in Φιλοσοφία της Αθανασίας, αδρομερές σκιαγράφημα δυο ιστοριών του ανθρώπινου γένους

θάνατος και ποίηση: για την προέλευση της ποίησης

  1.

MACBETH

. . . .

I have supped full with horrors:

Direness, familiar to my slaughterous thoughts,

Cannot once start me.

[Enter Seyton]

Wherefore was that cry?

SEYTON

The queen, my lord, is dead.

MACBETH

She should have died hereafter

Shakespeare, Macbeth, 5,5

2.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ

Νομίζω πως όσα έχω περάσει

μου δίναν κάθε δικαίωμα να τρελαθώ.

Θα ‘ταν λίγη ξεκούραση επιτέλους,

λίγη ανεύθυνη ελευθερία που ποτέ δε γνώρισα.

Κι αληθινά θα τρελαινόμουν, αν δεν αποτελούσε

κι αυτό μια κάποια παραχώρηση.

Τίτος Πατρίκιος, Αντιλογίες

3.

ΕΠΙΝΙΚΟΣ

.  .  .  .  .

κάποτε γυρόφερνα το θάνατο

σαν κουτσή γριά

που καθαρίζει την κουζίνα της

τὠρα τον φυτεύω με τα χέρια μου

ανάμεσα στα λουλούδια

και τον βλέπω να μεγαλώνει

και να μαθαίνει περπάτημα

.  .  .  .  .  .  

Άννα Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι

4.

Διάβασα ποίηση προχτές πάνω στο τρένο, επιστρέφοντας από τη Σαλονίκη. Συνέχισα τον Μακμπέθ του Σέξπυρ, έχοντας δίπλα τη μετάφραση του Β. Ρώτα (εκδ. Επικαιρότητα), τις Αντιλογίες του Τίτου Πατρίκιου (εκδ. ύψιλον) και τη ποιητική συλλογή (εκδ. Γαβριηλίδη) της Άννας Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι. Σήμερα, θα ήθελα θα γράψω ένα σημείωμα για τη σχέση της ποίησης με τον θάνατο, δηλαδή, για την προέλευση της ποίησης. Εάν δεν ολοκληρώσω σήμερα, θα συνεχίσω αύριο, μεθαύριο. . . (Να μην το ξεχάσω, μια μέρα, να γράψω ένα κείμενο και για τον υπαινιγμό των αποσιωπητικών).

5.

Πριν αρχίσω θα ήθελα να διατυπώσω απλά και σαφηνώς την κεντρική ιδέα της σκέψης μου και των επιχειρημάτων μου: ως αναγνώστης,  και όχι ως κριτικός  ποίησης, διακρίνω δύο είδη: αυτήν που δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα κι αυτήν που αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα. Για τους ποιητές της πρώτης κατηγορίας, μεταφέρω ένα σχόλιο του Robert Scholes (The Fabulators – Οι μυθοπλάστες, New York, 1967) γι΄αυτούς που γρἀφουν ποίηση καθημερινά και μανιωδώς: ‘αποκεφαλισμένα κουτορνίθια που δεν ένιωσαν το τσεκούρι’. Δεν ξέρω εάν έχετε δει αποκεφαλισμένο κοτόπουλο να τρέχει, προσπαθώντας αγωνιωδώς να  ξεφύγει. . . Δεν είμαι, λοιπόν,  σε θέση να γνωρίζω πόσες και ποιες από τις 500 (πεντακόσιες) ποιητικές συλλογές που εκδίδονται κάθε χρόνο εν Ελλάδι ανήκουν στη μία ή στην άλλη κατηγορία.

6.

Θα μου επιτρέψετε να κάνω δυο παρακάμψεις, πριν  εκθέσω τις σκέψεις μου για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων από την ποίηση – για ποια προβλήματα πρόκειται, θα το δούμε παρακάτω.

Η πρὠτη αφορά την πρόσληψη ενός ποιήματος από εμένα – δεν αποκλείεται να ισχύει και για κάθε αναγνώστη, αναγνώστρια. Για μένα μιλάει, αναρωτιέμαι, μόλις διαβάσω ένα ποίημα που θα με αναστατώσει, συνταράξει, με βάλει σε σκέψεις, με συγκλονίσει. Όταν ένας αναγνώστης, μια αναγνώστρια, αναφωνήσει, σιωπηλώς ή μή, ναι, για μένα μιλάει, ναι, θα μπορούσα να το είχα γράψει εγώ αυτό το ποίημα ( -μόνο που δεν το έγραψα!), τότε αυτό το ποίημα ‘αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα’. Για μένα μιλάει ο Τίτος Πατρίκιος: Κι αληθινά θα τρελαινόμουν, αν δεν αποτελούσε / κι αυτό μια κάποια παραχώρηση.

Όχι, δεν θα κἀνω μια τέτοια παραχώρηση: Μπορώ να μην τρελαθώ. Ο Τίτος Πατρίκιος, εγώ, πολλοί και πολλές άλλοι και άλλες, δεν τρελάθηκαν, μπόρεσαν και δεν τρελάθηκαν. Μια τέτοια παραχώρηση ούτε καν σκέφτηκαν να την κάνουν. Πως μπορούμε και δεν τρελαινόμαστε; Ο Τίτος Πατρίκιος μας λέει πως (από τις Αντιδικίες):

 Μ’ ΑΝΟΙΧΤΑ ΧΑΡΤΙΑ

Πολύ δεν τράβηξε ετούτη η κωμωδία;

Μ’ ανοιχτά χαρτιά λοιπόν:

Τη χλεύη σας δεν την προβλέπω μόνο.

