Όλες και όλοι μεταχειριζόμαστε και γνωρίζουμε τι σημαίνει η φράση ‘υπό την αιγίδα’ (του υπουργείου Πολιτισμού, του Κράτους, του ΟΗΕ, κλπ.): υπό την προστασία, μιας και η αιγίδα είναι ασπίδα, και η ασπίδα προστατεύει. Δεν υπάρχει καμιά απολύτως αμφιβολία ότι όντως η αιγίδα είναι ασπίδα. Και όμως, φίλες και φίλοι! Σήμερα θα δείξω ότι η αιγίδα δεν είναι ασπίδα! Τίνος είναι αυτή η αιγίδα, η ασπίδα; Ποιος είναι αυτός που παρέχει προστασία; Η απάντηση; Η αιγίδα, ως όπλο, ανήκει πάντα σε κάποιον ισχυρό μηχανισμό του Κράτους ή κάποιας άλλης οργάνωσης σχετιζόμενης με αυτό. Η σημασία αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι την αιγίδα την κρατούν στην Ιλιάδα θεοί, τρεις ισχυροί θεοί. Το ισχυρότερο όπλο του Δία είναι ο κεραυνός· διαθέτει όμως και αιγίδα, ασπίδα. Η ασπίδα όμως είναι αμυντικό όπλο και οι θεοί δεν έχουν, δεν μπορεί να έχουν αμυντικά όπλα! Τι να τα κάνουν; Τι να την κάνει την ασπίδα-αιγίδα ο Ζεύς; Αυτή είναι η ένστασή μου – και απαιτεί μια εξήγηση!
Κι αν δεν είναι ασπίδα, τι στο καλό είναι; Θα δούμε τι είναι. Η λέξη μας παροτρύνει να αναρωτηθούμε εάν έχει κάποια ετυμολογική συγγένεια με τις αίγες, τις κατσίκες. Μήπως είναι ασπίδα φτιαγμένη από δέρματα αίγας; Ποια είναι η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης αιγίς; Σε αυτό το κείμενο η λέξη αιγίς δηλώνει την ασπίδα την φτιαγμένη από δέρματα κατσίκας;
Η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης εντοπίζεται στην Ιλιάδα, όπου τη διαβάζουμε έντεκα (11) φορές. Δε μπορεί, θα υπάρχει κάποια περιγραφή της αιγίδας, να μάθουμε επιτέλους τι είναι αυτή η αιγίδα! Και όμως! Έντεκα μαρτυρίες, έντεκα διαφορετικές περιγραφές! Η διαπίστωση αυτή προφανέστατα ώθησε τον G. S. Kirk (Γκρέγκορι Κερκ), τον συντάκτη των δύο πρώτων τόμων (ραψ. Α – Θ) του ερμηνευτικού υπομνήματος της Ιλιάδας (του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ [Cambridge]) να γράψει (στ. Β 446-51) το εξής: Πώς ακριβώς φανταζόταν η επική παράδοση την αιγίδα αποτελεί δισεπίλυτο πρόβλημα. Όταν θα μελετήσουμε τις μαρτυρίες της Ιλιάδας, θα καταλήξουμε κι εμείς σε αυτό το συμπέρασμα. Πως να εξηγήσουμε όμως αυτήν την ασάφεια για το πως την φαντάζονταν; Πως έφτασαν σε αυτήν την ασαφή φανταστική ασπίδα, τί προκάλεσε αυτό το ασαφές πλάσμα της ποιητικής φαντασίας;
Η αιγίδα στην Ιλιάδα είναι όντως ασπίδα: τη χρησιμοποιεί ο Ζεύς (Δ 167 Ρ 593), ο Απόλλων (Ο 229, 308, 318, 361 Ω 20) και η Αθηνά (Β 447 Ε 738 Σ 204 Φ 400). Θα μελετήσουμε αυτά τα εδάφια και μετά θα θέσουμε κάποια ερωτήματα, τα οποία εγείρονται.
