φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Την 21η Απριλίου του 1967, ή την επομένη, ή την επομένη, δεν μπορώ να θυμηθώ, ήμουνα μπροστά στον φούρνο, οχτώ χρονών, Γ΄Δημοτικού, ήμουνα μπροστά στον φούρνο και περίμενα να βγει η πιταλιά. Η πιταλιά είναι κάτι σαν λαγάνα, λίγο πιο ψιλή, την έβαζαν στον φούρνο τελευταία για να την βγάλουν πρώτη, πριν βγάλουν τα σουμούνια, τα καρβέλια. Στην Ιταλία, η πιταλιά εμφανίζεται ως πίτσα, με ντομάτα, μοτσαρέλα και παστή σαρδέλα, αυτή είναι η γνήσια πίτσα, – πριν, μέχρι να βγει το ψωμί, έτρωγες ζεστό ψωμί μετά τα ξεροκόματα των τελευταίων δύο-τριών ημερών, τα οποία, όταν τα έτρωγα βρεγμένα, τα έτρωγα με αλάτι, όχι με ζάχαρη -αλάτι βάζαμε και στο κατσικίσιο γάλα.
Εκεί μπροστά στον φούρνο, περιμένοντας να βγει η πιταλιά, άκουσα από τις γυναίκες για κάτι που έκανε ο στρατός στην Αθήνα, αλλά δεν κατάλαβα. Κατάλαβα αργότερα, επρόκειτο για το στρατιωτικό πραξικόπημα, για τη στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών. Εκεί, στις όχθες του Έβρου ζούσαμε με τον στρατό, οι στρατιώτες μας έδιναν κουραμάνες να φάμε, θυμάμαι ένα τσαμπούκι, τσαμπούκια έλεγαν τους φαντάρους που δεν είχαν που να πάνε και κάθονταν στον στρατό, λόγω αλλεπάλληλων φυλακών, μέχρι που αναγκάζονταν να τους διώξουν, θυμάμαι ένα τσαμπούκι, ξυπόλητο, που μας έδινε την κουραμάνα με τόση χαρά που δεν τον ξεχάσω μέχρι να ψοφήσω. Το 1963 πήγε να γίνει πόλεμος με την Τουρκία, φύγαμε από το σπίτι μας, στην άκρη του χωριού προς τα σύνορα, και πήγαμε στου παππού μου, για να προφυλαχτούμε ντεμέκ, για να είμαστε παρέα, γιατί ο φὀβος μας φέρνει κοντά, είναι ο πιο συντελεστικός καταλύτης δημιουργίας και σύμπηξης παρέας, ομάδας. Όταν μας εκφοβίζουν και μας απειλούν, μασάμε και υπακούουμε, αλλά όταν φοβόμαστε μέσα στην καθημερινή ζωή, όταν ερχόιμαστε αντιμέτωποι με κάποιον πραγματικό, ένυλο φόβο, τότε, ενστικτωδώς, μαζευόμαστε, όπως μαζεύονται μια μπάλα τα σπουργίτια και πέφτουν με ορμή πάνω στο γεράκι. Και βέβαια, όταν αρχίζει μια διαδικασία σχηματισμού και σύμπηξης ομάδων και παρεών μέσα στη ζωή, [να] [θα] γνωρίζετε ότι κάτι όμορφο και ωραίο συμβαίνει και θα συμβεί.
Τον Ιούλιο του 1969, μεσούσης της στρατιωτικής δικτατορίας, φασιστικής οπωσδήποτε, φύγαμε από το χωριό και εγκατασταθήκαμε στην Π. Πεντέλη. Εκεί τελείωσα την ΣΤ΄Δημοτικού – δάσκαλός μου ήταν ο πατέρας του για ένα φεγγάρι υπουργού του ΠαΣοΚ Ευθυμιόπουλου. Επειδή όμως κάθε χρόνο στα νταμάρια της Πεντέλης σκοτώνονταν κάνα δυο νταμαρτζήδες, μόλις τελείωσε το σχολείο, καλοκαίρι του 1970, η μάνα μου έπεισε τον πατέρα μου και μετακομίσαμε στο Αιγάλεω. Ο πατέρας μου δούλεψε στη Βιοχάλκο και η μάνα μου, για λίγες μέρες, στην Πεταλούδα. Μείναμε εκεί όλο το καλοκαίρι αλλά πριν αρχίσει το Γυμνάσιο, ο πατέρας μου επέστρεψε στα νταμάρια και εμείς, η μάνα μου, ο μικρότερος αδερφός μου και εγώ, γυρίσαμε στο χωριό. Το 1970-71 πήγα στο Διδυμότειχο Α΄Γυμνασίου. Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο και τα Σαββατοκύριακα πήγαινα στο χωριό, συνήθως με τα πόδια, 11 χιλιόμετρα παρακαλώ. Μια χειμωνιάτικη νύχτα, σε μια χιονοθύελλα έχασα τον προσανατολισμό μου . . . μια άλλη μέρα θα σας αφηγηθώ πως τον ξαναβρήκα.
