φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
‘ Η έρευνα που κάνω τώρα είναι μια αρχαιολογία της προσταγής, είναι μια απόπειρα επιστροφής προς τα πίσω για να κατανοήσω ποιο είναι το νόημα της προσταγής σήμερα.’
Αυτά λέει ο Giorgio Agaben στον Άκη Γαβριηλίδη στην συνέντευξη-συζήτηση που σας έλεγα χτες. Κλείνοντας τη συζήτηση, ο Γαβριηλίδης ευχαριστεί τον Αγκάμπεν ως εξής:
‘Κύριε Αγκάμπεν σας ευχαριστούμε πολύ και ελπίζουμε κάποια από αυτά να τα διατυπώσετε και γραπτά σε άρθρα ή βιβλία σας ώστε να μεταφραστούν και στα ελληνικά, ή σε άλλες γλώσσες, και να τα διαβάσουμε’.
Περιμένω κι εγώ με λαχτάρα να διαβάσω για τα ζητήματα που θίγει στη συνέντευξη ο Αγκάμπεν – είμαι κάτι παραπάνω από βέβαιος ότι θα μάθω πολλά που δεν γνωρίζω και θα σκεφτώ πολλά που δεν έχω σκεφτεί, κυρίως πάνω στο ζήτημα της προσταγής. Ο Αγκάμπεν διαπιστώνει ότι ενώ έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για την υπακοή, το ζήτημα της προσταγής είναι ένα αντικείμενο έρευνας σχεδόν ανεξερεύνητο. Θα έλεγα ότι, αν και έχουν γραφτεί πολλά γιατην υπακοή, την εθελοδουλεία, την υποτέλεια, υπάρχουν πολλές πτυχές του ζητήματος που δεν έχουν προσεγγιστεί. Διότι, εάν έχουμε πολλά να ερευνήσουμε για την προσταγή, θα έχουμε και πολλά να πούμε και για την υπακοή! Η έρευνα για την προσταγή θα φωτίσει πτυχές της υπακοής που δεν έχουμε ερευνήσει. Και απομένει να εξετάσουμε την προσταγή σε σχέση με την υπακοή, ή την υπακοή σε σχέση με την προσταγή, και όχι μεμονωμένα και άρα αποσπασματικά.
Ο Αγκάμπεν διαπιστώνει με έκπληξη ότι δεν έχει γραφεί σχεδόν τίποτα για την προσταγή, εκτός από ένα κεφάλαιο στο βιβλίο Mille Plateaux των Ντελέζ και Γκουαταρί. Στο οποίο κεφάλαιο οι δύο διανοητές θεωρούν ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο για την επικοινωνία, την έκφραση αναγκών, σκέψεων, συναισθημάτων, αλλά ότι η γλώσσα είναι ένα σύνολο παραγγελμάτων, χρησιμεύει για να παράγει και να διακινεί προσταγές. Ο Αγκάμπεν συμφωνεί: η γλώσσα είναι πάντοτε εντολές, προσταγές. Στη συνέχεια, εκφράζει κάποιες ενστάσεις όσον αφορά τη συσχέτιση της προσταγής με τη βούληση: ‘ εγώ θέλω να κάνω μια κριτική της έννοιας της βούλησης· πρέπει μάλλον να εξηγήσουμε τη βούληση μέσω της προσταγής και όχι την προσταγή μέσω της βούλησης. Διότι δεν είναι η βούλησηπου δίνει αυτή τη δύναμη στη γλώσσα. Η βούληση τίνος;’ Επιπλέον, υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπόρεσε να ορίσει τι είναι η βούληση, ότι είναι πραγματικά ένα μυστήριο.