Την προκαλώ.

Μέσα στην άγρια χαρά της αυτοταπείνωσής μου

επιτήδεια προσελκύω τα πέλματα που με ποδοπατούν

κι από τις πληγές που ανοίγω και μ’ ανοίγετε,

που με τα δόντια συντηρώ ανοιχτές,

αντλώ ένα όπιο αναπόδραστο και τοξικό

που μ’ οδηγεί ως το θάνατο χωρίς να με σκοτώνει.

Μονάχα σακατεύοντας

κι εξουθενώνοντας.

Περισσότερα γι αυτό το θέμα θα πούμε στη συνέχεια όταν θα εξετάσουμε τη σχέση του ποιητή με την Κυριαρχία: τρελαίνεται όποιος, όποια υποκύπτει, γονατίζει, παραδίδεται, εφησυχάζει, συνθηκολογεί, προδίδει.

7.

Στη δεύτερη παράκαμψη θα παραθέσω το ποίημα που μ΄αρέσει πολύ. Είναι της (αριστοκράτισσας) Σαπφώς – η μετάφρασή μου, όπως και κάθε μετάφραση το κατακρεουργεί, αλλά τι να κάνουμε; Θα μας βοηθήσει πάρα πολύ να κατανοήσουμε την προέλευση της ποίησης: θα μπορούσαμε να συμπυκνώσουμε την ποίηση της Σαπφώς ως εξής: άνευ όρων και άνευ ορίων αυτοπαρατήρηση  και οδύνη, σπαραγμός του χωρισμού, του αποχωρισμού.

 Ευτυχισμένος σα θεός μου φαίνεται πως είναι

 ο άνδρας εκείνος, που κάθεται αντίκρυ και κοντά σου, 

 ακούγοντάς σε να γλυκομιλάς 

και τόσο όμορφα να γελάς·

αυτό, στ’ αλήθεια, κάνει την καρδιά μου

μέσα στα στήθη να σκιρτά.

Για μια στιγμή σε βλέπω μοναχά

και ούτε μια λέξη να προφέρω δε μπορώ,

στη σιωπή η γλώσσα μου παγώνει

κι αμέσως μια διαπεραστική  φλόγα

αρχίζει να τρέχει κάτω από το δέρμα μου,

τα μάτια μου δεν βλέπουν πια

και τ’ αυτιά μου αρχίζουν να βουΐζουν.

Ποτάμι ο ιδρώτας

κι ένα τρέμουλο με κατακλύζει ολόκληρη,

από τη χλόη γίνομαι πιο χλωμή,

μου φαίνεται, στο σαστισμένο μου μυαλό,

πως η απόσταση από το θάνατο είναι πολύ μικρή.

Ντρέπομαι να κάνω και το παραμικρότερο σχόλιο. Όταν δεν θα ντρέπομαι, θα αφιερώσουμε ένα πρωινό στο ποίημα αυτό. Για μένα μιλάει, ΄θα ήθελα εγώ να το γράψω’ – μόνο που δεν το έγραψα.

8.

 φίλες και φίλοι, οφείλουμε να διατυπώσουμε το εξής ερώτημα, επιθυμώντας ασφαλώς να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα: ποιο από τα δύο προηγήθηκε, εμφανίστηκε πρώτο, η μουσική ή η γλώσσα; Το ότι υπάρχει μουσική χωρίς γλώσσα είναι αναμφίλεκτο. Ας διευκρινίσουμε ότι η γλώσσα δεν είναι ταυτόσημη με την επικοινωνία: η γλώσσα αναφέρεται και σε πράγματα και καταστάσεις που υπήρξαν, δεν υπήρξαν ή που θα υπάρξουν ή μπορεί, μπορεί και όχι, να υπάρξουν – κάτι που οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και τα δελφίνια δεν μπορούν, νομίζω,  να κάνουν.

Έχουν διατυπωθεί τρεις υποθέσεις. Η μία ισχυρίζεται ότι πρώτη εμφανίστηκε η μουσική, ο επαναλαμβανόμενος ρυθμός· η άλλη λέει ότι πρώτα εμφανίστηκε η γλώσσα και μετά η μουσική. Τέλος, η τρίτη θεωρεί ότι και η μουσική και η γλώσσα προήλθαν, ως εξειδικελύσεις, ως καταμερισμός, από μια κατάσταση κατά την οποίαν η μουσική και η γλώσσα ήταν ενιαία. Τάσσομαι, όχι ανεπιφύλακτα, δεν μου επιτρέπεται άλλωστε, με την τρίτη άποψη.

