φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
σήμερα έχω γενέθλια και γιορτή, κλείνω τα 53 – εάν γεννιόμουνα κορίτσι θα με λέγανε Τριανταφυλλιά, οπότε, το πλήρες όνομά μου είναι
Αθανάσιος Τριανταφυλλιά Δρατζίδης
και δεν θα ενοχληθώ καθόλου, ίσα ίσα θα χαρώ πολύ, εάν με φωνάζετε και Τριανταφυλλιά.
Για τη παρέα που κάναμε όλο αυτό το χρόνο, σας χαρίζω τις πρώτες σελίδες από ένα κείμενο στο οποίο έχω δώσει τον τίτλο Τσαντιλιάδα (24 ραψωδίες). Υιοθετώντας τη ρήση του Κάντ ότι η Γαλλική Επανάσταση είναι μεγάλο γεγονός διότι μας αναγκάζει να ξανασκεφτούμε, θεωρώ ότι τα γεγονότα του 20ου αιώνα και των πρώτων ετών του 21ου μας αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε τη γένεση, την ιστορία, το παρόν και το μέλλον του δυτικού πολιτισμού. Αυτό επιχειρώ να κάνω με την Τσαντιλιάδα.
Τσαντιλιάδα
ραψωδία Α
Να σι φαν τα σκλιά να σι φαν, άκουσε μέσα του τη χλευαστική φωνή του αδερφού του ο Χρύσης και τον είδε, λες κι ήταν εδώ, μπροστά, να τον κυνηγάει με ένα σκουπόξυλο στη αυλή του σπιτιού τους κι αυτός να ανεβαίνει στη ροδακινιά, γελώντας, από όπου κατέβαινε συνήθως μια γάτα με ένα πουλί στο στόμα, καθώς είδε ένα σκυλί να τραβάει με το στόμα τα έντερα από τη κοιλιά ενός νεκρού, ενός νεκρού ξαπλωμένου ανάσκελα καμιά εικοσαριά βήματα από την ακρογιαλιά, ενός νεκρού που δεν ήταν Τρώας αλλά ήταν παλικαράκι, κι άλλο ένα να προσπαθεί να αποσπάσει ένα κομμάτι σάρκας από το λαιμό. Ένα άλλο, λίγο πιο πέρα, έτρωγε το συκώτι, συκώτι πρέπει να ήταν. Ένας γύπας κάθονταν στη κορυφή μιας νεκρής, καμένης, κεραυνόπληκτης βελανιδιάς, κάθονταν σκεφτικός κι αναποφάσιστος. Δεν ήταν θεός, ή θεά, ένας γύπας ήταν. Ένας γύπας που σκέφτονταν εάν τον έπαιρνε να τη πέσει στα σκυλιά, ένας γύπας που έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα, “ποιος είναι πιο ισχυρός, εγώ ή τα σκυλιά;” και η αδυναμία του να απαντήσει ήταν η απάντηση.
Τα σκυλιά τον είδαν αλλά ήταν μπουκωμένα και δεν γάβγισαν. Δεν ήταν άγρια σκυλιά, ήταν σκυλιά των ηρώων, ήταν τσοπανόσκυλα, πιο άγρια από τα άγρια, μοβόρικα και θρασύδειλα, ζούσαν με πτώματα, σκυλιά που τον είχαν τρομάξει όταν ήταν πιτσιρικάς, σκλιά που τα είχε φοβηθεί, σκλιά που τον έκαναν να τα κάνει πάνω του και να πάει στη μάνα του χεσμένος, δεν πειράζει, Χρύση, δε πειράζει, θα σε πλύνω, αγόρι μου, δε πειράζει, έτσι ήρθαν τα πράματα, κάθε εμπόδιο για καλό, σκλιά που τον δάγκωσαν στο δεξί του κωλομέρι, δεν τα είχε κλείσει τα οχτώ, πήγαινε στη Τρίτη, σκλιά με δόντια σουβλερά, τα ένιωσε καθώς μπήγονταν στα σάρκα του, σκλιά που δε θα τα ξεχάσει, ούτε αυτά ούτε τα αφεντικά τους, σκλιά ψοφοδεή και θρασύδειλα, αρκεί να ορμούσες πάνω τους τρέχοντας, ουρλιάζοντας, με ανοιχτά τα χέρια, σκλιά ηρωικά, σκλιά που νόμιζαν ότι θα τα πιάσεις, έβαζαν την ουρά στα σκέλια τους, έκαναν μεταβολή και την έκαναν, ολόιδια τα αφεντικά τους που λένε στα πρόβατά τους να μην ξύνονται στη γκλίτσα του τσομπάνη. Τον είδαν, τον γνώρισαν, κάνα δυο από αυτά είχαν δοκιμάσει στη πλάτη τους τι θα πει να τρως μαγκουριά, και μάλιστα από κρανιά, από τα χέρια του Χρύση, του σοφού Χρύση, κι έκαναν πως δεν τον ξέρουν. Όπως και τ΄ αφεντικά τους.
