φίλες κε φίλοι, καλή σας μέρα
Ξαναδιαβάζω (για δεύτερη φορά) το αρρωστούργημα του Γιάκομπ Μπούρκχαρντ ‘ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία’. Διάβασα μεταξύ των άλλων λοιπόν ότι σε μια πόλη ο λαός ήθελε να ευχαριστήσει τόσο πολύ έναν στρατιωτικό ηγέτη για τις υπηρεσίες του, σε μια εποχή συνεχών πολέμων και ανείπωτων φρικαλεοτήτων, που δεν μπορούσε να βρει έναν τρόπο να το κάνει. Κάποιος πρότεινε να τον σκοτώσουν και μετά να τον λατρεύσουν. Έτσι και έγινε.
Θα ασχοληθούμε λοιπόν σήμερα, και αύριο και μεθαύριο με το ζήτημα της ηγεσίας. Αναπόφευκτα, θα καταπιαστούμε και με το ζήτημα του θύματος -και θα εξηγήσω γιατί. Σκέφτομαι και άναρωτιέμαι: υπάρχει άραγε μια εγγενής επιθυμία της ηγεσίας; Ή μήπως δεν υπάρχει αλλά είναι μια επίκτητη, πολιτισμική επιθυμία; Εάν υπάρχει, θα υπάρχει και μεταξύ αναρχικών και αναρχοαυτόνομων. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δεν είναι λίγοι οι αναρχικοί, κυρίως άνδρες, που θέλουν να είναι ηγέτες και συμπεριφέρονται ως ηγέτες. Πολύ συχνά, τον ρόλο του ηγέτη τον παίζει μια ολιγομελής ομάδα – κατα συνέπεια, εντός της ομάδας είναι αδύνατον να μην υπάρχει κάποιος ηγέτης – με τον θαυμασμό (φθόνο, δηλαδή) και την υπακοή να εμφανίζονται ως αναπόφευκτα και μη αντιμετωπίσιμα συμπτώματα.
Εκείνο που με απασχολεί είναι το εξής: είναι δυνατόν να υπάρξει ανθρώπινη ομάδα χωρίς ηγέτη και θύμα; Εάν δεν μπορεί να υπάρξει, τότε το παιχνίδι είναι χαμένο. Εάν μπορεί να υπάρξει, πως είναι δυνατόν να συμβεί και γιατί δεν συμβαίνει – είναι τόσο δύσκολο;
Είναι πολύ δύσκολο, φίλες και φίλοι. Όχι όμως αδύνατο. Γιατί είναι δύσκολο; Για να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα θα στρέψω την προσοχή μου σε τρεις κατηγορίες ομάδων: τις τροφοσυλλεκτικές (του παρελθόντος) , τις παιδικές και τις εργασιακές (του παρόντος). Ανθρωπολόγοι και εθνολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι υπήρξαν (υπήρχαν) συμβιωτικές ομάδες στις οποίες δεν υπήρχαν ηγέτες και θύματα. Οι ομάδες αυτές ήταν ανοιχτές και προσωρινού χαρακτήρα. Υπήρχε δηλαδή από τη μια μεγάλη κινητικότητα των μελών και από την άλλη οι ομάδες διαλύονταν και ανασυντίθενταν πολύ συχνά και με την παραμικρή αφορμή – η πιο βασική ήταν η διαφωνία. Η διαφωνία είναι ένα ζήτημα το οποίο συνδέεται άρρηκτα με την ηγεσία/θυματοποίηση, δεν θα ασχοληθούμε όμως σήμερα διεξοδικά με αυτό. Είναι αδύνατον να μην υπάρξει διαφωνία μέσα σε μια ομάδα. Παντελώς αδύνατον! Τι κάνει λοιπόν η ομάδα σε αυτή την περίπτωση, πως αντιμετωπίζεται η διαφωνία; Μπορούν να επιβάλουν κάποιοι τη δική τους γνώμη, σκέψη, εκτίμηση, παρόλο που δεν υπάρχει κάποια υλική ανταμοιβή και συμφέρον; Γιατί ομως να θέλουν να την επιβάλουν; Τα θέλω να γίνει το δικό μου, θέλω να γίνεις σαν και μένα, θέλω να γίνω σαν και σένα, δεν ανέχομαι υποδείξεις είναι εγγενείς συμπεριφορές του ανθρώπου;
Θεωρώ ότι είναι. Είναι όμως συμπεριφορές που αντιμετωπίζονται και οι άνθρωποι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους τις αντιμετώπιζαν πολύ αποτελεσματικά. Πως; Με τις ανοιχτές συμβιωτικές ομάδες, με την διαλυσιμότητα των ομάδων, με την κινητικότητα των μελών, με την σύμπηξη των ομάδων ως μια διηνεκή, αέναη διαδικασία. Όλα αυτά είναι φυγή, δεν είναι πάλη. Η φυγή είναι πάλη, η πάλη όμως δεν είναι φυγή. Ισχύει λοιπόν το εξής: ενωνόμαστε για να χωρίσουμε, χωρίζουμε για να ενωθούμε. Έτσι λοιπόν, οι συνεχείς διασπάσεις εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών ομάδων είναι γεγονότα τα οποία μας ευχαριστούν, όχι γιατί μας παραπέμπουν στο τροφοσυλλεκτικό μας παρελθόν αλλά διότι εντοπίζουμε μια σοφία που είναι παντελώς ασύνειδη. Ανθρωπολογικά μιλώντας. Και κομμουνιστικά, το σημειώνω μήπως και δεν εννοείται.
