φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Τι εννοούμε όταν λέμε σήμερα ‘Όμηρος’; Εννοούμε ένα πρόσωπο που έζησε κάποτε, έναν ποιητή που (θεωρούμε ότι) συνέθεσε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Θα σας φανεί παράξενο εάν αναρωτηθούμε τι να εννοούσαν άραγε οι αρχαίοι Έλληνες όταν έλεγαν Όμηρος. Μα φυσικά εννοούσαν αυτό που εννοούμε και εμείς!
Κι όμως, φίλες και φίλοι, δεν εννοούσαν μόνο αυτό. Εννοούσαν και κάτι άλλο. Διαθέτουμε κάποιες μαρτυρίες που μας λένε ότι πολλοί πρώιμοι ποιητές, του 7ου και 6ου αιώνα, χρησιμοποιούσαν το όνομα Όμηρος για να δηλώσουν ένα ποιητικό είδος, αυτό της ηρωικής προφορικής ποιητικής αφήγησης. Θα παραθέσω αυτές τις μαρτυρίες σε ένα μελλοντικό σημείωμα για να την εξετάσουμε προσεκτικά. Με τον ίδιο τρόπο, όταν χρησιμοποιούσαν το όνομα Ησίοδος δήλωναν όχι μόνο ένα πρόσωπο αλλά κι ένα συγκεκριμένο ποιητικό είδος, τη διδακτική ποίηση. Πριν δούμε μια ένδειξη περί της χρήσης του ονόματος ‘Όμηρος’ ως προσωποποίηση, ας εξετάσουμε μια μαρτυρία που την έχω πρόχειρη μπροστά μου.
Στην αρχαία υπόθεση (Ασπίδος Υπόθεσις) της Ασπίδος του Ηρακλέους, ενός σύντομου επικού ποιήματος, διαβάζουμε ότι ο Αριστοφάνης ο γραμματικός υποπτευόταν ότι δεν ήταν ποίημα του Ησιόδου, ενώ ο Απολλώνιος ο Ρόδιος υποστήριζε ότι ήταν. Διαβάζουμε ακόμα και το εξής: και Στησίχορος δέ φησιν Ησιόδου είναι το ποίημα. Η σύγχρονη έρευνα έδειξε ότι το ποίημα αυτό δεν είναι του Ησιόδου – ο Mazon υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να συντέθηκε προ του 590 π.Χ. Η Σούδα μας λέει ότι ο Στησίχορος γεννήθηκε το 632 (-629) και πέθανε το 556 (-553). Αυτά που διαβάζουμε στην Ασπίδα του Ηρακλέους τα διαβάζουμε και σε ένα ποίημα του Στησίχορου, τον Κύκνο, την υπόθεση του οποίου διασώζει ένα σχόλιο στον 10 Ολυμπιόνικο του Πινδάρου. Από τα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί φαίνεται ότι ο Στησίχορος, ο οποίος συνέθεσε τραγούδια που τραγουδούσε χορός (χορωδία), ήταν εξοικειωμένος τόσο με την ηρωική όσο και με την διδακτική ποίηση και είμαστε βέβαιοι ότι θα είχε διαβάσει την Ασπίδα του Ηρακλέους. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Εάν συντέθηκε, όπως πιστεύουμε, μετά το 590, την εποχή που ζούσε ο Στησίχορος, πως και την απέδιδε στον Ησίοδο, που είχε ζήσει δυο γενιές νωρίτερα; Υπάρχει μια λύση σε αυτό το πρόβλημα κι αυτή είναι γενικά αποδεκτή: με το όνομα Ησίοδος ο Στησίχορος δεν εννοούσε τον ποιητή Ησίοδο αλλά ένα ποιητικό είδος, μια ποιητική σχολή, ας το πούμε έτσι.