1. Στην Α, ο ταπεινωμένος και οργισμένος Αχιλλέας αποσύρεται από το πεδίο μάχης, με σκοπό να εκδικηθεί τον Αγαμέμνονα που τον πρόσβαλε μπροστά σε όλο το στράτευμα. Στη Β ο Αγαμέμνονας, πριν αρχίσει τον πόλεμο κατά των Τρώων χωρίς τους πλέον αξιόμαχους Μυρμιδόνες, αποφασίζει να δοκιμάσει το ηθικό των πολεμιστών. Αποδεικνύεται ότι δεν έχουν καμιά διάθεση να πολεμήσουν, είναι παντελώς απρόθυμοι. Ένας μακροσκελής λόγος του Οδυσσέα τους εμψυχώνει· επιστρέφουν στα πλοία τους και γευματίζουν πριν τη μάχη. Αφού φάνε, ο Αγαμέμνων διατάζει τους κήρυκες να δώσουν το σύνθημα για την προετοιμασία και οι πολεμιστές συγκεντρώνονται πολύ γρήγορα· μπροστά ο Αγαμέμνων με τους αρχηγούς των στρατευμάτων και πίσω τους ακολουθεί η θεά Αθηνά! Στους στίχους Β 446-52 είναι σαφές ότι Αθηνά κρατά την αιγίδα: αιγίδ’ έχουσ (α). Έχω σημαίνει ‘κρατώ στα χέρια μου’, μόνο που στους στίχους αυτούς δεν υπάρχουν χέρια να την κρατήσουν. Στους προκείμενους στίχους η εμφάνιση της θεάς Αθηνάς είναι προσωποποίηση μιας ψυχικής μεταβολής: της μεταβολής από την κατάσταση του φόβου, του τρόμου, του πανικού στην κατάσταση της αφοβίας, της εμψύχωσης, της αναθάρρυνσης, της αναζωπύρωσης της επιθυμίας για πόλεμο. Κατά συνέπεια, η αιγίδα θα είναι ένα σύμβολο της πολεμικής ισχύος. Η θεά Αθηνά εμφανίζεται μεταξύ των πολεμιστών για να τους παροτρύνει να πολεμήσουν (οτρύνουσ’ ιέναι, 451) αλλά δεν την βλέπει κανένας, είναι αόρατη – την αισθάνονται μόνο (451-2): σε καθενός το στήθος / ξυπνώντας τη λαχτάρα γι’ άσωστους (χωρίς τελειωμό, ασταμάτητους) αγώνες και πολέμους (μτφρ. Καζαντζάκη – Κακριδή). Ας μην λησμονήσω να αναφέρω ότι οι Κ-Κ μεταφράζουν την αγίδα με τη λέξη βροντοσκούταρο, ασπίδα που βροντάει. Βροντοσκούταρο;
Στους στίχους αυτούς έχουμε μία από τις πιο λεπτομερείς περιγραφές της αιγίδας: είναι ερίτιμος (βαρύτιμος, πολύτιμος) είναι αγήρως (αγέραστη), είναι αθάνατη· και κρέμονται από πάνω της εκατόν θύσανοι παγχρύσεοι. Ο θύσανος είναι η φούντα: είναι ένα σύνολο νημάτων τα οποία είναι ενωμένα μόνο στο ένα τους άκρο, αφήνοντας το άλλο ελεύθερο. Ας μην πάρουμε το αριθμητικό εκατόν τοις μετρητοίς: το εκατόν στην Ιλιάδα, και αλλού, δηλώνει απλά τον μεγάλον αριθμό. Αυτές οι φούντες είναι χρυσές και η κάθε μία αξίζει εκατό βόδια – για το εκατό, και σε αυτή την περίπτωση, ισχύει ό,τι είπα και παραπάνω. Πολύ περίεργη ασπίδα αυτή η αιγίδα! Είναι μια ασπίδα από δέρματα κατσίκας, υποθέτουμε, δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία στην Ιλιάδα, ούτε πουθενά αλλού, η οποία είναι πολύτιμη, αγέραστη, αθάνατη και από πάνω της κρέμονται πάρα πολλές ολόχρυσες φούντες. Και γαμώ τα όπλα, μα την Παναγία! Τελείως θεϊκό όπλο! Γιατί την κρατούσε η Αθηνά; Για να προστατευθεί από τί; Δεν έχει καμιά απολύτως χρησιμότητα, φίλες και φίλοι! Η μόνη της χρησιμότητα είναι συμβολική: τα χαρακτηριστικά της αιγίδας είναι και χαρακτηριστικά της ισχύης (η ισχύη, της ισχύης), τα οποία είναι και επιθυμίες του ήρωα: : είναι πολύτιμη, είναι πάντα νέα, αγέραστη και είναι και αθάνατη: αυτό ακριβώς που θα ήθελε να ήταν και ο αρχαϊκός Κύριος: πλούσιος, νέος, αθάνατος!
Η μεταβολή από την κατάσταση της δειλίας και της απροθυμίας για πόλεμο στην κατάσταση της ενθάρρυνσης και της επιθυμίας για πόλεμο οφείλεται στην ίδια την διαθέσιμη ισχύη. Η ίδια η ισχύη και η επιθυμία για αύξησή της είναι αυτή που εμφυχώνει και παροτρύνει για πόλεμο! Η αιγίδα εδώ, όπως την περιγράφει ο ποιητής, αν και ασπίδα, δεν είναι παρά σύμβολο της ισχύης. Πως είναι όμως δυνατόν σύμβολο της ισχύης να είναι ένα αμυντικό όπλο, μια ασπίδα;
2. Στην Γ, πριν αρχίσουν τον πόλεμο, αποφασίζουν να κάνουν ανακωχή και να κριθεί η τύχη της Ελένης και η έκβαση του πολέμου με μια μονομαχία μεταξύ του Μενελάου και του Πάρι (Αλεξάνδρου). Για να μη φονευτεί από τα χέρια του νικητή Μενελάου, η θεά Αφροδίτη αρπάζει τον Πάρι και τον μεταφέρει στο υπνοδωμάτιό του, όπου ξαπλώνει στο κρεβάτι με την Ελένη. Στις αρχές της Δ, ένας Τρώας βάλλει κατά των Αχαιών παραβιάζοντας την ανακωχή. Στους στίχους Δ 166-168 ο ποιητής, διά στόματος Αγαμέμνονος, φαντάζεται τον εξοργισμένο από την καταπάτηση της πρόσφατης ανακωχής από τη μεριά των Τρώων Δία να σείει, να κουνάει την ερεμνήν αιγίδα, το μαύρο βροντοσκούταρο (Κ-Κ) πάνω από τους κατοίκους της Τροίας. Εδώ, και μόνο εδώ, η αιγίδα χαρακτηρίζεται ερεμνή, σκοτεινή, μαύρη – ενώ στους Β 446 κ.ε. είναι ολόχρυση, ολόλαμπρη! Η μελέτη του επιθέτου ερεμνός μας δίνει την εξήγηση: ο Δίας σείει την ασπίδα απειλητικά – πρόκειται για απειλή που θα πραγματοποιηθεί, όπως αφήνει να εννοηθεί πολύ συχνά ο ποιητής. Το ερεμνός (μαύρος, σκοτεινός) επιλέγεται και χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στον ιδιαίτερα σοβαρό και δυσοίωνο χαρακτήρα της απειλής, αλλά και της αιγίδας της ίδιας.