Ξύπνησε πριν η Αυγή αφήσει την αγκαλιά του Τιθωνού για να φέρει το φως στους θνητούς και τους θεούς, στους εργάτες και τους τραπεζίτες, όπως
τότε, όταν θα πήγαινε πρώτη μέρα στο σχολείο, ξύπνησε νύχτα και περίμενε να ξημερώσει, ήθελε πολύ, ήθελε πολύ να πάει, να πάει να μάθει να διαβάζει, ήθελε πολύ και τον έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα, δεν είχε καθίσει ποτέ του σε καρέκλα, δεν είχε καθίσει ποτέ του σε οικιακό όργανο βασανιστηρίου παιδιών και κάθισε, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, και όταν τελείωσε η πρώτη μέρα και βγήκε έξω, άρχισε να τρέχει, και να πηδάει, και να τον ρωτάει η μάνα του “τι έπαθες, αγόρι μου”, και ν΄ ανησυχεί, κι έτρεχε και πηδούσε, μίσησε το σχολείο από τη πρώτη μέρα, το αγαπούσε και το μισούσε, αλλά σήμερα ο Χρύσης θα έκανε ένα μεγάλο ταξίδι με τα πόδια, το ήθελε πολύ, πάνε χρόνια και ζαμάνια, περίμενε να ξημερώσει και σκεφτόταν, σκεφτόταν πριν κοιμηθεί, σκεφτόταν όταν ξυπνούσε, σκεφτόταν τις λεπτομέρειες, οι λεπτομέρειες είναι ο καλός θεός, τι θα έλεγε όταν θα τους συναντούσε, τις αντιδράσεις τους, τους κινδύνους που διέτρεχε, αυτά συλλογιζόταν όταν πετάχτηκε όρθιος χωρίς καν ο ίδιος να το θέλει και να το αποφασίσει, μόνο του το κορμί πετάχτηκε από το κρεβάτι και πήγε να πάρει το φάρμακό του, δυο ποτήρια νερό και ένα κουτάλι μέλι, αυτό ήταν το πρωινό του φάρμακο, αυτός ήταν ο καλύτερος γιατρός, δεν κοιμόταν ποτέ με ρούχα, η γύμνια είναι γιατρός, περπατούσε ξυπόλυτος, από τον Απρίλη μέχρι τον Νοέμβρη, το περπάτημα, έλεγε και ξανάλεγε, είναι ο καλύτερος γιατρός, κι η ξυπολησιά, και το πέντε ημερών ψωμί, και το πέντε χρονών κρασί, και οι πέντε ώρες δουλειά τη μέρα, και το σκάψιμο, και το γαμήσι, και η αγκαλιά, και το γέλιο, και η φροντίδα, έριξε ένα λινό χιτώνα πάνω του, έβαλε στο δισάκι του ένα κομμάτι ψωμί, νερό θα έβρισκε, και ξεκίνησε μόλις η Αυγή σηκωνόταν με πονοκέφαλο, από το αλκοόλ και το χασίσι της χθεσινοβραδινής κραιπάλης, η απληστία της να είναι μια ζωή στα χάι της τα ανακάτεψε για άλλη μια φορά, για να ψάξει να βρει ένα αναβράζον δισκίο και ορκίστηκε πως δεν θα το ξανακάνει. Κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα είδε στα δεξιά του τη κορφή της Σαμοθράκης, χρόνια και ζαμάνια είχε να τη δει ξεσκούφωτη, ξεστεφάνωτη, , φυσούσε βοριαδάκι, σκόρπιζε τα σύννεφα, έκανε ψυχρούλα, έφτασε στη θάλασσα, τράβηξε γιαλό γιαλό προς τη Τροία, περπάτησε, περπάτησε, άκουσε το μουρμουρητό ενός μικρού ποταμού, είδε το αεράκι να λυγίζει τα ψηλόλιγνα καλάμια, ζέστανε για τα καλά, θεριστής μήνας ήταν, έκανε μια βουτιά, πήρε ένα υπνάκο κάτω από ένα αλμυρίκι, έφαγε ψωμί, ήπιε νερό, πήρε τα πόδια του και συνέχισε. Πέρασε τα σκυλιά και το γύπα, πέρασε ένα ποταμάκι, αφού πρώτα έσκυψε και ήπιε νερό, όπως κάνουμε κι εμείς σήμερα, πέρασε έναν αμμόλοφο και να σου μπροστά του τα καράβια, τα μαύρα πισσαρισμένα καράβια, τραβηγμένα πάνω στην άμμο κι ανάμεσά τους καλύβια, καλύβια σαν κι αυτό που έφτιαξε το μικρό γουρουνάκι και στα δεξιά του, πέρα μακριά, το κάστρο της Τροίας. Φυσούσε βοριαδάκι, δεν ήταν δυνατό, ήταν δυνατό τόσο όσο χρειάζονταν για να φέρει στη μύτη του Χρύση μια σκατίλα, μα μια σκατίλα, μια μπόχα, μια βρόμα, σκατίλα ανάκατη με μυρωδιά ψοφιμιών, μια σκατίλα που σε