Ας δούμε τώρα μια μαρτυρία την οποία μπορούμε να σχολιάσουμε χωρίς να είμαστε ειδικοί ομηριστές. Ενώ σήμερα οι ομηριστές ερίζουν εάν ο συνθέτης της Ιλιάδας ή και της Οδύσσειας είναι ένας (ενιαία σύνθεση) ή πολλοί (πολλαπλή πατρότητα), συμφωνούν ότι δεν μπορεί η Ιλιάδα και η Οδύσσεια να συντέθηκαν από τον ίδιο (ή τους ίδιους) ποιητή. Η γλώσσα, οι αξίες, η θρησκεία είναι τόσο διαφορετικά που δεν μας επιτρέπουν να αποδώσουμε την σύνθεση και των δύο επών στον ίδιο ή στους ίδιους ποιητές. Το συμπέρασμα αυτό είναι ένα από τα δύο επιμέρους προβλήματα του ομηρικου ζητήματος που έχει επιλυθεί – το άλλο είναι η γενικά αποδεκτή διαπίστωση ότι η ομηρική ποίηση είναι η κατάληξη μιας μακραίωνης προφορικής ποιητικής αφήγησης. Εάν όμως ο συνθέτης της Ιλιάδας και της Οδύσσειας δεν είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε ένα από τα δύο έπη μένει ορφανό!
Εάν ο Όμηρος συνέθεσε την Ιλιάδα, δεν συνέθεσε την Οδύσσεια. Ή, εάν είναι ο συνθέτης της δεύτερης, δεν είναι ο συνθέτης της πρώτης. Ας υποθέσουμε ότι ισχύει η πρώτη υπόθεση: ποιος συνέθεσε τότε την Οδύσσεια;
Δεν μας ενδιαφέρει προς το παρόν να διατυπώσουμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το εξής: λαμβάνοντας υπόψη μας όλα όσα έχουνε εκθέσει, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το όνομα Όμηρος χρησιμοποιείται ως όνομα και ως προσωποποίηση. Εάν πούμε ότι την Ιλιάδα τη συνέθεσε ο Όμηρος, τότε, όταν λέμε ότι την Οδύσσεια τη συνέθεσε ο Όμηρος εννοούμε ότι τη συνέθεσε κάποιος που ανήκει στην παράδοση της ηρωικής ποιητικής αφήγησης, ότι η Οδύσσει ανήκει σε αυτό το ποιητικό είδος.
Ο Όμηρος λοιπόν της Οδύσσειας (ή της Ιλιάδας) είναι ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. Γνωρίζουμε ότι στον Όμηρο (και στον Ησίοδο) απέδιδαν έργα τα οποία με βεβαιότητα δεν ήταν δικά τους. Μιας και δεν γνώριζαν τον συνθέτη, για να μπορούν να παραπέμπουν σε αυτό, το ενέτασαν σε ένα ποιητικό είδος και το ποιητικό αυτό είδος βαφτίζονταν με τον κατεξοχήν γνωστό, αδιάφορο εάν έζησε ή όχι, ποιητή του εκάστοτε είδος. Ο Π. Λεκατσάς έδειξε πειστικά ότι η Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι, που αποδίδονται στον Ησίοδο, δεν είναι δυνατόν να συντέθηκαν από τον ίδιο ποιητή. Θα παραθέσουμε τα επιχειρήματά του σε ένα άλλο σημείωμα, αυτό που μας ενδιαφέρει τώρα είναι η διαδικασία της απόδοσης μιας αγνώστου πατρότητας σύνθεσης σε ένα όνομα.Ας εξετάσουμε τώρα ένα παράδοξο που συνδέεται με το όνομα του Ομήρου.