Εδώ λοιπόν η αιγίδα δεν είναι σύμβολο ισχύος αλλά ένα μέσον εκφοβισμού και απειλής. Πως είναι όμως δυνατόν να σείεις ένα αμυντικό όπλο για να απειλήσεις και να εκφοβίσεις; Να απειλήσεις με ένα δόρυ, με ένα μαχαίρι, με ένα περίστροφο, με ένα πύραυλο με πυρηνική κεφαλή το καταλαβαίνω – αλλά με ασπίδα;
3. Στο τέλος της Δ αρχίζει ο πόλεμος. Στην Ε, οι Αχαιοί νικούν τους Τρώες. Ο Άρης όμως υποκινεί την αντίσταση των Τρώων, ενώ ο Απόλλων επαναφέρει στο πεδίο της μάχης τον Αινεία, θεραπευμένο από τις θεές. Οι Αχαιοί υποχωρούν και η Αθηνά με την Ήρα αποφασίζουν να αναχαιτίσουν τον Άρη.
Στους στίχους Ε 738-42 έχουμε άλλη μια λεπτομερή περιγραφή της αιγίδας. Οι στίχοι αυτοί ανήκουν σε μια σκηνή εξοπλισμού (736-47): η Αθηνά εξοπλίζεται όπως εξοπλίζονται οι ήρωες – αυτό σημαίνει ότι οι ήρωες θα ήθελαν να ήταν ισχυροί όπως η θεά Αθηνά. Στην αρχή φοράει τον χιτώνα του Δία (2 στ.), μετά την αιγίδα (5 στ.), την από δέρμα σκύλου (!) κατασκευασμένη και καλυμμένη με χρυσό περικεφαλαία (2 στ.) και, τέλος, ανεβαίνει στο άρμα με το δόρυ στο χέρι, το κατ’ εξοχήν επιθετικό όπλο του ήρωα. Φοράει την αιγίδα γύρω από τους ώμους της, μας λέει ο ποιητής και μπορούμε να εικάσουμε ότι θα προσάρμοζε, θα κρεμούσε την ασπίδα με κάποιο δερμάτινο λουρί, όπως θα έκανε και ο ήρωας όταν προσάρμοζε τον τελαμώνα, το δερμάτινο λουρί στο οποίο κρεμούσε το ξίφος του. Η περιγραφή της αιγίδας είναι παντελώς διαφορετική από αυτήν των στίχων Β 446-52. Το μόνο κοινό στοιχείο είναι οι θύσανοι – εδώ χαρακτηρίζεται απλά θυσανόεσσα – και δεινή, που προκαλεί δέος, φόβο, τρόμο, πανικό. Εδώ ο ποιητής την φαντάζεται να έχει πάνω της ζωγραφισμένες κάποιες αλληγορικές μορφές, πνεύματα του πολέμου, : η μορφή του Φόβου, της έντρομης φυγής, καλύπτει όλη τη στεφάνη της αιγίδας. Στο μέσον, θα βλέπαμε την Έριδα, την Αλκή (τη δύναμη) και την Γοργώ, η οποία είναι δεινή (προκαλούσα τρόμο) και σμερδνή (αποτρόπαια, φοβερή).
Στις αρχές της Λ, σε μια εκτενή σκηνή εξοπλισμού του Αγαμέμνονα (16-45) η ασπίδα του Αγαμέμνονα περιγράφεται να είναι επίσης διακοσμημένη με αλληγορικές μορφές: την Γοργώ, η οποία είναι βλοσυρή και το βλέμμα της προκαλεί φόβο, τον Φόβο και τον Δείμο (<δέος: φόβος). Να υπάρχει άραγε κάποια σχέση μεταξύ αυτών των δύο περιγραφών; Η μία να ενέπνευσε την άλλη – ποια όμως είναι η πρωτότυπη; Ή μήπως και οι δύο είναι προϊόντα της ίδιας φαντασίας του ποιητή; Και γιατί η ασπίδα του Αγαμέμνονα να περιγράφεται σαν να είναι όμοια με αυτήν της Αθηνάς; Μήπως για να υποβάλει την εντύπωση ότι η ισχύη του Αγαμέμνονα είναι τόσο μεγάλη όσο και της Αθηνάς;
4. Στους στίχους Ο 229-30 ο Ζεύς διατάζει τον Απόλλωνα να κατέβει στη γη να σταθεί αρωγός στους Τρώες, που υποχωρούν. Για να εκφοβίσει τους Αχαιούς και να σταματήσουν την επέλασή τους του δίνει την αιγίδα του και του λέει: Μα πάρε εσύ το βροντοσκούταρο το κροσσωτό στα χέρια / και κούνα το, να φύγουν τρέμοντας οι Αργίτες οι αντρειωμένοι (μτφρ. Κ-Κ). Η αιγίδα εδώ είναι μόνο θυσανόεσσα. Πως μια ασπίδα με πολλές χρυσές φούντες πάνω της προκαλούσε τον φόβο όταν την κουνούσε ο κάτοχός της, είναι κάτι που ο αναγνώστης της Ιλιάδας δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει.