Εάν ισχύει η τρἰτη ἀποψη, θα πρέπει να εικάσουμε ότι η γλώσσα των πρώτων ημερών του ανθρώπου διέθετε ρυθμό και μουσικότητα. Θα πρέπει οι άνθρωποι να μιλούσαν κάπως τραγουδιστά, ο λόγος τους θα είχε ρυθμό και μουσικότητα. Προς επίρρωση της θεωρίας τούτης επικαλούμαι τόσο τις πρώιμες γραπτές μαρτυρίες πολλών κοινωνιών (σουμερική, αιγυπτιακή, ινδική, κινέζικη, κλπ., λογοτεχνία, ποίηση)  όσο και την προφορική ποιητική αφήγηση, το έπος. Το ότι ο πεζός λόγος εμφανίστηκε τελευταίος και καταϊδρωμένος είναι βέβαιο.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι στην αρχή μιλούσαμε μουσικώς και ποιητικώς, ότι δηλαδή στην αρχή και για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας μιλούσαμε ως ποιητές, ήμασταν όλοι και όλες ποιητές! Να λοιπόν που προσεγγίζουμε και αντιμετωπίζουμε ένα από τα πολλά προβλήματα: πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο της παρακμής, της εξαθλίωσης και δεν μιλάμε όλοι και όλες ως ποιητές, και δεν είμαστε όλοι και όλες ποιητές και ποιήτριες;

Και τι λέγαμε ως ποιητές; Πως ήταν δυνατόν εκείνη την όχι και τόσο μακρινή μα μακραίωνη εποχή η καθημερινή ομιλία μεταξύ των ανθρώπων να ήταν ποίηση; Να λοιπόν άλλο ένα μεγάλο και ανεπίλυτο προσέτι πρόβλημα.

Αποκεφαλισμένο κουτορνίθι που δεν ένιωσε τον μπαλτά δεν είναι αυτός ή αυτή που δεν έχει συνειδητοποιήσει αυτά τα δίκην ορεκτικού προβλήματα αλλά αυτός κι αυτή που αποφεύγει, που θα αποφύγει να τα αντιμετωπίσει.

9.

Θα επιχειρήσουμε λοιπόν να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτά τα προβλήματα.  Διαθέτουμε μια βεβαιότητα, ένα στέρεο έδαφος που θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε άλλο στέρεο έδαφος και θα προφυλαχτούμε έτσι από την κινούμενη άμμο και τον βούρκο. Ίσως να μπορέσουμε τελικά να διαβούμε το έλος. Θα μας βοηθήσουν οι απορίες, οι αμφιβολίες, τα ερωτηματικά. Ας δούμε ποια είναι.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η πρώτη μορφή τέχνης ήταν η αρχιτεκτονική. Οπότε, θα πρέπει να εξετάσουμε τη σχέση γλώσσας και αρχιτεκτονικής – και ποίησης και αρχιτεκτονικής. Οπότε, δεν συμφωνούν όλοι.  Άλλοι λένε ότι προηγείται της αρχιτεκτονικής η μουσική. Όπως κι να ‘χει το πράγμα, ο πειρασμός να διατυπώσουμε το παρακάτω ερώτημα είναι μεγάλος: με ποια χρονολογική σειρά εμφανίζονται οι τέχνες; Το θέατρο, η ζωγραφική και η γλυπτική είναι από τις τελευταίες, νταξ᾿ . Ο χορός και η μουσική από τις πρώτες. Κάπου ανάμεσα, η αρχιτεκτονική.

Για ένα είμαστε βέβαιοι. Η Τέχνη είναι ένα από τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ανθρώπου – δεν υπάρχουν ζώα καλλιτέχνες, έτσι δεν είναι; Διαθέτουμε άλλη μία βεβαιότητα: η Τέχνη είναι το πιο πρόσφατο ιδιάζον χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Και αναρωτιέμαι: ποιο είναι το αμέσως προηγούμενο; Έχει κάποια (γενετική) σχέση η Τέχνη με αυτό; Έχει κάποια σχέση η γλώσσα/μουσική/ποίηση με αυτό;

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

10.

Εάν, φίλες και φίλοι  ‘ η αγάπη και ο πόνος λειτουργούν ακατάπαυστα ‘, όπως μας λέει ο ποιητής Νικηφόρος Βρετάκος, θα πρέπει όχι μόνο η αγάπη και ο πόνος να παραπέμπουν στη διαδικασία της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης  αλλά θα πρέπει να είναι και εσαεί  αδιαχώριστα συστατικά, πανταχού παρόντα  στοιχεία και της κοινωνικής συγκρότησης, της φυλογένεσης,  και της ατομικής ύπαρξης, της οντογένεσης. Εάν είναι έτσι, τότε θα πρέπει να τα εντοπίζουμε και στη γλώσσα/μουσική/ποίηση. Για ποιά αγάπη όμως πρόκειται, για ποιόν πόνο; Μήπως άραγε  η πανταχού παρούσα συμβίωση και η τα πάντα πληρούσα συνεργασία να είναι η αγάπη; Μἠπως το ασυνείδητο, το δομημένο σαν γλώσσα, να είναι ο πόνος; Θα δούμε ότι η γλώσσα, άρα και η μουσική και η ποίηση είναι δομημένα σαν ασυνείδητο.

Δεν παραξενευόμαστε που ο ποιητής αναφέρει πρώτα την αγάπη. Διότι η κάθε λέξη στην  ποίηση είναι μια πέτρα σωστά τοποθετημένη στον τοίχο. Ομιλώ ως οικοδόμος: μια πέτρα να βάλεις λάθος,  ο τοίχος  θα είναι ευπαθής και όσα πιο πολλά λάθη κάνει ο κτίστης τόσο πιο γρήγορα θα γκρεμιστεί.  Ποιό είναι αυτό το λάθος; Είναι η άγνοια ή αδιαφορία ενός βασικού κανόνα του κτισίματος: κάθε πέτρα πρέπει να ακουμπάει πάνω σε άλλες δύο, ή και περισσότερες,  και να αφήνει ταυτόχρονα χώρο για να πατήσουν άλλες δύο, μία στα αριστερά και μία στα δεξιά. Μπορούμε να τοποθετήσουμε μία πέτρα πάνω σε μία μόνο, την άλλη, αλλά η αποπάνω πέτρα πρέπει να είναι πολύ πιο μικρή και πρέπει και πάλι να αφήσουμε θέση για άλλες δύο, αριστερά και δεξιά.  