κάνει να φανταστείς, να δεις πριν να δεις, όπως τότε, καμαροτάκι, στα ανοιχτά της Βομβάης, όταν την είδε πριν την δει, όταν το αεράκι από τη στεριά του έφερε στη μύτη τη σκατίλα της Βομβάης, όταν είδε τις γυναίκες στα πεζοδρόμια με το ένα χέρι να καθαρίζουν στα σκατά των μωρών και με το άλλο να τα ταΐζουν, σκατίλα από ξεραμένα σκατά, από μπαγιάτικα σκατά, από φρέσκα σκατά, από ολόφρεσκα σκατά, αχαϊκά σκατά, ηρωικά σκατά, ηρωικόσκατα, σκατά παλικαριών από την Αχαΐα, σκατά αγώνα, του αγώνα που κάμαν ενωμένα τα παλικάρια της Αχαΐας, ενός αγώνα δίκαιου και παρ’ όλα αυτά αγώνα, κι έφτασε στη χέστρα του αγώνα, κι ήταν όπως το είχε δει, στρέμματα ολόκληρα, σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατοναρκοπέδιο που έπρεπε να το διαβεί, να κι ένας Αχαιός πολεμιστής που προσπαθεί να καθαρίσει την κωλοτρυπίδα του με βότσαλα, να ένας άλλος με φύλα μουριάς, να ένας άλλος που ζορίζεται, δυο φεύγουν, τρεις έρχονται, άλλοι δυο ψάχνουν να βρουν άχεστη γη να χέσουν, πρέπει να περάσει, στις μύτες των ποδιών, όχι εκεί, μη πατάς εκεί, πάτα εκεί, δεν πειράζει, είναι ξεραμένα, ένα σύννεφο μύγες έπεσε πάνω του, πρόσεχε, μύγες πάνω σε σκατά, είναι σημερινά, τσιρλιό, καφετί υδαρές τσιρλιό, τις έδιωξε με το χέρι μα οι μύγες έφυγαν και ξανάρθαν, τόσες μύγες δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του. Έφτασε στο πρώτο καράβι, έφτασε στα πρώτα καλύβια, καλύβια από κλαδιά δέντρων και άχυρο, προστασία για τη κάψα και τις μπόρες του καλοκαιριού, η σκατίλα παραχώρησε τη θέση της στη κατουρλίλα, ο αέρας μύριζε κάτουρο, ένα παλικαράκι, χλωμό, αδύνατο, βγήκε από το καλύβι του, κατούρησε και ξαναμπήκε μέσα, γη ποτισμένη με κάτουρα, κάτουρα υγιών, κάτουρα μεθυσμένων, κάτουρα βαριεστημένων, κάτουρα και σκατά ασθενών, τραυματιών και ετοιμοθάνατων, χώμα ποτισμένο με ούρα, ασβέστιο ποτισμένο με ούρα, πυρίτιο, λίθιο, αργίλιο, ουράνιο, πυρήνες καδμίου ποτισμένοι με ούρα, ηλεκτρόνια χαλκού ποτισμένα με ούρα, σκουλήκια ποτισμένα με ούρα, κύτταρα, πυρήνες κυττάρων, μεμβράνες, μιτοχόνδρια, ούρα που θα μείνουν στη γη στους αιώνες των αιώνων. — Πχιος ίσι σι; άκουσε μια φωνή να τον ρωτάει πισώπλατα. Σταμάτησε, γύρισε, κοίταξε το παλικαράκι από την Αχαΐα, κόκαλο και πέτσα, το στόμα του έζεχνε, πέντε βήματα μακριά, έζεχνε πείνα, πύο και παράνοια, ένας άλλος σταμάτησε να κόβει ξύλα με το τσεκούρι, πρόβατα άκουσε να βελάζουν, άκουσε κάποιον να παρακαλάει να πεθάνει, φώναζε τη μάνα του, μάνα, που ίσι μάνα, που ίσι μανούλαμ, τι ίθιλα κ’ ίρθα, θέλου να πιθάνου, θέλου να πιθάνου, βοήθα μ΄ να πιθάνου, άκουσε χριστοπαναγίες και γαμοσταυρίδια, άκουσε έναν να προτρέπει κάποιον άλλον να πάει να γαμηθεί, εσύ να πας γαμηθείς, μουνόπανο, άντε ρε και γαμήσου, και συ που γαμήθηκες τι κατάλαβες, θα σε ξεκοιλιάσω μωρή πουστάρα, κοντοστάθηκε, ο οίκτος άργησε να δώσει την άδεια στον εγκέφαλο να κάνει τις απαραίτητες συνάψεις — Είμαι ο Χρύσης, απεσταλμένος της Ομοσπονδίας των Κοινοτήτων της Ίδης. Το κόκαλο και πέτσα κοίταξε τον ξυλοκόφτη ήρωα, ζητούσε βοήθεια να καταλάβει, μα ο ξυλοκόφτης ήρωας σήκωσε τους ώμους του και συνέχισε να κόβει ξύλα. — Τι θελτς; — Θα ήθελα να δω τον Αγαμέμνονα. Έχω ένα μήνυμα γι αυτόν. —Τράβα όλου ίσια κι λίγου πιο πέρα ίνι ένα τρανό καλύβ’. Αυτουνού ίνι.