Εκείνη την εποχή, τουλάχιστον στο Διδυμότειχο, απαγορευόταν να πηγαίνουμε στον κινηματογράφο, στα μπιλιάρδα και να κυκλοφορούμε το βράδυ- μετά τις οχτώ, δεν θυμάμαι, θα σας γελάσω. Όλος ο μαθητόκοσμος, από όλα τα γύρω χωριά, είχε διαιρεθεί σε δυο κατηγορίες. Στη μία ανήκαν αυτοί που υπάκουαν και στην άλλη αυτοί που πήγαιναν στον κινηματογράφο, στα μπιλιάρδα και κυκλοφορούσαν το βράδυ. Οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων και των σφαιριστηρίων μας έβαζαν μέσα, δραχμές ήταν αυτές. Από τους καθηγητές μας ξέραμε ποιοι μας κάρφωναν και ποιοι όχι – ένας καριόλης, εργολάβος ηθικής, μας έγινε στενός κορσές, γυρνούσε από σινεμά σε μπιλιαρδάδικο για να κόψει κίνηση και φάτσες. Τον θέσαμε εκτός μάχης με τη γενικευμένη ανυπακοή.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της νύχτας ήταν κάτι που έχει μείνει ανεξίτηλο στον καλό μου και αγαπητό εγκέφαλο. Οι της γενιάς μου, ως παιδιά και έφηβοι, ζήσαμε πολλές ολιγοήμερες απαγορεύσεις της κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας, η απαγόρευση όμως στο Διδυμότειχο, προφανώς και σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις, ήταν πολύ μακράς διάρκειας και καθημερινή. Ο δρόμος και η νύχτα μου αρέσουν, ο δρόμος τη νύχτα ακὀμα πιο πολύ. Αργότερα, έστρεψα το ερευνητικό μου ενδιαφέρον προς το δρόμο, μιας και άπτονταν των κατ’ εξοχήν διαφερόντων μου – το αυτοκίνητο, το ποδόσφαιρο και το γαμήσι.
Έχω την εντύπωση ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει αρκούντως ότι ζούμε πολλές ώρες στο δρόμο· θα έλεγα ότι ο δρόμος, η οδός, είναι το δεύτερο σπίτι μας, το δεύτερο ενδιαίτημά μας. Το αυτοκίνητο μάς απαγορεύει να κυκλοφορούμε στους δρόμους, μας έχει εξορίσει στο πεζοδρόμιο, παρ΄όλα αυτά όμως ο δρόμος παραμένει ένας κοινόχρηστος και κοινόκτητος χώρος, ο οποίος δεν έπαυσε ποτέ, και δεν θα παύσει, να είναι επίδικο αντικείμενο το κοινωνικού πολέμου. Κάθε φορά που γίνεται πραξικόπημα, κάθε φορά που ο Κύριος αποπειράται να αμυνθεί προληπτικά, κάθε φορά που επιβάλλει κατάσταση εξαίρεσης, κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το πρώτο που φροντίζει να κάνει είναι η απαγόρευση της κυκλοφορίας, μέρα και νύχτα. Το ποιος θα ελέγξει τον δρόμο είναι ένα ζήτημα που καταγράφει την κατανομή ισχύος, τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ του Κυρίου ημών και των Υποτελών Παραγωγών.
Ο δρόμος είναι ένας κομμουνιστικός χώρος – και ο Κύριος το γνωρίζει και φροντίζει να συρρικνώνει την κοινοχρησία του αλλά και να τον ελέγχει. Σε όλες τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές επαναστάσεις έχουν γίνει σφοδρές, σφοδρότατες μάχες για τον έλεγχο του δρόμου· το καλύτερο βιβλίο που έχω διαβάσει σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι το Ταχύτητα και Πολιτική του Πωλ Βιλιριό, σας το συνιστώ και το προτείνω ανεπιφύλακτα. Είναι μικρό, φτηνό, καμιά δεκαριά, δεκαπενταριά εβρά -εάν έχει εξαντληθεί και δεν το βρίσκετε, το έχω στα γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά, μπορώ να το φωτοτυπήσω και να το στείλω, αν δεν διστάσετε, να μην διστάσετε, και μου στείλετε ένα ιμέιλ για το που να σας το στείλω.
