in Κυριαρχική

ο Giorgio Agaben και ο Άκης Γαβριηλίδης συζητούν για την προσταγή και την Προστακτική

φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα

    Μου αρέσει πολύ, χαίρομαι, όταν διαβάζω και μαθαίνω τι απασχολεί έναν διανοητή, με τι καταπιάνεται, τι διαβάζει, τι σκέφτεται  και τι γράφει. Η χαρά είναι μεγαλύτερη όταν πρόκειται για κάποιον διανοητή που φροντίζεις να διαβάζεις ό,τι μπορείς να διαβάσεις  από αυτά που δημοσιεύει. Οι Άκης Γαβριηλίδης και ο Τζιόρτζιο Αγκάμπεν είναι διανοητές που τους διαβάζω με μεγάλη προσοχή – πάντα κάτι μαθαίνω, πάντα νέες γόνιμες συνάψεις (συναντήσεις) γίνονται στον εγκέφαλό μου. Φαντάζεστε λοιπόν με τι χαρά δάβασα μια συνέντευξη που πήρε ο Άκης Γαβριηλίδης από τον Agaben και τη διάβασα στο Nomadic univesality (αναδημοσιευμένη και στον Κενό Φακελο), στην οποία συζητούν για την βιοπολιτική, την κατάσταση εξαίρεσης, την προσταγή, για την ανθρωπογένεση και την προέλευση της γλώσσας, για την διαχείριση της αταξίας από τον Κύριο και άλλα πολλά.

Αύριο θα ασχοληθούμε με τις απόψεις που διατυπώνει ο Αγκάμπεν για τη γλώσσα και την προσταγή, μιας και όπως γνωρίζετε η προσταγή είναι ένα από τα βασικά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται η Κακιά Σχολή. Σήμερα, θα κάνω ένα σχόλιο πάνω σε ένα μέρος της συζήτησης που αφορά την έλλειψη της Προστακτικής του ρήματος είμαι. Προς το τέλος της συνέντευξης, σε μια διαπίστωση του Γαβριηλίδη για το ενδιαφέρον του Αγκάμπεν ‘ για  την αποδόμηση της ουσιοκρατικής  διάστασης της ανθρώπινης κοινότητας που βασίζεται πάνω στη γλώσσα’ , ο Αγκάμπεν ολοκληρώνει τη σκέψη του ως εξής (πίσω από τα έντονα γράμματα ο Άκης Γαβριηλίδης):

Κατι άλλο που ανακάλυψα σε αυτή την έρευνα, είναι ότι και εδώ, ακόμα μια φορά, η μηχανή είναι πάντοτε διπλή. Η φιλοσοφική  – θα μπορούσαμε να πούμε και οντολογική – μηχανή της κοινωνίας μας είναι διπλή. Από τη μιά έχουμε μια οντολογία που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε με δύο ελληνικές λέξεις – δεν ξέρω αν έχουν μείνει ίδιες – έχουμε έναν κόσμο, μια λογική που είναι στην οριστική έγκλιση, τον κόσμο του έστι – ή εστί. . .;

Στα νέα ελληνικά υπάρχει η μνήμη αυτού του όρου, αλλά δεν χρησιμοποιείται πλέον.

Και πως εκφράζετε την έννοια ‘est’ ;

Χρησιμοποιούμε το παλιό απαρέμφατο ως τρίτο πρόσωπο της οριστικής  ‘ αυτός είναι’ .

Έχουμε επομένως μια οντολογία του είναι, που ενδιαφέρεται για το πως είναι ο κόσμος, και από την άλλη μια οντολογία της προστακτικής: έστω. Το λέτε αυτό ακόμη;

Όχι!

Πως λέτε τη προστακτική; Το ‘ να είσαι’;

Δεν το λέμε! Είναι περίεργο, αλλά δεν υπάρχει προστακτική του ρήματος ‘είμαι’ στα νέα ελληνικά. Λέμε ΄γίνε’. Από το γίγνεσθαι.

Αυτή λοιπόν η οντολογία του γίνε ενδιαφέρεται όχι για το πως είναι ο κόσμος, αλλά για το πως οφείλει  να είναι ο κόσμος. κλπ.