5. 6.7. Πράγματι, ο Απόλλων πετάγεται μέχρι το πεδίο της μάχης, κρατώντας στα χέρια του (έχε) την αιγίδα, της οποίας η περιγραφή θα μας καταπλήξει γι΄ άλλη μια φορά (Ο 308-11). Η αιγίδα χαρακτηρίζεται θούρις: ορμητική, ευκίνητη. Πως όμως μια ασπίδα μπορεί να είναι ορμητική, ευκίνητη; Ο πολεμιστής, ναι, μπορεί να είναι, αλλά η ασπίδα; Είναι δεινή – προκαλεί φόβο, είναι το μόνιμο χαρακτηριστικό της, ΟΚ. Είναι επίσης αμφιδάσεια: έχει πολλές φούντες (θυσανόεσσα)· Το δεύτερο συνθετικό του επιθέτου παραπέμπει στο επίθετο δασύς (πυκνός) και θυμίζει το οδυσσειακό δασύμαλλος (ι 415): το πρόβατο με το πυκνό τρίχωμα: οι φούντες είναι τόσο πολλές και πυκνές, όπως οι τρίχες του προβάτου. Μπεεε!
Και είναι επίσης και αριπρεπής: δηλαδή, διαπρεπής, μεγαλοπρεπής, εξαίρετη, λαμπρή. Γιατί; Ο ποιητής μας κάνει τη χάρη και μας εξηγεί: την κατασκεύασε ο μεταλλουργός, ο οπλουργός Ήφαιστος και τήν έδωσε στον Δία για να προκαλεί την έντρομη και πανικόβλητη φυγή των θνητών (ανδρών). Να λοιπόν που βρήκαμε και τον κατασκευαστή της αιγίδας, που είναι ασφαλώς και ο αναμενόμενος. Η εξήγηση του ποιητή παραπέμπει μάλλον σε μια εξ ολοκλήρου ορειχάλκινη ασπίδα, σαν κι αυτές που άρχισαν να χρησιμοποιούνται την εποχή της επινόησης της φάλαγγας, κατά την αρχαϊκή εποχή (700-500 π.Χ.). Πιο πριν, οι ασπίδες κατασκευάζονταν από ξύλο (η στεφάνη της, ο σκελετός της) και καλύπτονταν από δέρματα βοδιού. Η ασπίδα όμως αυτή δεν θα ήταν και πολύ αποτελεσματική στο να αποτρέπει τη διείσδυση των βλημάτων, των βαριών δοράτων. Εάν ο πολεμιστής ήταν πλούσιος και ισχυρός, θα μπορούσε να καλύψει το δέρμα με στρώσεις μετάλλου. Αυτά μας λέει η Ιλιάδα για το πως ήταν φτιαγμένες οι ασπίδες. Στους προκείμενους στίχους η φράση χαλκεύς Ήφαιστος και το επίθετοαριπρεπής κάθε άλλο μας επιτρέπει να εικάσουμε ότι η ασπίδα ήταν από ξύλο και δέρμα.
Ο Απόλλων λοιπόν παίρνει το μέρος των Τρώων και διαβάζουμε πως τρέπει σε φυγή τους Αχαιούς (Ο 318-27). Όση ώρα ο Απόλλων κρατούσε την αιγίδα στα χέρια του χωρίς να την σείει, οι Αχαιοί δεν χαμπάριαζαν, δεν φοβόντουσαν – δεν μπορούσες να διακρίνεις ποιος ήταν ο νικητής. Όταν όμως τους κοίταξε στα μάτια, έσεισε την αιγίδα και ‘έτράβηξε φωνή τρανή’, οι Αχαιοί τα έκαναν πάνω τους και σκόρπισαν όπως ένα κοπάδι προβάτων που δέχεται μέσα στη νύχτα την επίθεση άγριων θηρίων.
Ο Απόλλων με την αιγίδα στα χέρια εμφανίζεται άλλη μια φορά, λίγους στίχους πιο κάτω (Ο 360-1). Οι Τρώες επελαύνουν, επιτίθενται κατά του τείχους με μπροστάρη τον Απόλλωνα που κρατάει στα χέρια του (έχων) την αιγίδα, που είναι απλά, για δεύτερη φορά, ερίτιμος (βαρύτιμος, πολύτιμος), προφανώς λόγω της αποτελεσματικότητάς της και της πολύτιμης και πολυτελούς κατασκευής της.
8. Για να αποτραπεί ο εμπρησμός των καραβιών των Αχαιών, ο Πάτροκλος επιστρέφει στο πεδίο της μάχης ηγούμενος των πολεμοχαρών και αιμοδιψών Μυρμιδόνων (Π) Σκοτώνεται όμως από τον Έκτορα και γύρω από το σώμα του, που στην Ιλιάδα σημαίνει πτώμα, διεξάγεται μια αμφίρροπη φονική μάχη. Κάποια στιγμή η Αθηνά ενθαρρύνει και εμψυχώνει τον Μενέλαο. Ο Ζεύς στέλνει ένα σημάδι υποστήριξης προς τον Έκτορα. Με πολεμολογικούς όρους, το σημάδι υποστήριξης του Δία δεν είναι παρά η αλλαγή, η μεταβολή της κατανομής ισχύης, του συσχετισμού της δύναμης υπέρ των Τρώων. Και το σημάδι αυτό ήταν η αιγίδα.
