φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
το σημερινό σημείωμα το αφιερώνω στη φίλη Β. (που έβαλε το χεράκι της στη τελική μορφή του τίτλου)
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου (1946-1949), στο χωριό μου, έξω στα χωράφια, δυο χίτες μάλωναν ποιός είναι πιο καλός στο σημάδι. Εκείνη τη ώρα, έτυχε να περνάει κάποιος, στα εκατό μέτρα. Ο ένας από τους χίτες για να αποδείξει ότι όντως ήταν πολύ καλός, σήκωσε το όπλο, σημάδεψε και πυροβόλησε. Ήταν όντως πολύ καλός σκοπευτής.
Λίγο πριν πεθάνει, εκεί που ήταν κατάκοιτος σηκώθηκε ὀρθιος κι άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του στο τοίχο. ‘Θα χτυπάς μια μέρα το κεφάλι σου στο τοίχο’, ακούμε να (μας) λένε, υποδεικνύοντας και το λάθος της επιλογής μας και το τρόπο της εξομολόγησής μας. Ίσως τελικά η κόλαση, που σημαίνει τιμωρία, να είναι η συνέπεια της άρνησής μας να εξομολογηθούμε. Κι αφού τιμωρηθούμε, θα πάμε όλοι στον Παράδεισο, όπως πίστευαν και κάποιοι χριστιανοί. Κατ’ αυτούς, ο Νέρων και ο Χίτλερ, και άλλοι πολλοί, είναι ήδη στον Παράδεισο.
Εκτός κι αν, όταν έρθει η ώρα του θανάτου, δεν υπάρχει λόγος να εξομολογηθούμε. Και θυμάμαι έναν στοχασμό του Σαμφόρ: Και τι θα κάνεις εάν έρθει ο ιερέας να εξομολογηθείς; ρώτησε κάποιος τον Μ. Και ο Μ. απάντησε:
Θα προσποιηθώ ότι δεν πεθαίνω!
Εάν ήμουνα λιονταρίνα, θα χαιρόμουν, δεν θα είχα ενοχές όταν θα σκότωνα μια αντιλόπη. Εάν ήμουν Ινδιάνος κυνηγός των Πεδιάδων, θα ζητούσα συγγνώμη από την anima του καριμπού (είδος ταράνδου) και θα εξιλεωνόμουν που θα τον σκότωνα -και θα χαιρόμουν. Κι αν ζούσα στα δάση της Σιβηρίας, θα αγκάλιαζα το δέντρο, θα το φιλούσα και θα του ζητούσα συγγνώμη που θα το έκοβα. Εάν ήμουν όμως υπάλληλος κάποιας πολυεθνικής που ρημάζει τα δάση του Κονγκό και του Αμαζονίου, δεν θα είχα καμία ενοχή. Και δεν θα χρειαζόταν να εξομολογηθώ σε κανέναν.
Οι τελετουργίες του θρήνου κατά τη διάρκεια της θυσίας ζώου ή ανθρώπου, μέλους της κοινότητας, θυσία που αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ζωής μέσω της θανάτωσης, δεν εἰναι τίποτα άλλο από μια συλλογική έκφραση της εξομολόγησης και της εξιλέωσης. Φαίνεται πως η εξομολόγηση και η εξιλέωση είναι συνέπεια της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης. Φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι, επειδή είναι άνθρωποι, επειδή η υπέρβαση των ορίων της ελευθερίας και της επιθυμίας είναι μια δυνατότητα κοινή σε όλους και σε όλες, σε όλες τις εποχές , νιώθουν την ανάγκη της εξομολόγησης που επιφέρει την εξιλέωση. (Στην εμμενή ενοχικότητα του ανθρώπου θα προσέθετα και αυτήν που προέρχεται από την υποταγή στον Κύριο, από την δουλοπρέπεια, αλλά δεν μπορώ σήμερα να επεκταθώ επ΄ αυτού – ένα άλλο πρωινό). Ο τρόπος με τον οποίο εξομολογούμαστε διαφέρει· και δεν παραξενευόμαστε που σε μια κοινωνία απρόσωπων σχέσεων εξομολογούμαστε σε αγνώστους.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω εάν έχετε εξομολογηθεί σε άγνωστο ή σε άγνωστη, μία ή περισσότερες φορές. Εγώ έχω εξομολογηθεί. Ποτέ σε παπά – οι φίλοι μου έχουν ήδη ενημερωθεί: όταν θα με θάβουν ή θα με καίνε, θα φροντίσουν να μην υπάρχει παπάς σε απόσταση τουλάχιστον πέντε χιλιομέτρων, διότι, εάν είναι πιο κοντά, ενδέχεται να σηκωθώ και ν’ αρχίσω τα γαμοσταυρίδια. Οι άγνωστοι στους οποίους έχω εξομολογηθεί ήταν ταξιτζήδες, και άνδρες και γυναίκες. Έχω πολύ καιρό να εξομολογηθώ -όχι γιατί δεν χρησιμοποιώ τόσο συχνά ταξί, όσο γιατί, τώρα πια, προτιμώ να εξομολογούμαι στους φίλους παρά σε αγνώστους.
