φἰλες και φίλοι, καλημέρες ερωτικές, νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες!
Εάν είμαστε βέβαιοι ότι τα ζώα δεν ερωτεύονται, και θα δείξουμε ότι δεν ερωτεύονται, είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίξουμε ότι κάποτε κι εμείς, ως ζώα, δεν ερωτευόμασταν. Εφόσον λοιπόν ο έρωτας είναι ένα από τα πολλά ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, θα είναι ή λύση σε κάποιο πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε κατά τη διαδικασία της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης ή συνέπεια κάποιας άλλης λύσης σε κάποιο ή κάποια προβλήματα. Εάν τοποθετούσαμε τον έρωτα στη χρονική (κατά συνέπεια, και λογική) σειρά της εμφάνισης των ιδιαζόντων χαρακτηριστικών, θα τον τοποθετούσαμε μετά την απαγόρευση της αιμομειξίας.
Μου φαίνεται λογικό ότι πριν την απαγόρευση της αιμομειξίας, πριν κάνουμε ένα τεράστιο, αλλά όχι και καθοριστικό, βήμα για να γίνουμε άνθρωποι, δεν υπήρχε έρωτας διότι υπήρχε η ελευθερογαμία. Η ελευθερογαμία και ο έρωτας μας φαίνονται ασύμβατα: στην ελευθερογαμία δεν υπάρχει επιλογή· η επιλογή επιβλήθηκε από την κατάσταση της απαγόρευσης της αιμομειξίας.
Κατά την εποχή της ελευθερογαμίας συνευρισκόμασταν πολύ πιο συχνά από ό,τι ως άνθρωποι. Οι μπονόμο (μοιάζουν με τους χιμπατζήδες αλλά είναι πιο μικρόσωμοι και πολύ λιγότερο βίαιοι) συνευρίσκονται ερωτικά, χωρίς αυτό να σημαίνει και διείσδυση, κάθε 15 (δεκαπέντε) λεπτά της ώρας και οι χιμπατζήδες κάθε δύο (2) ώρες. Έχω την εντύπωση πως αυτή η κατάσταση λανθάνει κάτω από την μόνιμη και αέναη απώλεια του οίστρου του ανθρώπινου θηλυκού. Λογικό μας φαίνεται λοιπόν να εικάσουμε ότι κἀποτε και εμείς, ως απόγονοι ενός ανθρωπίδη που ήταν μια μείξη μπονόμπο και χιμπατζή, θα πρέπει να συνευρίσκομασταν κάθε μια ώρα, ας πούμε, μόνο που οι συνευρέσεις αυτές ήταν πολύ πιο σύντομες. Ήταν ένας τρόπος όχι μόνο σύσφιξης της κοινωνικής συνεργασίας αλλά και εκτόνωσης του άγχους, χαρακτηριστικά που εντοπίζουμε και στην κατάσταση του ανθρώπινου έρωτα.
Τώρα βέβαια, όποιος και όποια δεν έχει αφιερώσει ένα τριήμερο, το λιγότερο, στον έρωτα, θα ήταν καλύτερα να το ξανασκεφτεί. Η διάρκεια όμως αυτή της ερωτικής συνεύρεσης εγείρει ορισμένα ζητήματα, τα οποία χρήζουν μιας ερευνητικής προσέγγισης. Διότι, ντάξ’, ένα ολιγόλεπτο πήδημα στα όρθια μας μεταφέρει πίσω στο χρόνο, πίσω στην προανθρώπινη κατάσταση, κι αυτό προσθέτει μια επιπλέον ηδονή και μας υπενθυμίζει τους μπονόμπο και τους χιμπατζήδες αλλά δεν ξεχνούμε ότι, συνήθως, και η διάρκεια των βιασμών είναι μικρή. Τα ανθρώπινα όντα, ως ανθρώπινα όντα, τείνουν προς το τριήμερο γαμήσι -χρησιμοποιώ τη λέξη με όση αθωότητα διαθέτω και όχι ως γαμησιολόγος. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: μα τι θα κάνουν αυτές τις τρεις μέρες;
Εντάξει, θα πηδιούνται, θα κοιμούνται, θα τρώνε. Τίποτα άλλο; Για φανταστείτει τώρα εφτά μέρες! Εγώ κι εσύ, μόνοι πάνω στη ΓΗ! Ενώ οι μπονόμπο και οι χιμπατζήδες, και οι πρόγονοί μας μπονομποχιμπατζήδες, γαμούσαν (αναφέρομαι και στα θηλυκά) και έφευγαν. Τι άλλο να κάνουν; Πήγαιναν να συνεχίσουν να μασουλάνε φύλλα. Εμείς όμως κάνουμε και κάτι άλλο: μιλάμε. Τι λέμε; Πολλά και διάφορα.