Ο συσχετισμός της διαφωνίας με τη φυγή είναι δυνατός, και εφικτός, μόνο εάν το επιτρέπει το κοινωνικό περιβάλλον. Εάν δηλαδή η κοινωνία αποτελείται από ανοιχτές ομάδες, τα μέλη των οποίων μπορούν ανά πάσα στιγμή να φύγουν και να πάνε σε μιαν άλλη, εάν η διαδικασία της οργάνωσης, αποδιοργάνωσης και αναδιοργάνωσης είναι συνεχής και απρόσκοπτη. Θέλουμε δε θέλουμε θα υποκύψουμε στον πειρασμό να συγκρίνουμε τις πολιτικές, θεωρητικές, εκδοτικές, καλλιτεχνικές και λοιπές ομάδες με αυτές των τροφοσυλλεκτών. Θα μας καταθλίψει η διαπίστωση ότι οι ομάδες αυτές είναι κλειστές, άρα με ανύπαρκτη κινητικότητα, ότι η διαδικασία της διαλυσιμότητας και της αέναης επανασύμπηξης. Εκ των πραγμάτων λοιπόν, δεν παραξενευόμαστε που το θέμα της ηγεσίας και της θυματοποίησης αποσιωπείται σθεναρά ενώ λάμπει εκτυφλωτικά δια της παρουσίας του.
Καταλήγω λοιπόν να διαπιστώνω ότι, εάν επιθυμούμε να απαλλαγούμε από το πρόβλημα της ηγεσίας, θα πρέπει να φέρουμε στο προσκήνιο την κατάσταση των ανοιχτών ομάδων, της κινητικότητας, της διαλυσιμότητας και της ελεύθερης αναδιοργάνωσης. Δεν θα είναι εύκολο – λόγω πολιτισμικής αδράνειας. Ένας ακροαριστερός ή αναρχικός ή αναρχοαυτόνομος ηγέτης πολύ δύσκολα θα απεμπολήσει τις αξιώσεις ηγεσίας, πολύ δύσκολα. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος και ο κύριος λόγος.
Αυτή η κινητικότητα λανθάνει στις απόψεις του μεταμοντέρνου νομαδισμού του πλήθους (Πάολο Βίρνο) που κυκλοφορούν στις μέρες μας στην Ευρώπη και εδώ. Το γεγονός όμως ότι δεν λανθάνει η ανοιχτή συμβιωτική προσωρινή ομάδα και η κομμουνιστική διαδικασία μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτές τις απόψεις ως έναν ύμνο στον ατομικισμό. Κατά συνέπεια, θα έλεγα, και μην με πετροβολήσετε, και στην πρόοδο. Κι αυτό διότι συχνάκις ταυτίζεται η πρόοδος και ο ατομικισμός. Εάν όμως σκεφτούμε ότι η πρόοδος τελειώνει, έχει ήδη τελειώσει, δεν θα δυσκολευτούμε να χαρακτηρίσουμε τον ατομικισμό ως αναχροινισμό και αρχαϊσμό.
Εάν κόψουμε τώρα τις μαλακίες και στρέψουμε το βλέμμα μας στις παιδικές ομάδες, θα παρατηρήσουμε κάποια πράγματα που θα μας βάλουν σε σκέψεις. Οι παιδικές ομάδες είναι ανθρώπινες ομάδες που τα μέλη τους βρίσκονται σε μια διαδικασία μετεξέλιξης: τα παιδιά είναι προάνθρωποι που γίνονται άνθρωποι, που μαθαίνουν και αναγκάζονται να περιορίσουν την ελευθερία τους και την επιθυμία τους. Εάν δεν το κάνουν, ο πολιτισμός θα είναι πηγή δυσφορίας. Εάν το κάνουν, θα είναι πηγή ευφορίας. Μελετώντας τα παιδιά και τις παιδικές ομάδες μπορούμε να μάθουμε πάρα πολλά για το προανθρώπινο παρελθόν μας.
