσω τους ευγενέστατους αλκοολικούς δασκάλους μου που κάθομαι κοντά τους και ακούω και μαθαίνω και μαθαίνω, στα στέκια στους, σε ουζερί που τους σερβίρουν με την προϋπόθεση ότι θα είναι καλά παιδιά. Και είναι. Και είναι όλοι γκροτέσκ: κλόουν παραμορφωμένοι, από τη φύση, τη ζωή και την κοινωνία, άβαφτοι, κι όμως με έντονο το κόκκινο στη μύτη και στα μέτωπο. Δεν θα το γνωρίζετε, μάλλον δεν θα το έχετε αντιληφτεί: ήταν οι πρωτεργάτες ανυπάκουοι καπνιστές που έγραψαν στ΄ αρχίδια τους τον αντικαπνιστικό νόμο. Δεν καπνίζουν όλοι, όσο όμως καπνίζουν, καπνίζουν, δεν παίζουν.
Η ανυπακοή τους δεν είναι άσχετη ασφαλώς με το σβήσιμο της κοινωνίας με τη γομολάστιχα της πρωινής ουισκοπρέζας. Και δεν είναι άσχετη βέβαια με τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό. Προχτές, καθώς άνοιγε τη πόρτα να φύγει, λικνίστηκε με χάρη δεκάχρονης κατσιβέλας και τραγούδησε:
πέσαμε, πέσαμε πούτσο
και χαμογέλασε και έφυγε μουρμουρίζοντας.
συνεχίζεται. . .
Σχολιάστε ελεύθερα!