Από τους Ρ 593-596 μαθαίνουμε ότι την αιγίδα ο Ζεύς δεν την κρατούσε συνεχώς στα χέρια του. Την είχε κάπου ακουμπισμένη και κάθε φορά που την χρειάζονταν την έπαιρνε για να την χρησιμοποιήσει. Αυτό κάνει κι εδὠ: την παίρνει (έλετ’ αιγίδα), την ετίναξε (595), δηλαδή την έσεισε, την τράνταξε, αφού πρώτα αστράφτοντας βροντάει με δύναμη (έρριξε κεραυνό δηλαδή) και σκεπάζει με σύννεφα το βουνό Ίδη, από την κορυφή του οποίου παρακολουθούσε τις μάχες έξω από την Τροία, όπως εμείς σήμερα βλέπουμε τους πολέμους στην τηλεόραση, με το ουισκάκι στο χέρι μας, τρομάζοντας με την εντυπωσιακή του δύναμη όχι μόνο τους Αχαιούς, που το ‘βαλαν στα πόδια αλλά και τους ακροατές (και μεταγενέστερους αναγνώστες). Γι’ άλλη μια φορά, τέσσερις φορές συνολικά, η αιγίδα είναι θυσανόεσσα· είναι όμωςκαι μαρμαρέη, για πρώτη και τελευταία φορά: ολόλαμπρη, αστραφτερή, απαστράπτουσα, εκτυφλωτικής λάμψης. Από που προέρχονταν η λάμψη; Από το χρυσάφι των θυσάνων; Κανένας δεν γνωρίζει με βεβαιότητα.
9. Στις αρχές της Σ ο ποιητής αφηγείται πώς οι Αχαιοί κατόρθωσαν και πήραν το σώμα του Πατρόκλου. Η μάχη μαίνεται γύρω από το σώμα και η Ήρα στέλνει την Ίριδα να ξεσηκώσει τον Αχιλλέα αλλά αυτός δεν έχει όπλα, τα έχει δώσει στον επιστήθιο φίλο του, τον Πάτροκλο, και διστάζει. Η Ίριδα όμως τον παροτρύνει απλώς να εμφανιστεί, τα άλλα θα τα αναλάβει η θεά Αθηνά. Και πράγματι, με τη βοήθεια της Αθηνάςη εμφάνισή του και η δυνατή πολεμική κραυγή τρέπουν σε φυγή τους Τρώες και το πτώμα μεταφέρεται στο στρατόπεδο των Αχαιών. ΟΚ, με τη δυνατή κραυγή οι Τρώες τα κάνουν πάνω τους· τί είχε όμως η εμφάνισή του και τους κατατρόμαξε;
Και τι δεν είχε! Κι εμείς αν τον βλέπαμε τον Αχιλλέα σε τέτοια κατάσταση θα χεζόμασταν πάνω μας. Η Αθηνά εξοπλίζει τον Αχιλλέα με την αιγίδα, η οποία είναι απλά θυσανόεσσα (Σ 203-4), αντί για θώρακα και ασπίδα, και αντί για περικεφαλαία του φοράει ένα χρυσό σύννεφο, από το οποίο έβγαινε μια φλόγα εκτυφλωτικής λάμψης (δαίε φλόγα παμφανόωσαν) -κάτι σαν φλεγόμενο φωτοστέφανο. Ο ποιητής δίνει ρέστα εδώ: πιο σαφής ένδειξη ότι η θεά Αθηνά είναι και προσωποίηση της πολεμικής ισχύος αλλά και προσωποποίηση των επιθυμιών αύξησης της ισχύος του ήρωα δεν υπάρχει.
10. Στους στίχους Φ 383-513 οι θεοί που παίρνουν το μέρος των Τρώων (Απόλλων, Άρης, Αφροδίτη, Άρτεμις) πολεμούν με αυτούς που έχουν συνταχθεί με τους Αχαιούς (Ήρα, Αθηνά, Ποσειδών). Στους στίχους Φ 400 -2, ο Άρης ρίχνει το μεγάλο του δόρυ κατά της Αθηνάς αλλά αυτό πέφτει πάνω στην αιγίδα, η οποία εκτός από θυσανόεσσα είναι και σμερδαλέη: σημαίνει ό,τι και η σμερδνή: προκαλεί φόβο, δέος, κατάπληξη. Το δόρυ δεν μπόρεσε ασφαλώς να διαπεράσει την ασπίδα, όπως δαιφαίνεται από το σχόλιο του αφηγητή, το οποίο δεν πρέπει να παραλείψουμε: ήν ουδέ Διός δάμνησι κεραυνός, την οποία ούτε κι αυτός ο κεραυνός του Δία δεν μπορεί να καταβάλει, να συντρίψει, να διαπεράσει – τόσο ισχυρή (ασπίδα) ήταν!
11. Στην Ψ γίνεται η κηδεία του Πατρόκλου και τελούνται οι αθλητικοί αγώνες. Στην αρχή της Ω, ο Αχιλλέας δεν μπορεί να κοιμηθεί, σηκώνεται, δένει το σώμα του Έκτορα πίσω στο άρμα του και ρίχνει τρεις γυροβολιές γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου. Και μετά, αφού ξεσπάσει και ξαλαφρώσει κάπως, πάει και την πέφτει στην καλύβα του (αυτός ενί κλισίηι παυέσκετο, 17). Τί απέγινε το πτώμα; Να τις μας λέει ο αφηγητής: τόν δέ τ’ ἐασκεν /εν κόνι εκτανύσας προπρηνέα, το άφησε, το πέταξε θα λέγαμε, πάνω στη σκόνη φραδύ πλατύ και μπρύμυτα. Ο σημερινός αναγνώστης δεν θα μπορέσει να πιάσει τον υπαινιγμό που έπιανε ο ακροατής (και αναγνώστης) της αρχαϊκής εποχής. Η συμπεριφορά του Αχιλλέα και η στάση του πτώματος δείχνουν ότι το πτώμα δεν πρόκειται να θαφτεί, ότι θα το φάνε τα σκυλιά και τα όρνεα: πέταξε το πτώμα στο χώμα μέσα στη σκόνη, μπρούμυτα: το πτώμα που επρόκειτο να θαφτεί το εναπόθεταν κάπου με φροντίδα και ευ΄λάβεια και πάντα ανάσκελα!