   Αυτά και πολλά άλλα και άκρως ενδιαφέροντα συζητούν οι δυο διανοητές. Η τελευταία πρόταση του Αγκάμπεν συνοψίζει την δυτική (αρχαιοελληνική) μεταφυσική, η οποία δεν είναι παρά αντεστραμμένη τελολογία. Ο πλατωνικός δημιουργός του κόσμου (Τίμαιος) δεν είναι παρά αυτό που θα ήθελε να ήταν ο Κύριος (δουλοκτήτης γαιοκτήμονας) – κάτι που σχεδόν εκπλήρωσε μετά από πολλές χιλιάδες χρόνια ο (καπιταλιστής) Κύριος. Λέω σχεδόν διότι η κομβική του επιθυμία να γίνει πιο ισχυρός από τη φύση, αθάνατος δηλαδή, για να γίνει πιο ισχυρός στο πεδίο του (κοινωνικού) πολέμου από τον αντίπαλο του, δεν εκπληρώθηκε και ούτε πρόκειται. Ο Κύριος έγινε θεός αλλά όχι Θεός – θα λέγαμε ότι έγινε ψιλικατζής Θεός.

Αυτό λοιπόν το έστω, το τρίτο ενικού πρόσωπο της προστακτική του ρήματος ειμί καταγράφει τις επιθυμίες του Κυρίου (δουλοκτήτη γαιοκτήμονα). Γιατί όμως δεν υπάρχει Προστακτική του ρήματος ‘ είμαι’  στα νέα ελληνικά; Γιατί η προστακτική είναι ‘γίνε’; Το τρίτο πρόσωπο ‘είναι’ ε’ιναι το απαρέμφατο του ρήματος ειμί, είναι; Με αυτά τα ζητήματα θα καταπιαστούμε σήμερα.

Από μορφολογικής έποψης, διακρίνουμε τα ρήματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας σε δυο κατηγορίες (συζυγίες). Την αθέματη και την θεματική. Στην πρώτη συγκαταλέγονται τα ρήματα που λήγουν σε -μι (ειμί, είμι [πηγαίνω], φημί [ισχυρίζομαι, υποστηρίζω], δίδωμι και πολλά άλλα)· στη δεύτερη τα ρήματα που λήγουν σε -ω (φέρω, λέγω).  Σε ένα μελλοντικό σημείωμα θα δείξουμε ότι η θεματική συζυγία προέρχεται από την αθέματη. Δηλαδή το φέρω προέρχεται από το *φέρομι. Κανονικά θα έπρεπε να είχαμε *φέρμι, όπως είχαμε εσ-μί > ειμί – αλλά με την ανάπτυξη του φωνήετος ο πλάστηκε ο τύπος φέρομι από τον οποίο προέκυψε το φέρω. Και ενώ στην αρχή τα περισσότερα ρήματα έληγαν σε -μι, μετά την αρχαϊκή εποχή ένα ένα εξαφανίζονταν, δεν χρησιμοποιούνταν δηλαδή. Μετά τον τρίτο μ. Χ. αιώνα, τα ρήματα αυτά εξαφανίστηκαν τελείως. Δεν ήταν η μόνη γλωσσική αλλαγή. Μετά τον τρίτο αιώνα, και μέχρι τον ένατο, δέκατο, χάθηκε το απαρέμφατο, η μετοχή, η ευκτική, η δοτική, το θηλυκό άρθρο αι εξοβελίστηκε από το αρσενικό οι (οι γυναίκες,  λέμε, όχι αι γυναίκες!)  και άλλα πολλά. Το αποτέλεσμα ήταν να διαμορφωθεί η νέα ελληνική, που είναι άλλη γλώσσα, πολύ συγγενική με την αρχαία ελληνική.  

 Κι ενώ το είμι και το φημί και άλλα πολλά χάθηκαν, το δίδωμι έγινε δίδω και δίνω, το τίθημι έγινε θέτω, το ρήμα ειμί άλλαξε διάθεση: από ενεργητικό έγινε μεσοπαθητικό. Και διαμορφώθηκε με τις καταλήξεις της μέσης φωνής:

είμαι, είσαι, . . ., είμαστε, είσαστε, . . .

Στο τρίτο ενικό θα πρέπει να είχαμε *είται (χαίρε-ται) και στο τρίτο πληθυντικό *είνται (χαίρο-νται) ή *είονται. Δεν έχουμε όμως ούτε *είται ούτε *εί(ο)νται αλλά ‘ είναι’  και στις δύο περιπτώσεις. Οι ομιλητές προτίμησαν τον τύπο ΄είναι΄ που μορφολογικά ομοιάζει με το απαρέμφατο   ‘είναι’   αλλά όχι σημασιολογικά. Έτσι, αυτό το είναι δεν είναι το απερέμφατο ‘ είναι’  αλλά ένας τύπος που επηρεάστηκε μορφολογικά από αυτό.