Λένε ότι καμία λέξη δεν περισσεύει, καμία λέξη δεν λείπει από τον Μακμπέθ του Σέξπυρ.  Όσο τον διαβάζω και τον μελετώ, τόσο το επιβεβαιώνω. (Α, ναι, για μένα τον έγραψε ο Σέξπειρ!). Η προτεραιότητα της αγάπης, της συμβίωσης και της συνεργασίας,  έναντι του πόνου, του ασυνειδήτου,  επιβεβαιώνεται από την ιστορία του ανθρώπινου γένους. ‘Ἠμασταν μερικές δεκάδες κάποτε, μπορεί και δύο, που τους βαφτίσαμε Αδἀμ και Εύα, και τώρα είμαστε 7 δισ.! Πως τα καταφέραμε;

Δεν υπάρχει ποίηση, και οποιαδήποτε Τέχνη δηλαδή, χωρίς κανόνες. Εάν κάποιοι και κάποιες νομίζουν ότι ο ελεύθερος στίχος δεν έχει κανὀνες και ότι μπορούν να γράφουν ό,τι θέλουν και όπως θέλουν, τι να πω, δεν έχουν δει το τσεκούρι. Τι είναι οι κανόνες; Οι κανόνες είναι όρια: αυτό δεν μπορείς να το πεις, αυτό δεν μπορείς να το κάνεις· αυτό μπορείς να το πεις, αυτό μπορείς να το κάνεις.

11.

Το ότι δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη χωρίς κανόνες αυτό είναι αναμφισβήτητο. Οι κανόνες όμως, τα όρια; Εμφανίστηκαν μαζί με την Τέχνη ή προϋπήρχαν; Αυτό είναι ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Τέχνη γενικά  και η ποίηση συγκεκριμένα. Εκθέτω ευθέως την άπιοψή μου και σπέυδω να πιω ένα καφεδάκι και να καπινίσω ένα τσιγαράκι. Βρέχει. 

Εάν δεν υπήρχαν κανόνες, εάν δεν υπήρχαν όρια, η Τέχνη, η ποίηση, η γλώσσα, η μουσική δεν θα είχαν υπάρξει, δεν θα υπήρχαν, δεν θα υπάρξουν. Κι αυτό διότι στους κανόνες και στα όρια οφείλει την ύπαρξή του η ανθρώπινη ύπαρξη, ως κοινωνία και ώς ατομική ύπαρξη. Ποιοί είναι αυτοί οι κανόνες, αυτά τα όρια; Είναι τά όρια στην ελευθερία μας και στην επιθυμία μας. Κατά συνέπεια, οι κανόνες και τα όρια της Τέχνης και της ποίησης δεν είναι παρά μια συνέχιση της διαδικασίας της ανθρωπογένεσης και της κοινωνιογένεσης. Η ποίηση είναι ένα διαρκές, αέναο, ακατάπαυστο, όπως λέει και ο ποιητής,  σχόλιο πάνω στα όρια της ελευθερίας και της επιθυμίας, πάνω στη διαδικασία της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης.

Ο Μακμπέθ χόρτασε φρίκες, τον τρόμο τον συνήθισε ο φονιάς ο νους του, κάθε κατάλυση των ορίων της ελευθερίας και της επιθυμίας τού είναι οικεία,  σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μπορεί να χαρακτηρίζει ως ακατάλληλο τον χρόνο θανάτου της βασίλισσας. Επιθυμεί να ρυθμίσει τον θάνατο.

12.

 Η ποίηση είναι η σἀρκα στην οποία ενώνονται δύο ψυχές, η συνεργασία/συμβίωση και η ο τρόμος, η φρίκη, η πόνος. Θα έλεγα ότι είναι μια παράταση της διαδικασίας ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης. Η ποίηση, ο ποιητής που αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα,  είναι μια ζωντανή βόμβα, η οποία εκρήγνυται και η λάμψη της φωτίζει κάποιες σκοτεινές πτυχές της κοινωνικής/ατομικής ύπαρξης. Το αγαπημένο μου ποίημα, της Σαπφώς, είναι μια έκρηξη. Η ζωντανή βόμβα είναι κάποιος που αρπάζει ένα, δύο, τρία όπλα, μπαίνει σε ένα σχολείο και καθαρίζει είκοσι παιδιά και εφτά ενήλικες, όπως συνέβη χτες στις USA – αφού πρώτα ξεπάστρεψε τη μάνα του.  Δράστης ένας εικοσάχρονος· η μάνα του τον πίεζε να διαβάζει όλο και πιο πολύ, η μάνα του είχε όπλα, τον έπαιρνε μαζί της για σκοποβολή· η μάνα του ήθελε να σκοτώσει αλλά δεν το γνώριζε. Με τη σκοποβολή σκότωνε, συμβολικά, ανθρώπους-χάρτινους-στόχους. Σκότωνε, ηρεμούσε, επέστρεφε στο σπίτι της και στη δουλείά της – ήταν δασκάλα, ανθρωποφύλακας δηλαδή, όπως είναι άλλωστε όλοι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές – δεν γνωρίζω αν το γνωρίζουν. 