Δεν εξομολογούμαστε μόνο σε άγνωστους ταξιτζήδες -εξομολογούμαστε και σε περιποιητές και περιποιήτριες (μπαρμεν, μπαργούμεν, σερβιτόροι -από το servus, δούλος!), εξομολογούμαστε και σε κομμωτές, κομμώτριες. Θα περιοριστώ σήμερα σε αυτά τα πρόσωπα -δεν θα ήθελα να μπλέξω και τις χαρτορρίχτες, τις καφετζούδες, τις πόρνες, τους ψιλικατζήδες κι άλλα σεβαστά πρόσωπα. Να σας πω μόνο ότι κάποτε είχα γνωρίσει στην Αθήνα έναν κομμωτή, ο οποίος πιάνοντας και μόνο τα μαλλιά της πελάτισσάς του ένιωθε την ψυχική της κατάσταση (εάν ήταν ερωτευμένη, αγάμητη, λυπημένη) κλπ. Συνέχισε να το κάνει κι όταν έχασε την όρασή του – σε κατ’ οίκον επισκέψεις.
Από τα πρόσωπα, γνωστά ή άγνωστα, όχι όμως φίλοι, στα οποία εξομολογούμαστε περνάμε στους χώρους στους οποίους αυτά εργάζονται, άρα ζουν. Αποφεύγω να χρησιμοποιήσω το ρήμα ‘δούλεύουν’ και πολύ σύντομα θα αντιληφθείτε τον λόγο. Τα πρόσωπα αυτά είναι κομβικά πρόσωπα, είναι πρόσωπα που εργάζονται σε κομβικούς χώρους. Κομβικοί χώροι είναι οι χώροι στους οποίους εισρέουν και εκρέουν άνθρωποι, προϊόντα, υπηρεσίες, ενέργεια, γνώσεις, εργαλεία. Το εργοστάσιο και το σχολείο, η φυλακή και το γηροκομείο, το εστιατόριο και η πλατεία, το νοσοκομείο και το μπαράκι, το κομμωτήριο και η δημοτική βιβλιοθήκη είναι χώροι κομβικοί. Οι κομβικοί χώροι δεν μπορεί να μην είναι κοινόχρηστοι (χωρίς να είναι κοινόκτητοι κατ΄ ανάγκην) και πολυλειτουργικοί. Θα τους διακρίναμε σε δυο μεγάλες ομάδες: στούς χώρους που η κομβική δραστηριότητα είναι η εργασία και η παραγωγή του κοινωνικού πλούτου και στους χώρους που η κομβική δραστηριότητα είναι η συνάντηση των ανθρώπων. Αυτούς τους τελευταίους τους διακρίνω πάλι σε δύο ομάδες με κριτήριο την ελευθερία εισόδου, παραμονής και εξόδου. Στο σχολείο, στη φυλακή, στο αναμορφωτήριο, στο νοσοκομείο, στον στρατώνα, στο γηροκομείο δεν μπορούμε να πάμε όποτε θέλουμε, να μείνουμε όσο θέλουμε και να φύγουμε όποτε θέλουμε, έτσι δεν είναι. Η συνάντηση των ανθρώπων σε αυτούς τους χώρους δεν είναι ελεύθερη, είναι καταναγκαστική, υποχρεωτική, επιβεβλημένη. Είναι χώροι εγκλεισμού και πειθάρχησης, είναι χώροι του κομμουνισμού της στάνης.
Στο μπαράκι όμως, στο εστιατόριο, στη βιβλιοθήκη, στο καφέ, στο καφενείο, στο πάρκο, στην πλατεία, στη λαϊκή (παζάρι, βορειοελληνιστί) μπορούμε να πάμε όποτε θέλουμε, να μείνουμε όσο θέλουμε (αν και υπάρχουν κανόνες: ‘να φεύγουν οι πρωινοί’!) και να φύγουμε όποτε θέλουμε. Όλοι αυτοί οι χώροι είναι κομμουνιστικότητες. Βέβαια, το μπαράκι δεν είναι πλατεία: εάν το μαρούλι (σου) δεν έχει φύλλα, δεν μπορείς να πας μέσα, υπάρχει έλεγχος μέσω της οικονομικής βίας – το σημειώνω για να μην σχηματίσετε την εντύπωση ότι το παραβλέπω.
