in διήγημα

Στην ‘Πανδαισία του Λαβυρίνθου’, 24 Ιανουαρίου 2239 μ. Χ.

Στην ‘Πανδαισία του Λαβυρίνθου’, 24 Ιανουαρίου 2239 μ. Χ.    

 

      Ακόμα δεν μπορώ να το  πιστέψω, είπε η προς στιγμήν μονόφθαλμη Α ξαναφέρνοντας την τούφα του μαλλιού στη θέση της. Και συνέχισε. Δεν έδειχνε τριάντα χρόνια νεότερη, ήταν τριάντα χρόνια νεότερη, δεν είμαι καθόλου υπερβολική. Απίστευτο! Φαντάζεστε να είμαι τριάντα ενώ είμαι εξήντα; Η Β την άκουγε με προσοχή. Και ρώτησε. Έχεις τη διεύθυνση της εργαστηρίου; Η Α κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Θέλεις να πάμε μαζί; Η Β συμφώνησε κι εγώ γύρισα να δω αν είχε σβήσει το κόκκινο φωτάκι. 

      Το κόκκινο φωτάκι ήταν κόκκινο. Άντεχα, για πέντε δέκα λεπτά ακόμα άντεχα. Καθίσαμε στο ένα και μοναδικό άδειο τραπέζι, δίπλα στη τζαμαρία του κήπου της ζούγκλας. Αυτό είναι το αγαπημένο μου τραπέζι, είπε η Α μόλις καθίσαμε. Πόσο χαίρομαι που γιορτάζουμε τα γενέθλιά  μου εδώ. Σιώπησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά είπε. Κρίμα που δεν επιτρέπεται να περπατήσουμε στον κήπο. Μα γιατί δεν επιτρέπεται; 

Ο Δ εξήγησε για άλλη μια φορά στην Α τους λόγους. Η Α ήταν περίεργη, σαν παιδί, αλλά,  για κάποιο λόγο, δεν μάθαινε. Η ίδια ερώτηση, οι ίδιες εξηγήσεις, κάθε φορά που ερχόμαστε στην ‘Πανδαισία’.  Υπέθετα, κρατώντας το για μένα,  ότι κάτι θα είχε πάθει ο εγκέφαλός της, μάλλον από την υπερβολική κατανάλωση χημικής διατροφής  διατήρησης της ζωτικής ενέργειας. Διαμαρτυρήθηκε για άλλη μια φορά.  Μα είναι τόσο μεγάλη  η θερμοκρασία μου που θα διαταράξει το, πως το είπες; Μικροοικοσύστημα, επανέλαβε η Γ για λογαριασμό του Δ. Είναι τόσο ευαίσθητο; Περίμενε να της απαντήσουμε. Ο Δ της υπενθύμισε ότι αυτός δεν ήταν ο βασικός λόγος της απαγόρευσης. Και ποιος είναι;

    Πριν μερικά χρόνια επιτρεπόταν για έναν και μόνο άνθρωπο να περπατήσει μέσα στον κήπο. Είναι όμως τόσο ωραίος και τόσο τεράστιος που πολλοί από αυτούς που μπήκαν εκεί μέσα χάθηκαν. Χάθηκαν, πως χάθηκαν; ρώτησε η Α χωρίς να αντιληφθεί τον περιφρονητικό τόνο της φωνής της. Γοητευμένοι από την ομορφιά των τροπικών δέντρων και λουλουδιών, από το κελάρυσμα των ρυακιών και το θρόισμα των καλαμιών, από τα κελαϊδίσματα των πουλιών και τις κραυγές των πιθήκων, περπάτησαν πολύ μέσα κι έχασαν το μονοπάτι της επιστροφής. Και τι απόγιναν; ρώτησε χωρίς να κρύψει την ανύπαρκτη αγωνία της. Λένε ότι τους βρήκαν νεκρούς από ασιτία. Ασιτία; Τι αρρώστεια είναι αυτή;  ρώτησε να μάθει η Α που έκλεινε τα τριαντατρία και έδειχνε δέκα χρόνια νεότερη. Θυμήθηκα αυτό που είχα διαβάσει τις προάλλες, ότι στον  εικοστό αιώνα κάποιοι κακοήθεις άνδρες λέγανε ότι τα πιο ωραία χρόνια της γυναίκας είναι από τα 21 μέχρι τα 22. Ποιός να φανταζόταν ότι μια μέρα θα γινόταν πραγματικότητα. Το φωτάκι ήταν ακόμα κόκκινο. Άντεχα.

