φίλες και φίλοι, καλό σήμερα – και καλό αύριο (basta)
Λίλα, καλημέραααα!
Μπαμπά, τι είναι το μέλλον; με ρωτάει η οχτάχρονη Αποστολία. Μπαμπά, παρελθόν είναι αυτό που έγινε ή αυτό που θα γίνει; με ρωτάει ο δεκάχρονος Πάυλος. Εάν με ρωτούσαν μόνο μία φορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, δεν θα το σκεφτόμουν· με ρωτάνε όμως και με ξαναρωτάνε. Δυσκολεύονται να το αντιληφθούν. Εάν θέλεις να πεις σε ένα τετράχρονο παιδί ‘σε τρεις μέρες’,
υπάρχει μόνο ένας τρόπος: ‘θα κοιμηθείς δυο φορές’, ή, ‘θα κοιμηθείς σήμερα κι άλλη μια φορά’ – άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Τα παιδιά ζούνε στο παρόν, στον Παράδεισο δηλαδή.
Στο παρόν, στον Παράδεισο, θα ζούσαμε κι εμείς, οι άνθρωποι, κάποτε· πώς βγήκαμε από εκεί, παραμένει μυστήριο ανεξιχνίαστο. Η εξήγηση που προτείνω προσανατολίζεται προς την επίγνωση του θανάτου – άλλο ένα ανεξιχνίαστο γοητευτικό μυστήριο. Πριν από αυτήν είναι βέβαιο ότι ζούσαμε σε ένα διαρκές παρόν. Διατηρώ όμως πολλές επιφυλάξεις. Κι αυτό για δύο λόγους. Εικάζω ότι ως τροφοσυλλέκτες, για πολλές χιλιάδες χρόνια αφότου γίναμε άνθρωποι, η διάκριση του χρόνου σε παρόν, παρελθόν και μέλλον θα πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως ασαφής. Όχι λόγω κάποιας νοητικής υστέρησης αλλά λόγω τρόπου ζωής. Η ασάφεια αυτή επιβίωσε σε πολλούς τροφοσυλλεκτικούς και αγροτικούς λαούς μέχρι πρόσφατα και ήταν άκρως ενοχλητική και εκνευριστική για τους κατακτητές δυτικούς (ιεραποστόλους, εξερευνητές, εμπόρους, διοικητές αποικιών, επιχειρηματίες), οι οποίοι προσπαθούσαν να ενοφθαλμίσουν στους ιθαγενείς την ενεργητικότητα, την ηθική της (σκληρής) εργασίας, την πειθαρχία και να εξοβελίσουν την νωχέλεια και τη τεμπελιά που θεωρούσαν ότι χαρακτήριζε τους κατακτημένους.
Ο δεύτερος λόγος είναι πολύ συχνά κι εμείς σήμερα, υπό καπιταλιστικές συνθήκες, ζούμε στο Παράδεισο, στο παρόν. Πολύ συχνά; Δεν είναι η κατάλληλη έκφραση, μου μυρίζει στατιστική, μέσο όρο· θα έλεγα ότι άλλοι και άλλες τείνουν προς το πολύ συχνά, όσο πιο συχνά γίνεται κι άλλοι προς το σπάνια, προς το πολύ σπάνια. Ένα είναι βέβαιο: δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος που να μη ζει στο παρόν αλλά αυτό το παρόν μπορεί να είναι τόσο βαρύ και θλιβερό που θα προτιμούσε να μην υπάρχει· η βαρύτητα του παρόντος μας αναγκάζει να στραφούμε είτε προς το παρελθόν (νοσταλγία) είτε προς το μέλλον (ελπίδα, προσδοκία). Εάν όμως το παρόν είναι πολύ ελαφρύ, πούπουλο, τότε δεν είναι ούτε βαρύ ούτε θλιβερό;
Πότε το παρόν είναι ελαφρύ; Όταν εξοβελίζουμε το παρελθόν (νοσταλγία) και το μέλλον (προσδοκία). Όταν, λόγου χάριν, διαβάζουμε ή ταξιδεύουμε, όταν δηλαδή γινόμαστε παιδιά (είναι δύο τρόποι κι αυτοί. . .). Όταν διαβάζουμε για να δώσουμε εξετάσεις, δεν γινόμαστε παιδιά, γινόμαστε δούλοι· όταν ταξιδεύουμε για να πάμε στη δουλείά μας, δεν γινόμαστε παιδιά, δινόμαστε δούλοι. Όταν γλειφομουνίζουμε, όταν γλείφουμε και ρουφάμε το μέλι του γλυκού της σύκου, τότε η διάκριση του χρόνου δεν υφίσταται· μας επιτρέπεται, να μιλάμε για την γλειφομουνοδιάστατη αίσθηση της ύπαρξης. Και τι να πούμε για την εμπειρία του οργασμού όπου κι αυτή ακόμα η αίσθηση του παρόντος εξαλείφεται τόσο προσωρινά που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε αιώνια;