Ήταν πιο μεγάλο από τ’ άλλα. Ένα μικρό μαντρί στα δεξιά, καθώς το έβλεπες. Καμιά δεκαριά πρόβατα, πεντέξι γίδες, τρία γουρουνόπουλα και δυο γελάδια, κόκαλο και πέτσα, έκαναν πως βοσκούσαν, με σκυμμένο το κεφάλι έψαχναν να βρουν κάτι να φάνε μα η γη μόνο κοπριές είχε να τα δώσει. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τριγύρω του, να μπει, να μη μπει, τότε την είδε. Πέρασε μπροστά από την είσοδο, είσοδο χωρίς πόρτα, χωρίς να κοιτάξει έξω, την είδε, αυτή ήταν, το κατάλαβε από το σφίξιμο στο στομάχι και από το βούρκωμα των ματιών, αχ, να μη μεγάλωνε, να έμενε πέντε χρονών, να χόρευαν ένα χορό αιώνιο στη πλατεία του χωριού, να αγκαλιάζονταν μια αιώνια σφιχτή αγκαλιά, να έπαιζαν ένα αιώνιο κρυφτό στη αυλή, να τραγουδούσαν μαζί σε έναν αιώνιο τρύγο με φωνές παιδικές, με κλάματα μωρών που ήθελαν να βυζάξουν, με τραγούδια ερωτευμένων κοριτσιών κι αγοριών, να κοιμόντουσαν μαζί μια αιώνια χειμωνιάτικη νύχτα κάτω από τα σκεπάσματα που είχαν πλύνει στο ποτάμι, να σταματούσε ο χρόνος όταν έτρεξε να τον αγκαλιάσει, τότε που έλειψε μέρες και νύχτες πολλές, αυτή ήταν, προχώρησε και φώναξε “Αγαμέμνων, Αγαμέμνων”, κρύβοντας τον πόνο του, κρύβοντας τη θλίψη του, κρύβοντας τη ταραχή του, κρύβοντας τη προσμονή του. Ένα παλικαράκι πρόβαλε στη είσοδο, υπηρέτης θα ήταν, και πίσω από αυτόν είδε το πρόσωπο και τα μάτια που έψαχναν τα τον δουν, μάτια που φώναζαν “πονάω, πονάω μπαμπά, που είσαι μπαμπά, που είσαι μπαμπά, δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω, πάρε με από δω, μου λείπεις μπαμπά”, ο υπηρέτης γύρισε πίσω, “πάνι μέσα μη σι γαμήσου του μουνί που σ’ έκανι”, είπε, και τον ρώτησε: — Τι χαλέβς; Ο Χρύσης απάντησε χωρίς να καταλάβει. —Τον Αγαμέμνονα . —Δε ‘νι ιδώ. — Θα αργήσει να έρθει; — Ίνι στου καλύβ’ τ’ Μινέλι. — Που είναι; — Τράβα σιαπέρα κι ρώτα.
Ο Χρύσης τράβηξε σιαπέρα, είδε τρεις άνδρες να σφάζουν ένα αρνί, είδε ένα σκυλί να μασάει ένα κομμάτι δέρμα, άκουσε γάιδαρο να γκαρίζει, άκουσε κλάμα γυναίκας, άκουσε κλάμα κοπέλας, άκουσε κλάμα κοριτσιού, είδε τέσσερις πολεμιστές Αχαιούς να παίζουν ζάρια, πήρε το μάτι του κάποιον να τον παίζει στο βάθος της σκηνής, σε μια άλλη κοιμόντουσαν δυο πολεμιστές, ο ένας κοντά στον άλλον, κολλητά, ήταν ομοκόλλητοι, αυτοκόλλητοι, ήταν παλικάρια του fair play, ένα μουλάρι δεμένο σ’ ένα παλούκι, ένα παλικαράκι ακόνιζε με μια πέτρα γκριζοπράσινη μια μπρούντζινη ανδροφόνα αιχμή δόρατος, έφτασε σε μια καλύβα με μαντρί, στο φράχτη του ριγμένα παλιόταμαρα, προβιές, γιδίσια, γουρουνίσια, γουρούνια έσκαβαν το χώμα αλλά τα σκουλήκια είχαν τελειώσει προ πολλών ημερών, πρόβατα και γίδια παρακολουθούσαν τα γουρούνια, αιγοπρόβατα-θεατές, ένα κούτσουρο με τις τομές του τσεκουριού εμφανείς, ένα κούτσουρο πασαλειμμένο με ξεραμένα αίματα, ένας κουτσουροβωμός, όπου μαντρί και ηγετικό καλύβι, όπου ηγετικό καλύβι και μαντρί, όπου μαντρί και ήρωας, όπου ήρωας και μαντρί, στάθηκε στην είσοδο, άκουσε άνδρες να μαλώνουν, κοντοστάθηκε, φοβήθηκε, άκουσε γέλια και μετά πάλι άνδρες να μαλώνουν, και μετά πάλι γέλια και μετά πάλι άνδρες να μαλώνουν, δεν μάλωναν, συζητούσαν, μιλούσαν σαν να μάλωναν, δεν ξεχώριζες την ομιλία από το μάλωμα, η διάκριση είχε λησμονηθεί, ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες χρόνια πριν, κάθε λέξη και μάλωμα, κάθε λέξη και τιμωρία, κάθε λέξη και επίθεση, κάθε επίθετο και επίθεση, κάθε λέξη και τραύμα, κάθε επίθετο και τραύμα, η γλώσσα όργανο βασανιστηρίου, κληρονόμος του πολεμιστή ο ρήτορας, εγγονός του πολεμιστή ο πολιτικός, εγγονός του πολεμιστή ο έμπορος. Εμφανίστηκε στην είσοδο ένας νεαρός, λυγερός, καλοταϊσμένος, με πιασίματα, “ποιος είσαι εσύ”, ρώτησε κι ο Χρύσης, θα ήθελα να δω τον Αγαμέμνονα, έχω ένα μήνυμα γι