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονική εκτόνωση του άγχους από τον φόνο. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγχογόνος κατάσταση από τον φόνο – ο νεαρός δράστης της χτεσινής σφαγής αυτοκτόνησε. Η αυτοκτονία είναι  μείξη  ανείπωτης ηδονής και ανείπωτου άγχους. 

13.

Γεννιόμαστε με την δυνατότητα να μιλήσουμε, όπως ‘γεννιόμαστε και με την υπόσχεση του θανάτου’, όπως παρατήρησε ο Σάμιουελ Μπέκετ.  Διαφορετικά, θα υπήρχε μόνο μία γλώσσα. Ο  Νόαμ Τσόμσκι αναρωτήθηκε: πως μπορούμε και κατανοούμε και δημιουργούμε προτάσεις άπειρες στον αριθμό και παντελώς νέες; Και απάντησε πως υπάρχουν εγγεγραμμένες στον εγκέφαλό μας κάποιες βασικές δομές, οι οποίες μας επιτρέπουν την κατανόηση και τη δημιουργία. Αυτή είναι, πολύ απλά, η γενετική-μετασχηματιστική γραμματική. Πως όμως δημιουργήθηκαν αυτές οι δομές; Δεν το γνωρίζουμε. Γιατί δεν γεννιόμαστε με την ικανότητα να μιλάμε μία γλώσσα όλοι οι άνθρωποι; Να ένα άλλο από τα πολλά προβλήματα.

Ίσως να μην το επέτρεψε η πρωτογενής διασπορά των ανθρώπων, οι οποίοι επί 90.000 χρόνια ζούσαν σε ολιγομελείς συμβιωτικές ομάδες – εάν εμφανιστήκαμε πριν από 100.000 χρόνια. Και ερωτώ: εάν γεννιόμασταν με την ικανότητα να μιλάμε μία γλώσσα όλοι οι άνθρωποι, θα υπήρχε ποίηση;

Όχι, ασφαλώς! Θα γεννιόμασταν με την ικανότητα να μιλάμε μία γλώσσα όλοι οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη μόνο στην περίπτωση που δεν θα υπήρχε ο πόνος, το ασυνείδητο, και υπήρχε μόνο η αγάπη/συμβίωση/συνεργασία. Εάν όμως δεν υπήρχαν οι ασυνείδητες επιθυμίες του φόνου, της αιμομειξίας και της αλληλοβοράς, δεν θα υπήρχε και ο άνθρωπος! Η γλώσσα καταγράφει και την αγάπη και τον πόνο, κατά συνέπεια, το ίδιο κάνει και η ποίηση. Από τη μια η έκκληση, από την άλλη η προσταγή. Ομολογώ ότι ενοχλούμαι όταν διαβάζω Προστακτική σε ποιήματα. Η Προσταγή είναι ικεσία, πιθανόν να σας διαφεύγει, δεν είναι έκκληση.  Η έκκληση παραπέμπει στην εγγενή και εμμενή αδυναμία του ανθρώπου, θεωρώ δε πως εκεί πρέπει να αναζητήσουμε την προέλευση της γλώσσας. Η Προστακτική δεν είναι έγκλιση, ψυχική διάθεση δηλαδή, είναι θετική έκφραση της βούλησης. Γιατί όμως όταν ικετεύουμε, παρακαλάμε, απαιτούμε, προσευχόμαστε, εκλιπαρούμε μεταχειριζόμαστε Προστακτική; Ο ζητιάνος, ο ληστής, ο προσευχόμενος μεταχειρίζεται Προστακτική. Άρα, η  προσταγή του Ισχυρού είναι έκφραση της ένδειάς του, της εξάρτησής του από τον Υποτελή – χωρίς την υπακοή και την αφοσίωση του οποίου δεν μπορεί να υπάρξει, θα τον φάει η βρόμα και θα πεθάνει της πείνας.

14.

Πίσω από την έκκληση καιροφυλακτεί ο τρόμος.

15.

Πολύ γρήγορα, οι άνθρωποι αντιλήφθηκαν ότι ο θάνατος είναι υπηρέτης της ζωής, ενισχύει, διαιωνίζει, συνεχίζει τη ζωή. Εάν δεν υπήρχε ο θάνατος, δεν θα υπήρχε και η ζωή. Αυτό είναι ένα ακόμα από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ποιητής, η ποιήτρια. Και είναι πρόβλημα για τον εξής λόγο: Λογικά σκεπτόμενοι οι άνθρωποι, θεώρησαν ότι όχι μόνο ο φυσικός θάνατος αλλά και ο βίαιος θάνατος, ο φόνος, θα είναι κι αυτός υπηρέτης της ζωής. Αυτή είναι η βάση της μαγείας και της θυσίας. Ο Ρενέ Ζιράρ παρατήρησε ότι προκειμένου να διαλυθεί μια ανθρώπινη ομάδα, λόγω του εγγενούς και εμμενούς κινδύνου  γενικευμένης κατάλυσης των ορίων της ελευθερίας και της επιθυμίας, θα ήταν καλύτερα ο συλλογικός φόνος ενός μέλους της ομάδας. Αυτή είναι η θυσία, το ιερό, ο τρόμος. Ανά πάσα στιγμή διατρέχουμε τον κίνδυνο να υπάρξουμε θύματα, ενώ διαρκώς είμαστε θύτες, προκειμένου να διαιωνιστεί η συμβίωση/συνεργασία/αγάπη! Τρόμος!