Κατά συνέπεια, το ζήτημα της προσταγής παραπέμπει στο ζήτημα της προέλευσης της γλώσσας, της γλωσσογονίας όπως λένε οι γλωσσολόγοι, άρα, και στο ζήτημα της ανθρωπογένεσης. Τα δυο αυτά ζητήματα είναι ζητήματα ανοικτά και θα παραμείνουν για πολύ καιρό ανοικτά – θεωρώ μάλιστα ότι πιθανόν να μην μπορέσουμε ποτέ να δώσουμε απαντήσεις γενικά αποδεκτές. Πιθανόν να μην μάθουμε ποτέ πως και γιατί γίναμε άνθρωποι, πως και γιατί μιλήσαμε. Θα έλεγα ακόμα, πως και γιατί αποκτήσαμε την επίγνωση του θανάτου. Κατά συνέπεια, πιθανόν να μην μπορέσουμε να κατανοήσουμε και τι είναι η βούληση και η προσταγή και η υπακοή.
Το τι υποθέσεις έχουν διατυπωθεί για την ανθρωπογένεση και την γλωσσογονία είναι απίστευτο. Εκ των πραγμάτων, όλες αυτές οι υποθέσεις κινούνται στο πεδίο της εικοτολογίας. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας και η καθεμία είναι ελεύθερος να διατυπώσει την δική του υπόθεση, ακόμα κι αν δεν είναι γλωσσολόγος ή ανθρωπολόγος. Υπάρχουν όμως κάποια ερωτήματα τα οποία μας βοηθούν να πατήσουμε σε στέρεο έδαφος και να αποφύγουμε να μας καταπιεί η κινούμενη άμμος της αβεβαιότητας, ακόμα κι αν δεν μπορέσουμε να κάνουμε πολλά βήματα και να παραμείνουμε καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο.
Ο Αγκάμπεν διαπιστώνει με έκπληξη ότι δεν έχει γραφεί σχεδόν τίποτα για την προσταγή, εκτός από ένα κεφάλαιο στο βιβλίο Mille Plateaux των Ντελέζ και Γκουαταρί. Στο οποίο κεφάλαιο οι δύο διανοητές θεωρούν ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο για την επικοινωνία, την έκφραση αναγκών, σκέψεων, συναισθημάτων, αλλά ότι η γλώσσα είναι ένα σύνολο παραγγελμάτων, χρησιμεύει για να παράγει και να διακινεί προσταγές. Ο Αγκάμπεν συμφωνεί: η γλώσσα είναι πάντοτε εντολές, προσταγές. Στη συνέχεια, εκφράζει κάποιες ενστάσεις όσον αφορά τη συσχέτιση της προσταγής με τη βούληση: ‘ εγώ θέλω να κάνω μια κριτική της έννοιας της βούλησης· πρέπει μάλλον να εξηγήσουμε τη βούληση μέσω της προσταγής και όχι την προσταγή μέσω της βούλησης. Διότι δεν είναι η βούλησηπου δίνει αυτή τη δύναμη στη γλώσσα. Η βούληση τίνος;’ Επιπλέον, υποστηρίζει ότι κανείς δεν μπόρεσε να ορίσει τι είναι η βούληση, ότι είναι πραγματικά ένα μυστήριο. Κατά συνέπεια, το ζήτημα της προσταγής παραπέμπει στο ζήτημα της προέλευσης της γλώσσας, της γλωσσογονίας όπως λένε οι γλωσσολόγοι, άρα, και στο ζήτημα της ανθρωπογένεσης. Τα δυο αυτά ζητήματα είναι ζητήματα ανοικτά και θα παραμείνουν για πολύ καιρό ανοικτά – θεωρώ μάλιστα ότι πιθανόν να μην μπορέσουμε ποτέ να δώσουμε απαντήσεις γενικά αποδεκτές. Πιθανόν να μην μάθουμε ποτέ πως και γιατί γίναμε άνθρωποι, πως και γιατί μιλήσαμε. Θα έλεγα ακόμα, πως και γιατί αποκτήσαμε την επίγνωση του θανάτου. Κατά συνέπεια, πιθανόν να μην μπορέσουμε να κατανοήσουμε και τι είναι η βούληση και η προσταγή και η υπακοή. Το τι υποθέσεις έχουν διατυπωθεί για την ανθρωπογένεση και την γλωσσογονία είναι απίστευτο. Εκ των πραγμάτων, όλες αυτές οι υποθέσεις κινούνται στο πεδίο της εικοτολογίας. