φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Προ ολίγων ημερών, εξέφρασα τον έρωτά μου για την ποιήτρια, αριστοκρατικής καταγωγής, Σαπφώ. Θα μου πείτε, μα με μια αριστοκράτισσα θα ασχολούμαστε τώρα; Αλήθεια; Μήπως θα έπρεπε να το ξανασκεφτείτε;
Η Σαπφώ δεν ήταν μόνο αριστοκρατικής καταγωγής αλλά και γνωστή, μάλλον φίλη του Αλκαίου, του επίσης αριστοκράτη, ολιγάρχη, ποιητή, και γνωστή του τύραννου Πιττακού, όπως μας πληροφορεί ο Στράβων (617). Οι αριστοκράτες του 7ου αιώνα (η Σαπφώ γεννήθηκε μάλλον περί το 630) ήταν γαιοκτήμονες δουλοκτήτες ή έμποροι, ήτοι δουλέμποροι, μιας και το πρώτο και πολυτιμότερο εμπόρευμα της αγοράς ήταν οι δούλοι, η ύπαρξη των οποίων προϋποθέτει την εξόντωση αυτών που δεν θα γίνουν δούλοι· η αγορά, η ανταλλαγή εμπορευμάτων, τείνει εγγενώς προς τη δουλεία -σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός (‘ θα σωθούμε [οι Κύριοι] αν χειροτερέψει η κατάστασή σας’) είναι προπαρασκευαστική φάση του νεοναζισμού, τείνει δηλαδή προς τη δουλεία, προς την εξόντωση.
Υπήρχαν βέβαια και οι ελεύθεροι καλλιεργητές, κάτοχοι μικρού και μεσαίου μεγέθους κτημάτων. Κατά τον 7ο και 6ο αιώνα, άρχισαν κι αυτοί να χρησιμοποιούν δούλους. Η πολιτική υποτύπωση αυτής της διαδικασίας είναι η τυραννία. Όταν ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία, η τυραννία έδωσε τη σκυτάλη στη δημοκρατία: χωρίς τους δούλους στην παραγωγή είναι ανέφικτη η αρχαία δημοκρατία κι αυτός είναι ο λόγος που την αποκαλούμε δουλοκτητική. (Αυτά που λέει ο Καστοριάδης περί αυτοθέσμισης και ιδιαιτερότητας είναι λίαν επιεικώς μπούρδες). Οι πρώτοι και στη συνέχεια όλοι οι δημοκράτες ηγέτες ήταν αριστοκράτες οι οποίοι, όπως και τα πρώτα ξαδερφάκια τους, οι τύραννοι, θεωρούσαν ότι η αύξηση της ισχύος τους ήταν δυνατή μόνο με την παραχώρηση ενός μέρους της λείας στους ελεύθερους μικροκαλλιεργητές. Μια άλλη μερίδα όμως των αριστοκρατών, οι ολιγαρχικοί, έκριναν ότι αυτή η παραχώρηση ήταν απαράδεκτη – από αυτή τη μερίδα προέρχονταν και ο θείος Πλάτων.
Από τις λίγες πληροφορίες που διαθέτουμε, εικάζουμε πως οι κόρες των αριστοκρατών μαζεύονταν σε σπίτια, μπορεί και σε κάποιο δημόσιο χώρο, κάτι σαν σχολείο, και εκπαιδεύονταν από μεγαλύτερης σε ηλικία γυναίκες. Ὀταν ήρθε η ώρα της, μία από αυτές τις γυναίκες δασκάλες ήταν και η Σαπφώ, η οποία ήταν κοντή, αδύνατη και κάτι παραπάνω από μελαχρηνή. Ήταν επόμενο μεταξύ των ενηλίκων γυναικών και των νεαρών μαθητριών να δημιουργούνται σχέσεις, οι οποίες δεν ήταν κατ’ ανάγκη ερωτικές (πλακομούνι). Όλοι μας συμπαθιόμαστε από μεγαλύτερους, ες και συμπαθάμε νεαρότερους, ες χωρίς αυτό να υποδηλώνει και σεξουαλική έλξη ή σχέση. Τέλος πάντων, είναι ένα θέμα το οποίο διογκώθηκε από τη χριστιανική σεμνοτυφία αλλά στις μέρες μας το προσπερνάμε μάλλον αδιάφορα και πολύ καλά κάνουμε.
Είναι βέβαιο ότι σε αυτόν τον έρωτα της Σαπφώς δεν ανταποκρίνονταν όλα τα κορίτσια, κι αν κάποια ανταποκρίνονταν έρχονταν η στιγμή που έπρεπε να φύγουν. Με την ποίησή της η Σαπφώ εκφράζει την οδύνη και τον σπαραγμό του χωρισμού και του αποχωρισμού μέσα από μία χωρίς όρια και όρους αυτοπαρατήρηση του εαυτού. Αυτή είναι η Σαπφώ.