    Μα γιατί αργούν;  ρώτησε η Α αφού έμαθε και ξέχασε αμέσως τί είναι η ασιτία. Δε βλέπεις τί γίνεται; απάντησε η Γ τονίζοντας το τί και κοιτάζοντας τριγύρω της. Η Α τη μιμήθηκε και διαμαρτυρήθηκε. Κι άλλες φορές έχουμε έρθει κι έχει κόσμο αλλά δεν περιμέναμε ποτέ. Δεν μας έχουν φέρει ούτε τους καταλόγους! Πεινάς; ρώτησε ο Ε, εγώ. Τρώω άνθρωπο, απάντησε και γέλασε. Ήταν πετυχημένο, πρώτη φορά έλεγε ένα τόσο πετυχημένο αστείο. Τι θα φας; ρώτησε τον Δ που καθόταν δίπλα της, με τη πλάτη γυρισμένη στον κήπο της ζούγκλας . Δε ξέρω, θα δω τις φωτογραφίες και θα αποφασίσω. Εσύ;

Εγώ θα φάω κοριτσάκι από την Ουγκάντα. Με μάγκο και πεπόνι. Δύο στις τρεις αυτό το πιάτο έτρωγε. Εσύ τι θας φας; ρώτησε μετά εμένα. Θα φάω κινεζάκι με ταράξακο. Δε μπορώ να μεταβολίσω το γάλα, είπα, νιώθοντας την ανάγκη να δώσω μια εξήγηση για την προτίμησή μου. Ταράξακο, τί είναι αυτό; Πρώτη φορά το ακούω. Είναι ένα πικρό χόρτο. Πικρό χόρτο; Πως μπορείς και τρώς πικρα χόρτα;  

     Βρήκα τις προάλλες στη βιβλιοθήκη ένα περιοδικό γαστρονομίας που μοίραζαν οι εφημερίδες  το 2013. Πότε; ρώτησε η Γ λες και δεν άκουσε. Το 2013, στις 24 Ιανουαρίου, απάντησα και συνέχισα. Διάβασα εκεί ότι το πικρό εκείνα τα χρόνια ήταν η γεύση που προτιμούσαν οι πολύ πλούσιοι.  Και ξέρετε γιατί; Με κοίταξαν σαν να ρωτούσαν ΄γιατί;’ Χιλιάδες χρόνια πριν από αυτούς,  το πικρό ήταν η γεύση των αριστοκρατών. Και τρως πικρό για να νιώσεις αριστοκράτης ή πολύ πλούσιος; Όχι, σκέφτηκα ότι εάν πολλά φάρμακα είναι πικρά, τότε οι πικρές τροφές θα είναι φάρμακα.

    Και σηκώθηκα να πάω στην τουαλέτα. Για να αποφύγω τα σχόλιά τους, όχι γιατί το το φωτάκι είχε γίνει πράσινο. Σκέφτηκα ότι θα περίμεναν πολλοί και καλό θα ήταν να πάρω σειρά, μα δεν ήταν κανείς στην αίθουσα αναμονής. Μου την έχει ξανακάνει το φωτάκι, αποφάσισα να μην του έχω πια εμπιστοσύνη. Ως συνήθως, λες και θα με έβλεπε κάποιος, κατευθύνθηκα προς την τελευταία τουαλέτα. Έπιασα το πόμολο της πόρτας  μα κοντοστάθηκα. Από το μισάνοιχτο παράθυρο της αίθουσας άκουσα δυο άνδρες να μιλάνε.

– Γιατί;

– Έγινε αεροπειρατεία.

– Αεροπειρατεία; Και τώρα μου το λέτε; Τι θα κάνουμε,  ρε μαλάκες; 

– . . .

– . . .

– Θα άρουμε την απαγόρευση, δε γίνεται αλλιώς. Έχουμε ασερβίριστα δώδεκα τραπέζια.

– Και ποιος θα το κάνει;

– Όποιος κάνει την επιλογή.

Τίποτα άλλο. Μπήκα μέσα, βγήκα, κι επέστρεψα στο τραπέζι. Ο Δ μας υπενθύμισε ότι σήμερα έχει γενέθλια ο γηραιότερος άνθρωπος της Ευρώπης. Κλείνει τα 194, γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2045. 194; αναφώνησε η Α. Και συμπλήρωσε. Εγώ, εμείς δηλαδή, θα ξεπεράσουμε τα 200, έτσι δεν είναι; Είναι βέβαιο, επικρότησε η Β και σχολίασε. Αχ, τι ωραία θα ήταν να μην πεθαίναμε! Σε παρακαλώ, έχω γενέθλια σήμερα, είπε η Α.  Η Β δεν πρόλαβε ούτε καν να σιωπήσει. Ο ψηλός γεροδεμένος σερβιτόρος μας έφερε τους καταλόγους με τις φωτογραφίες. Και μας είπε, απευθυνόμενος μάλλον στην Α. Θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι έχει αρθεί η απαγόρευση του περιπάτου στον κήπο.

Είναι δώρο για τα γενέθλιά μου; Ανέλαβε να απαντήσει η Γ. Δεν έχουμε ιδέα. Δε πειράζει, είπε η Α. Θα φάω κοριτσάκι από την Ουγκάντα, με μάνγκο και πεπόνι, παρήγγειλε καθώς σηκωνόταν από το κάθισμά της. Και συνέχισε απευθυνόμενη στον σερβιτόρο. Μπορείτε να με οδηγήσετε στην είσοδο του κήπου; Ο ευγενικός σερβιτόρος χαμογέλασε εγκάρδια κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του και είπε.

Ακολουθείστε με.

[Από τη συλλογή διηγημάτων ‘Πανδαισία του Λαβυρίνθου’ που θα δημοσιευτεί το 2014]

Σχολιάστε ελεύθερα!