Τον Φεβρουάριο του 1996, στις 17, πέθανε ο Μιχάλης Ράπτης, γνωστός στους τροτσκιστικούς κύκλους της εποχής με το ψευδώνυμο Πάμπλο. Τον συνάντησα δύο φορές και επρόκειτο να συναντηθούμε και τρίτη αλλά η κατάσταση της υγείας του δεν μας το επέτρεψε. Λίγους μήνες μετά γύρισε εκεί από όπου είχε έρθει, στο Τίποτα, μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το Ατίποτα, που συνηθίζουμε να ονομάζουμε ζωή.
Η δράση του και το όνομά του είχε συνδεθεί με μια από τις πολλές τροτσκιστικές φράξιες του εικοστού αιώνα, μερικές από τις οποίες επιβιώνουν ακόμα ως νεκροζώντανες πολιτικές υπάρξεις. Δεν ξεχνώ ότι ήταν τροτσκιστής αλλά δεν τον θυμάμαι ως τροτσκιστή. Έχω διαβάσει πολλά κείμενα του Τρότσκι και των επιγόνων του, έμαθα πολλά από αυτά τα κείμενα, πολλές φορές όμως αγανάκτησα όσο δεν έχω αγανακτήσει στη ζωή μου – δεν ήξερα που να κρυφτώ όταν διάβασα το Κομμουνισμός και Τρομοκρατία του Τρότσκι, που το έγραψε το 1919, στο οποίο προτείνει την πιο στυγνή και βάναυση στρατιωτικοποίηση της εργασίας, την οργάνωση του εργοστασίου με πρότυπο τον στρατώνα, το μαντρί δηλαδή. Ο τροτσκισμός ήταν, και είναι, μια εκδοχή της ιστορικής Αριστεράς που ακολουθεί τη μοίρα της, την οριστική της αποχώρηση από το πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο. Είναι το μόνο, αν δεν κάνω λάθος, κατάλοιπο της ιστορικής Αριστεράς που τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ένοπλης επαναστατικής βίας σε μια εποχή που ο Κύριος έχει εξασφαλίσει συντριπτική οπλική υπεροχή. Εκτός από αυτό, ο τροτσκισμός έχει κληρονομήσει όλα τα ελαττώματα της χειρότερης πλευράς της ιστορικής Αριστεράς: τη συνωμοσία, την παράνοια, την μεγαλομανία, τη λατρεία της πρωτοπορίας, του επαναστατικού μεσσιανισμού, της ιστορικής εσχατολογίας, του ακτιβισμού.
Πέραν της πολιτικής, σε εκείνο που συμφωνώ με τους μαρξιστές τροτσκιστές οικονομολόγους είναι η άποψη ότι έχουμε περάσει από την περίοδο των κρίσεων στον καπιταλισμό στην περίοδο της κρίσης του καπιταλισμού. Εάν είναι έτσι, εάν έχει εκκινήσει η διαδικασία της συρρίκνωσης του καπιταλισμού, του Κράτους, της Δημοκρατίας και, κατ’ ανάγκην, της Ιστορικής Αριστεράς, το βασικό πρόβλημα του τροτσκισμού είναι ο
κατάφωρος αρχαϊσμός του, ο άγονος συντηρητισμός του, η στείρα παραδοσιοκρατία του, η καθυστέρησή του, η αναντιστοιχία μεταξύ των οικονομικών αναλύσεων και των πολιτικών πρακτικών του. Με άλλα λόγια, να ποιο είναι το πρόβλημα: θα αντιμετωπίσουμε την κρίση του καπιταλισμού με τον ίδιο τρόπο, με τα ίδια μέσα που αντιμετωπίζαμε τον καπιταλισμό των κρίσεων; Η Ιστορική Αριστερά εξαφανίζεται διότι επαναλαβάνει την επωδό, αυτό γινόταν μέχρι τώρα, αυτό γίνεται και σήμερα, που σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει την κρίση του καπιταλισμού αλλά μια ακόμα κρίση στον καπιταλισμό – βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και τους κριτικά υποστηρικτές του, οι οποίο κάποτε υποστήριζαν κριτικά και το ΠΑΣΟΚ, και εννοώ, για παράδειγμα, τους περί του περιοδικού Θέσεις του Γιάννη Μηλιού, το δεξιού χεριού του Τσίπρα! Ένας απο τους συντάκτες του, ο Ηλίας Ιωακείμογλου, είχε γράψει το 2000, στο Τέλος του αιώνα, τέλος της κρίσης (Ελληνικά Γράμματα) τα εξής (σελ. 220):
. . .(εμφανίζεται) μια ιστορική ευκαιρία για την ριζοσπαστική Αριστερά, διότι η ανάκαμψη του καπιταλισμού μειώνει σταδιακά την ανεργία και αλλάζει τον συσχετισμό δυνάμεων στην αγορά εργασίας. Η είσοδος του καπιταλισμού σε μια περίοδο ταχύτερων ρυθμώνμεγέθυνσης του πρϊόντος και των επενδύσεων θα μειώσει την ανεργία. Αυτό θα μετατρέψει τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ της εργασίας και θα ευνοήσει την ανασυγκρότηση των αυτόνομων συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων των εργαζομένων τάξεων. Έτσι έχει συμβεί σε κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση στο παρελθόν.
Αυτή η οξύτατη διορατικότητα της ιστορικής Αριστεράς με έχει συγκλονίσει: αυτό δεν είναι αποτυχία, είναι καταβαράθρωση!