αυτόν, απάντησε, ο νεαρός υπασπιστής, ας τον αποκαλέσουμε υπασπιστή τον νεαρό θεράποντα, χάθηκε στο καλύβι, εμφανίστηκε μαζί με έναν άλλον, κοντό, γεροδεμένο, με μικρά μάτια, μια γάτα, μια αλεπού, ένα μαϊμούνι και μισό, ένα ηρωικό μαϊμούνι, ένα πολύτροπο μαϊμούνι, βρόμαγε πονηριά κι απάτη από δέκα βήματα μακριά, τα κύτταρα όλα βουτηγμένα στο ψέμα και στη μπαμπεσιά, ταλαίπωρος τετραπέρατος, ταλαίπωρος εφταπέρατος, ταλαίπωρος δεκαπέρατος, χαμένο κορμί, βασανισμένο κορμί, κοίταξε τον Χρύση και χάθηκε στη σκηνή, ο υπασπιστής έκανε νόημα να περάσει, ο Χρύσης πέρασε, πέρασε, πέρασε σε άλλον κόσμο, στο κόσμο των ηρώων, στο κόσμο των πολεμιστών. Πέντε άνδρες κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι, ίσα που χωρούσαν στο καλύβι, στο βάθος δυο κοπέλες καθισμένες πάνω σε προβιές, μελανιές στους μηρούς, μελανιές στο λαιμό, δαγκωμένα χείλη, χείλη με πληγές από δαγκωματιές, μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, βλέμμα του Κάτω Κόσμου, βλέμμα του τρόμου, βλέμμα της απόγνωσης, βλέμμα της δυστυχίας, βλέμμα της ανημπόριας, πέντε άνδρες έτρωγαν κρέας, δάχτυλα βουτηγμένα στο λίπος, δάχτυλα λιπαρά, δάχτυλα λαμπρά, λίπος λαμπρό, λίπος που χαρίζει ενέργεια και δύναμη, λιπαρά δάχτυλα ηρωικά, δάχτυλα ηρωικά βουτηγμένα στο λίπος, ήρωας λιπαροί, ήρωας λαμπροί, ήρωες ένδοξοι, κούπες πασαλειμμένες με λίπος, τα γένια γεμάτα λίπος και κόκκινο κρασί, λημνιώτικο, θρακιώτικο, ένας ψηλός, γεροδεμένος, σαν φράχτης ψηλός, σα πύργος γεροδεμένος, βλοσυρώπις, αφελής, καθάριζε το κρέας από ένα τεράστιο κόκαλο, ρέψιμο, “ποιος είσαι εσύ”, τον ρώτησε ένας ψηλός, σαραντάρης, με καθαρό χιτώνα, γένια να στάζουν κρασί. — Είμαι ο Χρύσης, απεσταλμένος της Ομοσπονδίας των Κοινοτήτων της Ίδης. Και σιώπησε. Όρθιος. Ακίνητος. Κουρασμένος. Τσακισμένος. Θλιμμένος. Οι πέντε κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. — Τι θέλεις; τον ρώτησε ο ίδιος ήρωας. — Μεταφέρω μήνυμα στον Αγαμέμνονα. — Εγώ είμαι ο Αγαμέμνονας. Σε ακούω. — Είμαι σταλμένος από το Συμβούλιο των Εκπροσώπων των Κοινοτήτων της Ίδης, το οποίο μου ζήτησε να επαναλάβω ακριβώς, χωρίς να σχολιάσω, χωρίς να αφαιρέσω ή να προσθέσω το ο,τιδήποτε σε αυτά που μου ανάθεσαν να πω. Λέγε. Προχτές το βράδυ συνεδρίασε το Συμβούλιο και επεξεργάστηκε τις αποφάσεις των Συνελεύσεων των Κοινοτήτων και κατέληξαν στην ομόφωνη απόφαση να απελευθερώσουν τις έξι κοπέλες που αρπάξατε τις τελευταίες μέρες από τα χωριά. Σκέφτηκαν ότι η απελευθέρωση πρέπει να γίνει αναίμακτα. Έτσι, με στέλνουν να ζητήσω την απελευθέρωσή τους. Εάν δεν τις απελευθερώσετε, θα έρθουν και θα πολιορκήσουν το στρατόπεδό σας για να σας αναγκάσουν να κάνετε αυτό που θα ήταν καλό να γίνει χωρίς να γίνει απολύτως τίποτα γιατί εμείς είμαστε πιο ισχυροί. Επιθυμούμε να νικήσουμε χωρίς να πολεμήσουμε. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, θα πολεμήσουμε. Εάν πολεμήσουμε, εάν θέλετε να πολεμήσουμε, πρώτα θα νικήσουμε και μετά θα πολεμήσουμε. Αυτό σημαίνει ότι έχετε ήδη ηττηθεί. —Θα μας κλάσετε τ’ αρχίδια, μουνόπανα, ούρλιαξε το κρασί μέσω του στόματος του Αγαμέμνονα, και το θολωμένο το μυαλό ούρλιαξε, και ο οχετός της οργής, και η σκοτεινή άβυσσος της αθέατης μα πανταχού παρούσας ένδειας —Ξέρεις τι μου ζητάς, ρε μουνί; Ο Χρύσης δεν απάντησε. Ο Αγαμέμνονας επανέλαβε ουρλιάζοντας πιο δυνατά —Ξέρεις τι μου ζητάς; Ο Χρύσης απάντησε. —Ξέρω τι σου ζητάω. —Τι μου ζητάς; —Σου ζητάω να δώσεις πίσω αυτό που άρπαξες, σου ζητάω να χάσεις τη λεία σου, σου ζητάω να χάσεις αυτό που εξασφαλίζει την επιβίωσή σου, τη ζωή σου, την ισχύ σου, τον πλούτο σου, τη φήμη σου, τον ανδρισμό σου, τον ηρωισμό σου, το γόητρό σου, την υπόληψή σου, τη κοινωνική σου θέση. Πρόκειται περί θανάσιμης προσβολής.