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας και η καθεμία είναι ελεύθερος να διατυπώσει την δική του υπόθεση, ακόμα κι αν δεν είναι γλωσσολόγος ή ανθρωπολόγος. Υπάρχουν όμως κάποια ερωτήματα τα οποία μας βοηθούν να πατήσουμε σε στέρεο έδαφος και να αποφύγουμε να μας καταπιεί η κινούμενη άμμος της αβεβαιότητας, ακόμα κι αν δεν μπορέσουμε να κάνουμε πολλά βήματα και να παραμείνουμε καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο. Κάποτε δεν υπήρχε η ανθρώπινη γλώσσα – κάποτε υπήρξε. Όταν δεν υπήρχε, ήμασταν άνθρωποι; Κάποτε δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε, κάποτε το μάθαμε. Όταν δεν γνωρίζαμε ότι θα πεθάνουμε, ήμασταν άνθρωποι; Εάν η γλώσσα και η επίγνωση του θανάτου είναι τα ειδοποιά χαρακτηριστικά που κάνουν ένα ον άνθρωπο, μήπως υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ της γλωσσογονίας και της συνείδησης του θανάτου, της συνείδησης δηλαδή; Ο Αγκάμπεν λέει το εξής: νομίζω ότι τα ζώα <em>έχουν</em> γλώσσα. Διαφωνώ. Τα ζώα δεν έχουν γλώσσα. Τό ότι επικοινωνούν είναι βέβαιο. Αλλά η επικοινωνία δεν ταυτίζεται με τη γλώσσα. Το ζήτημα αυτό το ξεκαθάρισε ο Τσόμσκι με την γενετική μετασχηματιστική θεωρία του. Θα την παραθέσω με την μεγαλύτερη δυνατή συντομία. Ένας ομιλητής παράγει και κατανοεί άπειρες στον αριθμό προτάσεων, τις οποίες δεν έχει διατυπώσει ξανά και δεν τις έχει ακούσει. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι διαθέτει έναν έμφυτο μηχανισμό που μπορεί να το κάνει αυτό. Η δημιουργικότητα λοιπόν στην παραγωγή και κατανόηση νέων προτάσεων είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης επικοινωνίας, την οποία καλούμε >γλώσσα</span>. Ο Τσόμσκι δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της προέλευσης αυτού του έμφυτου μηχανισμού – είναι βέβαιο ότι κάποτε διαμορφώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε. Θα λέγαμε πολύ απλουστευτικά ότι η γλώσσα είναι μια (άδεια) αποθήκη,την οποία ο ομιλητής και ακροατής γεμίζει με λέξεις, προτάσεις, κείμενα, κλπ. Κανένα ζώο δεν διαθέτει γλωσσική δημιουργία. Η επικοινωνία των ζώων καθορίζεται βιολογικά – εάν και σε μας η επικοινωνία καθοριζόταν βιολογικά, οι άνθρωποι όλοι θα μιλούσαν μία γλώσσα, αλλά αυτή δεν θα ήταν γλώσσα! Να ένα άλλο ερώτημα. Η γλώσσα ήταν λύση σε κάποιο πρόβλημα ή προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας άλλης λύσης σε κάποιο άλλο πρόβλημα; Η όρθια στάση ήταν λύση σε κάποιο πρόβλημα – το γεγονός όμως ότι υποφέρουμε από τη μέση ή ότι οι γυναίκες δυσκολεύονται να γεννήσουν ήταν παρενέργειες οδυνηρές μια λύσης σε κάποιο πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε και το λύσαμε