φίλες και φίλοι, καλή σας μέρα
Προτείνω τη μεταγραφή Σέξπειρ, ενός Shakespeare που έχει πείρα στον έρωτα, με την οποία πείρα έχει ασχοληθεί ο Ρενέ Ζιράρ ( στις ‘Φλόγες της ζηλοτυπίας’, εφαρμόζοντας την θεωρία της μιμητικής επιθυμίας), αλλά ο φίλος μου Θόδωρας αντιπροτείνει το Σέξπυρ και δεν έχουμε λόγους να μην την κάνουμε δεκτή.
Ο Σέξπειρ είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της επαρχιακής οικουμενικότητας. Η επαρχιακή οικουμενικότητα είναι μια έννοια που καταγράφει την ανάδειξη μιας έφρασης που διατυπώνεται σε μια επαρχία της εκάστοτε γνωστής οικουμένης, του υπερτοπικού χώρου εκλαμβανομένου ως οικουμένη, σε οικουμενική έκφραση, σε μια έκφραση που αποσπά τον θαυμασμό και την προσοχή πέραν των τοπικών ορίων της και γίνεται κοινός πλούτος. Την εποχή που έζησε ο Σέξπειρ, τέλη του 16ου και αρχές του 17ου αιώνα, τα όρια της οικουμένης όχι μόνο είχαν διασταλεί αλλά διευρύνονταν με έναν ρυθμό διαρκώς επιταχυνόμενο. Το κέντρο αυτής της οικουμένης ήταν οι μοναρχίες, τα απολυταρχικά κράτη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης – η Αγγλία ήταν μια επαρχία. Σήμερα, μετά από τέσσερις αιώνες ακριβώς, η διεύρυνση της οικουμένης αγγίζει τα όρια της σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια ένταση ώστε φτάσαμε στο σημείο να μην μπορεί να υπάρξει επαρχία, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει πλέον επαρχιακή οικουμενικότητα.
Ένα άλλο γνωστό παράδειγμα επαρχιακής οικουμενικότητας ήταν ο Χριστός, ένας λογοτεχνικός ήρωας. Το ζήτημα της ιστορικότητας του Χριστού με αφήνει αδιάφορο, όχι όμως και οι συνθήκες που εμφανίστηκε αυτός ο λογοτεχνικός ήρωας, από το 100 έως το 300 μ. Χ. [Να σας υπενθυμίσω ότι την εισαγωγή της χρονολογίας σε π. Χ. και μ. Χ. την οφείλουμε στον (θεωρούμενο ως) πρώτο Άγγλο συγγραφέα, τον Βέδα τον αιδέσιμο (672-735)] Η ταχύτατη διάδοση και επικράτηση μιας εβραϊκής θρησκευτικής αίρεσης, η οποία με τον Παύλο και τους συντάκτες των Ευαγγελίων μετεξελίχθηκε σε χριστιανισμό οφείλεται στο γεγονός ότι η διδασκαλία του λογοτεχνικού ήρωα Χριστού βρήκε γόνιμο έδαφος για να φυτρώσει και να πολλαπλασσιαστεί – τώρα ζούμε τη φάση της απολιθωματοποίησης. Ποιο ήταν αυτό το γόνιμο έδαφος;
Δεν μπορεί παρά να ήταν μια επιθυμία. Ποια επιθυμία, ποιων ανθρώπων;
Ήταν μια συλλογική επιθυμία, ένας οικουμενικός πόθος. Κάθε φορά που σχηματίζεται μια οικουμένη, και η Κυριαρχία δεν μπορεί παρά να την σχηματίζει αναπόφευκτα (εξ ου και η ‘Αυτοκρατορία’ των Νέγκρι και Χαρντ) δημιουργείται κι ένας κοινός πόθος μεταξύ των Υποτελών, ο οποίος έρχεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τον πόθο του Κυρίου, τον οποίον ο Βιργίλιος διατύπωσε στην Αινειάδα του: imperium sine fine – Κυριαρχία χωρίς τέλος, αιώνια Κυριαρχία.
[20/1/12]
Η Αινειάδα του Βιργίλιου εγκαινιάζει αυτό που ονομάζουμε ‘στρατευμένη τέχνη’ – δεν είναι όμως μόνο το πρώτο προπαγανδιστικό λογοτεχνικό κείμενο, είναι και το πρώτο που διατύπωσε έναν οικουμενικό πόθο. Ο Βιργίλιος έζησε λίγες μόνο δεκαετίες πριν τη γέννηση του Χριστού και όλοι οι βιογράφοι του μας λένε ότι ήταν πολύ πράος, ευγενικός, καλός άνθρωπος θα λέγαμε σήμερα. Πέθανε στις 21 Σεπτεμβρίου του 19 π. Χ. – ο Χέρμαν Μπροχ στο ‘Βιργιλίου θάνατο’ περιγράφει τις 18 τελευταίες ώρες του ποιητή, από το απόγευμα της 20ης Σεπτεμβρίου όταν έφτασε στο λιμάνι του Πρίντεζι (Βρινδήσιον). Ήταν γιος Ετρούσκου αγρότη (η μάνα του ήταν Ρωμαία), έζησε και ως αγρότης, απεχθανόταν τις αιματοχυσίες και τον πόλεμο κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στην Αινειάδα.