Ο Δημήτρης Πικιώνης (να διαβάσετε, να διαβάσετε. . .) είπε το εξής κάποτε σχολιάζοντας ένα σχέδιο μαθητή του (εάν δεν πλανώμαι, του Παναγιώτη Τέτση): καλό είναι, πολύ καλό είναι, τέλειο είναι· εάν όμως ζωγράφιζες με το αριστερό θα ήταν πιο εκφραστικό. Κι όταν μια άλλη φορά σχεδίασε ένα μικρό πευκάκι σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο, ένας μαθητής του τον ρώτησε, μα δεν θα μεγαλώσει; ο Πικιώνης απάντησε φανερά εκνευρισμένος: ή νοούμεν ή δεν νοούμεν. Αυτό που νοούσε ο Πικιώνης ήταν το εξής: όλες οι κουλτούρες είναι διαφορετικές εκφράσεις της ίδιας δομής, όλες οι κουλτούρες έχουν κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία προφανώς, αρχιτεκτονικώς μιλώντας, είναι η κοινοχρησία, η κοινοκτησία, η ελεύθερη πρόσβαση και άλλα. Έχω την εντύπωση ότι δεν νοούμεν ότι το έργο του Πικιώνη είναι ένα σχόλιο πάνω στον εμμενή κομμουνισμό – θα καταπιαστούμε με αυτό το ζήτημα προσεχώς, κι όποιος αντέξει.
Η σχέση της αρχιτεκτονικής με την αντίληψη του χρόνου δεν είναι δυσδιάκριτη. Μια βόλτα στη Παιδική Χαρά της Φιλοθέης (Πικιώνης) μας βοηθάει να το νοήσωμεν. Η κοινοχρησία και η πολυλειτουργικότητα, ήτοι ο εμμενής κομμουνισμός, ερείδονται επί της μη διάκρισης του χρόνου. Συνεπώς, η ιδιοχρησία και η μονολειτουργικότητα δεν υφίστανται χωρίς την ενίσχυση της διάκρισης του χρόνου. Η μέτρηση του χώρου είναι μια ανθρωπολογική σταθερά, είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των πολιτισμών; Η μέτρηση του χρόνου; Πως σχετίζονται αυτές οι δύο μετρήσεις;
Εάν περιοριστούμε στον δυτικό πολιτισμό, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η συρρίκνωση του χώρου συνδέεται άρρηκτα με τη συρρίκνωση του χρόνου· αυτό που τα συνδέει είναι η ταχύτητα. Και η συρρίκνωση του κοινωνικού χωρόχρονου συνδέεται άρρηκτα με τη μέτρηση του χρόνου στον καπιταλισμό· αυτό που μας ενδιαφέρει όμως πιο πολύ είναι η σύνδεση της συρρίκνωσης του χρονοχώρου με την προϊούσα συρρίκνωση του καπιταλισμού. Η επιτάχυνση της πρώτης θα επιφέρει την επιτάχυνση του δεύτερου; Αντί να απαντήσω, θα ερωτήσω: σας έρχεται να τρέξετε μέσα στην Παιδική Χαρά της Φιλοθέης; Εμένα όχι. Με προτρέπει να αργοπορήσω, να χαζέψω, να χαζολογήσω. Όλως περιέργως, ή μάλλον, ουδόλως περιέργως, εξοβελίζεται, ξεχνιέται θα έλεγα, η αίσθηση της μέτρησης του χρόνου, εξοβελίζεται η αίσθηση του χασίματος του χρόνου. Η μέτρηση του χρόνου είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των πολιτισμών, η μέτρηση όμως αυτή δεν επιβάλλει την αίσθηση του χασίματος χρόνου. Διότι η ιδιοκτησία και η ιδιοχρησία μετατρέπει το χρόνο σε κτήμα. Πως να χάσεις κάτι εάν δεν το έχεις; Σε μια κοινωνία που δεν υπάρχει ιδιοκτησία, πως μπορεί ο χρόνος να είναι κτήμα;
Η μέτρηση του χρόνου γινόταν με τη βοήθεια των βιολογικών κύκλων (εποχές, φεγγάρι, κλπ) ή κοινωνικών πρακτικών (ένα τσιγάρο δρόμος, ένα άρμεγμα αγελάδας, δυο βρασίματα ρυζιού, κλπ). Μετρώντας με αυτόν τον τρόπο το χρόνο είναι παντελώς αδύνατον να αποκτήσουμε την αίσθηση ότι χάνουμε χρόνο, ότι ο χρόνος περνάει. Μας είναι δύσκολο να το νοήσωμεν πικιωνικώς· αλλά για μια βουσμάνα τροφοσυλλέκτια το λίφτιγκ θα ήταν παντελώς αδιανόητο! Θα έκανε ποτέ ο Πικιώνης λίφτιγκ; Για όνομα της Ζωής και του Κομμουνισμού! Θα μας έλεγε, ίσως, ότι τον πόλεμο με τα παιδιά και το χρόνο δεν τον κερδίζεις ποτέ.