Ο Κύριος ενοχλείται όταν μας βλέπει να κυκλοφορούμε στους δρόμους και ειδικά τη νύχτα. Και δεν εννοώ μόνο τον Κύριο καπιταλιστή αλλά και τον άνδρα πατριάρχη ρατσιστή σεξιστή εθνικιστή φασίστα ναζιστή. Τα παιδιά και οι γυναίκες φοβούνται να κυκλοφορούν το βράδυ -ο φόβος και ο τρόμος επικρατεί στοτς δρόμους. Εκτός από το αυτοκίνητο και τις ρητές απαγορεύσεις σε στιγμές έκρυθμες, εκτός από τον καθημερινό περιρρέοντα φόβο, υπάρχει άλλος ένας τρόπος να επιβάλει την απαγόρευση της κυκλοφορίας στους δρόμους κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πρόκειται για τις παραστρατιωτικές παρακρατικές ναζιστικές ομάδες.
Οι ομάδες αυτές, μόλις γίνουν περισσότερες και επανδρωθούν με περισσότερα μέλη, θα επιχειρήσουν, σε λίγους μήνες, να ελέγξουν τους δρόμους κατά τη διάρκεια της νύχτας, θα επιχειρήσουν να απαγορεύσουν την κυκλοφορία. Εάν το καταφέρουν, θα μας αναγκάσουν να κλεινόμαστε στα σπίτια μας σας τις κότες και να χαζεύουμε μπροστά στην τηλεόραση και να μαραινόμαστε, να σαπίζουμε. (Πίνω ένα καφεδάκι και επανέρχομαι -βρέχει, πολλή βροχή, αστράφτει και μπουμπουνίζει).
Τα πρώτα θύματα, φίλες και φίλοι, των ναζιστικών ομάδων, μετά τους μετανάστες, θα είναι οι άνθρωποι της νύχτας- και είναι πολλοί. Η Χρυσή Αυγή θα επιχειρήσει να ελέγξει το δρόμο και τη νύχτα, το δρόμο τη νύχτα. Μέλη οργανώσεων που κολλάνε αφίσες, ομοφυλόφιλοι, πρεζάκια, ξενύχτηδες, περιπατητές της νύχτας, μπαρόβιοι, πουτάνες, τραβεστί, αυτοί και αυτές θα είναι τα επόμενα θύματα. Εννοείται ότι το Κράτος θα κάνει τα στραβά μάτια: ο ναζισμός αναλαμβάνει βρόμικες δουλειές που το Κράτος για λόγους νομιμοποίησής του αποφεύγει να τις κάνει, ο ναζισμός βγάζει το φίδι από την τρύπα. Εννοείται επίσης ότι δεν θα πρέπει ν αποκλείσουμε το ενδεχόμενο το ίδιο το Κράτος, μέσα στο ’13 ή το ‘ 14, να κηρύξει κατάσταση εξαίρεσης (εάν δεν έχετε διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Αγκάμπεν, σπεύσετε, please), κατάσταση δηλαδή έκτακτης ανάγκης, να επιβάλει δηλαδή την απαγόρευση της κυκλοφορίας, σε περίπτωση αναζωογονητικής δημιουργικής κοινωνικής και πολιτικής αναστάτωσης. Ενδέχεται αυτό να γίνει μετά την απόπειρα των ναζιστών να ελέγξουν τον δρόμο και την νύχτα· πιθανόν όμως να την επιβάλει πριν και να έρθουν οι ναζιστικές τρομοκρατικές ομάδες να την υλοποιήσουν.
Ό,τι και να συμβεί, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το εξής: θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε αυτήν την απαγόρευση της κυκλοφορίας τη νύχτα, θα μπορέσουμε να ακυρώσουμε τη διαταγή του ναζιστή Κυρίου ημών, του ένοπλου ζητιάνου, του Κράτους νταβατζή; Πως θα μπορέσουμε να το κάνουμε;
Μπορούμε να το κάνουμε παθητικά με την απουσία μας και ενεργητικά με την παρουσία μας. Τον δρόμο, τους καπιταλιστικούς χώρους γενικά, της παραγωγής και της πόλης, δεν μπορούμε να τον ελέγξουμε με την παρουσία μας, με τις μολότωφ, με τις πέτρες και τα Καλάσνικωφ. Κι αυτό λόγω συντριπτικής οπλικής υπεροχής του Κυρίου. Αυτός είναι ο λόγος που οι Αγανακτισμένοι απέτυχαν και εξαφανίστηκαν και δεν πρόκειται να εμφανιστούν ποτέ άλλοτε. Αυτός είναι ο λόγος που οι διαδηλώσεις και οι συγκεντρώσεις διαλύονται με τις χημικές κλανιές του Κυρίου. Ο κόσμος το έχει κατανοήσει – τα ψοφοδεή ψοφίμια της Αριστεράς δεν λένε να το καταλάβουν. Αυτός είναι ο λόγος που ολοένα και λιγότεροι κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις κατά τη διάρκεια της απεργίας -και πολύ καλά κάνουν. Σοφία.