16.

Θεωρείται αυτονόητο ότι ο μύθος προηγείται της τελετουργίας. Τι πλάνη! Ο μύθος εμφανίζεται μόνο και μόνο για να γεμίσει το κενό δοχείο της τελετουργίας: των κραυγών, των χειρονομιών της οδύνης και της εξιλέωσης, της συγχώρεσης, της απόσπασης συγγνώμης από το θύμα, του καθαρισμού του χώρου της θυσίας, της κάθαρσης. Πόσους και πόσους μύθους δεν έπλασαν οι άνθρωποι εκκινώντας από την θυσιαστήρια τελετουργία! Ο Χάνσελ και η Γκρέτελ, τα παιδιά μας, φοβούνται ότι θα θυσιαστούν, πραγματικά ή συμβολικά, ότι θα εγκαταλειφτούν. Ο φόβος της εγκατάλειψης, του χωρισμού, του αποχωρισμού, του ευνουχισμού στον άνδρα είναι το άγχος το προερχόμενο από τον φόβο του θανάτου – όχι του φυσικού θανάτου, του βίαιου θανάτου.  Ο χωρισμός φέρνει τη Σαπφώ μια ανάσα από τον θάνατο – τεθνάκην, γράφει, θα πεθάνω, κοντεύω να πεθάνω,ο θάνατος είναι πολύ κοντά.

17.

Ο Τίτος Πατρίκιος περίμενε να τον εκτελέσουν – τι ανείπωτη φρίκη. Τώρα είναι 85 χρονών. Τις Αντιδικίες τις έγραψε 27 ετών. Πολλοί περίμεναν να εκτελεστούν, ποιήματα όμως δεν έγραψαν. Θα έγραφε αυτά που έγραψε εάν δεν περίμενε να τον εκτελέσουν; Δεν νομίζω. Το συγκλονιστικότερο ποίημα που θα μπορούσε να γράψει ο άνθρωπος δεν γράφτηκε ποτέ, δεν γράφεται, δεν θα γραφτεί. Όλα τα ποιήματα θα είναι ατελή, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει το τέλειο; Να τι μας λέει ο Τίτος Πατρίκιος (Αντιδικίες):

Ο ΦΡΑΓΜΟΣ

Ακόμα και το τέλειο να φτάσω, έλεγα,

με τη σειρά του θα γίνει ένας φραγμός

που θα ‘ναι αδύνατο να ξεπεράσω.

Με τέτοιες σκέψεις λιγάκι βολευόμουνα

μέσα στις άγονές μου μέρες.

18.

Το τέλειο ποίημα θα μπορούσε να το γράψει ο άνθρωπος τη στιγμή, ή λίγο μετά, που θα πέθαινε. Διότι μόνο τότε ο άνθρωπος αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, διότι μόνο τότε όλα τα καταλαβαίνει. Η ποίηση είναι ένα ταξίδι με άδοξο τέλος. 

Κάποιοι και κάποιες το ξεκινούν έχοντας επίγνωση αυτής της μοιραίας κατάληξης. Η αμοιβή τους είναι η Σοφία, η οποία άδεται στα σκυλάδικα/κωλάδικα/κωλόμπαρα:

19.

και μαζί και μόνος

ίδιος είναι ο πόνος

20.

καλύτερα όμως μαζί

21.

Δεν θα έλεγα, φίλες και φίλοι, σε έναν έφηβο, σε μία έφηβη ότι η εφηβική ποίηση είναι η ληξιαρχική πράξη του θανάτου της αθωότητας. Θα το κατανοήσουν, αν το κατανοήσουν, μερικές δεκαετίες αργότερα. Ώστε η ποίηση δεν έχει καμιά σχέση με την αθωότητα. Και η αθωότητα είναι η αδυναμία διάκρισης μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Όσοι και όσες ἐχετε, με συγχωρείτε, θέλω να πω, ζείτε με παιδιά (αυτό το ρήμα ‘ἐχω’ έχει [!]  καταντήσει δυσβάστακτο φορτίο- έχει [!] αποικίσει και τη Γραμματική) θα γνωρίζετε ότι το τελευταίο που μαθαίνουν, και δυσκολεύονται πάρα πολύ, είναι η παραπάνω διάκριση. Δεν γίνεται να ζεις σε ένα αιώνια προσωρινό ή προσωρινά αιώνιο παρόν, όπως τα παιδιά και τα ζώα, και να γράφεις ποίηση. Όχι.

Και οι νέοι που θεωρούν, αισθάνονται μάλλον,  ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ, ούτε αυτοί μπορούν να γράψουν ποίηση. Και πεθαίνουν από πρέζα ή χάνοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου, τρέχοντας μανιωδώς να ξεφύγουν από τον θάνατο, αυτό όμως που κάνουν, αλλά δεν το γνωρίζουν, είναι να τρέχουν προς την θαλπωρή της αγκαλιάς του θανάτου. Ο Τίτος Πατρίκιος ένιωσε την ανάσα του θανάτου νέος.

22. 