Από τον 7ο π. Χ. αιώνα (700-600) μας έχουν διασωθεί ποιήματα ή σπαράγματα ποιημάτων ποιητών που γνωρίζουμε τα ονόματά τους και κάποιες, λίγες, πληροφορίες για τη ζωή τους. Διαβάζουμε τις πολεμικές ελεγείες του Τυρταίου (γεννήθηκε το 680, περίπου) και του σχεδόν συνομηλίκου του Καλλίνου. Ο Αρχίλοχος, και ο Σημωνίδης θα πρέπει να πέθαναν πριν το 600 – ο δεύτερος ίσως λίγο αργότερα. Σύγχρονός τους ήταν και ο Αλκμάν. Ο Στησίχορος έγραψε πριν το 600. Η Σαπφώ και ο Αλκαίος θα είχαν γράψει τα πρώτα τους ποιήματα πριν το 580 π. Χ., ενώ οι πρόδρομοί τους, ο Τέρπανδρος και ο Αρίων, έζησαν και έγραψαν πριν από το 650. Και εγείρεται το ερώτημα: γιατί μας σώθηκαν αυτά τα ονόματα, γιατί γνωρίζουμε κάποιες πληροφορίες γι αυτούς τους ποιητές αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον ποιητή της Οδύσσειας, δεν γνωρίζουμε τίποτα βέβαιο για τον Όμηρο; Γιατί διεκδικούν την γενέτειρά του εφτά πόλεις;
Πριν απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, ας δούμε μια άλλη πτυχή του ζητήματος που εξετάζουμε. Υποστηρίζεται ότι η Ιλιάδα συντέθηκε κατά το 750-700 και η Οδύσσεια κατά το 700-650. Πότε όμως καταγράφηκαν για πρώτη φορά; Καταγράφηκαν μετά από πολλά χρόνια από την εποχή της σύνθεσής τους, με υπαγόρευση, ή συγγραφή και σύνθεση έγινε ταυτόχρονα; Δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα. Εάν η Ιλιάδα υπαγορεύτηκε από τον αοιδό και κάποιος την κατέγραψε, αυτό δεν μπορεί να έγινε πριν το 700. Οι αρχαιότερες επιγραφές που διαθέτουμε, η επιγραφή στην οινοχόη του Διπύλου, από το ομώνυμο νεκροταφείο της Αθήνας, και η επιγραφή στο κύπελλο του Νέστορος, που βρεθηκε στα Ίσκια, στην αποικία των Ευβοέω απέναντι από την Κύμη των κεντρικών δυτικών ακτών της Ιταλίας, χρονολογούνται κατά το 730-700. Είμαστε λοιπόν βέβαιοι ότι η Ιλιάδα καταγράφηκε μετά το 700 π. Χ. και τουλάχιστον μια γεννιά αργότερα η Οδύσσεια, μετά το 650. Όταν καταγράφηκε τουλάχιστον η Οδύσσεια, ο Τυρταίος, ο Καλλίνος, ο Τέρπανδρος, ο Αρχίλοχος είχαν γράψει τα ποιήματά τους! Τα ονόματά τους τα γνωρίζουμε, γνωρίζουμε ποιοι ήταν και τι έκαναν, όσο πενιχρές κι αν είναι οι πληροφορίες. Για τον ποιητή της Οδύσσειας γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτα; Γιατί το όνομα Όμηρος είναι ένα παντελώς σκαιώδες όνομα;
Για να μπορέσουμε να διατυπώσουμε μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να κατανοήσουμε μια βασική διαφορά ανάμεσα στην ηρωική προφορική ποιητική αφήγηση και τη λεγόμενη λυρική ποίηση. Η δεύτερη είναι ποίηση προσωπική. Κατά τον 7ο αιώνα, οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες καταφέρνουν να αποδεσμευτούν από την μακραίωνη ηρωική ποιητική αφήγηση, δεν ενδιαφέρονται πια να ακούσουν τα κατορθώματα των ηρώων του παρελθόντος αλλά εκφράζουν τα συναισθήματά τους. Η ζωή και η ποίηση συνδέονται με ένα τρόπο ρηξικέλευθο. Όταν άκουγαν τους αοιδούς να τραγουδούν την Ιλιάδα, απλά ταυτίζονταν με τους ήρωές της. Τώρα όμως οι ίδιοι οι αριστοκράτες εκφράζουν τα συναισθήματά τους, τον θυμό τους, τους φόβους τους, τις σκέψεις τους για τον έρωτα, για τη ζωή, για τον θάνατο. Ο Αρχίλοχος θεωρείται ο πρώτος προσωπικός ποιητής του δυτικού πολιτισμού, της δυτικής λογοτεχνίας. Αυτά που έγραφαν οι ποιητές της προσωπικής έκφρασης δεν άλλαζαν, έμεναν και διαδίδονταν απαράλλαχτα, όπως όταν είχαν γραφτεί για πρώτη φορά.Το ποίημα συνδεόνταν άρρηκτα με τον δημιουργό τους – αυτός είναι ο λόγος που μας διασώθηκαν τα ονόματα και τα ποιήματα που αποδίδονται σε αυτά.
Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με την επική λεγόμενη ποίηση. Αυτή ήταν προφορική, ο αοιδός συνέθετε την ώρα που τραγουδούσε και κάθε εκτέλεση ήταν διαφορετική από την προηγούμενη. Οι ποιητικές αφηγήσεις μεταδίδονταν από γενιά σε γενιά και κάποια στιγμή καταγράφηκαν. Από τη φύση της η ηρωική ποίηση είναι συντηρητική, δεν μπορεί όμως να μην αφομοιώνει και το παρόν. Εάν δεν το έκανε, οι ακροατές δεν θα αναστανώνονταν, δεν θα συγκινούνταν, δεν θα γοητεύονταν – ο αοιδός έπρεπε να τέρψει τους ακροατές, να τους ωθήσει να ταυτιστούν με τους ήρωες. Έτσι, η Ιλιάδα που θα τραγουδούσε ένας αοιδός το 850 π. Χ. θα ήταν διαφορετική, λίγο ή πολύ, από την Ιλιάδα που τραγουδούσε ένας αοιδός δυο αιώνες μετά, το 650. Πόσο διαφορετική όμως θα ήταν και σε ποια σημεία θα διέφερε δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε.
Αυτό που απασχολεί τους ομηριστές τις τελευταίες δεκαετίες είναι το εξής πρόβλημα: Η Ιλιάδα καταγράφηκε μια και καλή, καθ΄υπαγόρευση ή από τον ίδιον τον εγγράμματο αοιδό, ή μήπως το κείμενο συνεχώς άλλαζε, διαφοροποιούνταν από ένα προηγούμενο, μέχρι που φτάσαμε σε αυτό που ονομάζουμε μνημειώδη Ιλιάδα;
Οι υποστηριχτές της ενιαίας σύνθεσης λένε ότι συνέβη το δεύτερο. Οι ίδιοι όμως νιώθουν πολύ άβολα και αμήχανα όταν τους καλεί να εκφράσουν την γνώμη τους για τη ραψωδία Κ. Η ραψωδία αυτή είναι τελείως ξεκάρφωτη και πολλοί λένε ότι θα ήταν καλύτερα να μην υπήρχε. Εάν διαβάσετε την Ιλιάδα χωρίς την Κ, δεν θα χάσετε τίποτα απολύτως. Είμαστε βεβαιοι λοιπόν ότι υπήρξε μια Ιλιάδα χωρίς την Κ – η Κ είναι μια μεθομηρική σύνθεση. Μήπως όμως υπήρχε και μια Ιλιάδα χωρίς την Ω; Η ραψωδία αυτή θεωρείται οδυσσειακή, δηλαδή, θεωρείται ότι συντέθηκε μετά τη σύνθεση της Οδύσσειας. Η γλώσσα των άθλων επί Πατρόκλω, του μεγαλύτερου μέρους της Ψ είναι πολύ νεωτερική, δεν μπορεί να είναι του πρώτου μισού του 7ου αιώνα (700-650), πόσο μάλλον της εποχής του 750-700. Είμαστε βέβαιοι επίσης ότι η Α έχει υποστεί μια νεώτερη επεξεργασία. Θεωρείται γενικά αποδεκτό ότι το κείμενο της Η και της Θ, όπως έχει διασωθεί, ήταν ακόμα ρευστό την εποχή της καταγραφής του.