Αυτά είπε ο Χρύσης και σιώπησε. Ο Αγαμέμνονας τον κοίταξε στα μάτια, για να τον εκφοβίσει, ήταν μάστορας του εκφοβισμού, ήξερε πολύ καλά ότι στον πόλεμο οι πρώτοι ηττημένοι είναι τα μάτια, τον κοίταξε στα μάτια, έκανε το βλέμμα βλήμα, εκηβόλο βλέμμα, τηλέμαχο βλέμμα, έκανε το βλέμμα ξίφος, φάσγανο, σφάγανο, δόρυ φαεινό, έκανε το βλέμμα σα τα μούτρα του, τα μούτρα του πύραυλος εδάφους-εδάφους, δεν μπορείς να νικήσεις, δεν μπορείς να σκοτώσεις, δεν μπορείς να υποτάξεις εάν δεν εκφοβίσεις, εάν δεν τρομοκρατήσεις τον άλλον, τον κοίταξε στα μάτια ο σοβαρός, ο δεινός, ο φοβερός, ο τρομερός πολεμιστής Αγαμέμνονας· ξέρετε τι έκανε ο Χρύσης; Χαμογέλασε! Χαμογέλασε. Χαμόγελα. Χαμογελά. Χαμογέλα. Το χαμόγελο μπήχτηκε στη καρδιά του Αγαμέμνονα και του ΄κοψε τα ήπατα. Του έκοψε τη γλώσσα. Του έκοψε τη μαγκιά. Του ‘φυγε ο τσαμπουκάς. Αλλά ξανάρθε. Ο Αγαμέμνονας ήταν ήρωας μ’ αρχίδια, δε μασούσε. Δε κώλωνε. Όχι, δε κώλωνε. Άμα τον έπαιρνε, δεν κώλωνε. Άλλο άμα δεν τον έπαιρνε. Και είπε: — Χάσου από μπροστά μου! Εξαφανίσου! Τώρα αμέσως! Μη σε ξαναδώ μπροστά μου, δε τη βγάλεις καθαρή. Τις κοπέλες δεν θα τις απελευθερώσουμε το Θεό μπάρμπα να ΄χεις. Θα τις γαμάμε, θα μας μαγειρεύουν, θα μας πλένουν κι όταν φύγουμε θα τις πάρουμε μαζί μας, θα τις παλουκώσουμε στον αργαλειό να περάσουν τη ζωή τους υφαίνοντας. Κοπάνα την, πριν πάρω ανάποδες και δεις τι χρώμα έχουν τ΄ άντερά σου. Δρόμο! Μουνί!
Θα έφευγε ο Χρύσης, εάν δεν άκουγε τον Πολύτροπο να λέει: “— Φέρτε ένα κάθισμα να κάτσει ο γέρος. Έμεινε κάνα κοψίδι; Βάλτε του να φάει, φέρτε του κρασί, κάτσε γέρο, φαίνεσαι κουρασμένος”. Το τσιράκι, ο θεράπων, έφερε ένα κούτσουρο και ο Χρύσης κάθισε. Κρέας δεν είχε μείνει, το ψωμί είχε τελειώσει, κρασί δεν έπινε νηστικός, ήπιε νερό. Ποτέ μη πίνεις κρασί με αυτόν που κλέβει και αρπάζει, του έλεγε ο παππούς του. Ποτέ! Τέτοια λόγια δεν ξεχνιούνται. Δυο πράγματα δε θα κάνεις στη ζωή σου, του είχε πει ο πατέρας του, δε θα σκοτώσεις και δε θα ρουφιανέψεις, ο άνθρωπος πεθαίνει ή χαρούμενος ή λυπημένος, δεν τα ξεχνάει ο Χρύσης, φέρτε μια κούπα με κρασί, επέμενε ο Πολύτροπος. Θα προτιμούσα νερό. Βρε πιες ένα ποτήρι κρασί! επέμενε το πολύτροπο μαϊμούνι. Ο Χρύσης σηκώθηκε να φύγει. Η φυγή είναι η πιο αποτελεσματικός τρόπος πολέμου. Η φυγή είναι πάλη, η πάλη δεν είναι φυγή, η φυγή είναι απουσία, η απουσία είναι ο φόβος και ο τρόμος του ήρωα, η πάλη είναι το οξυγόνο του ήρωα, stasis is death, απουσία is death, φυγή is death, ο θάνατος είναι απουσία, είναι φυγή, ο ήρωας δεν μπορεί την απουσία και τον θάνατο, ήττα is death, ο θάνατος είναι ήττα, η απουσία είναι ήττα, η φυγή είναι ήττα, το πολύτροπο μαϊμούνι εάν ήθελε να νικήσει έπρεπε να υποχωρήσει, έπρεπε να αποδεχτεί την επιθυμία του Χρύση, έπρεπε να συμβιβαστεί για να μην ηττηθεί, για να επανέλθει δριμύτερο, για να εξαλείψει από προσώπου γης τον συμβιβασμό, την προσωρινή αποδοχή της ήττας, ο ήρωας δεν ξεχνά την προσωρινή ήττα, δεν ξεχνά την υποχώρηση, δεν ξεχνά την ταπείνωση, ο ήρωας δεν λησμονά, ο ήρωας είναι αληθής, ο ήρωας επιθυμεί, λατρεύει την αλήθεια. Εντάξει, εντάξει, δε