με την όρθια στάση. Αυτό το ερώτημα οφείλουμε να το διατυπώσουμε για όλα τα ιδιαίτερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η επίγνωση του θανάτου ήταν λύση σε κάποια πρόβλημα, δυσχέρεια, αδυναμία ή ήταν κάτι που προέκυψε ως μη αναμενόμενη συνέπεια μιας άλλης λύσης; Θεωρώ ότι η γλώσσα ήταν και λύση σε κάποιο πρόβλημα και προέκυψε ως μη αναμενόμενη συνέπεια μιας άλλης λύσης. Καταλήγω σε αυτή την υπόθεση λόγω μιας άλλης υπόθεσης που αφορά την ανθρωπογένεση. Θεωρώ ότι γίναμε άνθρωποι επειδή βάλαμε όρια στην ελευθερία και στην επιθυμία μας. Ο προάνθρωπος δεν είχε όρια στην ελευθερία και στην επιθυμία και αναγκάστηκε να βάλει, αντιμετωπίζοντας το φάσμα της εξαφάνισης λόγω της αλληλοβοράς. Η αλληλοβορά επιβιώνει ως ασυνείδητο, τα όρια στην ελευθερία και στην επιθυμία εμφανίζονται ως φροντίδα, μέριμνα, συνεργασία, αλληλεγγύη. Θεωρώ λοιπόν ότι η γλώσσα καταγράφει και την αλληλοβορά/ασυνείδητο και τη συνεργασία. Η ανθρωπογένεση είναι η γλώσσα και η επίγνωση του θανάτου. Δεν μπορεί να υπάρξει επίγνωση του θανάτου χωρίς τη γλώσσα, ούτε η γλώσσα χωρίς την επίγνωση του θανάτου. Μιλάμε για να επικοινωνήσουμε αλλά και να πληγώσουμε. Οι σφαίρες και τα λόγια δεν γυρίζουν πίσω. Ο Αισχύλος εκλαμβάνει τα λόγια ως βλήματα που πληγώνουν – θα το εξετάσουμε σε ένα προσεχές σημείωμα. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Κάθεται ο Αγκάμπεν στη βεράντα του σπιτιού του με τη γυναίκα του. Κάποια στιγμή νιώθει ότι κρυώνει. Είναι όμως κουρασμένος. Πως θα μπορέσει να φορέσει μια ζακέτα; Υπάρχουν πολλοί τρόποι. Μπορεί να αρχίσει να τρίβει με τις παλάμες του τα μπράστα του. Η γυναίκα του θα το καταλάβει και θα σηκωθεί να του φέρει μια ζακέτα. Εάν παρατηρήσει ότι η γυναίκα του δεν τον βλέπει, θα συμπληρλωσει: κάνει ψυχρίτσα – και η γυναίκα του θα σηκωθεί να του φέρει μια ζακέτα. Τι έχουμε εδώ; Προσταγή; Εάν η γυναίκα του δεν πιάσει τον υπαινιγμό, ο Giorgio θα πει: θα ήθελα μια ζακέτα, ή, μπορείς να μου φέρεις, σε παρακαλώ, μια ζακέτα; Είναι προσταγή αυτό; Εάν η γυναίκα του τού πει, είμαι κουρασμένη, ή, να πας να τη πάρεις μόνος σου, αυτό είναι ανυπακοή; Εάν είχε μια οικιακή βοηθό, θα της έλεγε; Τζούλια, φέρε μου σε παρακαλώ μια ζακέτα, ή, θα μου φέρεις σε παρακαλώ μια ζακέτα; Ένας άξεστος χωριάτης θα έλεγε στη γυναίκα του: Γυναίκα, φέρε μου μια ζακέτα! Γρήγορα! Κι αν αυτή έλεγε ‘δεν μπορώ’, θα επαναλάμβανε: φέρε τη ζακέτα, μη σου γαμήσω καμιά Παναγία! Προσεγγίζω το ζήτημα της βούλησης αλλά πριν το κάνω θα ήθελα να επισημάνω κάτι που πιθανόν να μην το έχει συνειδητοποιήσει ο Αγκάμπεν. Κάποιος προστάζει και κάποιος υπακούει. Στη περίπτωση αυτή εγκαθιδρύεται μια κοινωνική σχέση. Γνωρίζουμε ότι αυτός που διατάζει είναι ο Κύριος, ή, όποιος διατάζει γίνεται Κύριος, και αυτός που υπακούει είναι ή γίνεται υποτελής. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο υπάκουος και σώφρων Υποτελής διατάζει αυτόν που συνήθως διατάζει, εννοώ τον Κύριο ή τον Θεό; Γιατί όταν ο Υποτελής εκλιπαρεί, ικετεύει, προσεύχεται, παρακαλάει, μεταχειρίζεται Προστακτική, προστάζει δηλαδή; Πως το ανέχεται αυτό ο Κύριος και ο Θεός; Ο ενδεής ζητιάνος διατάζει: δώστε μου ένα εβρό! Ο ένοπλος ενδεής ληστής διατάζει: βάλτε τα λεφτά στον σάκο! Ο ενδεής χριστιανός προσεύχεται και διατάζει: πάτερ ημών, τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον – το δος είναι προστακτική αορίστου. Η προσευχή είναι προσταγή που απευθύνεται στον Θεό! Νομίζω ότι η προσταγή του υπάκουου Υποτελούς ρίχνει άπλετο φως στο φαινόμενο της προσταγής. Υποστηρίζω ότι εάν η ικεσία διατυπώνεται ως προσταγή, είναι διότι η προσταγή είναι ικεσία και θα πρέπει να την θεωρήσουμε ως έκφραση της ένδειας. Η προσταγή κρύβει, μάλλον είναι ένδεια. Αυτά προς το παρόν. Θα συνεχίσω με το ζήτημα της βούλησης, αφού πρώτα πιω ένα καφεδάκι και καπινίσω ένα τσιγαράκι. Ο Αγκάμπεν, φίλες και φίλοι, παρατηρεί ότι κανείς δεν μπόρεσε να ορίσει τι είναι η βούληση. Πολύ ωραία. Δεν θα επιχειρήσω να ορίσω ούτε εγώ τι είναι η βούληση. Εκείνο το οποίο όμως θα προσπαθήσω είναι να εντοπίσω τι εννοούσαν με τη λέξη βούλησις οι ομιλητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε και ίσως να είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Λέω λοιπόν ότι η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης βρίσκεται στον Θουκυδίδη (3.39) και ίσως να είναι μια λέξη που την έπλασε ο γλωσσοπλάστης (λεξιπλάστης) ιστορικός. Σημαίνει ‘σφοδρή επιθυμία που επιδιώκει την επίτευξη κάποιου σκοπού’. Προέρχεται από μια αρχαιότερη, τη λέξη βουλή, που διαβάζουμε για πρώτη φορά στο προοίμιο της Ιλιάδας (Α 5): Διός δ’ ετελείετο βουλή. Η βουλή είναι ένα σχέδιο που παράγεται από μια σφοδρή επιθυμία, σχέδιο που πρέπει να υλοποιηθεί. Η σφοδρότητα της επιθυμίας παραπέμπει στη <span style=”color: #ff0000;”>βιαιότητα</span> και την <span style=”color: #ff0000;”>ταχύτητα</span> εκπλήρωσης της επιθυμίας και υλοποίησης του σχεδίου. Αναρωτιέμαι: το στοιχείο της βιαιότητας και της ταχύτητας υπάρχει στη λέξη βουλή; Πριν απαντήσω, ας δούμε ένα ρήμα που διαβάζουμε πολλές φορές στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Πρόκειται για το ρήμα εφίημι: επί και ίημι. Ίημι σημαίνει ρίχνω, βάλλω, το ίδιο σημαίνει και το εφίημι. Το μέσο εφίεμαι όμως σημαίνει προστάζω αλλά και σκοπεύω και επιθυμώ σφοδρώς. Αυτή η σημασιολογική εξέλιξη του εφίεμαι είναι πολύ περίεργη. Πως ένα ρήμα που στην ενεργητική διάθεση δηλώνει την εκσφανδόνιση ενός βλήματος (το θέμα επιβιώνει στη λέξη ενεση: εν-ε-σις), στη μέση διάθεση δηλώνει σκοπεύω, επιθυμώ σφοδρότατα και διατάζω. Και δεν είναι μόνο το μοναδικό ρήμα που ενώ η αρχική του σημασία παραπέμπει στη βολή ή στην ταχύτητα