Κι εδώ κάπου, φίλες και φίλοι, θα τελείωνε μια (κάποια από τις πολλές) Ιλιάδα. Κάποιος όμως από τους αναρίθμητους εκδότες προσέθεσε άλλο ένα επεισόδιο, την τελαυταία και πιο καθοριστικής σημασίας πινελιά αφηρωισμού. Μέχρι τώρα, καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιλιάδας, είμαστε βέβαιοι ότι τον Έκτορα θα τον φάνε τα σκυλιά -και τα σκουλήκια. Εάν όμως πρόκειται να έρθει ο Πρίαμος να πάρει το πτώμα του γιου του για να εμφανίσουμε έναν Αχιλλέα που έχει πάψει να είναι ένας οργίλος ήρωας και έχει γίνει ένας πράος και δίκαιος αριστοκράτης γαιοκτήμονας, υπάρχει ένα ψιλοπροβληματάκι: έχουν περάσει ήδη αρκετές μέρες, δώδεκα παρακαλώ, από τον θάνατο του Έκτορα και τα πρώτα σκουλήκια θα έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους. Όχι! Στους Ψ 184-91 η Αφροδίτη και ο Απόλλων προστατεύουν το σώμα από τη σήψη , η πρώτη με αμβρόσιο λάδι (λάδι της σωματικής αθανασίας), ο δεύτερος με ένα μαύρο σύννεφο. Εδώ, ο Απόλλων σπεύδει να διώξει από το κορμί του την αεικείην:την κάκωση, το αίσχος, την ύβρη, με άλλα λόγια το σχίσιμο από το σούρσιμο. Πώς; Με την αιγίδα (Ω 20-1): περί δ’ αιγίδι πάντα κάλυπτε /χρυσείηι ίνα μη μιν αποδρύφοι ελκυστάζων: τον κάλυψε με την χρυσή αιγίδα για να χαθούν οι πληγές και το γδάρσιμο από το σούρσιμο.
Ο Αρίσταρχος αθετούσε τους στίχους Ω 20-1, ενώ τα σχόλια διατυπώνουν πλήθος αντιρρήσεων. Δεν είναι τους παρόντος -τις εξετάζω στο κείμενο γιατί τον Έκτορα δεν τον έφαγαν τα σκυλιά και οι γύπες; Είναι βέβαιο όμως ότι ο συνθέτης αυτών των στίχων, και όλης της Ω, δεν πρωτοτυπεί με αυτά που γράφει, απλά προσθέτει άλλη μια ασάφεια: η αιγίδα έχει και θεραπευτικές ικανότητες!
Αυτές είναι οι μαρτυρίες της Ιλιάδας για την αιγίδα.
Και τώρα αρχίζουμε την έρευνα. Και ερωτώ:
μπορούμε να εντοπίσουμε τον χρόνο που εμφανίστηκε η αιγίδα;
Και επαναλαμβάνω τα ερωτήματα:
Πώς να εξηγήσουμε τη ασάφεια για το πώς την φαντάζονταν;
Πώς έφτασαν σε αυτήν την ασαφή φανταστική ασπίδα, τί προκάλεσε αυτό το ασαφές πλάσμα της ποιητικής φαντασίας;
Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν θα μπορέσουμε να διατυπώσουμε εάν δεν διατυπώσουμε και απαντήσουμε στο εξής κομβικό ερώτημα: εάν στην Ιλιάδα υπάρχουν δύο ειδών ασπίδας, διαφορετικού μεγέθους, σχήματος και προέλευσης, σε ποιό από αυτά τα δύο είδη παραπέμπει η αιγίδα; Ποια είναι αυτά τα δύο είδη;
Είναι τό σάκος και η ασπίς. Ας πούμε μερικά πράγματα για αυτές τις λέξεις· ποιός ξέρει, μπορεί να βρούμε την άκρη του νήματος που θα μας επιτρέψει να απαντήσουμε στα ερωτήματα που θέσαμε.
Αύριο το πρωί -μέχρι τότε μην ξχνάτε ότι η σκέψη είναι ποίηση και η ποίηση, δημιουργία.
[Τετάρτη 13/ο2/2ο13]
Πως φαντάζονταν η επική ποιητική προφορική παράδοση, οι αοιδοί; Ως σάκος ή ως ασπίδα; Ποια είναι η διαφορά τους;
Το σάκος ήταν μεγάλη ασπίδα, ορθογώνια, την κρεμούσαν στους ώμους με ένα ιμάντα δερμάτινο και ήταν τόσο μεγάλη που κάλυπτε όλο το κορμί του πολεμιστή: ένας λογότυπος (Η 219 = Λ 485 = Τ 373) την αναφέρει ως πύργο: φέρων σάκος, ηΰτε πύργον. Ήταν φτιαγμένη από ξύλο και δέρμα βοδιού (4 ή 7 στρώσεις). Διαβάζουμε τη λέξη 68 φορές στη Ιλιάδα, συνήθως σε στερεότυπες φράσεις, σε λογότυπους (formulae). Από μυκηναϊκά αγγεία μαθαίνουμε ότι ήταν η ασπίδα των μυκηναίων πολεμιστών -το επιβεβαιώνουν και οι λογότυποι: είμαστε βέβαιοι ότι έχουν πλαστεί κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους.