θα σε βάλουμε να πιεις και με το ζόρι, δεν είμαστε Κρητικοί, είπε πολύτροπο μαϊμούνι και ο Χρύσης κάθισε. Για πες μας, σε παρακαλώ, τι εννοείς όταν λες είμαστε πιο ισχυροί. Ο Χρύσης περίμενε αυτή την ερώτηση από χτες το βράδυ, μόλις ξάπλωσε να κοιμηθεί. Διάβασε μερικές σελίδες του Δον Κιχώτη, έσβησε το λυχνάρι και άκουσε κάποιον να ρωτάει: “τι εννοείς όταν λες είμαστε πιο ισχυροί;” Το νερό ήταν βρόμικο, δεν ήπιε. Θα έπινε πάρ ποταμόν κελάδοντα παρά ροδανόν δονακήα, άντεχε, θα έφευγε σε λίγο, το ένιωθε. Κοίταξε τους ήρωες χωρίς να τους κοιτάξει και είπε:
— Εάν λέγατε στους στρατιώτες σας όποιος θέλει, ας σηκωθεί να φύγει, θα μένατε εδώ πέρα εσείς οι πέντε. Εμείς την παρακάτω ερώτηση δεν θα την κάνουμε: όποιος κι όποια θέλει, ας έρθει να πάμε να απελευθερώσουμε τις κόρες μας, τις αδελφές μας, τις γυναίκες μας, τις κουνιάδες μας, τις νύφες μας, τις ανεψιές μας, τις εγγονές μας, τις φίλες μας. Όχι, ποτέ. Είναι αδιανόητο για μας. Θα έρθουμε και θα αποκλείσουμε το λημέρι σας. Θα σας αφήσουμε μια έξοδο διαφυγής: τον απόπλου. Δεν θέλουμε να σας σκοτώσουμε, δεν μας αρέσει να σκοτώνουμε. Προτιμάμε να σας βγάζουμε εκτός πολέμου, να σας τραυματίζουμε, να σας αναγκάζουμε να φύγετε, να σας διώχνουμε, πόλεμος για μας σημαίνει εκδίωξη. Φύγετε και πάτε όπου θέλετε. Να πάτε στο Φεγγάρι, να πάτε στον Άρη, και μια μέρα θα πάτε, είμαστε βέβαιοι γι αυτό, και μακάρι να πάτε να μας αφήσετε ήσυχους. Θα αποκλείσουμε το λημέρι μετά από τρεις μέρες. Μέσα σε αυτές τις μέρες εφοδιαστείτε με τρόφίμα και νερό, με ξύλα για το μαγείρεμα, με ό,τι χρειάζεστε. Μετά τον αποκλεισμό δεν θα μπορέσετε να βρείτε τίποτα από όλα αυτά. Όποιο καράβι θα επιχειρήσει να αποπλεύσει για να σας εφοδιάσει με τρόφιμα και νερό, θα καίγεται. Θα χέζετε μέσα στο λημέρι, όχι απέξω. Μετά από εννιά μέρες αποκλεισμού, θα αρχίσουμε να σκοτώσουμε τα μουλάρια σας, με τα οποία μεταφέρετε τρόφιμα, νερό και ξύλα. Εάν δεν υποχωρήσετε, μετά από τρεις μέρες θα αρχίσουμε να ρίχνουμε και εναντίον των πολεμιστών. Μόλις περάσουν άλλες εννιά μέρες, θα αρχίσουμε να καίμε τα καράβια σας. Γνωρίζετε πολύ καλά πως θα μπορέσουμε να τα πραγματοποιήσουμε όλα αυτά. Δεν είμαστε απλά περισσότεροι, δεν είναι ότι θέλουμε όλοι και όλες, από τα μικρά παιδιά μέχρι τους γέρους, να συμμετάσχουμε στην απελευθέρωση των θυγατέρων μας, είμαστε ισχυρότεροι στο πεδίο της μάχης. Το ισχυρότερο όπλο σας είναι το δόρυ και το ξίφος. Θέλετε να πολεμάτε από κοντά για να εξοντώνετε. Η πρακτική αυτή έχει τα πλεονεκτήματά της: το ξίφος παρουσιάζει αποδοτικότητα, επαναληπτικότητα και ευστοχία αλλά έχει κι ένα βασικό μειονέκτημα: διατρέχετε τον κίνδυνο να υποστείτε αυτό που πάτε να επιβάλλετε, δηλαδή να πάτε για μαλλί και να φύγετε κουρεμένοι, όπως συνηθίζετε να λέτε. Για να αποφύγετε αυτή την παράλογη συνέπεια, εννοώ τον θάνατο, την ήττα, πολεμάτε κι από μακριά. Αλλά κι αυτή η πρακτική έχει τα μειονεκτήματά της: το βεληνεκές του δόρατός σας δεν ξεπερνάει τα είκοσι μέτρα. Είναι μεγάλο και βαρύ. Κρατάτε δυο στα χέρια. Εάν αποτύχετε και με τα δύο, καταφεύγετε στο ξίφος. Εάν δεν έχετε ξίφος, περιέρχεστε