Την οδύνη και το σπαραγμό του χωρισμού και του αποχωρισμού την έχουμε όλοι και όλες βιώσει και νιώσει. Δεν εννοώ την απώλεια πραγμάτων ή και προσώπων. Ως προς την αυτοπαρατήρηση όμως δεν μπορώ να πω ότι διακρινόμαστε. Μια μέρα, περπατούσα στο Μόναχο και ξαφνικά βλέπω έναν τύπο, νεαρό άνδρα γύρω στα τριάντα, να βαδίζει πίσω από το σκυλί του και να μαζεύει με χαρτομάντηλα τα κόπρανα. Τον βλέπω και σκέφτομαι,
μα τι κάνει οι μαλάκας, τα σκατά μαζεύει;
Ποιος ήταν ο μαλάκας; Εγώ ή αυτός; Προερχόμενος από Αθήνα και θεωρώντας πολύ φυσικό να είναι τα πεζοδρόμια γεμάτα με σκυλόσκατα, θεώρησα ότι ο γερμανός ή μαλάκας ή ηλίθιος ή βλάκας. Δεν μπορείς όμως να αναγνωρίσεις κάτι εάν δεν το γνωρίζεις ήδη. Εάν δεν έχεις υπάρξει ποτέ μαλάκας, δεν θα αναγνωρίσεις ποτέ τον μαλάκα.
Δεν πέρασαν όμως λίγα δευτερόλεπτα και αναθεώρησα την εκτίμησή μου: εγώ ήμουν ο μαλάκας, όχι ο γερμανός. Η δική μου σκέψη και συμπεριφορά ήταν ποιμενική, τομπαναραίϊκη – του γερμανού ήταν κομμουνιστική, χωρίς να το γνωρίζει πιθανόν. Να ήταν άραγε το μόνο ή το τελευταίο ποιμενικό κατάλοιπο; Κατά κανένα τρόπο. Υπάρχουν κι άλλα; Υπάρχουν κι άλλα. Αυτό που προσπαθώ να κάνω τα τελευταία χρόνια είναι να εντοπίσω τα ποιμενικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσής μου και της συμπεριφοράς μου – και των άλλων. Εκείνο που με απασχολεί είναι το εξής: ποιες ποιμενικές, τσομπαναραίϊκες συμπεριφορές, πρακτικές, αντιλήψεις, αξίες, γνώσεις επιβιώνουν στον καθένα, στην καθεμιά από μας;
Αυτή είναι η αυτοπαρατήρηση. Η οποία σκάει μύτη για πρώτη φορά την εποχή της γένεσης του δυτικού πολιτισμού, η πρώτη φάση του οποίου είναι ο ελληνορωμαϊκός δουλοκτητικός πολιτισμός: κατά τον 7ο και 6ο π. Χ., με τη λυρική ποίηση, την ποιητική έκφραση των προσωπικών (και ομαδικών -χορική ποίηση) βιωμάτων. Ένας από τους πρώτους λυρικούς ποιητές είναι ο Αρχίλοχος, ο οποίος την εποχή της μεγαλύτερης δόξας της προφορικής ποιητικής αφήγησης (επική ή ηρωική ποίηση) τολμά και γράφει πως πέταξε την ασπίδα του για να σώσει το τομάρι του – ποιος την ‘γαμεί’ την ασπίδα, θα βρω άλλη, καλύτερη, γράφει. Εάν κάποιος αοιδός εξέφραζε κάτι παρόμοιο είναι βέβαιο ότι θα έτρωγε πολλά σκαμνιά στο κεφάλι του. Και όμως!
Ήδη η Ιλιάδα εξυμνεί και αποκηρύσσει τον ηρωισμό. Υποστηρίζω ότι η Ιλιάδα έχει επηρεαστεί από τη λυρική ποίηση και ότι πήρε τη μορφή που μας έχει παραδοθεί περί το 550 π. Χ. στην Αθήνα και ότι η επική ποίηση σίγησε λίγο πριν τις πρώτες θεατρικές παραστάσεις, περί το 550-530. Και η τραγωδία αποκηρύσσει τον ηρωισμό, δηλαδή το ποιμενικό στοιχείο, εξυμνώντας έναν άλλου είδους ηρωισμό, τον ηρωισμό του πολίτη. Ο ήρωας των τραγωδιών είναι ο ήρωας του παρελθόντος (ποιμένας πολεμιστής) που μετασχηματίζεται σε πολίτη. Ο άκαμπτος ποιμενικός ηρωισμός θεωρείται μίασμα για την πόλιν -ο ήρωας αυτός λατρεύεται στα όρια της κοινότητας, την οποία εκφράζει ο χορός. Ο χορός έχει κάνει πιο μεγάλα και αποφασιστικά βήματα αποτίναξης του ποιμενικού στοιχείου, οπότε είναι σε θέση να κρίνει και να καθοδηγήσει τον τσομπάν-ήρωα.
Συστατικό λοιπόν στοιχείο του δυτικού πολιτισμού από την εποχή της γένεσής του ήδη ήταν ο εντοπισμός και εξοβελισμός του ποιμενικού στοιχείου. Όλη η δυτική λογοτεχνία, από την Ιλιάδα μέχρι τους Μπέκετ και Πίνστον, είναι μια απόπειρα εντοπισμού και εξοβελισμού του ηρωισμού, του ποιμενικού στοιχείου. Βασικές εκφράσεις αυτού του ποιμενικού στοιχείου είναι η δόξα και η φήμη, η φιλοδοξία και η ματαιοδοξία, η μεγαλομανία και η σύντροφός της, η παράνοια.
Ο Σαμφόρ (εκδ. Στιγμή, εισ.-μετ. Π. Κονδύλης, σ. 46) διατύπωσε έξοχα έναν ορισμό της διασημότητας:
Διασημότητα: το πλεονέκτημα να είσαι γνωστός σε όσους δεν σε γνωρίζουν.
Θα συνεχίσω. . .
Σχολιάστε ελεύθερα!