Κάθε φορά που δημιουργείται μια παιδική ομάδα εμφανίζεται αμέσως ένας ηγέτης και ένα θύμα. Αυτό βέβαια θα συμβεί κι αν δημιουργηθεί μια ομάδα ενηλίκων, εστιάζω όμως στην παιδική ομάδα για να δούμε την εξελικτική πτυχή των ζητημάτων που μας απασχολούν. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Κάθε ομάδα για να αναπαραχθεί, για να μην διαλυθεί δηλαδή αυθωρεί και παραχρήμα, χρειάζεται έναν συντονισμό της δράσης των μελών της. Η δράση εδώ είναι το ομαδικό παιχνίδι και ομαδικό παιχνίδι χωρίς συντονισμό δεν μπορεί να υπάρξει. Κάποιος, κάποια προτείνει ένα παιχνίδι ή μια δραστηριότητα, κάποιοι δέχονται με χαρά και ενθουσιασμό, κάποιοι διαφωνούν – από αυτούς άλλοι θα μείνουν και θα συμφωνήσουν, άλλοι θα φύγουν και θα μείνουν μόνοι. Μερικοί από αυτούς θα προτιμήσουν να επιστρέψουν. Όλες όμως αυτές οι συμπεριφορές δεν κάνουν τίποτα άλλο να ενισχύουν τη θέση του ηγέτη αφενός και να προκαλούν βεβαίως ματαιώσεις και στερήσεις αφετέρου. Αυτός που προτείνει, και γνωρίζει, συντονίζει και γίνεται αυτό που λέμε φυσικός ηγέτης. Όπως όμως και η γνώση, ο συντονισμός ή απελευθερώνει ή υποδουλώνει.
Στη δεύτερη περίπτωση, σε συνδυασμό και με τις ματαιώσεις, τις συγκρούσεις και τις στερήσεις, προκύπτει μια κατάσταση υποφώσκουσας και λανθάνουσας διαπροσωπικής βίας η οποία εάν ξεσπάσει επιφέρει τη διάλυση της ομάδας. Η διάλυση της ομάδες μπορεί να αποφευχθεί μόνο εάν όλη αυτή η λανθάνουσα βία που σιγοβράζει στραφεί κατά ενός μέλους της ομάδας. Το οποίο μέλος θα τις τρώει από όλους, θα ταπεινώνεται, θα εξυβρίζεται, θα περιφρονείται και θα διώχνεται (συμβολικός φόνος). Πολύ συχνά, θύμα της ομάδας γίνεται ο συντονιστής (ο φυσικός ηγέτης) που έχει αποτύχει. Το ότι συχνά θύμα είναι κι αυτός που έχει επιτύχει δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητο.
Το παιδί που δεν δέχεται τους κανόνες του παιχνιδιού διώχνεται ανηλεώς. θα γνωρίζετε πόσο σκληρά είναι τα παιδιά – και είναι σκληρά γιατί είναι και προάνθρωποι. Φυσιολογικά παιδιά έχουν διαπράξει φοβερά και τρομερά εγκλήματα και τα έχουν διαπράξει ακριβώς επειδή είναι φυσιολογικά. Προχτές πήγα στη θάλασσα με τα παιδιά και δίπλα μας ήταν ένα νήπιο, γύρω στα ενάμισι με δύο χρονών. Κάποια στιγμή έπεσε αλλά εκεί που έπεσε έτυχε να βρίσκεται ένα μικρό αιχμηρό κλαδί. Το παιδί το έπιασε αμέσως, αμέσως, σηκώθηκε και στράφηκε απειλητικά προς τον Παύλο και την Αποστολία. Έτρεξε η μάνα του, το έπιασε από το χέρι, του πήρε το όπλο και το μάλωσε.
Το διώξιμο του παιδιού που δεν τηρεί τους κανόνες συμπυκνώνει και επαναλαμβάνει τη διαδικασία της μετεξέλιξης του προανθρώπου σε άνθρωπο. Εκείνο όμως που μας βάζει σε σκέψεις είναι το εξής: γιατί ή παιδική ομάδα, άρα η προανθρώπινη, δεν διαλύεται αλλά θυματοποιεί κάποιο μέλος μόνο και μόνο για να μην διαλυθεί; Δεν θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε. Καλύτερα να χάσουμε έναν και να ηρεμήσουμε και να παραμείνουμε ενωμένοι, παρά να διαλυθούμε και να κινδυνέψουμε να χαθούμε όλοι.
Όταν γίναμε άνθρωποι, όταν σταμάτησαν τα μέλη μιας ομάδας να τρώνε τα μέλη της άλλης, εξέλειψε και ο φόβος της διάλυσης. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ομάδες που επιδίδονταν στον κανιβαλισμό ήταν ομάδες κλειστές και μια κλειστή ομάδα αναπόφευκτα θα καταφύγει στον (συμβολικό) φόνο και τη (συμβολική) αλληλοβορά. Το πρόβλημα αυτό αντιμετώπισαν οι πρώτες αγροτικές κοινότητες. Οι ομάδες δεν ήταν τόσο κλειστές αλλά ήταν μόνιμες, με ανύπαρκτη κινητικότητα. Το αντιμετώπισαν όμως αποτελεσματικά και για να δούμε πως θα πρέπει να εξετάσουμε τη διαδικασία του συντονισμού της εργασιακής ομάδας.
Θα το κάνουμε αύριο το πρωί.
Σχολιάστε ελεύθερα!