στην κατάσταση του άοπλου. Εμείς δεν επιδιώκουμε την εξόντωση αλλά την εκδίωξή μέσω του τραυματισμού. Αυτό που θέλουμε καταρχήν είναι να μην πεθάνουμε. Γι αυτό και επιδιώκουμε να πολεμάμε από μακριά, όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα. Το βεληνεκές του δικού μας όπλου είναι 120 μέτρα. Στα εξήντα μέτρα, το βέλος του νέου μας σύνθετου τόξου, μια καταπληκτική επινόηση, αποτέλεσμα της συνεργασίας ξυλουργών και οπλουργών, διαπερνάει έναν ήρωα όπως η οδοντογλυφίδα το μεζέ του ούζου. Το τόξο αυτό μπορούν να το χρησιμοποιήσουν άνδρες και γυναίκες και υπολογίζουμε ότι θα είμαστε πάνω από δέκα χιλιάδες. Υπολογίζουμε ότι εσείς δεν είστε πάνω από δυο χιλιάδες κι από αυτούς μόνο το ένα τρίτο έχει όπλα – οι άλλοι είναι υπηρετικό προσωπικό. Θα έρθουμε να πολεμήσουμε τραγουδώντας και χορεύοντας. Για μας ο πόλεμος είναι χορός, δεν θέλουμε να πεθάνουμε, δεν θέλουμε να σκοτώσουμε, αλλά εάν χρειαστεί δεν έχουμε κανέναν απολύτως ενδοιασμό και επιφύλαξη. Η χαρά της ζωής μας κάνει αμείλικτους, αδυσώπητους. Θα ακούτε τα τραγούδια μας και θα βλέπετε τους χορούς μας. Ο τρόπος που πολεμάμε έχει ενσωματωθεί στα τραγούδια μας και όταν θέλουμε να διδάξουμε στα παιδιά μας τη τέχνη του πολέμου τους μαθαίνουμε πρώτα να χορεύουν. Εσείς θέλετε να πολεμάτε λίγοι και να χορεύετε λίγοι – βλέπουμε ποιος χορεύει στο τσάμικο. Έχουμε μελετήσει το τσάμικο και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια μέρα θα πολεμάτε με μη επανδρωμένα πολεμικά αεροσκάφη. Η κρυφή επιθυμία σας είναι να πολεμούν όσο γίνετε λιγότεροι: δεν πεθαίνετε και η λεία που σας αναλογεί είναι πολύ περισσότερη. Εμείς θέλουμε να πολεμάμε όσο γίνεται περισσότεροι. Στο δικό μας τον πόλεμο συμμετέχουν και παιδιά και μωρά και έγκυες γυναίκες και έμβρυα και ασθενείς και γέροι και νεκροί. Όλοι και όλες στον πόλεμο, δεν κάνουμε διάκριση μεταξύ επιθετικών και αμυντικών, όλοι στην επίθεση, όλοι στην άμυνα, όλοι μπροστά, όλοι πίσω, πολεμάμε σα να χορεύουμε ζωναράδικο, ο Άγιαξ χόρευε ζωναράδικο, οι αντάρτες του Τσε χόρευαν ζωναράδικο, είμαστε ο Άγιαξ, είμαστε ο Τσε, είμαστε το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Θα τα ξαναπούμε μόλις περάσουν τρεις μέρες.
συνεχίζεται
Σήμερα λοιπόν το κρασί που θα πιώ θα είναι για την διπλή γιορτή σου και στην τύχη που είχα να σε γνωρίσω.
στην υγειά σου Αθανάσιε και της Τριανταφυλλιάς επίσης.
Ευριπίδη, μια μέρα θα πιούμε μαζί κρασί.
Χρόνια σου πολλά (και καλά) Αθανάσιε, που για λίγες μέρες δεν είμαστε ακριβώς συνομήλικοι (εγώ κλείνω τα 53 στις 2 Φλεβάρη!) Ωραία τα σχόλια για την Ιλιάδα, ωραία και η Τσαντιλιάδα, με την Οδύσσεια τί θα κάνουμε συντρόφι, δεν έχει σχόλια εδώ, δεν έχει ανατροπές και αντιθέσεις, ολόκληρον έπος;;;
Μιχάλη, στις 2 Φλεβάρη θα γράψω για την Οδύσσεια. . .
Χρόνια πολλά, έστω και καθυστερημένα
Β.,
ποτέ δεν είμαστε καθυστερημένοι, η μάνα μου η αναλφάβητη μού το έμαθε. Θα σου στείλω ιμέιλ.
Ό,τι επιθυμείς Αθανάσιε.
Χαιρετίσματα στην Τασούλα και τα παιδιά.
A.,
είμαι βέβαιος ότι η φλόγα της εφηβικής σου ζωντάνιας θα μείνει άσβηστη – είναι παρηγοριά σε δύσκολους καιρούς.