Εκείνο το οποίο μας απασχολεί είναι το εξής ερώτημα: γιατί το μηχανικό ρολόι είναι εφεύρεση του δυτικού πολιτισμού; Το ερώτημα αυτό είναι άρρηκτα δεμένο με το ερώτημα της εμφάνισης του καπιταλισμού. Διαβάζω αυτές τις μέρες το προσφάτως εκδοθέν, πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Landes David, Τα γρανάζια του χρόνου. Τα ρολόγια και η δημιουργία του σύγχρονου κόσμου, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, μετ. Καλοβυρνα Λυο, και μόλις το τελειώσω θα γράψω κάτι επί του ζητήματος της μέτρησης του χρόνου. Δεν νομίζω πως θα διαψευστώ, θα το γνωρίζω όμως μόνο όταν ολοκληρώσω τη μελέτη: θα πρέπει να αναζητήσουμε την πηγή της δυτικής μέτρησης του χρόνου στις ποιμενικές ρίζες του δυτικού πολιτισμού, δηλαδή στον πόλεμο και τη νίκη, τον φόνο και την επιβίωση, την ένδεια και τον πλούτο. Κάτι που ο συγγραφέας δεν λαμβάνει υπόψη του.
Ανάβω τη σόμπα. Κάνει πολύ κρύο. Δεν περνάει ο χρόνος, εμείς περνάμε· από το Τίποτα στο Τίποτα μέσω του Ατίποτα.
θα εχεις σίγουρα διαβάσει το κομμάτι του Μπένγιαμιν για τους κομμουνάρους που πυροβολούσανε τα ρολόγια του παρισιού. Ωραία και η παιδική χαρά με τη λιμνούλα και τη γεφυρούλα, μ΄ αρέσει και μένα. Όμως δυστυχώς, λόγω θέσης, δεν μπορούνε εύκολα να τη χαρούνε και τα φτωχαδάκια, μόνο αν πάρουνε λεωφορείο.
Ναι, Γιάννη, δεν μπορούνε να τη χαρούνε και νομίζω πως είμαστε βέβαιοι πως ούτε το λεωφορείο παίρνουν για να πάνε, θα ήταν περιττή πολυτέλεια άλλωστε. Πριν από μερικές δεκαετίες είχαν τις αλάνες – τις πρόλαβα στο Χαλάνδρι και στα Βριλήσσια. Προτιμώ την αλάνα από την Παιδική Χαρά της Φιλοθέης. Έχουν όμως κάτι κοινό, κι αυτό το κοινό με ενδιαφέρει.
Η καταστροφή των ρολογιών, η καταστροφή της ρύθμισης του χρόνου από τον Κύριο, ο χρόνος με άλλα λόγια, είναι το επίδικο αντικείμενο κάθε γνήσιας κοινωνικής επανάστασης. Αυτό επισήμανε ο Μπένγιαμιν, είχε προηγηθεί ο Μαρξ και όχι μόνο αυτός, το επεξεργάζεται ο Μαρκούζε, το ξαναφέρνει στο προσκήνιο ο Αγκάμπεν και οι επαναστάσεις του μέλλοντος – εάν γίνουν,