Η Αινειάδα είναι ένας ύμνος της Ρωμαϊκής ισχύος αλλά και της pacis Romanae, της Ρωμαϊκής ειρήνης. Της ειρήνης που επιβάλλει η Κυριαρχία, η οποία όμως ειρήνη ήταν το σπέρμα της κατάρρευσής της, της αυτοκατάργησής της. Η pax Romana σηματοδοτούσε τα όρια της επέκτασης της Ρωμαϊκής Ισχύος (imperium). Όταν όμως η επέκταση της Κυριαρχίας σταματάει, αρχίζει αναπόφευκτα η συρρίκνωσή της. Κι αυτό λόγω του δουλοκτητικού τρόπου παραγωγής: τα τεράστια λατιφούντια απαιτούν μεγάλο αριθμό δούλων, τον οποίο εξασφαλίζει μόνο ο πόλεμος. Εκτός από τους δούλους, ο πόλεμος εξασφαλίζει και κινητή άψυχη λεία, η οποία χρησιμοποείται τόσο για την οργάνωση του Κράτους όσο και την ικανοποίηση του ρωμαϊκού όχλου (άρτος και θεάματα). Τι γίνεται όμως όταν είναι αδύνατον να γίνουν άλλοι πόλεμοι, όταν στερεύουν οι πηγές της δουλείας και της λείας; Η μόνο λύση είναι η φορολόγηση των υποτελών της Αυτοκρατορίας. Η φορολόγηση είναι μια εσωτερική διαρκής αρπαγή. Με την φορολόγηση έχουμε την εσωτερίκευση του πολέμου, ο οποίος πλέον είναι διαρκής. Η διαρκής, επαναλαμβανόμενη αρπαγή του κοινωνικού πολέμου επιδεινώνει την κατάσταση του Υποτελούς και η αδυναμία αυτή είναι η αφετηρία της επιθυμίας.
Η φορολόγηση φέρνει κοινωνικές αναταραχές και καταστολή – η φορολόγηση και η διεκπεραίωσή της είναι η αφετηρία, σε τελική ανάλυση του Ρωμαϊκού Δικαίου – φέρνει εμφύλιους σπαραγμούς, φέρνει τοποκιστικά αποσχιστικά κινήματα. Ταυτόχρονα, η επιθυμία αναζωογονεί την αλληλεγγύη μεταξύ των Υποτελών. Αυτήν την αλληλεγγύη, πίσω από την οποία φουντώνει η επιθυμία της κατάργησης της από το Κράτος αρπαγής του κοινωνικού πλούτου, προσωποποιεί ο λογοτεχνικός ήρωας Χριστός. Η διδασκαλία των συντακτών των Ευαγγελίων είναι το σημείο κατάληξης του εβραϊκού αποποιμενισμού, της απαξίωσης των εβραϊκών ποιμενικών αξιών από τους φτωχούς και ανήμπορους γεωργούς που κάποτε ήταν ποιμένες. Η διαδικασία αυτή εκτυλίχθηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, και στην αρχαία Ελλάδα. Νομίζω πως είναι σαφής η διεύρυνση του κομμουνισμού που κομίζουν τα Ευαγγέλια – η αλληλεγγύη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων (Αγάπαι) είναι νομίζω αψευδής μάρτυρας.
Ο τσομπάν-Παύλος κατάφερε και ποιμενικοποίησε αυτήν την απαξίωση των ποιμενικών αξιών και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανακοπή της διεύρυνσης του κομμουνισμού και δεν μπορώ να καταλάβω πως μερικοί τον προβάλλουν, αυτόν και το ξαδερφάκι του, τον Λένιν, ως πρότυπο. Ο ιερέας από συντονιστής της κοινοτικής αλληλεγγύης έγινε ανθρωποβοσκός, ποιμήν, και οι αλληλέγγυοι και ίσοι Υποτελείς ένα κοπάδι πιστών – το ποίμνιο το οποίο βόσκει σε ένα λιβάδι που είναι γνωστό ως ενορία.
Όλα αυτά που περιγράφω εκτυλίχθηκαν κατά τους πρώτους τέσσερις χριστιανικούς αιώνες. Η δυσκολία ανανέωσης των δούλων ανάγκασαν τους δουλοκτήτες γαιοκτήμονες να παραχωρήσουν κάποιες ελευθερίες και δικαιώματα στους δούλους, οι οποίο πλέον αναπαράγονταν μέσω της οικογένειας. Έπαψαν να είναι δούλοι και έγιναν coloni, εσωτερικοί άποικοι. Καλλιεργούσαν τα χωράφια του γαιοκτήμονα και ο γαιοκτήμονας αποσπούσε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής. Οι εισβολές των ποιμενικών φύλων, τα οποία εγκατέλειπαν την εκτροφή των ζώων και στρέφονταν προς την καλλιέργεια της γης, κατακερμάτισε την δυτική αυτοκρατορία με αποτέλεσμα να εμφανιστεί ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος είναι μια σύνθεση του καταρρέοντος δουλοκτητικού και του σε μετάβαση ευρισκόμενου ποιμενικού. Οι ισχυροί των κατακτητών μοιράζουν τη γη (φέουδα) και οι υποτελείς τους μαζί με τους υποτελείς των ρωμαίων γαιοκτημόνων σχηματίζουν οικισμούς, καλλιεργούν τη γη και παραχωρούν ένα μέρος της παραγωγής στους χωροδεσπότες τους.