Ο ποιητής θεωρούσε ότι η ποίηση είναι ζήτημα άσκησης και προπόνησης. Τὠρα, στα 85, θεωρεί ότι Σε βρίσκει η ποίηση (εκδ. Κίχλη). Αναθεώρησε την άποψή του – στα 85! Τι ομορφιά!  δεν είναι εύκολο. Ας διαβάσουμε ένα ακόμα ποίημά του (Αντιδικίες):

ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Όταν οι άνθρωποι δεν αμφιβάλλουν για το δίκιο τους

πόσο μπορούνε ν’ αδικούνε. . .

Όπως τυφλοί

τυφλούς.

Σε βρίσκει η ποίηση όταν κάτι άλλο, αναπάντεχο,  σε βρει, προσωπικό ή δημόσιο ή και τα δύο μαζί. Ώστε η έκπληξη, η έκτακτη πλήξη, το μη αναμενόμενο, το μη προσδοκώμενο, είναι η πηγή της ποίησης. Όλοι και όλες όμως δεν εκπλησσόμεθα; Όλοι και όλες εκπλησσόμεθα. Αλλά ο φόβος και η λύπη και η χαρά, που συνοδεύουν την έκπληξη, δεν είναι το  ίδιο ισχυρά,  δεν είναι το ίδιο έντονα. Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτό που μετράει δεν είναι ή ίδια η έκπληξη, η οποία είναι αδύνατον παντελώς να εξοβελιστεί, αλλά η ένταση της έκπληξης και η ένταση των συναισθημάτων που προκαλούνται. Η ποίηση είναι επανεπεξεργασία της έντασης της έκπληξης.

23.

Οι μέρες που ήμασταν ποιητές, όλοι και όλες, ήταν οι μέρες που οι μνήμες του τρόμου ήταν νωπές. Η γλώσσα είναι έκπληξη, που καταγράφει τον φόβο, τη λύπη, τη χαρά -και τότε γλώσσα και ποίηση ήταν αδιαχώριστα. . Την αγάπη και τον πόνο, τη συνεργασία και τον τρόμο του θανάτου, βίαιου ή μη, τα ακαταπαύστως λειτουργούντα, τα εκτάκτως αναπάντεχα. Κι εάν όλες οι Τέχνες τείνουν προς τη μουσική, ας σημειώσουμε ότι η θρησκεία, η ηθική, η φιλοσοφία, ο έρωτας τείνουν προς την ποίηση. Ό,τι δεν μπορεί να το πούμε με κανέναν άλλον τρόπο, θα το πούμε με την ποίηση. Με την ποίηση συνεχίζεται, παρατεινόμενη η διαδικασία της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης.

24.

Ο Ευριπίδης με τις ‘Βάκχες’ του μας υπέδειξε να ταΐζουμε το τέρας μέσα μας για να μη μείνει νηστικό και μας κατακρεουργήσει και μας κατασπαράξει. Ο ποιητής οφείλει και αυτός να ταΐσει το τέρας του. Και το τέρας των άλλων. Η ποίηση δεν είναι ο μοναδικός τρόπος ταΐσματος, υπάρχουν κι άλλοι πολλοί, αλλά είναι ο έσχατος. Έχω την εντύπωση ότι μας βρίσκει καθ’ ολοκληρίαν  ποίηση όταν δεν μας σηκώνεται. Μιας κι αυτό συμβαίνει σε όλους και όλες ανεξαιρέτως, δεν είμαι χυδαίος.

Δεν συμφωνούν όμως όλοι με τον Ευριπίδη. Πολλοί και πολλές αμφιβάλλουν αν μπορούμε να το ταϊσουμε και να το ηρεμήσουμε. Ο Πάουντ, ο Μαρινέτι, ο Χάιντεκερ και πολλοί άλλοι, θεωρούσαν ότι το Τέρας δεν τιθασεύεται, επομένως, η καλή Ισχύς είναι ο καλός άγγελός μας. Άλλοι, σε διαφορετικές εποχές της δυτικής Κυριαρχίας, πρόκριναν να γνωρίσουμε το Τέρας, διεισδύοντας στην πραγματικότητα, την οποία ο Μέλβιλ στον ‘Μόμπι Ντικ’ εμφάνισε ως φάλαινα. Να την πιάσεις ζωντανή, κομμάτι δύσκολο. Μόνο νεκρή. Αλλά η νεκρή πραγματικότητα, ο νεκρός θάνατος δηλαδή, είναι  αθάνατη διότι είναι α-θάνατη. Ναι, διεισδύεις στη νεκρή φάλαινα αλλά μόνο με το μαχαίρι.

Η διείσδυση στην πραγματικότητα επιφέρει την αντιστοιχία (adaequatio), την παρίσωση, την παρομοίωση του Νοείν μετά του Είναι, της μεθόδου με τα ευρήματα. Αυτός είναι ο ορισμός της αλήθειας κατά τον Κύριο.  Η αλήθεια είναι αποτέλεσμα διείσδυσης. Η penetratio είναι μια άλλη λέξη για την adaequatio – το καλύτερο σχόλιο για την δυτική αλήθεια φωνάζεται στα γήπεδα, με έναν εξαίσιο στίχο:

Έτσι – γαμάει – ο Πει-ραι-άς.

 Η ποίηση δεν απεχθάνεται την επιστήμη, η επιστήμη απεχθάνεται την ποίηση: όλοι οι επιστήμονες στην ποίηση, στη λογοτεχνία,  βρίσκουν αποκούμπι και πολλοί  αρνήθηκαν την επιστήμη για τα εξαίσια κάλλη της. Φαίνεται πως πρόκριναν την creatio, την ποίηση λατινιστί, που έμελλε να αποκτήσει τη σημασία της δημιουργίας εν γένει.