Να σας υπενθυμίσω ότι στον αόριστο (εγενόμην), που είναι πιο συχνός από τον ενεστώτα, στον παρακείμενο (γέγονα) και τον υπερσυντέλικο (εγεγόνειν)  το ρήμα ειμί σχηματίζεται από το θέμα γεν- που εντοπίζουμε στο γίγνομαι (από το γι-γεν-ο-μαι) αλλά και στο γένος, στη γέννα και άλλα. Κατά συνέπεια, το μόρφημα εσ- (εσ-μί, εσ-μέν, εσ-τέ)  από τη μια συνδέει το υποκείμενο με το κατηγόρημα (ο ουρανός είναι ευρύς), είναι μέρος του κατηγορήματος, και από την άλλη δηλώνει και την ύπαρξη (υπαρκτικό). ως συνδετικό, δεν μπορεί να έχει προστακτική – ως υπαρκτικό όμως μπορεί να έχει. Η προστακτική έσο, έστω, κλπ, είναι υπαρκτικού περιεχομένου: έστω, ας γίνει: εάν πω ‘ο ουρανός έστω ευρύς’ σημαίνει ‘ ο ουρανός ας γίνει ευρύς’.  

Με την μετεξέλιξη του ειμί από ενεργητικό σε μεσοπαθητικό, το ‘είμαι’ συνέχισε να είναι και συνδετικό και υπαρκτικό. Λέμε, λόγου χάριν, ο ουρανός είναι ευρύς. Λέμε, είμαι, ήμουν (παρατατικός), θα είμαι (μέλλων), αλλά στον αόριστο ‘έγινα’, στον παρακείμενο ‘έχω γίνει’, κλπ (είχα γίνει, θα έχω γίνει). Αλλά οι τύποι αυτοί είναι ενεργητικής φωνής! Ένα ρήμα είμαι έχει χρόνους και στην ενεργητική και στην μεσοπαθητική!  Στην προστακτική Ενεστώτα, είναι μόνο υπαρκτικό, οπότε χρησιμοποιείται το γίνει, ας γίνει, κλπ.

Υπάρχει όμως και η Προστακτική ‘να είσαι’ – ο Άκης Γαβριηλίδης λέει ότι δεν το λέμε. Το λέμε όμως: να είσαι φρόνιμος εκεί που θα πας! Είναι προστακτική! Να είσαστε καλά παιδιά, έτσι δεν λέμε; Έτσι λέμε. Με άλλα λόγια, παίζει και η προστακτική γίνε και η προστακτική να είσαι.

 Θα μπορούσαμε λοιπόν να προστάξουμε και να πούμε, γίνε αθάνατος, αλλά και να είσαι αθάνατος. Σημασιολογικά, το γίνε αθάνατος δεν σημαίνει ακριβώς ό,τι και το να είσαι αθάνατος. Στη πρώτη περίπτωση, το ‘γίνε’ παραπέμπει σε μια διαδικασία, σε μια τάση· στη δεύτερη, το ‘να είσαι’ όχι μόνο παραπέμπει σε μια μελλοντική κατάσταση, αλλά καταγράφει και μια επιθυμία η οποία πρέπει να εκπληρωθεί. 

Εάν συνοψίζαμε τη δυτική μεταφυσική σε μια πρόταση, αυτή η πρόταση θα ήταν η εξής: ό,τι υπάρχει, ό,τι είναι (Είναι), δεν γίνεται· ό,τι γίνεται (Γίγνεσθαι), δεν υπάρχει, δεν είναι. Το γεγονός ότι το Είναι και το Γίγνεσθαι είναι οι βασικοί όροι της δυτικής μεταφυσικής δεν είναι καθόλου τυχαίο. Ο Παρμενίδης εξοβέλισε τελείως το Γίγνεσθαι και εξύμνησε το Είναι, όπου το Είναι, το εόν, δεν είναι παρά η Κυριαρχία. Το εόν υπάρχει (Κυριαρχία), το μη εόν (η μη-Κυριαρχία)  δεν υπάρχει. Ο Πλάτων θεώρησε ότι αυτή η προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας, της Κυριαρχίας δηλαδή,  δεν είναι και πολύ σωστή: αναγνωρίζει ότι ο Κύριος δεν είναι πανίσχυρος (αθάνατος) αλλά ότι οφείλει, πρέπει, επιθυμεί να γίνει – κάτι που το είπε η Ιλιάδα πριν από αυτόν κι αυτός είναι ο λόγος που ο Πλάτων βγάζει  εξανθήματα με τον Όμηρο. Με την επιστήμη ασφαλώς, και την ‘τεχνολογία’ βέβαια – ο δημιουργός, ο Θεός,  είναι τεχνίτης, μάστορας. Και ο Κύριος οφείλει να γίνει, να είναι δημιουργός. Τι είμαι΄(οντολογία)-τι θέλω να γίνω(τελολογία): αυτή είναι η διπλή μηχανή όχι της κοινωνίας αλλά της Κυριαρχίας, του Κυρίου, σε μια συγκεκριμένη και ιστορικά καθορισμένη κοινωνία.