Το γεγονός ότι γαμάμε και μιλάμε μας παρακινεί να επιχειρήσουμε μια διασύνδεση (colligation) μεταξύ της αιμομειξίας, της γλώσσας και του έρωτα. Εκείνο το οποίο δυσκολεύομαι να κατανοήσω είναι το εξής: μιλούσαμε όταν επιβλήθηκε η αιμομειξία; Τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα πως η απαγόρευση της αιμομειξίας είναι προγενέστερη της εμφάνισης της γλώσσας, ότι η γλώσσα θα πρέπει να συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με την αιμομειξία. Το ότι υπήρχε επικοινωνία πριν την αιμομειξία θα πρέπει να το θεωρήσουμε βέβαιο με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, μόνο που αυτή η επικοινωνία δεν ήταν λεκτική, ήταν μη λεκτική (δείξεις, χειρονομίες, γρυλισμοί, στάση του σώματος, κραυγές, κλπ). Δεν υπονοώ ότι υπάρχει μια συνεκτική σχέση μεταξύ γλώσσας και έρωτα, προς αυτό που τείνω να καταλήξω είναι ότι η γλώσσα και ο έρωτας εμφανίζονται μετά την απαγόρευση της αιμομειξίας, μάλλον την ίδια εποχή.
Το ότι μιλάμε και γαμάμε, χώρια ή μαζί, και για να εκτονώσουμε το άγχος μας, είναι κάτι που ανήκει στη σφαίρα του αναμφίλεκτου, του μη επιδεχόμενου αμφιβολίας. Το άγχος εν πολλοίς είναι απόρροια της στέρησης, της απαγόρευσης, και γνωρίζουμε ότι γίναμε άνθρωποι λόγω της επιβολής απαγορεύσεων, λόγω της επιβολής ορίων στην ελευθερία και στην επιθυμία. Μόνο ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορούμε να εντοπίσουμε συγκρίνοντας όλες της κοινωνίες, του παρελθόντος και του παρόντος – την επιβολή ορίων στην ελευθερία και στην επιθυμία. Εάν αυτά τα όρια καταλυθούν σήμερα, αμφιβάλλω εάν τα Χριστούγεννα, σε είκοσι πέντε μέρες, θα υπάρχει ένας ζωντανός άνθρωπος πάνω στη ΓΗ. Θα έλεγα λοιπόν, και το έχω ήδη υποστηρίξει, ότι ο έρωτας, αλλά και η γλώσσα, συνδέονται επίσης και με την απαγόρευση του φόνου και της αλλοβοράς, του φαγώματος του άλλου.
Θα εστιάσουμε τώρα την προσοχή μας στην κατάληξη του έρωτα. Δυο ερωτευμένοι άνθρωποι, αναφέρομαι σε αρσενικό-θηλυκό, θα γίνουν ή εχθροί ή φίλοι ή γονείς. Δεν ξέρω γιατί αλλά είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσετε για τον απλούστατο λόγο ότι σας έχει ήδη συμβεί, κι εάν όχι, να είστε βεβαίοιες ότι θα σας συμβεί. Το ότι ο έρωτας έχει ημερομηνίας λήξης το γνωρίζουν οι πάντες και οι πάσες. Το ότι ο ερωτισμός της φιλίας όμως, μεταξύ άνδρα-γυναίκας, δεν έχει ημερομηνία λήξης είναι κάτι το οποίο πιθανόν τώρα να το συνειδητοποιήσετε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σας είναι μια άγνωστη κατάσταση. Ένας άνδρας και μία γυναίκα που γίνονται φίλοι είναι βέβαιο ότι θα ερωτευθούν, οπότε και θα σμίξουν. Εάν δεν γίνει, τότε η κατάρα του ανεκπλήρωτου ήρωα θα βαραίνει τις ψυχές τους πιθανόν για όλη τους τη ζωή.
Μιας και ο ἐρωτας είναι προϊόν απαγόρευσης (της αιμομειξίας, του φόνου και της αλλοβοράς), δεν μας παραξενεύει που φουντώνει με την απαγόρευση όπως η φωτιά σε πευκοδάσος, που φουντώνει άρα και με τον κίνδυνο. Διότι απαγόρευση και κίνδυνος είναι δίδυμα αδερφάκια. Και φουντώνει εάν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι πλήρης κινδύνων. Ο έρωτας φουντώνει σε εποχές κρίσεων και πολέμων, ανακατάξεων και μετασχηματισμών.