Και η Εκκλησία όμως είναι κομμουνιστικότητα, ακόμα κι όπως είναι σήμερα. Εκκλησία, στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει συγκέντρωση, συνάθροιση (του δήμου, των ελεύθερων ανδρών πολεμιστών), τους πρώτους όμως χριστιανικούς αιώνες άρχισε να δηλώνει τη συνάθροιση όλης της κοινότητας. Η συνάθροιση ήταν ένας από τους τρόπους άσκησης της αλληλεγγύης· ώστε η κοινωνική πλευρά της θρησκείας έχει κάποια σχέση με την αλληλεγγύη, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι θρησκείες διατηρήθηκαν για αιώνες και χιλιετίες στη ζωή. Αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους μαρξιστές, αλλά τι να κάνουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ο ιερέας ήταν ο συντονιστής της κοινοτικής αλληλεγγύης -και είμαστε βέβαιοι ότι αρχικά υπήρχαν και ιέρειες· εάν δεν αναλάβουν οι γυναίκες τον συντονισμό της κοινοτικής αλληλεγγύης, ποιος θα τον αναλάβει; αναρωτιέμαι και εξοργίζομαι. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι ο εξοβελισμός των γυναικών (των ιερειών) από την Εκκλησία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εξάλειψη της ενδοκοινοτικής αλληλεγγύης, με τη συρρίκνωση του εμμενούς κομμουνισμού.
Θα γνωρίζετε ότι στις πρώτες χριστιανικές συναθροίσεις, εκκλησίες, ΄τα μέλη μιας κοινότητας μαζεύονταν για να φάνε, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, να χωρατέψουν και να γελάσουν· και να διατυπώσουν τις ανάγκες τους, να επισημάνουν τα προβλήματά τους, να συζητήσουν και να αποφασίσουν. Οι ιερείς και οι ιέρειες ήταν και μάγειροι (Αγία Τράπεζα) και περιποιητές, σερβιτόροι· και τραγουδούσαν· ήταν και περφόρμερς, διασκεδαστές . Συγκρίνετε τώρα τη σημερινή εκκλησία και την πρωτοχριστιανική εκκλησία (Αγάπαι): ένας ζωντανός και ελεύθερος κοινωνικός χώρος έγινε ένα μαντρί, ποιμενικοποιήθηκε, ένα μαντρί ελεύθερης εισόδου και εξόδου, μαντρί όμως.
Εάν στις Αγάπες οι άνθρωποι έτρωγαν και μιλούσαν και γελούσαν και ερωτοτροπούσαν, τότε όλοι οι χώροι όπου υπάρχουν περιποιητές και περιποιήτριες, όλοι οι χώροι που μαζευόμαστε για να φάμε, να πιούμε, να χορέψουμε, να γαμήσουμε, είναι Αγάπες, είναι Εκκλησίες: καφετέριες, εστιατόρια, σουβλατζίδικα, πατζατζίδικα, μπαράκια, μπιστρό, καφέ, καφενεία, κωλάδικα, σκυλάδικα. Κατά συνέπεια, οι περιποιήτριες και οι περιποιητές είναι ιερέιες και ιερείς – και στις ιέρειες και στους ιερείς εξομολογούμαστε και εξιλεωνόμαστε.
Το ποσοστό προσέλευσης στις Εκκλησίες, τις χριστιανικές είναι 2-8%. Εικάζω ότι σε δέκα με είκοσι χρόνια, το πολύ, το ποσοστό αυτό θα μειωθεί· πολλές εκκλησίες δεν θα λειτουργούν και γεννάται το ερώτημα: τι θα τις κάνουμε αυτές της άδειες και έρμες εκκλησίες; Θα τις κάνουμε καφετέριες, εστιατόρια, σουβλατζίδικα, πατζατζίδικα, μπουγατζατζίδικα, μπαράκια, μπιστρό, καφέ, καφενεία και χοροπηδάδικα. Εννοείται χωρίς χρήμα!
Γεια σου Γιάννα, ιέρεια!
Γεια σου Άγγελε, ιερέα!
Αυτά για σήμερα. Αύριο θα ασχοληθούμε με κάποιους άλλους, αυτόκλητους, ιερείς:
τους ένοπλους επαναστάτες.
Καλημέρα Αθανάσιε
Έχω προσέξει ότι σε ενδιαφέρει η ερμηνεία της γλώσσας και το πως αυτή σημαδεύει της κοινωνικές σχέσεις. Το πέρα για πέρα αστικό “οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους” φαντάζομαι θα το έχεις ακούσει. Αν το θεωρείς ενδιαφέρον, σχολίασέ το σε κάποιο επόμενο κείμενό σου!
Χάρη, χαίρομαι, ‘ μου δίνεις δουλειά για το σπίτι’ – να μια άλλη φράση που αξίζει να εξεταστεί υπό το πρίσμα που αναφέρεις· θα το κάνω· παραπέμποντας στον ‘Υπέροχο Γκάτσμπι’ (Great Gatsby) του Φιτζέραλντ.
Αθανάσιε, πάλι έγραψες! Έχω αρχίσει να αισθάνομαι ότι η σκέψη σου και τα γραφόμενά σου αποτελούν διαλεκτικώς την εγχώρια «μετεμψύχωση», «μετουσίωση» και «ενσάρκωση» (για να χρησιμοποιήσω μερικούς θρησκευτικούς όρους 😛 ) των ερωτημάτων που έθεσε ο Κάρολος πριν από περίπου 150 χρόνια. Ερωτήματα που δεν απαντήθηκαν ποτέ — επαρκώς.