Συνάντησα πρώτη φορά τον Μιχάλη Ράπτη σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας κατά της ειρηνικής πυρηνικής ενέργειας μετά το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, τον Απρίλιο του 1986. Μου τον συνέστησε ένας γνωστός, μέλος ενός (τροτσκιστικού) Μαρξιστικού Ομίλου, ο οποίος πήγαινε στο σπίτι του Ράπτη με το αυτοκίνητό του, τον πήγαινε στην Ομόνοια, όπου ήταν τα γραφεία του Ομίλου, και τον πήγαινε πάλι στο σπίτι του. Κάθε Τετάρτη. Ο Ράπτης έχαιρε μεγάλης εκτίμησης όχι μόνο μεταξύ των μελών του Ομίλου αλλά και μεταξύ όλων των τροτσκιστών και πολλών αριστερών, αν και διαφωνούσαν σε πολιτικά και άλλα ζητήματα.
Το 1986 εγώ ήμουν 27 χρονών και ο Ράπτης 75. Η χαρά μου που έσφιγγα το χέρι ενός επαναστάτη τυπογράφου, ενός επαναστάτη επιδεξιότατου πλαστογράφου, που διάβαζε και σκεπτόταν και δρούσε ήταν απερίγραπτη. Στο πρόσωπό του δεν είδα μόνο έναν επαναστάτη αλλά τον παππού μου, ο οποίος δεν ήταν επαναστάτης, δεξιός ήταν, είδα την καλοσύνη και τη σοφία του παππού μου, που με μεγάλωσε με λεφτά που έστελνε ο μετανάστης στα νταμάρια της Πεντέλης πατέρας μου. Με συγκλόνισε το βλέμμα του και το εγκάρδιο, αληθινό χαμόγελό του: ήταν τόσο καθαρό και ζωντανό που ένιωσα ότι έσφιγγα έναν έφηβο 17 χρονών, μα την Παναγία σας λέω, με τη μορφή γέρου 75 ετών. Τα χέρια του, τα δάχτυλά του ήταν χοντρά λες και ήταν οικοδόμος, νταμαρτζής! Α, όταν θα γίνω 75 χρονών, έτσι θέλω να είμαι, σκέφτηκα. Μου έχει ξανασυμβεί.Την ίδια εποχή, συνάντησα έναν άνδρα 44 ετών και είπα, α, στα 44 θέλω να είμαι σαν κι αυτόν! Μπορώ να πω ότι του έμοιασα όταν έγινα 44. Δεν αποκλείεται, θα το ήθελα πολύ, στα 75 μου, εάν δεν έχω ψοφήσει μέχρι τότε, να έχω το βλέμμα και το εγκάρδιο χαμόγελο του Μιχάλη Ράπτη. Θα δούμε.
Τη δεύτερη φορά, τον συνάντησα στα γραφεία του Ομίλου. Ήταν το 1988, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς. Οι συγκεντρώσεις ήταν ανοιχτές και οι παρευρισκόμενοι ανοιχτόμυαλοι τροτσκιστές. Μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Λιβεριάτος, τον οποίο είχα επισκεφτεί δύο ή τρεις φορές στο σπίτι του. Ο Λιβεριάτος έχει γράψει βιβλία για το ελληνικό εργατικό κίνημα και τα γραφτά του με βοήθησαν να δω και να σκεφτώ ζητήματα που δεν είχα κατανοήσει. Ήταν ένας από τους τρεις ιδρυτές του ΠαΣοΚ στο Μόναχο – οι άλλοι δύο ήταν ο Άκης (Αποστόλης-Αθανάσιος) Τσοχατζόπουλος, που τώρα κάνει διακοπές στον Κορυδαλλό, και ο Ανδρέας Παπανδρέου που τώρα σνιφάρει κόκα στο αχανές κενό του Τίποτα.
Τι δουλειά κάνεις, με ρώτησε, περιμένοντας να έρθουν και οι άλλοι για να αρχίσει η συζήτηση. Κηπουρός, του λέω. Πολύ ωραία δουλειά, μου απάντησε χαμογελώντας· ο άνθρωπος που με τις πλαστές του ταυτότητες, έγγραφα, διαβατήρια είχε σώσει κόσμο και κοσμάκη από φυλακίσεις και ταλαιπωρίες και τραβήγματα, σε μια εποχή που η επαναστατική πλαστογραφία και χρήσιμη ήταν και νόημα είχε.
Μετά οι δρόμοι μας χώρισαν. Όταν επέστρεψα οριστικά από Ευρώπας, το 1993, επεδίωξα να τον συναντήσω αλλά κάθε φορά προέκυπτε κάποιο κώλυμα. Το τελευταίο και αμετάκλητο ήταν η υγεία του. Κόντευε τα 85 και ήταν ακμαιότατος μέχρι τέλους. Πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου του 1996. Ένα χρόνο μετά, έβαλα τα σώβρακά μου σε μια νάιλον τσάντα, φορούσα τότε σώβρακα, και επέστρεψα στο χωριό μου, στις 5 Μαΐου του 1997. Της Αγίας Ειρήνης. Ανήμερα.
Τα βιβλία μου είχαν φορτωθεί στο φορτηγό που μετέφεραν το νοικοκυριό των γονιών μου, άνοιξη του 1995. Ο πατέρας μου πήρε σύνταξη και επέστρεψαν στο χωριό. Άντεξα χωρίς τα βιβλία μου δύο χρόνια!
Δε μπορούσα άλλο.
Ξημερώνει, πάω για περπάτημα.
Αύριο πάλι – για τις διαδρομές της βιβλιοθήκης μου στην Αθήνα.
Σχολιάστε ελεύθερα!