Η δική μου η γνώμη είναι η εξής: η Ιλιάδα καταγράφηκε για πρώτη φορά κατά το διάστημα 700-650 αλλά δεν ήταν η Ιλιάδα που γνωρίζουμε. Ήταν μια Ιλιάδα πολύ πιο σύντομη. Με τον καιρό, με την πρόσβαση στις πηγές του παπύρου, το κείμενο, το οποίο κατείχαν μερικές μόνο πλούσιες αριστοκρατικές οικογένειες, επεκτείνονταν διαρκώς με νέα επεισόδια, υφίστατο διαρκείς αναθεωρήσεις και επεξεργασίες, γράφονταν και ξαναγράφονταν. Γιατί; Γιατί κάποια στιγμή σταθεροποιήθηκε;
Η Ιλιάδα που έχουμε υμνεί και ταυτόχρονα αποκηρύσσει τον ηρωισμό, τις ηρωικές αξίες. Ο Αχιλλέας είναι ήρωας στην Α, αλλά στην Ω δεν είναι. Η Ιλιάδα του 850 π.Χ. δεν θα υμνούσε και ταυτόχρονα θα αποκήρυσσε τον ηρωισμό. Γιατί όμως;
Η εξύμνηση και η αποκύρυξη του ηρωισμού οφείλεται στο γεγονός ότι οι αριστοκράτες ακροατές έπαψαν να ταυτίζονται με τους ήρωες της Ιλιάδας, έπαψαν οι ίδιοι να είναι ήρωες. Έπαψαν δηλαδή να είναι ποιμένες: οι ήρωες της Ιλιάδας είναι και ποιμένες και γαιοκτήμονες, είναι ήρωες και δεν είναι ήρωες. Ο αφηρωισμός της Ιλιάδας καταγράφει την μετάβαση από τον ποιμενισμό, από την εκτροφή των ζώων στην καλλιέργεια της γης. Ο ηρωισμός, η εξόντωση ή η εκδίωξη του γείτονα, ήταν αναχρονιστικός. Από την ύβριν και την άτην, από το άγαν, από την υπερβολική βία, περάσαμε στη δίκην, στο μηδέν άγαν, στην ορθολογική χρήση της βίας – από τον πόλεμο εξόντωσης/εκδίωξης περάσαμε στον πόλεμο της υποταγής, στον περιορισμένο πόλεμο.
Όταν ολοκληρώθηκε η μετάβαση, στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα (550-500), εικάζω ότι υπήρχαν πολλές Ιλιάδες, διαφορετικής έκτασης, αν και η βασική πλοκή του μύθου ήταν η ίδια. Δυο τρεις μαρτυρίες του 4ου π. Χ. αιώνα μας λένε ότι το κείμενο που έχουμε οφείλεται στον Πεισίστρατο. Στα μεγάλα Παναθήναια διεξάγονταν
. Στα μεγάλα Παναθήναια διεξάγονταν …
και το κείμενο διακόπτεται απότομα … γιατί άραγε ;
Είναι πολύ απλό. Κάτι συμβαίνει εκείνη την ώρα (ξυπνάνε τα παιδιά, πρέπει να κάνω κάτι επείγον, κουράζομαι, κλπ) και σταματάω. Την άλλη μέρα, δυσκολεύομαι να επανασυνδεθώ με το κείμενο και αρχίζω κάποιο άλλο, έχοντας κατά νου ότι εάν υπάρξει ενδιαφέρον με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα κάνω τον κόπο να το συνεχίσω. Σε ενδιαφέρει η συνέχεια;
Φυσικά μ’ ενδιαφέρει η συνέχεια, προέχουν όμως οι δικοί σου ρυθμοί και προτεραιότητες 🙂