Η ασπίς ήταν μικρή ασπίδα και στρογγυλή, φτιαγμένη κι αυτή με ξύλο και δέρμα· αργότερα, το δέρμα καλύφθηκε με μέταλλο, έως ότου, κατά τα τέλη της αρχαϊκής εποχής έγινε εξ ολοκλήρου μεταλλική (ορειχάλκινη). Η λέξη ασπίς δεν είναι λέξη ελληνική και εικάζουμε ότι ήταν αμυντικό όπλο των γηγενών κατοίκων της ελλαδικής χερσονήσου. Μετά την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, το τεράστιο μακρόστενο ορθογώνιο σάκος εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε η στρογγυλή ασπίδα. Το σάκος δεν εμφανίστηκε ξανά στα πεδία των μαχών, επιβίωσε όμως στους λογότυπους που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί. Κι ενώ στα πεδία των μαχών της πραγματικής ζωής υπήρχαν μόνο ασπίδες, στα πεδία των μαχών της Ιλιάδας υπήρχαν και σάκεα και ασπίδες. Τη διαβάζουμε 95 φορές· και 11 τη λέξη ασπιστής (πολεμιστής˘
Πριν αποφανθούμε εάν την αιγίδα την εξελάμβαναν οι αοιδοί ως σάκος ή ως η αιγίδα, θα παραθέσω τα επίθετα της αιγίδας και τα παραδοσιακά επίθετα του σάκους και της ασπίδας και θα υπογραμμίσω τα κοινά:
η αιγίς: ερίτιμος, αγήρως, αθανάτη, ερεμνή, σμερδαλέη, θυσανόεσσα, μαρμαρέη, αριπρεπής, δεινή, θούρις, χρυσείη
τό σάκος: μέγα, στιβαρόν, επταβόειον, δεινόν, φαεινόν, χαλκήρες, ευρύ, ηΰτε πύργον, αιόλον, παναίολον, ποικίλον, τετραθέλυμνον,
η ασπίς: κρατερή, φαεινή, πάντοσ΄ εΐση, αμφιβρότη, πολυδαίδαλον, θούρις, ταυρείη, ομφαλόεσσα, εΰκυκλος, καλή, τερμιόεσσα.
Ψάχνοντας στο ιντερνετ διάβασα ότι την ασπίδα χρησιμοποίησε ο Δίας στην τιτανομαχία ως αμυντικό αλλά και επιθετικό όπλο με την προσθήκη της μέδουσας.
Μήπως ήταν λοιπόν κάτι περισσότερο απο ένα σύμβολο της ισχύης ;
Επίσης διαβάζοντάς τις ιδέες σου για τον ποιμενισμό δεν μπορώ να αγνοήσω μια αδιόρατη σχέση του ποιμενικού στοιχείου με την μυθολογία στο κομμάτι που αφορά τον Δία.
Αιγαίο Πέλαγος: από το αιγίς – καταιγίς.
Η λέξη παράγεται από το ρήμα αΐσσω = κινούμαι με ορμή, πηδώ, σηκώνομαι όρθιος. Από το ίδιο ρήμα παράγεται και η αίξ = γίδα, κατσίκα. Αιγαίο, λοιπόν, είναι το πέλαγος το ορμητικό (Αιγαίον Πέλαγος το φοβερώτα¬τον, Σουίδας) με τα μεγάλα κύματα (αίγες), κατά τη γλωσσολογική ερμηνεία της λέξης, σε αντίθεση με τη γνωστή μυθολογική ερμηνεία της, από το όνομα του πατέρα του Θησέα: Αιγεύς-Αιγέως.
Αιγίς, όμως, σημαίνει και δέρμα αιγός (γιδοτόμα¬ρο), από το οποίο κατά τη μυθολογία, ήταν κατασκευασμένη η ασπίδα του Διός, της Αθηνάς και του Απόλλωνος. Σήμερα, μεταφορικώς, η λέξη σημαίνει προστασία: Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα του Προέδρου, του Υπουργού, …
Πηγή: Ορόγραμμα, αρ. 70, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2005
Γιώργο, για την εξέταση μιας λέξης προτιμώ να μελετώ τα ίδια τα κείμενα, και μάλιστα τα αρχαιότερα.