Είναι γεγονός ότι ο (αρχαίος έλληνας) Κύριος θέλει να προστάζει τη φύση, θέλει να την υποβιβάσει στην κατάσταση του Υποτελούς. Η στρατηγική αυτή καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνει τον θάνατο (βίαιο και μη). Ο θάνατος είναι ήττα, είναι απώλεια της ζωής, της ισχύος, του πλούτου, του κλέους (φήμης, δόξας). Ο Κύριος εκλαμβάνει τον θάνατο, που είναι ένα φυσικό φαινόμενοι,  ως αήττητο Κύριο, οπότε ο αήττητος Κύριος δεν είναι άλλος από την ίδια τη φύση. Ο θάνατος είναι ο Χάρων, αυτός που έρχεται με την κόσα, το μεγαλο δρεπάνι, και χαίρεται κόβοντας  κεφάλια κξαι αρπάζοντας τη ζωή, ότι κάνει ακριβώς και ο (ήρωας ) Κύριος. Ο Θάνατος, αυτός ο αήττητος πολεμιστής, δεν είναι παρά αυτό που θα ήθελε να ήταν ο ίδιος ο Κύριος. 

Υπάρχουν δύο τρόποι να νικήσουμε τον αήττητο πολεμιστή Θάνατο, τη φύση δηλαδή,  και να γίνουμε αθάνατοι. Ο πρώτος: εάν εξολοθρεύσουμε τη ζωή, θα εξολοθρεύσουμε και τον θάνατο – νομίζω ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα: εάν εξοντώσουμε τη ζωή, θα πάψουμε να υπάρχουμε και εμείς, οι Κύριοι! Ο δεύτερος: να εντοπίσουμε τον θάνατο και να τον εκτελέσουμε χωρίς δίκη – το έργο αυτό το έχει αναλάβει η μοριακή βιολογία και άλλοι πολλοί κλάδοι. Θα  έλεγα τώρα τελευταία δεν αισθάνονται και πολύ καλά – διαπίστωσαν ότι η φύση χρησιμοποιεί την αθανασία για να ξεπαστρέψει έναν οργανισμό (καρκίνος)!

Τα λέω αυτά δίκην εισαγωγής στο αυριανό σημείωμα. Ο Αγκάμπεν αποσυνδέει την προσταγή από τη βούληση – δεν συμφωνώ. Εάν μπορούσα, θα τον ρωτούσα: Giorgio, γιατί όταν ικετεύουμε, παρακαλούμε, εκλιπαρούμε, προσευχόμαστε, ευχόμαστε μεταχειριζόμαστε Προστακτική;

Δεν μπορώ. Δεν πειράζει.

Θα συνεχίσω αύριο το πρωί.

 

 

Σχολιάστε ελεύθερα!

  1. υπάρχει και μια άποψη ότι το ¨εόν¨ πρέπει να το μεταφράζουμε ως ¨αυτό που είναι στο παρόν¨ και να μη το συγχέουμε με το ¨ον¨ . Σ’αυτή την περίπτωση ίσως θα ήταν καλό να ξαναδιαβάσουμε τον Παρμενίδη . Πιθανόν είναι φιλόσοφος και του ¨γίγνεσθαι¨, πολύ περισσότερο από όσο νομίζαμε τουλάχιστον. Παραθέτω τον τίτλο του βιβλίου στο οποίο αναφέρεται αυτή η διάκριση