να σημαίνει και σκοπεύω, επιθυμώ και προστάζω. Η λέξη βουλή είναι της ιωνικής-αττικής διαλέκτου. Στη δωρική διάλεκτο έχουμε βωλά, στη λεσβιακή (αιολική της Λέσβου) βόλλα. Όλοι αυτοί οι τύποι προέρχονται από ένα πρωτοελληνικό βολ-να, όπου το -να είναι το θηλυκό του μορφήματος -νος που σημαίνει τον κύριο, τον κάτοχο: ουρα-νός, είναι ο κύριος των νερών που προέρχονται από ψηλά. Στη λατινική, sylvanus είναι ο κύριος των δασών – το συναντάμε και σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Το μόρφημα βολ- προέρχεται από το *qwol-, το οποίο είναι ετεροίωση του μορφήματος *qwal- από το οποίο προέρχεται το ρήμα βάλλω! Το μόρφημα λοιπόν βολ- το εντοπίζουμε και στις λέξεις βολή, βολίς, βόλος! Τι είναι λοιπόν η βουλή; Είναι η κυρία των βολών, των ρίψεων, είναι η κατ’ εξοχήν βολή, το κατ΄εξοχήν βλήμα. Η επιθυμία εκλαμβάνεται ως βλήμα , το οποίο εκσφενδονίζεται, εναντίον τίνος όμως; Έχουμε υποστηρίξει ότι όλες οι έννοιες της θρησκείας, οικονομίας, πολιτικής, τέχνης, φιλοσοφίας προέρχονται από το πολεμικό και ποιμενικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Η λέξη βουλή, και βούληση, προέρχεται από πολεμικά συμφραζόμενα, άρα από ποιμενικά. Ποια είναι η κατ΄εξοχήν βουλή του ποιμένα-πολεμιστή, του ήρωα; Εναντίον τίνος κατευθύνεται η βουλή-βλήμα; Ο στίχος του προοιμίου της Ιλιάδας μας λέει ότι η κομβική επιθυμία του ήρωα είναι η επινόηση της πραγματικότητας, δηλαδή, η πραγματικότητα να είναι η υλοποίηση των επιθυμιών μου ή μιας πολύ βασικής επιθυμίας. Διός δ’ ετελείετο βουλή: και έτσι ολοκληρώθηκε, υλοποιήθηκε η επιθυμία, το σχέδιο του Δία. Ποια είναι η πυρηνική επιθυμία του ήρωα; Είναι να γίνει Ζεύς, αθάνατος, αήττητος. Πως θα τα καταφέρει; Μόνο εάν νικήσει τον θάνατο και γίνει αθάνατος, μόνο δηλαδή εάν υποτάξει τη φύση και γίνει πιο ισχυρός από αυτήν, άρα και από τους αντιπάλους του. Η επιθυμία, το σχέδιο, η βουλή, είναι ένα βλήμα που εκσφενδονίζει ο ήρωας, ο πολεμιστής-ποιμένας με βιαιότητα και ταχύτητα κατά του θανάτου, κατά της φύσης. Αυτός είναι ο δυτικός πολιτισμός. Εάν ο Αγκάμπεν διαπιστώνει ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε τη βούληση και αναρωτιέται, η βούληση τίνος, εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε γενικά τη βούληση, αλλά μόνο να εντοπίσουμε τη βούληση κάποιων.Θεωρώ ότι αυτοί οι κάποιοι είναι οι ποιμένες-πολεμιστές, οι ήρωες. Θα συνεχίσω αύριο με το εξής ζήτημα: εγώ, ο Αθανάσιος Δρατζίδης, ο ‘Ακης Γαβριηλίδης και ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν είμαστε δούλοι στις φυτείες της Λουιζιάνας και μας αναγκάζουν οι αφέντες μας δουλοκτήτες να τους κάνουμε πίπα, με άλλα λόγια μας τσιμπουκώνουν. Τι θα κάνουμε; Εάν νομίζετε ότι αυτό το έβγαλα από το νοσηρό μυαλό μου, κάνετε λάθος. Διότι όντως οι δουλοκτήτες τσιμπούκωναν τους δούλους τους.
Σχολιάστε ελεύθερα!