Η πυρηνική απαγόρευση, η κομβική, η αιμομειξία, φουντώνει την επιθυμία, η οποία αναγκάζεται να βρει άλλα μονοπάτια για να ικανοποιηθεί. Και εάν η απαγόρευση αφορά την ερωτική συνεύρεση μητέρας-γιου και πατέρας-κόρης, αλλά και αδερφών, τότε, ο ἐρωτας φουντώνει όταν έχουμε μια συμβολική συνεύρεση, κοινωνικά ανώδυνη, αν και όχι τόσο, που αναπαράγει την απαγόρευση της αιμομειξίας. Από την πλευρά των γονιών, δεν υπάρχει μάνα που να μην τη γάμησε ο γιος της στον ύπνο της ή πατέρας που να μην γάμησε την κόρη του – σε όνειρο (νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες!). Αυτά τα όνειρα βέβαια απωθούνται, με αποτέλεσμα να χάνονται πολύ ηδονικές στιγμές, αλλά τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Ένας πατέρας μου είπε κάποτε, ‘δεν μπορώ να φανταστώ ότι κάποιος θα γαμήσει την κόρη μου’, και του είπα, ‘γάμα την εσύ λοιπόν’ και με στραβοκοίταξε. Το ότι θα της τον ακούμπησε λιγάκι, το θεωρώ βέβαιο, αλλά δεν ξέρω πόσο. (Τον ακούμπησε).
Είδα κάποτε, στη Γερμανία, έναν σαραντάρη και μια δεκαοχτάρα και ζήλεψα. Είδα, στο Ελλάντα, και μια πενηνταπεντάρα με έναν εικοσιπεντάρη – δεν μπορώ να πω ότι ζήλεψα, τα ερωτικά όμως βολτ ήταν πολλά, πάρα πολλά. Μπορούμε να φανταστούμε πως ζευγαρώνει ένα ζευγάρι συνομίληκων δεκαοχτάρηδων κι ένα ζευγάρι μεγάλης ηλικιακής χρονικής απόστασης, μπορούμε να φανταστούμε δηλαδή την διαφορά ως προς την ένταση του ερωτικού παροξυσμού. Η διαφορά αυτή εξηγείται. Η μετάβαση από την κατάσταση του θηλυκού προς την κατάσταση της γυναίκας και η μετάβαση από αυτήν του αρσενικού προς αυτήν του άνδρα είναι μια πολύ οδυνηρή μετάβαση, κατά συνέπεια και σχετικά μακράς διάρκειας. Τουλάχιστον μία γυναίκα μας κάνει άνδρες, τουλάχιστον ένας άνδρας μας κάνει γυναίκες. Κακά τα ψέματα.
Η αντίσταση είναι μεγάλη και κατανοητή. Όποιος όμως και όποια δεν αντιστέκεται, αμείβεται με ηδονή και γνώση. Ευγνωμονώ και θυμάμαι τις γυναίκες που με έκαναν άνδρα – δεν είχα καμία επιφύλαξη, σε αυτό το σημείο, μπορώ να πω, δεν φάνηκα χαζός, όπως σε άλλες περιστάσεις. Η αντίσταση είναι μεγάλη διότι η κατάσταση της γυναίκας και του άνδρα σχετίζεται με τη φροντίδα, κάτι που απεχθάνεται το αρσενικό και το θηλυκό. Το να το αποφύγουν όμως δεν είναι και πολύ σώφρων και ηδονική επιλογή -το αντίτιμο θα είναι πολύ βαρύ και πολύ οδυνηρό. Εκ των πραγμάτων η φροντίδα είναι μια άλλα λέξη για τη γνώση – και τη χαρά και τη δημιουργία και την έμπευση. Διότι η μητέρα της έμπνευσης είναι η φροντίδα, όχι κατ΄ανάγκην παιδιών. Μπορείτε να αναγνωρίσετε σε μια τραγουδίστρια εάν έχει κάνει παιδιά ή όχι, εάν έχει περάσει πολλά ή όχι; Νομίζω ότι μπορείτε.
Δεν είναι όμως μόνο η φροντίδα. Είναι και ο οργασμός, ο οποίος είναι μια εμπειρία θανάτου εν ζωή, μια προσωρινή απώλεια των αισθήσεων, ένα μικρής διάρκειας χάσιμο του χρόνου και του χρόνου· δεν έχει σχέση τόσο με τη λειτουργία των γεννητικών ‘οργάνων’ (εκσπερμάτιση, κολπικοί σπασμοί) όσο με τον εγκέφαλο. Η αντίσταση στον οργασμό σχετίζεται με την αίσθηση του νέου ότι είναι αθάνατος (ναρκισσισμός) ,ό τι δεν θα πεθάνει ποτέ – κι αυτό σκοτώνει, ξέρετε (θάνατος λόγω ταχύτητας αυτοκινήτου, ηρωίνη). Ο οργασμός είναι η αμοιβή της συνειδητοποίησης ότι μια μέρα θα ψοφήσουμε. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχτούμε, το κατανοώ, αλλά, λογικά σκεπτόμενοι, θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, γιατί να μην ζήσουμε εν πνεύματι οργασμού; Μην πιαστούμε κορόιδα! Εάν θέλεις θάνατο, προετοιμάσου για ζωή, είπε ο Φρόιδ παραφράζοντας τη γνωστή λατική φράση περί ειρήνης και πολέμου.