    La pensee de Parmenide

    Lambros Couloubaritsis

    Editions Ousia

    Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση Αθανάσιε

  2. Μάκη, οι ερμηνείες του ‘περί φύσιος’ του Παρμενίδη είναι τόσες όσοι και οι ερμηνευτές. Δεν γνωρίζω το βιβλίο που παραθέτεις, σε ευχαριστώ πολύ γι αυτό – θα γνωρίζεις ότι η βιβλιογραφία για τον Παρμενίδη είναι τεράστια.
    Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι το εόν, ιωνικός τύπος της λέξης ον, ‘εμφανίζεται ως το υποκείμενο όλων των κατηγορήσεων ‘(Μουρελάτος, Οδοί της γνώσης και της πλάνης), το εόν είναι ‘αυτό που είναι’ και είναι αγένητο, δεν επιδέχεται προσαύξηση, αποκλείει τη γένεση, είναι άχρονο, είναι αδιάιρετο, είναι ακίνητο, είναι ολοκληρωμένο (τετελεσμένον). Έχω την εντύπωση ότι πίσω από την αοριστία του εόντος και του μη εόντος βρίσκεται κάτι πολύ συγκεκριμένο αλλά πολύπλευρο. Θεωρώ ότι μια πλευρά αυτού του συγκεκριμένου είναι και η Κυριαρχία ως κοινωνική σχέση. Όλα τα χαρακτηριστικά που παραθέτει ο Παρμένίδης για το εόν είναι και χαρακτηριστικά της Κυριαρχίας – θα ήθελε να ήταν έτσι. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρώ ότι η Παρμενίδεια μεταφυσική (άρα και η πλατωνική, και η δυτική) είναι αντεστραμμένη τελολογία.

  3. Δυο παρατηρήσεις από την καθημερινή, σύγχρονη γλώσσα:
    Λέμε
    “έσο έτοιμος!” (όλως περιέργως ο τύπος χρησιμοποιείται μόνο σε αυτήν την φράση, σε καμμία άλλη!)
    και
    “έστω!” όταν κάνουμε μια συζήτηση και θέλουμε μέσες άκρες να τη συνεχίσουμε παραδεχόμενοι έστω και κάτι που μπορεί να έχει πολλές ενστάσεις ή με το οποίο γενικά δεν συμφωνούμε, αλλά από ανάγκη αφήνουμε μια παραδοχή να περάσει προς όφελος του συνομιλητή μας.

    ΣΤα δε οικονομικά υπάρχει η αρχή της… “μοντελοποίησης”, δηλ. το να περιγράφεις την οικονομία σχηματικά, που αρχίζει
    “έστω ότι”… π.χ. “έστω (ότι μελετούμε) μια αγορά όπου παράγονται μόνο βούτυρο και κανόνια” (υπάρχει πιθανότητα να έχουμε στην αληθινή ζωή μια τέτοια οικονομία;)

    Η τελευταία παρατήρηση είναι από συζήτηση με μια φίλη που κάποια στιγμή απηύδησε με αυτές τις παραδοχές στην οικονομική επιστήμη.
    Είναι ενδιαφέρον πάντως σε ποιές περιπτώσεις επέζησε η παλιά προστακτική…

  4. Να προσθέσω οτι ο όρος για τον οποίο συζητούν εδώ, με τον οποίο έχω οικειότητα μόνο στα γαλλικά δυστυχώς είναι επίσης (στα γαλλικά) devenir. Πολλοί γάλλοι αυτόνομοι έχουν επηρρεαστεί απ αυτά που λέει ο agamben( που δεν τα ξέρω καλά) και θεωρούν το-να-γινόμαστε αναπόσπαστο στοιχείο της κομμουνιστικής θεωρίας που έχει να κάνει με την επέκταση του κομμουνισμού. Κάποιοι-ες μάλιστα προτάσουν το devenir σε αντίθεση με την αναμονή της “μεγάλης βραδυάς” της επανάστασης.
    To “Τι είμαι΄(οντολογία)-τι θέλω να γίνω(τελολογία)” εδώ θεωρείται κινητήρια δύναμη. Ένας βολονταρισμός των “υποτελών”.
    Απ όσο καταλαβαίνω θεωρείς αφενός οτι το “Τι είμαι΄(οντολογία)-τι θέλω να γίνω(τελολογία)” είναι εργαλείο του Κυρίου. Ταυτόχρονα θεωρείς οτι δεν γίνεται να μαχόμαστε με τον τρόπο του Κυρίου. Μπερδεύτηκα λίγο.