25.

Η θεά (μήνιν άειδε, θεά) του πρώτου στίχου της Ιλιάδας, που υμνεί και ταυτόχρονα αποκηρύσσει τον ηρωισμό,  είναι η έμπνευση. Ας μην θεωρήσουμε όμως ότι η έμπνευση σχετίζεται μόνο με την έκπληξη. Η έκπληξη είναι η αρχή. Μετά, έρχεται η φροντίδα. Ο Ντάντε έγραψε, στη Θεία Κωμωδία, αλλά δεν θυμάμαι πού ακριβώς,  ότι η φαντασία είναι ένας τόπος που βρέχει ιδέες. Θα πρέπει όμως να πας εκεί, ή να τύχει να είσαι εκεί, ή να περνάς από εκεί. Διότι δεν βρέχει παντού ιδέες, έτσι δεν είναι; Εάν η ποίηση είναι ποίηση, τότε είναι συνεργασία, τότε είναι φροντίδα. Μόνο όποιος, όποια φροντίζει, μπορεί να γράψει ποίηση.

26.

Θα μου πείτε, μα τι είναι η φροντίδα, τι εννοείς με αυτή τη λέξη, θα σας απαντήσω με ένα ποίημα ποιητικής, ποίημα επί της ποίησης. Το ανέβασε στο φάτσαμπουκ ο φίλος Θεόδωρος Μπασιάκος, είναι του  Raymond Queneau, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης:

ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Αχ, Θεούλη μου, τι ωραία που θα ‘ταν να ἐγραφα ένα ποιηματάκι

Μπα. Να ένα που περνάει τώρα δα από μπροστά μου

Ψιτ, ψιτ, ψιτ!

Έλα δω χρυσό μου να σε εμπλέξω

στο ίδιο περιδέραιο με τ’ άλλα μου ποιήματα

Έλα δω να σε εμπήξω

στο οικοδόμημα των Απάντων μου

Ἐλα εδὠ να σε εμπαταδώσω

και να σε ενομοιοκαταλήξω

και να σε ερρυθμολογήσω

και να σε ελλυρικοποιήσω

και να σε εμπηγαδεύσω

και να σε ενστιχώσω

και να σε εμπεζολογήσω

Να πάει ευχή,

την κοπάνησε

27.

Μέσω της ποίησης, η γένεση και η καταστροφή του σύμπαντος συνεχίζεται, ο θάνατος και η ζωή συνεχίζονται, η κλιμάκωση και ο συντονισμός της συνεργασίας της ζωής και της κοινωνίας συνεχίζονται.

28.

Μεταξύ creationis και adaequationis-penetrationis, είμαστε αναγκασμένοι να προτιμήσουμε την πρώτη. Αυτή είναι η αλήθεια μας.

Παραχωρούμε την δεύτερη στον Κύριο ημών, τον ένοπλο ενδεή ζητιάνο.

29.

Ξημερώνει. Ήρθε η ώρα να ζυμώσω.

Δεν θα πούμε το ψωμί ψωμάκι.

Αθανάσιος Τριανταφυλλιά Δρατζίδης

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. Αθανάσιε καλημέρα, στο μελέτημα σου
    θάνατος και ποίηση: για την προέλευση της ποίησης
    στη παράγραφο 9. αναφέρεσαι στη χρονολογική σειρά εμφάνισης των τεχνών και έτσι παίρνω την ευκαιρία να εκφράσω, έναν προβληματισμό μου απ’ το παρελθόν. Θεωρούσα λοιπόν, κυρίως διαισθητικά, ότι πριν την εμφάνιση της αρχιτεκτονικής, προπομπός της ήταν η διακοσμητική ως τρόπος έκφρασης των ατόμων που συγκροτούσαν τις συμβιωτικές ομάδες, μεταγενέστερος ίσως του χορού, της μουσικής. Θα εκτιμούσα την γνώμη σου όποτε δοθεί ο χρόνος.

  2. Ευριπίδη, πέφτω πολύ συχνά θύμα του αυτονόητου. Όταν λέμε Τέχνη, εννοούμε συνήθως τις ‘Καλές Τέχνες’ και αφήνουμε έξω τις λεγόμενες ‘εφαρμοσμένες’. Αυτή η διάκριση είναι του Κυρίου και καλά θα κάνουμε να την ξανακοιτάξουμε. Μου δίνεις δουλειά για το σπίτι, οπότε αρχίζουν έρευνες.
    Η διακοσμητική σχετίζεται με τη ζωγραφική και τη (μικρο)γλυπτική αλλά θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι χρονικά και λογικά προηγείται αυτών των δύο, ίσως και να προήλθαν από αυτές. Τόσο ο χρωματισμός του σώματος όσο και τα κοσμήματα προηγούνται της ζωγραφικής και της γλυπτικής και σχετίζονται με τον θάνατο, την τελετουργία, τη θυσία, τη μαγεία και το ιερό. Δεν είναι όμως αυτοτελείς και άμεσες μορφές έκφρασης αντιλήψεων, στάσεων ζωής, προσωπικών βιωμάτων. Αυτό βέβαια δεν μειώνει κατά κανένα τρόπο τη σημασία τους, μιας και αυτές εκφράζουν έμμεσα και υπόρρητα αξίες, αντιλήψεις και βιώματα.