Η κατάσταση των υποτελών Παραγωγών των φεουδαρχών ήταν πολύ καλύτερη από αυτήν των δούλων. Ο καπιταλισμός επιδείνωσε την κατάσταση τους με βία και τρόμο, με αρπαγή και χρήμα. Υπάρχει άραγε σήμερα ένας οικουμενικός πόθος μεταξύ των Υποτελών της παγκόσμιας καπιταλιστικής Κυριαρχίας; Κι αν υπάρχει, ποιος είναι αυτός; Πως θα σκάσει μύτη; Τι θεσμούς θα δημιουργήσει; Τι αλλαγές γίνονται που δεν φαίνονται; Πως θα φανούν και που; Πότε;
Θα αφήσουμε αυτά τα ερωτήματα αναπάντητα προς το παρόν και θα επιστρέψουμε στην επαρχιακή οικουμενικότητα του Σέξπειρ. Πως να εξηγήσουμε αυτό το φαινόμενο;
Αν οι θεατές του ‘Μάκμπεθ’ στην Ιαπωνία, λόγου χάριν, μπορούν να παρακαλουθούν αυτό το έργο που γράφτηκε και παίχτηκε πριν απο τέσσερις αιώνες στην Αγγλία, αυτό οφείλεται στα εμμενή, κοινά, εγγενή χαρακτηριστικά της Κυριαρχίας. (Δεν είναι τυχαία η επίδραση του Σέξπειρ στον ιαπωνικό κινηματογράφο!). Θα πρέπει να δούμε κυρίως δυο πτυχές αυτού του φαινομένου: την καταγωγή του δράματος ως λογοτεχνικού είδους της Αναγέννησης, και την ταχύτητα ως παράγοντα που συμβάλλει στην μετεξέλιξη του επαρχιακού σε οικουμενικό. Το αρχαίο ελληνικό δράμα είναι μια στιγμή της αποκήρυξης των ηρωικών αξιών, κατά την οποία ο φακός εστιάζει στις σκοτεινές πλευρές του ψυχισμού του ήρωα και όχι μόνο (Ευριπίδης – Βάκχαι, Μήδεια). Οι Ρωμαίοι τραγικοί (ο Σενέκας δηλαδή!) κληρονόμησαν αυτό το ενδιαφέρον, το οποίο από ενδιαφέρον έγινε πάθος, εμμονή. Η αναβίωση του δράματος στην Αναγέννηση σήμαινε αναβίωση κι αυτού του πάθους που έγινε από τότε μια σταθερά του ευρωπαϊκού πνεύματος. Ο τελευταίος μεγάλος αυτής της παράδοσης είναι ο Φρόιντ, ο οποίος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να επιστημονικοποιήσει τον Σέξπειρ. Είναι γνωστός ο φθόνος του προς τον δραματουργό. . . Αυτό το πάθος για τις σκοτεινές πλευρές του ήρωα και του ανθρώπου δεν υπήρχε στην Ιαπωνία και όχι μόνο εκεί. Έτσι, ο Σέξπειρ μπορεί να παιχτεί όπου υπάρχει Κυριαρχία – και όπου υπάρχει άνθρωπος (δεν ξέρω αν αυτό ισχύει και για τους τροφοσυλλέκτες, αν υπάρχουν. . .).
Η διαδικασία της οικουμενικοποίησης μιας έκφρασης που εμφανίζεται σε μια επαρχία σχετίζεται με την ταχύτητα (μετακίνησης και επικοινωνίας). Τόσο η δημιουργία όσο και η κατάρρευση των θεσμών εξαρτάται από την ισχύουσα ταχύτητα. Μπορούμε να μιλάμε για μια
ταχύτητα κατάρρευσης
μιας ιστορικής Κυριαρχίας. Εάν υπήρξε μια ρωμαϊκή ταχύτητα κατάρρευσης, θα υπάρξει και μια καπιταλιστική ταχύτητα κατάρρευσης. Η επικράτηση του ακαριαίου, η προσέγγιση των ορίων της ταχύτητας της μετακίνησης και της πληροφορίας, μας επιτρέπει να διατυπώσουμε την άποψη ότι αφενός δεν μπορεί να υπάρξει πλέον επαρχιακή οικουμενικότητα, πέραν του ότι δεν νομίζω να υπάρχει κι άλλη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου (φαντάζεστε να υπάρχει;) και αφετέρου ότι η καπιταλιστική κατάρρευση δεν θα είναι βραδεία. Πιθανόν δεν θα είναι μακράς διάρκειας ή συνεχής, βραδεία όμως δεν θα είναι.
Σχολιάστε ελεύθερα!