Sorin, είσαι μέσα, αλλά υπάρχουν και κάποια άλλα στοιχεία – θα τα δούμε μελετώντας την Ιλιάδα. Το μυστήριο το λύνει η μελέτη του επιθέτου αιγίοχος, το οποίο προσδιορίζει μόνο τον Δία και κανέναν άλλον. ΔΕΝ σημαίνει τον κάτοχο της αιγίδας, κατά κανένα τρόπο!
ctrl z ρε δάσκαλε
http://tvxs.gr/news/eyropi-eop/germania-epistimones-kai-politikoi-zitoyn-30oro-ergasias
Ναι, Χάρη, ευρύτατα τμήματα των εργαζομένων στη Γερμανία συζητάνε το ζήτημα της δραστικής μείωσης του χρόνου εργασίας εδώ και πολλές δεκαετίες. Τα χρόνια που ζούσα στο Βερολίνο (1990-3) ήταν χρόνια αναζωπύρωσης της συζήτησης, μια τάση μάλιστα υποστήριζε την εξάμηνη εργασία, η οποία με εντυπωσίασε και μού εδωσε δουλειά για το σπίτι. Θα πρέπει να σημειώσω όμως ότι τα τμήματα αυτά προέρχονται κυρίως από τους πνευματικά εργαζόμενους, τους αναγνώστες της Tageszeitung. Μεταξύ των χειρωνακτικά εργαζομένων, και ειδικά του βιομηχανικού προλεταριάτου, η τάση είναι μειοψηφική – η πλειονότητα έχει γραπωθεί από το καθημερινό 8-10ωρο και δεν θα έκανε απεργία για να εφαρμοστεί το βδομαδιάτικο 30ωρο.
Εγώ πιστεύω ότι εάν κάποτε μειωθεί δραστικά ο χρόνος εργασίας αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πάρα μόνο πανευρωπαϊκά!
Ρε παιδιά.. είναι προφανές πως φαντάστηκαν την αιγίδα.
Ο Ζευς είναι ο ουρανός και η Αιγίς τα σύννεφά που τον σκεπάζουν “σα πάπλωμα”(από δημοτικό).
Άλλοτε την φαντάζονται ως ασπίδα, άλλοτε ως κατσικίσια προβιά. Τα σύννεφα μοιάζουν άλλωστε με αίγες. Αλλά γιατί ως ασπίδα, έχει το γοργόνειο πάνω ή ο φέρων αυτήν ως θώρακα, έχει το κεφάλι της Μέδουσας στο στήθος του; (βλ. αγάλματα της Αθηνάς)
Ας δούμε λοιπόν την προέλευσή της.
Η Αίξ (αίγα) ήταν μία νύμφη με ωραίο σώμα, αλλά κακάσχημο πρόσωπο. Ο Ζευς την σκότωσε και από το τομάρι της έφτιαξε τη πανοπλία του. Αυτό έγινε στις αρχές της Τιτανομαχίας.
Σε άλλη εκδοχή η νύμφη/αίγα ήταν η Αμάλθεια. Βύζαξε τον Δία στην Ίδα (βλ. ψηλορείτης) γιατί δεν είχε την μάνα του τη Ρέα και αυτός όταν πέθανε πήρε το τομάρι της/προβιά της και κάλυψε το σώμα του.
Τέλος, η Αιγίς προέρχεται από την ιστορία της Μέδουσας με το αποτρόπαιο πρόσωπο. Ο Θησεύς ή εναλλακτικά η Αθηνά την σκότωσε και τη χρησιμοποίησε ως ασπίδα/θώρακα. Εδώ πρέπει να πούμε ότι κατά τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, γεννήθηκε ο Πήγασος και ο Χρυσάορ (χρυσή λεπίδα). Ξέρουμε ότι την Δήμητρα (γη μητέρα) την έλεγαν Χρυσάορος Δημήτηρ. Άρα ο Χρυσάορ είναι τα χρυσά στάχια/λεπίδες της γης. Ο Πήγασος τι είναι; Το νερό που πέφτει από το σύννεφο/μέδουσα/αίγα (ίσως ο μύθος είναι το τέρμα της ξηρασίας) και γεννάει τα στάχυα. Άλλωστε το άλογο είναι ιπτάμενο.
Περαιτέρω διευκρινίσεις: Να γιατί άλλωτε η ασπίδα είναι μαύρη (σύννεφα που μαζεύονται πριν τη ΚΑΤΑ-ΑΙΓΙΔΑ=μαύρη προβιά του ουρανού) και άλλωτε είναι χρυσή,φωτίζουσα (αστραπές, κεραυνοί)
Μην αφήνουμε να μας τυφλώνουν αυτά που πιστεύουμε όταν ερευνούμε.
Αυτά.
Βασίλης.
https://www.youtube.com/watch?v=TZle-Vv8EIE
μα τι ωραιο τι ωραιο τι ωραιο οταν ο ΖΑΣ βρονταει το scooter στο αιγαιοοοο
μα τι ωραιο τι ωραιο τι ωραιο οταν πεταει ο υμηττος για το παγγαιοοοο.
Καλησπερα Αθανασιε! Μηπως η Αιγιδα ηταν η οκτασχημη μυκηναικη ασπιδα, η οποια συμφωνα με αυτο το αρθρο ειχε και επιθετικο χαρακτηρα;
https://koryvantesstudies.org/studies-in-greek-language/page107-2/
(νομιζω βεβαια πως υπαρχει ενα χρονολογικο λαθος στο κειμενο αυτο, μιας και η οκτασχημη ασπιδα υπηρχε ηδη απο τον 15 αι. πχ)
Η καταιγίς είναι μεγάλη αιγίς – σε αυτό το συμπέρασμα έχω καταλήξει. Στην Ιλιάδα η αιγίς δεν είναι ασπίδα, είναι κάτι που ο ποιητής δεν ξέρει τι είναι. Η λέξη αιγίοχος (Ζεύς)σημαίνει αυτός που οδηγεί την αιγίδα, την καταιγίδα, ο Ζεύς, ο οποίος μαζεύει, κινεί και τα σύννεφα. Η λέξη αιγίς ήταν μια πολύ παλιά λέξη που αργότερα η σημασία της είχε λησμονηθεί. Η αιγίς είναι η καταιγίδα.