Υπάρχει λοιπόν μια διαφορά δυναμικού μεταξύ του αρσενικού και της γυναίκας, του θηλυκού και του άνδρα. Πρόκειται για μια κατάσταση μύησης σε μια άλλη φάση της ζωής μας, κατά την οποία αυτός, αυτή που μας μυεί είναι πιο ισχυρός, έχει εξουσία. Είναι η εξουσία του επιπέδου γονέα-παιδιού, γιατρού-ασθενούς, δασκάλου-μαθητή, συγγραφέα-αναγνώστη, καλλιτέχνη-θεατή, κλπ. Αυτή η σχέση εξουσίας είναι μια πολύ λεπτή κατάσταση. Ο ισχυρός στη σχέση μπορεί να γίνει Κύριος και να μας υποδούλώσει αλλά όλες οι σχέσεις εξουσίας δεν οδηγούν στην υποδούλωση. Ο σκοπός του ισχυρού είναι να απελευθερώσει τον αδύναμο, να τον κάνει ισχυρό, να ενισχύσει την αυτονομία του/της, να οδηγήσει δηλαδή τον αδύναμο στην προδοσία, την απελευθέρωση, την απομάκρυνση -κι αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην διακοπή της σχέσης. Το θηλυκό που θα γίνει γυναίκα θα αναλάβει με τη σειρά της να κάνει άνδρα κάποιο αρσενικό, ο οποίος με τη σειρά του κλπ.
Ο έρωτας λοιπόν, η μετάβαση από την κατάσταση του θηλυκού/αρσενικού στην κατάσταση της/του γυναίκας/άνδρα είναι ένας ιμάντας, ένα κανάλι μεταβίβασης της γνώσης. Τρεις μέρες, αν είναι εφτά ακόμα καλύτερα, γυμνοί και γυμνές στο κρεβάτι ισοδυναμούν με δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Η μεταβίβαση της γνώσης έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο κατά τη διαδικασία της ανθρωπογένεσης/κοινωνιογένεσης: η παράταση της παιδικής ηλικίας, το παιχνίδι, η φαντασία και η γλώσσα, και η επίγνωση του θανάτου, το επιβεβαιώνουν. Θα πρέπει τώρα να προσθέσουμε και τον έρωτα, μιας και αυτός συνδέεται με τα προαναφερθέντα. Ο θεός Έρωτας έχει αναπαρασταθεί ως παιχνιδιάρικο παιδί προσχολικής ηλικίας που παίζει με το τόξο του, ρίχνει τα βέλη του και όποιον πάρει ο έρωτας.
Από την πολλή σαβούρα που έχουν, που έχουμε χώσει στο κεφάλι μας, λίγα είναι χρήσιμα. Τα περισσότερα από αυτά τα λίγα τα έχουμε μάθει από γυναίκες και άνδρες. Η διαπλοκή μεταξύ ηδονής και η γνώσης είναι σαφέστατη και αναγνωρίζεται στους/στις φιλομαθείς νέους και νέες. Εάν από την φιλομάθεια φτάνουμε στην ωριμότητα και στη σοφία, είναι βέβαιο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τον έρωτα – και όχι με τη μαλακία μέσα στο μουνί.
Για τη μαλακία όμως μέσα στο μουνί θα μιλήσουμε ένα άλλο πρωινό, μετά από πολλούς μήνες. Η αλήθεια, έλεγε ο Νίτσε, πρέπει να δίνεται σε μικρές δόσεις – είναι ίδιον του ανθρώπου να μην μπορεί να δεχτεί μεγάλες δόσεις, μια overdose αλήθειας μπορεί να αποβεί μοιραία.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο άνδρας και η γυναίκα δεν βιάζονται και δείχνουν κατανόηση.
Το αντικείμενο του αυριανού σημειώματος θα είναι οι πρώτες μέρες της δραχμής (770-700 π. Χ.). Μεθαύριο θα αφηγηθώ μια ιστορία από τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο στο χωριό που γεννήθηκα.
τι τέλειο ανάγνωσμα είναι αυτό!!!
Καλλιόπη,
χαίρομαι που το απόλαυσες.