Τον δρόμο όμως μπορούμε να τον ελέγξουμε και με την παρουσία μας αλλά με άλλον τρόπο, όχι με διαδηλώσεις και πορείες. Μπορούμε να τον ελέγξουμε με προσωρινές, αιφνίδιες απελευθερώσεις (και όχι καταλήψεις) των δρόμων. Πρόκειται για μια πρακτική που είχαν εγκαινιάσει οι των reclaiming the streets. Εμφανιζόμαστε αναπάντεχα, αιφνίδια, σε ένα δρόμο, χιλιάδες, σταματά η κίνηση των αυτοκινήτων, παραμένουμε για μια ώρα, ας πούμε, και εξαφανιζόμαστε, σαν να μην τρέχει τίποτα. Πρόκειται για μια πρακτική του κοινωνικού αντάρτικου. Και τι θα κάνουμε με τα πρώτα κρούσματα επιθέσεων κατά των ανθρώπων της νύχτας, κατά ημών δηλαδή, μιας και όλοι και όλες είμαστε άνθρωποι της νύχτας, της επιθυμίας, της ζωής;
Με τα πρώτα κρούσματα πρέπει άμέσως και αστραπιαία να βγούμε στους δρόμους όχι για να διαμαρτυρηθούμε και να διαδηλώσουμε και να απαιτήσουμε και να διεκδικήσουμε, όχι, αλλά να γίνουμε άνθρωποι της νύχτας, να σουλατσάσουμε στη πόλη και να περπατήσουμε, να φάμε, να τραγουδήσουμε, να ερωτοτροπήσουμε, να γνωριστούμε, να εμφανιστούμε ως πλήθος και να εξαφανιστούμε, και πάλι αστραπιαία και απρόσμενα. Η έκπληξη, το αναπάντεχο αιφνίδιο, είναι ένας τρόπος διεξαγωγής του κοινωνικού πολέμου μεγάλης αποτελεσματικότητας.
Το κλίμα μας ευνοεί για τουλάχιστον εννιά μήνες το χρόνο. Άνεργοι είμαστε, εκατομμύρια είμαστε πια, δεν θα πάμε στη δουλειά την άλλη μέρα, γιατί να κλεινόμαστε στα σπίτια μας και να σφυρηλατούμε μόνοι μας την βαριά και σιδερένια μπάλα του οικιακού εγκλεισμού, της κατοικίδιας απαγωγής, που συνηθίζεται να λέγεται τηλεόραση; Εάν ο ναζισμός και το Κράτος καταφέρουν και ελέγξουν τη νύχτα και το δρόμο, θα έχουν καταφέρει εναντίον μας ένα συντριπτικό πλήγμα. Εάν δεν τα καταφέρουν, θα υποχωρήσουν. Και όπως έλεγε ο πρόεδρος Μάο, μελετητήs του Σουν Τζού, όταν ο εχθρός προχωρά, εμείς υποχωρούμε· όταν στρατοπεδεύει, εμείς τον παρενοχλούμε· όταν υποχωρεί, εμείς τον κυνηγάμε. Κι όπως έλεγαν και οι Ρωμαίοι,
qui non proficit, deficit : όποιος δεν προχωράει, υποχωρεί.
Εκπλήσσομαι με τα στρατιωτικά παραγγέλματα περί αέναης προόδου στο τέλος του καταπληκτικού αυτού πονήματος. Πραγματικά, όποιος δεν προχωρεί, δεν υποχωρεί, κάνει κάτι άλλο. Γίνεται κέντρο, πιθανότατα το κέντρο του σύμπαντος/ή πολλών συμπάντων. Γενικά, η ανάγκη του Κυρίου είναι πάντα να προχωρά, η στασιμότητα αποκαλύπτει την αδυναμία του να παραγάγει ο,τιδήποτε, ιδίως ζωή. Εξάλλου, η στασιμότητα ήταν μονίμως το αντεπιχείρημα για να καμφθούν οι αντιστάσεις στους φυσικούς κύκλους της ζωής, της γης και των ανθρώπων. Όσο για τη νύχτα και το δρόμο, ποιός κατάφερε ποτέ να τα ελέγξει; ιστορικά… κανείς μέχρι στιγμής. Το γιατί… είναι μια άλλη ιστορία. Καλησπέρες!
Οποιος νυχτα περπατει, λασπες και σκατα στους φασιστες.
Γεια σου Drajen με τα ωραια σου κειμενα.